.
Τοῦ Ἀντωνίου Ξεπαπαδάκου, Ἱστορικοῦ, Συγγραφέος, Σκηνοθέτου
Η αυταπάρνηση, η τόλμη, το θάρρος, η ανδρεία και πατριωτική Αρετή των θρυλικών ηρωίδων δρεπανηφόρων Μανιατισσών ελάμπρυναν τον Ιερό Αγώνα του Εικοσιένα και διέσωσαν τη φυλή και την Πατρίδα από βέβαιον εξολοθρεμοαφανισμό. Η ανεκτίμητη αυτή εθνική προσφορά των γυναικών της Μάνης θα φανή, νομίζομε, ως αυταπόδεικτη από τα Ιστορικά ντοκουμέντα, τα οποία ευθύς αμέσως θα παραθέσωμεν…
Ο επάρατος διχασμός στα 1824-25 έχει ανοίξει πολύ βαθειές πληγές στο καταματωμένο σώμα της νεκραναστημένης Ελλάδος. Ο Γιουσούφ Πασάς κρατά ακόμα γερά την Πάτρα, ή Εύβοια είναι τουρκοκρατημένη, η Ρούμελη αποδυναμωμένη, ο Κιουταχής πολιορκεί στενά το Μεσολόγγι και μερικά από τα Ρουμελιώτικα σώματα πού κατεβαίνουν προς υποστήριξη των Κυβερνητικών στην Πελοπόννησο, διάγουν σαν να ευρίσκονται σε εχθρική γη, με τον Κολοκοτρώνη, του, αδελφούς Δεληγιανναίους και όλους τους άλλους κυριότερους Πελοποννήσιους πρωτοκαπετάνιους στη φυλακή (στη χάψη), όπως πολύ παραβολικά και με μεγάλη πικρία ομολογεί ο Μακρυγιάννης.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τα δεινά, στις 10 με 12 Φεβρουαρίου τού 1825 πραγματοποιεί απόβαση στα Μοθωκόρωνα ο Ιμπραήμ Πασάς, τελείως ανενόχλητος και ατουφέκιστος, παρ’ ότι η Κυβέρνηση Κουντουριώτη έχει σπάνιες, σαφείς και σημαντικές πληροφορίες για τις δυνάμεις και τα πιθανά σημεία αποβάσεως στις ακτές της Πελοποννήσου, καθώς και για τους φοβερούς κινδύνους που θα διατρέξη η επανάσταση από την τρομερή αυτή επιδρομή.
Όπως είναι δε στρατηγικά παραδεκτό, αν υπήρχε πρόνοια, με ελάχιστα οργανωμένο στράτευμα θα μπορούσε να χτυπηθούν αποφασιστικά οι πρώτες 5.000 των Τουρκοαιγυπτίων, που επί ημέρες ζαλισμένοι από τη θάλασσα περίμεναν αναποφάσιστοι στην παραλία της Μεθώνης την άφιξη του ιδίου του Ιμπραήμ και των υπολοίπων 27.000 πεζών, πυροβολητών. ναυτικών και ιππέων, που ερχόντουσαν με τον φόβο ότι μπορεί να πάθουν την «νίλα» του Δράμαλη.
Είχε όμως και ο Ιμπραήμ τις θετικές πληροφορίες του για τον εμφύλιο σπαραγμό των Ελλήνων, γι’ αυτό και όταν είδε πως το πρώτο αποβατικό του σώμα έμεινε ανενόχλητο, έσπευσε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και επεδόθη αμέσως στο καταστροφικό του έργο. Και μετά την ηρωική έξοδο και φοβερή σφαγή του Μεσολογγίου, την νύχτα της 10ης Απριλίου 1826, ο Ιμπραήμ ξαναγυρίζει στο Μοριά, όπου συνεχίζει το κόψιμο και κάψιμο των καρποφόρων δέντρων και το εξολοθρεπτικό και γενεοκτονικό έργο του. Γι’ αυτό και ο Φωτάκος συμπληρώνει στα απομνημονεύματά του (σελ. 537):
«…Αφού δε εφθάσαμεν εις Άγιον Φλώρον προς τον δρόμον της Καλαμάτας, όπου βγαίνει κεφαλόβρυσον και έχει μεγάλα δένδρα και ίσκιο… Εκεί ηύραμε κρεμασμένα από τα δέντρα ως εξ παιδιά μικρά, βυζανιάρικα, από πέντε έως επτά μηνών το καθένα, σπαργανωμένα καθώς τα είχαν αι μάναις των. Είχαν δε αποκάμει και δεν μπορούσαν να κλάψουν. Είχαν περάσει τρεις ημέραις αφ’ ότου διήλθον εκείθεν Τούρκοι αράπηδες, οι οποίοι είχαν κυνηγήσει τες μανάδες των, αι οποίαι δια να γλιτώσουν εγκατέλειψαν τα παιδιά των. Οι δε αράπηδες τούρκοι παίρνοντας από κάτω τα παιδιά, τα εβαστούσαν εις τα χέρια και δείχνοντας αυτά εφώναζον την κάθε μάνα: Μαριά, Μαριά, στάσου να σου το δώσω…Ήθελαν με τούτο να γελάσουν την μάνα με την ψυχοπόνια και να την πιάσουν, διότι ενόμιζον οτι θα την κλονίση ο πόνος του παιδιού και θα σταθή…»
Και ο Φωτάκος στο σημείο αυτό διευκρινίζει:
«…Αυτοί τα είχαν κρεμάσει εις τα δέντρα, το καθένα με την νιάκα του, οπού χάριν φιλανθρωπίας δεν τα εσκότωσαν. Το θέαμα ήταν λυπηρόν. Είχαν τα χέρια των εις το στόμα των και εβύζαιναν τα δάκτυλά των. Τινά δε από αυτά βυζαίνοντα εμαλάκωσαν τα δάκτυλά των, τα οποία εξεπέτσωσαν, ώστε έρεε το αίμα των και το εβύζαιναν…»
Και ο Φωτάκος, συμπληρώνοντας τις περιγραφές του για την μάστιγα που έπληξε τότε Μοριά και Ρούμελη, σε άλλο μέρος των απομνημονευμάτων του λέει (σελ. 560-561):
“…Ο δε Ιμπραήμ με τα στρατεύματα του εκυνηγούσε τους Έλληνας επάνω εις τα βουνά και εις τα δάση, αρπάζοντας τα πράγματα και τα ζώα των, αλλά και οι Έλληνες κτυπούντες τους Τούρκους, τα έπαιρναν πάλι και έφευγαν. Έφευγαν δε και τα γυναικόπαιδα επάνω εις τα βουνά και εκρύπτοντο μέσα εις τα δάση και εις τα σπήλαια. Καθ’ όλην την Πελοπόννησον τίποτε άλλο δεν ηκούετο και δεν εφαίνετο, παρά μόνον τουφεκισμοί και πυρκαϊαί. Καπνοί δε υψούντο παντού. Και καθ’ εκάστην ημέραν εγίνοντο σκοτωμοί και αιχμαλωσίαι και άλλα ανήκουστα δυστυχήματα. Ο ουρανός της Πελοποννήσου εφαίνετο οτι εχαμήλωσεν. Όλαι δε αι ειδήσεις ήσαν φόβος και απελπισία. Όστις τότε επεριπάτει εις Πελοπόννησον, τίποτε άλλο δεν έβλεπεν, ει μη πτώματα άταφα Τούρκων και Ελλήνων, πολλά ζώα ψόφια, ως και άλλα διάφορα πράγματα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Δυσωδία δε μεγάλη και βρώμα αφόρητος έβγαινεν από τα άταφα και σηπωμένα πτώματα των ανθρώπων και των ζώων…
Μόνον εις τους βράχους και τας κορυφάς των αγρίων τόπων και των βουνών υπήρχον πνοές ανθρώπων…Κανείς δεν δύναται να περιγράψη τα τραγικά συμβάντα, τα όποια από τόπου εις τόπον εγίνοντο. Αι γυναίκες καταδιωκόμεναι από τους Τούρκους, έπεφταν από τους απότομους βράχους και απέθνησκον, τα δε παιδία των, τα μικρά, έπνιγον αι ίδιαι εις τους ποταμούς, δια να μη φωνάζουν κλαίοντα, αλλά και τους πετεινούς ακόμα έσφαζαν δια να μη λαλούν και ακούουν οι Τούρκοι.
Εχάθησαν τα γόνιμα αυγά και οι σπόροι. Επάνω δε εις αυτούς τους τόπους το ένα τραγικώτερον του άλλου εγίνετο και ούτε ομοίαζον μεταξύ των τα γινόμενα. Όλοι οι άνθρωποι ήτον αλαφιασμένοι και κατατρομαγμένοι. Έτρεχαν άνω κάτω, εδώ κι εκεί και επλανώντο μέσα εις τα δάση και τα βαθειά ρέματα. Ετρόμαζαν δε να αναγνωρισθούν μεταξύ των, αν ήταν Τούρκοι ή Έλληνες. Τους εφαίνετο οτι όλος ο τόπος ήτο χάος και ήθελε να τους καταπιή. Όμοιος ήτο ο φόβος των ημέραν και νύκταν και καμμίαν ανάπαυσιν δεν είχαν άνθρωποι και ζώα και εκινούντο παντού και πάντοτε και που επήγαιναν δεν καταλάβαιναν και δεν εγνώριζαν…”
Αναφέραμε αυτά τα τρία συγκλονιστικά περιστατικά, που με τόση παραστατικότητα και πειθώ περιγράφει ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, Φωτάκος, για να ειδούμε, ποια ήταν η προ της μάχη; του Διρού γενική κατάσταση της Επαναστάσεως και να βεβαιωθούμε πειστικότερα μέσα από πόσα οικογενειακά και ομαδικά οράματα και εθνικές τραγωδίες ξαναγεννήθηκε η«απ’ τα κόκαλα βγαλμένη» Ελληνική Λευτεριά και για να φανή μεγαλειωδέστερη η συμβολή της Μάνης στον τιτάνιο αυτόν αγώνα ζωής ή θανάτου.
Οι βιβλικές αυτές σκηνές ήταν, όπως είδαμε, σύνηθες φαινόμενο επί τουρκοκρατίας και καθημερινό δυστύχημα των επαναστατημένων Ελλήνων κατά την επιδρομή των ορδών του Ιμπραήμ.
Η Μάνη γλίτωσε αυτή την συμφορά και ταπείνωση, χάρις εις την έντονη φιλοπατρία και το Ιερό πείσμα των κατοίκων της να ζουν ανυπότακτοι και ελεύθεροι. Και ήταν και καταφύγιο των κατατρεγμένων. Την εποχή αυτήν κορυφώνεται και το τουρκοπροσκύνημα στο Μοριά με 2.000 τουρκοπροσκυνημένους του Νενέκου στην Αχαΐα και Ηλεία. Για το τρομερό αυτό γεγονός, μας μιλά ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά, που μόλις έχει αποφυλακισθή και προσπαθεί να σώση οτι είναι μπορετό:
«…Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνο για την Πατρίδα, όχι άλλη φορά. Ούτε εις τες αρχές της Επαναστάσεως, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη όπου ήρθε με 30.000 στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ άλλοτε. Μόνον εις το προσκύνημα εφοβήθηκα. Η Ρούμελη ήτον όλη προσκυνημένη, η Αθήνα πεσμένη, τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα διαλυμένα. Μόνον η Πελοπόννησος (μέρος – η Μάνη) ήταν μεινεμένη με τα δυο νησιά, Ύδρα και Σπέτσες…Αυτό το καλοκαίρι εχάλασα είκοσι ρίζιμα (πάκα) χαρτί εις γράμματα και διαταγάς… Είχα εξ Γραμματικούς και έγραφαν ημέραν και νύχτα και δεν επρόφθαιναν…»
Η ίδια θλιβερή κατάσταση παρετηρείτο και στη θάλασσα. Τα πλοία ήταν δεμένα στην Ύδρα και στις Σπέτσες χωρίς πληρώματα και επισκευαστικές εργασίες, με πανιά ρακένδυτα και ξάρτια σπασμένα. Και τα θρυλικά πυρπολικά ήταν παραμελημένα τελείως και άνευ πολεμικής ικανότητος. Αυτή ήταν δυστυχώς η κατάντια του Ιερού Αγώνος του Εικοσιένα, υστέρα από την αλληλοφαγωμάρα και την βαρβαρική επιδρομή της Τουρκοαιγυπτιακής λαίλαπας.
Μέσα όμως στη μεγάλη αυτή απόγνωση, τον όλεθρο και την ανείπωτη συμφορά πού πλήττει Μοριά και Ρούμελη, υπάρχει κάτι το ανεπαίσθητο και ασήμαντο, αλλά πολύ δυνατό και ελπιδοφόρο για την τύχη της Ελλάδος και την μοίρα του Γένους γενικότερα. Η θεία Πρόνοια έχει διαφυλάξει άθικτη και αλώβητη μια ακραία κόχη της Ελληνικής γης. Μια αξέψυχη σπίθα. Μια ανυπότακτη έπαλξη. Την σκληροτράχηλη και αδούλωτη Μάνη. Προς την οποία, ο Ιμπραήμ στέλνει με πολλήν αναίδειαν, χαιρέκακην έπαρση και άμετρη κομπορρημοσύνη τελεσίγραφο: Να παραδοθή αμαχητί, άλλως θα την περάση όλη από το σπαθί του και δεν θ’ αφήση «μήτε ίχνος οσπιτίου…»
Και ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης. που κρατά το ξερότειχο της Βέργας, στο ιταμό αυτό τελεσίγραφο, απαντά σαν άλλος Λεωνίδας:
«…Σε περιμένομε με όσας διαθέτεις δυνάμεις… Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομε και σε περιμένομε…»
ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ – Αρχηγός Σπαρτιατών
Ο Ιμπραήμ φρενιάζει από τη λύσσα του και το πρωί της 22ας Ιουνίου του 1826 αρχίζει ο τιτάνιος, ο υπέρτατος αγώνας των Μανιατών για να σώσουν τα ιερά τους χώματα. Χρησιμοποιεί 15.000 περίπου δυνάμεις από στεριά και θάλασσα. Βομβαρδίζει με το στόλο του τις θέσεις των αμυνομένων και εξαπολύει κατά κύματα τα γιουρούσια 8.000 πεζών και ιππέων κατά των 2.400 περίπου κυρίως Μανιατών.
.
Η μάχη κρατά όλη την ημέρα. Ο Ιμπραήμ ρίχνει όλο και πιο ξεκούραστα σώματα στον αγώνα, αλλά τα ατσάλινα στήθη των υπερασπιστών πυργώνουν το ξερότειχο αυτό μετερίζι και υψώνουν μεσούρανα την τιμή. την ανδρεία και την δόξα της Μάνης. Η Μάνη εξαϋλώνεται, τρανεύει και εξυψώνεται ακόμα περισσότερο και μεγιστοποιεί στο έπακρον την περιλάλητη φήμη, την απαράμιλλη πολεμική της Αρετή και φωτοστέφανη Δόξα της. Γιατί η Μάνη ολόμονη σαν άλλος Διγενής Ακρίτας, κονταροχτυπήθηκε ανελέητα. Πάλεψε υπέρ των δυνάμεών της και νίκησε τον αήττητον. Κατετρόπωσε στο απονενοημένο αυτό πάλεμα τον Χάροντα και μέσα στην γενική απογοήτευση και θολή εθνική απελπισία, εθαυματούργησε.
Οκτώ με Δέκα γιουρούσια την ημέρα, με αμέτρητη καβαλαρία και πολλά κανόνια από στεριά και θάλασσα, έκανε ο Ιμπραήμ το τριήμερο 22, 23 και 24 Ιουνίου, μα η Βέργα δε λύγισε και δεν πατήθηκε. Γιατί πίσω από αυτό το ξερότειχο είχαν στήσει ταμπούρι άπαρτο με τα ατσάλινα στήθη τους οι αρειμάνιοι Μανιάτες, που το υπεράσπιζαν και το διαφέντευαν σαν αληθινοί απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών, «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Η ίδια πανωλεθρία περίμενε τον επαρμένο σερασκέρη και στο δεύτερο μέτωπο πού άνοιξε στρατηγικώτατα στην καρδιά της Μάνης, στο ΔΙΡΟ, όπου οι γυναίκες με τα δρεπάνια του θερισμού, με πέτρες, με ξύλα, με τα δόντια και τα νύχια ακόμα, ξέσχισαν και θέρισαν στην κυριολεξία τις δυνάμεις του. Οι τρομερές σκηνές άφθαστου ηρωισμού πού λαμβάνουν χώρα στα λουριά του Διρού και σ’ όλη την γύρω περιοχή, είναι απίστευτοι ιστορικού και εθνικού μεγαλείου.
Μερικά από τα εχθρικά πλοία που είναι στο Διρό, πάνε στον διπλανό όρμο για να χτυπήσουν το παλάτι των Μαυρομιχαλαίων, στο Λιμένι. Οι εύστοχες βολές του 18ετούς κανονιέρη Λουκά Λουκέα, από τον Λάκκο Οιτύλου, τα πισωγυρίζουν στο Διρό.
Οι προς Αρεόπολη, τον Πύργο και την Χαριά επιδραμώντες τουρκοαιγύπτιοι, έπιασαν μερικούς γέροντες και γερόντισσες να κοιμούνται στ’ αλώνια, όπου εφύλαγαν τις θημωνιές τους και τους κατέσφαξαν. Για το γεγονός αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Ιμπραήμ με το διμέτωπο πόλεμο κατά της Μάνης, επεδίωκε και το μεγάλο υπέρ αυτού πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Γι’ αυτό και απεβίβασε τις δυνάμεις του την νύχτα της 22ας προς την 23η Ιουνίου στο Διρό, ώστε μόλις πήρε να φωτίζη, να έχη περιζώση τα γύρω χωριά.
Ο Πρωτοσύγγελος Ρηγανάκος, όμως, που λειτουργούσε στο Διρό και ο παπα-Πουλάκος στον Άγιο Νίκωνα της Χαριάς, πρωτοβάρεσαν τις καμπάνες και από αυτούς πήραν το φοβερό μήνυμα και όλα τα άλλα χωριά της Μάνης. Την εικόνα του παμμανιάτικου αυτού συναγερμού, μας την δίνει εναργέστερα ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φραντζής, ο οποίος λέγει μεταξύ άλλων στα Απομνημονεύματά του:
«…Οι Μανιάται έκρουσαν τους κώδωνας των Εκκλησιών των και όλοι οι συναχθέντες Αρχιερείς, Ιερείς, άνδρες, γυναίκες, γέροντες και παίδες έδραμον κατά το Διρόν… γράφοντες προς τους εν Αλμυρώ αμυνομένους, να μη ταραχθώσι ποσώς… μηδέ ν’ αφήσωσι την θέσιν των… καθ ότι οι αποβιβασθέντες εχθροί… θέλουν απολαύσει την αντιμισθίαν των… παρά των αυτό σε…
Και η αλάθητη λαϊκή Μούσα μας διεφύλαξε ατόφιον τον μεγάλο και ανεπανάληπτον θρύλο των γυναικών της Μάνης, που αντί να στήσουν ένα καινούργιο Ζάλογγο, έκαναν κάτι το πρωτόγνωρο, αδιανόητο, αφάνταστο, ηρωϊκό, επικό και μεγαλειώδες:
«…Οι γυναίκες εν τω άμα, κάμανε μεγάλο θάμα. Ανασκουμπώνουν τις ποδιές και βάνουν πέτρες στρογγυλές. Καύκαλα ανοίγουνε πολλά ή σκορπούνε τα μυαλά και αρπάζουν τα τραπάνια και τους κόβουν τα κεφάλια…
Άλλο πάλι περιστατικό αναφέρει ότι η κόρη του γέρο-Βοζίκη, Πανωραία (Πανώρια), πηγαίνοντας στο χωράφι με ψωμί και βλέποντας δυο Τουρκοαιγύπτιους να προσπαθούν να δέσουν τον καταληφθέντα εξ απήνης γέροντα πατέρα της, απέκοψε τον λάρυγγα του ενός με το δρεπάνι και με την βοήθεια του πατέρα της εξέκαμε και τον άλλον. Ενώ η γυναίκα του Γεωργούλια Γερακαράκου με τον μικρό γιό της, ονόματι Κατσιβαρδά, που πήγαινε λίγο ψωμί και τυρί στον άντρα της πού πολεμούσε στη Βέργα νηστικός τρία μερόνυχτα, μπλέχτηκε στον πόλεμο μαζί με τις άλλες γυναίκες στο Λαγκάδι της Χαριάς. κοντά στα Ξεπαπαδιάνικα, κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη κυνηγούσε τους Τούρκους με τις πέτρες. Κι όταν το παιδί της χτυπήθηκε θανάσιμα, πήρε το όπλο του και κλείνοντας τα ματάκια του, του είπε:
«…Κοιμήσου, παιδάκι μου… κοιμήσου. Πήρα εγώ τη θέση σου…»
Κάτι παρόμοιο έκανε και η Θερασέρη στο Φλομοκότρωνα της Χαριάς. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Οι άλλοι δεν το είχαν καταλάβει. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Έπνιξε τον πόνο της, έκανε πέτρα την καρδιά. Πήρε το καριοφίλι του παιδιού της και τουφεκώντας αδιάκοπα τους εχθρούς, γύριζε κάθε τόσο και έβλεπε το παιδί της και του έλεγε:
«Κοιμήσου…ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου…»
Ενώ οι οπλαρχηγοί της Βέργας, σ’ ένα από τα πολλά ανακοινωθέντα πού εκδίδουν και για τις δύο αυτές δίδυμες μάχες, λένε με υπερηφάνεια για τις γυναίκες τους προς την Κυβερνητική Επιτροπή:
«…Τι τα θέλετε, κύριοι… Εις αυτήν την εποχήν, αι γυναίκες των Σπαρτιατών έδειξαν περισσοτέραν γενναιότητα από τους άνδρας των…Αύται μετά των γερόντων έδιωξαν τον εχθρόν από την Τζήμοβα (Αρεόπολιν) και επεκράτησαν έως ότου έφθασαν και οι άνδρες των μετά των οποίων έκαμαν τούτον τον μ έ γ α ν ό λ ε θ ρ ο ν εις τον εχθρόν. Μόλις από τους 2.000 και πλέον αποβιβασθέντων εχθρών που διεσώθησαν 400, οι δε λοιποί εχάθησαν…
Διότι οι Σπαρτιάται έκαμον και άλλον ένα περίεργον εις αυτήν την εποχήν. Δηλαδή, όταν οι εχθροί επηδούσαν εις την θάλασσαν δια να σωθούν, απηδούσαν και αυτοί συγχρόνως σύροντές τους από τα μαλλιά εις την ξηράν δια να τους αφοπλίσουν πρώτα και ύστερις να τους δώσουν του διαβόλου…
26 Ιουνίου 1826 Εκ του Στρατοπέδου του Αλμυρού.
ΟΙ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ ΤΗΣ ΒΕΡΓΑΣ
Και σε άλλο ανακοινωθέν τους, οι οπλαρχηγοί της Βέργας καταλήγουν:
«…Το δε παράδοξον όλων είναι οπού μια ηρώϊσσα γυναίκα Σπαρτιάτισσα, πηδήσασα εις την θάλασσαν, άρπαξεν έναν Αλβανό, κολυμβώντα δια σωθή, από τον οποίον εζητούσε ικανοποίησιν από τους καρπούς (τις θημονιές) που της έκαυσαν…»
Μια πολύ σοφή λαϊκή μας έκφραση λέει, πως όσοι ορκίστηκαν στο θάνατο, βάδισαν προς την Δόξα και την ζωή.
Αυτή η φράση βρήκε την ολοκλήρωση, ενσάρκωση και τελειότητά της στη Μάνη. Γιατί χάρις στο πείσμα, την αποφασιστικότητα και γενναιότητα των γυναικών της, ο επιδρομέας υπέστη πρωτοφανή πανωλεθρία και ετράπη εις φυγήν. Ο Ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος (Τόμος Ε’. σελ. 424). αναφερόμενος στη Μάχη του Διρού και ιδιαίτερα στις ηρωίδες της Μάνης, τους αφιερώνει τα ακόλουθα λυρικά λόγια:
«…Δια μίαν ακόμη φοράν, η δραματική και ηρωική πραγματικότης υπερέβη τας συλλήψεις των θρύλων κατά τον Ιερόν Αγώνα της ανεξαρτησίας μας. Όλα όσα αναφέρονται δια τας γυναίκας της Μάνης, που έτρεξαν εις την μάχην και εκρατούσαν αντί όπλων δρεπάνια, ρόπαλα και πέτρας, ξεπερνούν την φαντασίαν. Είναι ασύλληπτου πολεμικού μεγαλείου. Η Μάνη μας έδωσε νέας Αμαζόνας…»
Και ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φρατζής κλείνει την αναφορά του στις μάχες του Διρού και της Βέργας, λέγοντας, (τόμος Β’. σελ. 449):
«…/Επιστρέψας δε ο Ιμπραήμ εις τα Μεσσηνιακά φρούρια μετά πολλής καταισχύνης εκινδύνευσε να καταστή φρενήρης. Οι δε περί αυτόν τον επαρηγόρουν υπισχνούμενοι ότι εις άλλην εκστρατείαν θέλουν καταστρέψει ολοσχερώς τους Μανιάτας και την Μάνην…»
Αλλά η ίδια πανωλεθρία ανέμενε τον Ιμπραήμ μετά δύο μήνες και στον Πολυάραβο, όπου συνετρίβη, καταντροπιάστηκε και έφυγε τρομαγμένος, γιατί κινδύνευσε να συλληφθή ο ίδιος αιχμάλωτος των Μανιατών. Η σημασία λοιπόν της τριπλής περιθρύλητης Νίκης των Μανιατών και Μανιατισσών στη Βέργα, στο Διρό και στον Πολυάραβο ήταν ανέλπιστη, εθνική και μέγιστη.
Γιατί για πρώτη φορά τα Ελληνικά και κατά κυριολεξία μόνο τα Μανιάτικα άρματα εταπείνωσαν τον Ιμπραήμ τόσο πολύ, όσο ακριβώς ύψωσαν τη φήμη, το γόητρο και την Δόξα της Μάνης. Και μάλιστα, η ταπείνωση για τον Τουρκοαιγύπτιο σατράπη είναι ακόμα μεγαλύτερη, γιατί στη μάχη του Διρού νικήθηκε από άοπλες γυναίκες.
Από εδώ εδράζεται και το μεγάλο παράπονο και η αβάστακτη πίκρα της Μάνης. Γιατί η εθνική μας ιστορία και παράδοση δεν έχουν δυστυχώς μέχρι σήμερα φωτίσει όλα τα γεγονότα με όση τους ανήκει ιστορική λάμψη και αλήθεια. Και πολλά από αυτά παραποιούνται η διαστρέφονται και άλλοτε πάλι η προσοχή των Πανελλήνων μετατοπίζεται σε αλλά περιστατικά η συμβάντα καθόλου ωφέλιμα για το Έθνος και αρνητικά για την εθνική μας διαπαιδαγώγηση, ιδεολογική μας ανάταση και δεοντολογική μας θωράκιση.
Με άλλα λόγια, ο άφθαστος αυτός ηρωισμός, η εθελοθυσία και απαράμιλλη ανδρεία των γυναικών της Μάνης δεν έχει γίνει συνείδησις «ιερού χρέους», από την Ελληνική Πολιτεία. Κανένας ταγός μας ή άλλος ισχυρόγνωμος επίσημος δεν έχει εντυπωσιασθή από το άφθαστο πατριωτικό μεγαλείο τους και η μνήμη τους δεν έχει τύχει μέχρι στιγμής της οφειλομένης εθνικής και ιστορικής δικαιώσεως.
Το επίσημο κράτος εξακολουθεί να τις αγνοή, μη εμπνεόμενο από τον τρισμέγιστο θρύλο τους, και κανένας Πανεπιστημιακός Διδάσκαλος δεν εμελέτησε στα σοβαρά τις γιγαντομαχίες Βέργας, Διρού και Πολυαράβου, που αν δεν τις παραδέχεται ως ασύγκριτες και ανώτερες όλων των άλλων του Ιερού μας Αγώνος, είναι τουλάχιστον ισάξιες των μαχών του Βαλτετσίου, της Γραβιάς, των Βασιλικών και των Δερβενακίων.
Γιατί κατά τις μάχες αυτές, κατανικήθηκε τρεις φορές ο αήττητος Ιμπραήμ και έχασε τα δύο τρίτα του στρατού του σε νεκρούς και τραυματίες. Και επί πλέον, χωρίς τις νίκες αυτές των Σπαρτιατικών αρμάτων, είναι απόλυτα βεβαιωμένο ότι δεν θα είχαμε το Ναυαρίνο, γιατί απλούστατα, η Επανάσταση θα είχε σβήση.
Ιδιαίτερα μάλιστα στις γυναίκες της Μάνης η Πατρίδα οφείλει όχι μόνο κάτι το σημαντικώτατο και υπέροχο για την ελευθερίαν της, αλλά και κάτι το ανεπανάληπτο και μεγαλειώδες για την ύπαρξη της και την πανένδοξη Ιστορία της.
Αλλά για την περίπτωση των γυναικών της Μάνης ταιριάζει το μεγάλο παράπονο και ο ακράτητος αφορισμός ενός άλλου αδικημένου τραγικού ήρωος. Του ηρωικού και πάνσοφου Παλαμήδη, ο οποίος ζώντας ο ίδιος και πεθαίνοντας από την αχαριστία και αγνωμοσύνη των κρατούντων της εποχής του, ανέκραξε με Ιερή αγανάκτηση:
«Ώ, τλήμων Αρετά, λόγοις άρ’ ήσθα, εγώ δε σε ως έργον ήσκουν» (Ω, ταλαίπωρη Αρετή, λόγια μόνο είσαι, εγώ όμως πίστεψα σε σένα και με έργα σε υπηρέτησα…)
Ώ, Ιερές Σκιές… Μείνετε στο τρισμέγιστο ύψος σας. Ό,τι μεγαλειώδες επράξατε, το κατορθώσατε γιατί υπερπιστέψατε στου Χριστού την Πίστη την Αγία και στης Πατρίδος την Ελευθερία…
Συνεχίστε να σελαγίζετε (φωτίζετε) από τα δυσθεώρητα ύψη του απλησίαστου θεϊκού σας Πανθέου και παραβλέψετε τον ηθικοπνευματικοπατριωτικό μας ξεπεσμό. Μπορεί να ξαναβρούμε και να ξαναπάρει με την εθνική μας πορεία. Το επιβάλλουν και προμηνύουν τα δυσοίωνα σημεία των καιρών και το αξιώνει και επιτάσσει η Ιστορία.
.
.
Πηγὴ τοῦ ἄρθρου τὸ : http://www.mani.org.gr/
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου