Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Οι ιδιότυπες παραδοσιακές οινοπαρασκευαστικές Λημνιακά πατητήρια



ME ΛHMNIO κρασί ευφραίνονταν οι Αχαιοί όσο κρατούσε η πολιορκία της Τροίας, μαθαίνουμε από την Ιλιάδα (VII 467-475).Προμηθευτής-οινοπαραγωγός ο βασιλιάς του νησιού Εύνηος, εγγονός του κρασοθεού Διόνυσου. Και η ποσότητα του αποστελόμενου κρασιού, καθόλου ευκαταφρόνητη, ανταλλασσόταν με μέταλλα, βόδια, δέρματα και σκλάβους.
Έκτοτε και μέχρι των ημερών μας το κρασί, πλάι στο σιτάρι, δεν έπαψε να συγκαταλέγεται στα κύρια προϊόντα του νησιού με ικανό πλεόνασμα για εξαγωγές. 


Την ποικιλία του κόκκινου λημνιού κρασιού –της λημνίας αμπέλου που καλλιεργείται ακόμη και σήμερα με την ονομασία καλαμπάκι–εκθειάζουν ευκαιριακά οι αρχαίοι συγγραφείς. «Δεν υπάρχει κρασί πιο ευχάριστο να πιεις από ένα γλυκό της Λήμνου», παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Αθήναιος στουςΔειπνοσοφιστές.





 Ωστόσο οι πρώτες εμπεριστατωμένες μαρτυρίες για αμπελώνες και εμμέσως για την οινοπαραγωγή του νησιού ανάγονται στα υστεροβυζαντινά χρόνια (1261-1453) και αφορούν κυρίως τα αγιορίτικα μετόχια. Σχετικές πληροφορίες για την μακρά περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας αντλούνται από φορολογικά κατάστιχα, ενώ δεν λείπουν σποραδικές μαρτυρίες περιηγητών που κατά καιρούς επισκέφθηκαν το νησί.


Γούβες




Παράλληλα με τους γνωστούς παραδοσιακούς τεχνοτρόπους στην παραγωγή κρασιού, σε τρία γειτονικά χωριά στο κέντρο περίπου του νησιού –στο Pεπανίδι, το Pωμανού και το Βάρος- ασκείτο πλατιά σε ιδιωτικό πλαίσιο μέχρι και την αρχή της δεκαετίας του 1960 μια εντελώς ιδιότυπη πρακτική που αφορά κυρίως τον κατασκευαστικό χαρακτήρα και την χωροταξική οργάνωση των οινοπαρασκευαστικών εγκαταστάσεων. Μοναδικό από πολλές απόψεις φαινόμενο, οι εγκαταστάσεις αυτές, που εκπλήσσουν κυρίως με τον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό τους, διεκδικούν μια ξεχωριστή θέση στην αμπελοοινική ιστορία του τόπου μας.
Πρόκειται για ευμεγέθεις πιθαρόσχημες κοιλότητες λαξευμένες υπόγεια στον μαλακό φυσικό βράχο (χαλαζιακός ψαμμήτης), με χωρητικότητα κατά μέσον ρο γύρω στον 1,5-2 τόννους.Γούβες τις αποκαλούν οι ντόπιοι και επιτελούσαν διπλή αποστολή: ως υπολήνεια για τη συγκέντρωση του μούστου και ταυτόχρονα ως δοχεία που συντελούνταν η ζύμωση. Στο Pεπανίδι και το Pωμανού οι γούβες απαντούν ως επί το πλείστον συγκεντρωμένες σε κοινοτικούς χώρους, σε δύο πυκνές συστάδες, που η καθεμία αριθμεί γύρω στα εκατό (!) παραδείγματα. Στο χωριό Βάρος κάθε σπιτικό έχει συνήθως τη δική του εγκατάσταση στο άμεσο περιβάλλον του.



Τυπολογικά διακρίνονται οι γούβες σε δύο σαφείς κατηγορίες ανάλογα με το αν έχουν ή όχι σύμφυτο Ληνό –τοπαραβούτι– λαξευμένο κι αυτό στο φυσικό βράχο. Στην περίπτωση που έλειπε, το πάτημα των σταφυλιών γινόταν συνήθως με κομμένα βαρέλια που μεταφέρονταν επί τούτου πάλι στη γούβα την ημέρα του τρυγητού.





 H λαϊκή ωστόσο εφευρετικότητα δίνοντας διέξοδο στις πρακτικές ανάγκες προχώρησε και σε συνθετότερες εφαρμογές όπως για παράδειγμα οι δίδυμες γούβες εν είδει συγκοινωνούντων δοχείων για την εξασφάλιση μεγαλύτερης χωρητικότητας.
 


H επιλογή της λάξευσης των οινοπαρασκευαστικών εγκαταστάσεων στο φυσικό πέτρωμα ήταν για τα λημνιακά δεδομένα η πλέον ανέξοδη λύση, αφού τόσο τα μεγάλα πιθάρια όσο και τα βαρέλια μεταφέρονταν στο νησί από έξω, με την τιμή τους –μέχρι και τη δεκαετία του 1950– να ανεβαίνει αισθητά λόγω των μεταφορικών επιβαρύνσεων. Επιπλέον, οι γούβες έδιναν τη δυνατότητα μόνιμων, εύκολα φροντιζόμενων εγκαταστάσεων, οι οποίες όντας ανοιγμένες σε κοινοτικούς χώρους, είχαν το πλεονέκτημα να μην καταλαμβάνουν τον παραμικρό από τον ωφέλιμο χώρο του σπιτιού. Οι ντόπιοι ισχυρίζονται μάλιστα όπως η ζύμωση του μούστου που γινόταν υπόγεια μέσα στο φυσικό πέτρωμα εξασφάλιζε μια ιδιαίτερη γεύση στο κρασί.
Οι τελευταίες γούβες ανοίχθηκαν λίγο πριν από τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πόσο παλιά όμως είναι η πρακτική αυτή που εκμεταλλεύθηκε με ιδεώδη τρόπο τους φυσικούς διαθέσιμους πόρους, ήτοι τον μαλακό βράχο πάνω στον οποίο είναι χτισμένα τα τρία χωριά;



Η λάξευση

 





















Από την χωροταξική τους αλληλοσυνάρτηση καθώς επίσης από κατασκευαστική άποψη προκύπτει σαφώς ότι η λάξευση των πιθαρόσχημων κοιλοτήτων έγινε βαθμιαία, σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς κάποια διαφαινόμενη τάξη ή προγραμματισμό. Στον κοινοτικό βραχώδη χώρο ο καθένας μπορούσε να λαξεύσει τη γούβα του που επιθυμούσε. Οι γεροντότεροι τις θυμούνται από τα παιδικά τους χρόνια, ενώ ήδη υπήρχαν στις αφηγήσεις των παππούδων τους. Διεισδύουμε, έτσι, στο δεύτερο τουλάχιστον μισό του 19ου αι. και για την ακρίβεια στη δεκαετία του 1850 όπως προκύπτει από μια ρητή μαρτυρία του Γερμανού αρχαιολόγου Alexander Conze που επισκέφθηκε εκείνο τον καιρό τη Λήμνο.
O μίτος των ενδείξεων φαίνεται, -όμως, να μας πηγαίνει ακόμη πιο πίσω: το πιθοειδές σχήμα που εμφανίζουν κατά κανόνα οι γούβες δεν είναι στην ουσία παρά μία εφαρμογή στην πέτρα της γνωστής από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους πρακτικής της κατάχωσης πίθων μέχρι το στόμιό τους για την αποθήκευση υγρών και καρπών, με ευκαιριακές απομιμήσεις και στο φυσικό πέτρωμα, πάλι από την αρχαιότητα. Στην Ικαρία η παραδοσιακή πρακτική θέλει τη ζύμωση του μούστου καθώς και την φύλαξη του κρασιού να γίνονται σε πιθάρια καταχωμένα στο έδαφος. Από την άλλη, στην κοντινή Χαλκιδική, με την οποία η Λήμνος διατηρούσε πάντα στενούς δεσμούς, μελετήθηκαν πρόσφατα κάποιοι σποραδικοί ληνοί της υστεροβυζαντινής περιόδου λαξευμένοι μαζί με τα υπολήνειά τους στο φυσικό βράχο. Και ίσως τα τελευταία αυτά παραδείγματα να μην απέχουν πολύ από τα πρότυπα των λημνιακών πατητηριών. H μαρτυρία μάλιστα του ονόματος και των τριών χωριών –όπου επιχωριάζουν οι γούβες– ήδη στην υστεροβυζαντινή περίοδο δίνει χώρο για ένα ριζοβόλημα της ιδιότυπης πρακτικής μέχρι εκείνους τουλάχιστον τους χρόνους.


Υλικό
Το πάτημα των σταφυλιών συνοδευόταν με το λημνιακό ληνοτράγουδο«Ελάτε κοριτσάκια να τρυγήσουμε, τα μαύρα τα σταφύλια να τα πατήσουμε...». Και τότε οι πυκνές συστάδες πατητηριών στα χωριά Pωμανού και Pεπανίδι μεταμορφώνονταν σε πολύβουο μελίσσι.
Μερικά στιγμιότυπα από τις εκεί δραστηριότητες κατέγραψε την περίοδο της Kατοχής ο φωτογραφικός φακός ενός νεαρού Γερμανού αξιωματικού –του Δρ Pάινμπαχ– που μετά από πενήντα συναπτά έτη επέστρεψε το περασμένο καλοκαίρι στο νησί με όχημα τη νοσταλγία. Μαζί του έφερε και το πολύτιμο φωτογραφικό υλικό. Το μόνο υπάρχον.
Με την ίδρυση του Οινοποιείου της Ένωσης Συνεταιρισμών Λήμνου στην αρχή της δεκαετίας του 1960 οι γούβες ουσιαστικά εγκαταλείφθηκαν. Και πώς αλλιώς;
Στην τελευταία πράξη της μακράς ιδιότυπης ιστορίας τους, σήμερα, διαπλέκονται ευχές, σχέδια, προτάσεις και προοπτικές για την «μουσειακή» τους αξιοποίηση. Κι αναμφίβολα είναι αυτός ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος διάσωσής τους. Και η διάσωσή τους επιβάλλεται, πολύ περισσότερο αφού η ιστορία του κρασιού στον τόπο μας είναι ζωντανό κομμάτι πολιτισμού, θαλερό και πολυσήμαντο.

ΑΠΟ:
Οι ιδιότυπες παραδοσιακές οινοπαρασκευαστικές εγκαταστάσεις στα χωριά Ρωμανού, Ρεπανίδι και Βάρος
Του Xρήστου Mπουλώτη
Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητος της Ακαδημίας Αθηνών.

ΠΗΓΗ : Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Επτά Ημέρες, Κυριακή 17 Οκτωβρίου 1993

ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου