Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα ακριτικό χωριό, στον ‘Εβρο. Το Ασημένιο.

  



























Οι παππούδες μας ήρθαν πρόσφυγες από Πέρα, μ’ εκείνη την ανταλλαγή πληθυσμών το 1922. Οι περισσότεροι βολεύτηκαν σε κάτι πλινθόκτιστα σπίτια γιατί νόμισαν πώς ο ξεριζωμός ήταν προσωρινός. Γιατί πίστευαν πως κάποτε θα επέστρεφαν στα σπίτια τους, στα χωράφια τους, στη γή τους, σε μια ζωή που διακόπηκε απότομα. Κάποιοι μάλιστα ούτε τα υπάρχοντά τους δεν πήραν. Τόσο βέβαιοι ήταν για την επιστροφή.

Ομως, ποτέ ο ξεριζωμός δεν είναι προσωρινός. Είναι μόνιμος, πανάθεμά τον….

Εκείνα τα πλινθόκτιστα σπίτια, άρχισαν να τα γκρεμίζουν εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 60. Να κτίζουν νέα, πιο άνετα και ευρύχωρα. Με πέτρες και τούβλα και «πλάκες» από μπετόν. Το όνειρο της επιστροφής στα πάτρια, ξεθώριαζε.

Φύτρωσαν καινούργιες ρίζες, μεγάλωναν νέες γενιές, παιδιά που την προσφυγιά την άκουγαν ως μια λυπητερή ιστορία. 

Ως παραμύθι, ανακατεμένο με θρύλους για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και την Κόκκινη Μηλιά…

Θυμάμαι, σαν να είναι χτές, τον πατέρα μου, μόλις είχε απολυθεί απ’ το στρατό, να πηγαίνει στα νταμάρια, μαζί με τ’ άλλα παληκάρια του χωριού, και να σπάνε πέτρες. Υστερα να τις κουβαλάνε στο σπίτι. 

Αλλοτε με το κάρο που το έσερναν δυο γεροδεμένα βουβάλια. 
Και άλλοτε, τις μικρότερες, στον ώμο τους. Μουσκίδι στον ιδρώτα. 
Μόλις απίθωναν τις πέτρες, έψαχναν απεγνωσμένα το λαγήνι με το δροσερό νερό για να σβήσουν την κούραση και τη δίψα.

Επειτα, ερχόταν οι τεχνίτες και πελεκούσαν, με μαεστρία τις πέτρες, λές και ήταν μαθητές του Φειδία, για να τις ταιριάξουν, αρμονικά, στον βόρειο τοίχο. Γιατί ο βόρειος τοίχος έπρεπε να είναι πέτρινος. 

Να κρατάει τον βορηά. 
Και τα θεμέλια τ’ άνοιγαν βαθιά. 
Πρίν αρχίσει το χτίσιμο, η γιαγιά μου έριξε κάτι χρυσά φλουριά, που είχε κρατήσει απ΄ την προίκα της. 
Για να στεριώσει το σπίτι. Και ύστερα έβαζαν για βάση κάτι τεράστιες πέτρες, που πολλές φορές χρειάζονταν δυο και τρείς άντρες για να τις τοποθετήσουν. Μου φαίνονταν σαν να είχαν τη δύναμη Τιτάνων. Με τέτοια ευκολία και επιδεξιότητα, τις έφερναν βόλτα…

Στο χωριό το κτίσιμο ενός σπιτιού, ήταν υπόθεση όλων. Και μπορεί τα ίδια συνεργεία να έκτιζαν τρία και τέσσερα σπίτια ταυτοχρόνως. 

Τη μια βδομάδα έσκαβαν, έβαζαν θεμέλια, ύστερα έπιαναν δουλειά οι κτίστες, μετά οι σοβατζήδες, ακολουθούσαν οι μάστορες για τη στέγη και τα κεραμίδια. Εμπειροτέχνες όλοι τους, αλλά μάστορες πρώτης γραμμής, με τέχνη αξεπέραστη.

Και δούλευαν γρήγορα και ακατάπαυστα! Από την ανατολή του ήλιου, μέχρι το δείλι! Με ενδιάμεσες στάσεις για φαγητό, που επιμελούνταν η γιαγιά μου, με τη μάννα μου! 

Εργασίες, βέβαια, υπήρχαν για όλους! 
Ακόμα και για τα μικρά παιδιά!

Γιατί στο κτίσιμο συμμετείχαν όλοι!

Θυμάμαι τον παππού μου με τι καμάρι έβλεπε τους τοίχους να υψώνονται, ύστερα να διαμορφώνονται τα δωμάτια. Τα ήθελε ευρύχωρα και το σαλόνι μεγάλο! Ηθελε και ξεχωριστά δωμάτια για εμάς τα παιδιά! Οχι σαν το πλινθόκτιστο σπίτι, που στριμωχνόμασταν όλοι!

Για τα δοκάρια και τη στέγη έκοψε κάτι βαλανιδιές που φρόντιζε ο ίδιος. Γιατί και τα δέντρα είχαν ψυχή και την ήθελαν τη φροντίδα τους. Αλλιώς μαράζωναν. Δέντρα θεόρατα! Και το ξύλο τους γερό. Για μια ζωή! Αθάνατο! Οταν είχαν βάλει τον κορμό της βαλανιδιάς πάνω στην πριονοκορδέλα, τον χάϊδεψε για λίγο σαν να ζητούσε συγνώμη για το τέλος που της επιφύλαξε. Σκούπισε και ένα δάκρυ. Ομως, τι στο καλό; Σκεπή στο κεφάλι του την έβαζε; Τι άλλη τύχη να της επιφυλάξει;

Θα ήταν καλύτερα να γίνει στάχτυ στο τζάκι, αν πλάκωνε κανένας βαρύς χειμώνας;

Οταν στέριωσε τα δοκάρια ο Κάλφας, ύψωσε και ένα σταυρό στο σημείο που τα ένωσε. Στο κέντρο ακριβώς. Στο υψηλότερο σημείο του σπιτιού. Στην κορυφή! Η γιαγιά μου, από καιρό, είχε αγοράσει από το Διδυμότειχο, ως δώρο για τον Κάλφα, το καλύτερο πουκάμισο που είχε βρεί! Ετσι έλεγε το έθιμο! Το δώρο της νοικοκυράς του σπιτιού προς τον Πρωτομάστορα! Που έφτιαχνε το σπιτικό της.

Ο Κάλφας είπε ένα τραγούδι, κρεμασμένος πάνω στα δοκάρια και άρχισε τα παινέματα και τις ευχές για το σπίτι και το νοικοκυριό. Παίνευε και τον εαυτό τους, τα καλφόπουλα και τους μάστορες! Ηταν χαρά μεγάλη για όλους!

Το τραγούδι του Κάλφα ακούστηκε σ’ όλο το χωριό. Και πλημμύρισαν οι δρόμοι από άντρες και νοικοκυρές που έρχονταν και εκείνοι να φέρουν το δώρο τους στον Κάλφα! Ο,τι μπορούσε ο καθένας. Κανένα δώρο, ακόμα και το πιο ασήμαντο, ντροπή δεν ήταν. Γιατί ήταν της καρδιάς, της καλοσύνης και της αλληλεγγύης. Για να τιμήσουν τον Κάλφα, που κατάφερε να υψώσει ακόμα ένα σπίτι! Και εκείνος σε κάθε δώρο που έπαιρνε έπιανε πάλι τα τραγούδια και τα παινέματα! Αναλόγως με το δώρο, εννοείται!

Στο σπίτι αυτό μεγάλωσα. Στο σπίτι αυτό άφησε την τελευταία του πνοή ο παππούς μου και η γιαγιά μου. Χωρίς να προλάβουν, δυστυχώς, να επιστρέψουν Πέρα. Γιατί για τον παππού μου και τη γιαγιά μου, Πέρα ήταν το σπίτι τους. Αυτό εδώ, ήταν για εμάς….

Κάθε γωνιά αυτού του σπιτιού, κάθε πέτρα, κάθε τούβλο, κάθε σπιθαμή, έχει και ένα κομμάτι από τη ζωή μας. Κάτι να μας διηγηθεί και κάτι να μας θυμίζει.

Υστερα μπήκαμε στο Πανεπιστήμιο…Ηρθαμε στην Αθήνα. 

Αφήσαμε τη γη, τα ζωντανά και τα χωράφια μας. Οι γονείς μου έγιναν εργάτες και εμείς σπουδάσαμε για να γίνουμε ….επιστήμονες. 
Η αυλή χορτάριασε, τα δωμάτια αράχνιασαν, ο κήπος ξεράθηκε, τα δέντρα μαράζωσαν, το χωριό άρχισε να ερημώνει. 
‘Εμειναν μονάχα οι αναμνήσεις να φυλάνε, σαν τον Αργο, τα έρημα….
Και κάποιοι γενναίοι ακρίτες που δεν τους ξεκολλάς από εκεί, ούτε με γερανό….

Κάθε Καλοκαίρι, εκεί προς το τέλος Ιουλίου που είναι η γιορτή της Αγίας Παρασκευής και έχουμε το Πανηγύρι, πηγαίνουν οι γονείς μου, ανοίγουν τις πόρτες να ξαναμπεί φώς. Κάνουν και ό,τι μερεμέτια προλαβαίνουν! 

Κάποιες χρονιές, όταν οι φθορές είναι μεγάλες, απαιτούνται περισσότερες εργασίες.

Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό κανενός μας, να πουλήσουμε αυτό το σπίτι ή να τ’ αφήσουμε να καταρρεύσει. Ηταν και επιθυμία του παππού μας. Σεβαστή για πάντα η τελευταία του επιθυμία. Ποιός θα τολμήσει να την παραβεί;

Πέρσι μου ήρθε να πληρώσω χαράτσι για το σπίτι αυτό.

Για το σπίτι του παππού μου….

Τίποτα δεν μ’ έκανε να θυμώσω περισσότερο, όλα αυτά τα χρόνια…

Χαράτσι για το σπίτι του παππού μου…

Που το έκτισε με τα χέρια του, με τον ιδρώτα του, με το κόπο του…

Τώρα διαβάζω οτι με το νέο, ενιαίο φόρο, για τα ακίνητα δεν θα πληρώνω μόνο χαράτσι, αλλά και φόρο για το οικόπεδο που είναι κτισμένο το σπίτι…

Το σπίτι του παππού μου, μπορεί για μας να έχει τεράστια συναισθηματική αξία, γιατί αποτελεί μια κιβωτό μνήμης, που φυλάει τις ρίζες μας, όμως η εμπορική του αξία είναι ασήμαντη. Σχεδόν μηδενική. 

Δυο-τρία χρόνια να πληρώσουμε αυτούς τους φόρους και θα είναι σαν να τ’ αγοράζουμε! Και καλά εμείς, αντέχουμε να το κρατήσουμε. 
Τους άλλους, όμως, που μένουν εκεί, τους ρώτησαν, αν μπορούν; 
Θα τους τιμωρήσουμε επειδή έμειναν στις πατρογονικές εστίες να φυλάνε Θερμοπύλες;

Θα βάλλουνε, λέει, φόρο και στα χωράφια. Όχι με βάση τη σοδειά, αλλά τα στρέμματα! Ξέρετε ωρέ θεομπαίχτες, που αμφιβάλλω αν έχετε πατήσει ποτέ τη ζωή σας σε χωράφι, ότι μια κακή χρονιά η σοδειά μπορεί να μη φτάνει ούτε για τα λιπάσματα; Και πως θα ζήσουν αυτοί οι φουκαράδες; Με τον αέρα;

Δεν γνωρίζω ποιοί τα σκέφτονται όλα αυτά και τι επιδιώκουν….

Πολύ φοβούμαι οτι σε λίγο θ΄ αρχίσουν να φορολογούν και τις αναμνήσεις μας. Και τις ψυχές μας.

Είμαι βέβαιος, πώς αν σήμερα ζούσε ο παππούς μου, θα τους έτριβε κατάμουτρα το χαρτί με το χαράτσι. Και αν κάποιοι πήγαιναν να τον συλλάβουν για την ανυπακοή του αυτή, αφού πρώτα τους έδειχνε εκείνο το διαμπερές τραύμα, λίγο πάνω από το μέρος της καρδιάς, που το απέκτησε πολεμώντας στο Αφιόν Καράχισαρ, θα τους φώναξε:

«Κάτω τα ξερά σας από το βιός μου, μη σας τα κόψω… Οξω, απ΄εδώ ρε κερατάδες! Οξω, απ’ εδώ…»

Μπορεί και να τους μπουμπούνιζε και μερικές στα πόδια, μ’ εκείνη την απαρχαιωμένη καραμπίνα του….

Ετσι θ’ αντιδρούσε ο παππούς μου, αν ερχόταν να του πάρουν το βιός του. 


Γιατί είναι άλλο πράγμα να πληρώνεις τους φόρους που μπορείς και άλλο να σου παίρνουν το βιός σου.

Γιατί ο παππούς μου, δεν ήξερε από δάνεια, real-estate, off-shore ή sale and lease back.

 Ένα σπίτι έφτιαξε με τα χέρια και τους κόπους του για να στεγάσει την οικογένειά του.

Αλλά πάλι, ο παππούς μου ήταν ένας ημι-αγράμματος πρόσφυγας, αγρότης κολλημένος με τη γη και τα ζωντανά του, που είχε φτάσει πολεμώντας μέχρι τα βάθη της Ανατολής, σημαιοφόρος της Πατρίδας….

Και ήταν έτοιμος για αυτήν την Πατρίδα, να δώσει και τον ανθό της νιότης του. 
Θα επέτρεπε ποτέ να του την πάρουν;

(Στη φωτογραφία ο κεντρικός δρόμος του Ασημενίου)


Κωνσταντίνος Τριανταφυλλάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου