Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Αστικοι μύθοι(;) Η κατάρα της πλατείας Ιπποδρομίου





Η ιστορία

Κατά την ρωμαϊκή εποχή η ζωή της πόλης μεταφέρθηκε στα ανατολικά αντίθετα με την ελληνιστική εποχή που το επίκεντρο της ζωής της πόλης ήταν στον δυτικό τομέα κοντά στο λιμάνι. 

Σ΄αυτό βοήθησε πολύ η κατασκευή του αυτοκρατορικού συγκροτήματος και του Ιππόδρομου στις αρχές του 4ου αιώνα από τον αυτοκράτορα Γαλέριο.
 Ο Γαλέριος επέλεξε την Θεσσαλονίκη ως έδρα του μετά από μια νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των Περσών, το 299μ.Χ.. 
Το ανακτορικό συγκρότημα του Γαλέριου που περιλαμβάνει την Ροτόντα, την αψίδα του Γαλέριου (Καμάρα), τα Ανάκτορα, το Οκτάγωνο και τον ιππόδρομο που χτίστηκε δίπλα στο ανάκτορο. 
Τα οικοδομήματα του συγκροτήματος δεν χτίστηκαν τμηματικά αλλά προγραμματίσθηκαν και σχεδιάστηκαν συνολικά και ολοκληρώθηκαν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. 
Χάριν του συγκροτήματος χρειάστηκε να γίνει μια επέκταση της πόλης προς τα ανατολικά και χρειάστηκε να κατεδαφισθεί τμήμα του ανατολικού τείχους και να χτιστεί νέο, τμήματα του οποίου βρίσκουμε ανάμεσα στην Φιλικής εταιρείας και την Εθνικής Αμύνης. 
Η μία πλευρά του Ιπποδρόμου, η ανατολική, ήταν σε επαφή με τα ανατολικά καινούρια τείχη.
 Ο Ιπποδρομος τοποθετήθηκε κάθετα προς τη θάλασσα από τη σημερινή Εγνατία μέχρι την οδό Μητροπόλεως σε σχήμα πετάλου με τις δυο μακριές πλευρές του να ανηφορίζουν προς την Εγνατία.
 Ήταν ένας υπαίθριος διαμορφωμένος χώρος με μαρμάρινες κερκίδες στα πρότυπα των αρχαιοελληνικών σταδίων και ήταν ένας από τους τρεις ιπποδρόμους του ρωμαϊκού κράτους. 
Είχε μήκος περίπου 500 μ και πλάτος 125 μ. 
Στο χάρτη βλέπετε τον ρωμαϊκό Ιππόδρομο, όπως είναι αναρτημένος στους αρχαιολογικούς πίνακες της Πλατείας Ναυαρίνου.
Με κόκκινο χρώμα ο Ιππόδρομος και το Γαλεριανό ανάκτορο, το οποίο ήταν σε επαφή με την δυτική πλευρά του Ιπποδρόμου. Η αφετηρία του Ιπποδρόμου βρίσκονταν σχεδόν στην Εγνατία οδό (Εθνική Τράπεζα, Ναός της Υπαπαντής), και το «πέταλό» του στην προέκταση της Μητροπόλεως, ανατολικά.
Στις μαύρες σκιές οι κερκίδες και η θεμελίωση του Ιπποδρόμου, στα υπόγεια των κτιρίων της σημερινής Πλατείας Ιπποδρομίου.
Το βόρειο άκρο βρισκόταν περίπου στο ύψος της εκκλησίας της Υπαπαντής, ενώ το νότιο κυκλικό τμήμα του (σφενδόνη) οριοθετείται στην οδό Μητροπόλεως.




Η ανάμνησή του όμως πέρασε στη μνήμη των Θεσσαλονικέων που ονόμαζαν την περιοχή Προδρόμι (Προντρόμ) μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οπότε πήρε το σημερινό της όνομα. Αλπεδρόμο Νουέβο και Γκαλέ Άντσα ονόμαζαν την περιοχή οι Εβραίοι της πόλης και Γιασί Γιολ οι Τούρκοι.
 H συνοικία ήταν χριστιανική (εντός των τειχών οι θρησκευτικές ομάδες συγκεντρώνονταν σε γειτονιές, αντίθετα με την συνοικία των εξοχών όπου οι βίλες ποτέ δεν γειτνίασαν ανάλογα με το θρήσκευμα του κάθε ιδιοκτήτη) και οι Εβραίοι όταν έλεγαν “Πάω στο Προδρόμ” εννοούσαν βρίσκομαι μακριά από το σπίτι μου (Μαρκ Μαζάουερ: “Η πόλη των φαντασμάτων”).

Από κείμενα περιηγητών, με μαρτυρίες από τον 17ο αιώνα ως τις αρχές του 20ού αιώνα, μαθαίνουμε ότι στη βορειοδυτική πλευρά είχαν απομείνει τμήματα των θόλων του ιπποδρόμου που στήριζαν κάποτε τις κερκίδες. Εκεί μετά την εξαφάνιση του Ιππόδρομου είχαν εγκαταστήσει οι βαφείς υφασμάτων τα εργαστήριά τους.
  


Ο στίβος του πρώην Ιπποδρομίου δεν καταλήφθηκε από κτίρια αλλά μετατράπηκε σε μια μακρόστενη πλατεία και γέμισε με πλατάνια και άλλα δέντρα ( φώτο του 1904).


Η κατάρα:

Τον Ιούνιο του 1978 η Θεσσαλονίκη συγκλονίζεται από έναν ισχυρό σεισμό και από τα χιλιάδες κτίρια της πόλεως, ένα μόνον καταρρέει και αυτό βρίσκεται στην πλατεία Ιπποδρομίου.Το γεγονός αυτό αν και είναι συγκλονιστικό, ωστόσο δεν προκαλεί κατάπληξη στους αμύητους όσον αφορά την ιστορία της πόλης. 

    
Γι΄ αυτούς όμως που γνωρίζουν, είναι ένα ακόμη τραγικό συμβάν στην αλυσίδα των μακάβριων γεγονότων που στοιχειώνουν τον καταραμένο τούτο τόπο
Άς πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. 

[Στην θέση που βρισκόταν η πολυκατοικία που κατέρρευσε υπήρχε μια κατοικία πού ανήκε σε παλιά οικογένεια της Θεσσαλονίκης. Μόνη κληρονόμος μία υπέργηρη γυναίκα που τα χρόνια και οι συμφορές είχαν κλονίσει την ψυχική της υγεία.Την γυναίκα αυτή επισκεύθηκε ένας Πολιτικός Μηχανικός για να την πείσει να δώσει το σπίτι της αντιπαροχή. Συνηθισμένος στις αρνήσεις των υπέργηρων ιδιοκτητών, ο Πολιτικός Μηχανικός δεν σταμάτησε να την πιέζει.

Ένα Χειμωνιάτικο απόγευμα την επισκεύθηκε για μία ακόμη φορα, με αποτέλεσμα οι αποκαλύψεις της να φέρουν στο φως την απόκρυφη ιστορία της Πλατείας.« Κατοικήσαμε το σπίτι αυτό πού για χρόνια ήταν κλειστό,» είπε η γηραιά κυρία «χωρίς να γνωρίζουμε την μοίρα των προηγούμενων ιδιοκτητών του. Είμασταν μια ευτυχισμένη οικογένεια και οι γονείς μου είχαν άλλα τρία παιδιά. Οι γείτονες πού γνώριζαν την ιστορία του, μας έβλεπαν με δυσπιστία και άλλες φορές με τρόμο. Οι γονείς μου όμως δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήθελαν να πούν τα τρομαγμένα τους βλέμματα.Ένα βράδυ ένας αλαφροϊσκιωτος της γειτονιάς, κτύπησε την πόρτα μας. Ζήτησε να δεί τον πατέρα μας προσωπικώς. Στην συζήτηση εκείνη πού λίγα κατάλαβε ο πατέρας μου, ο άνδρας αυτός του παρέδωσε ένα μικρό βιβλιαράκι δέκα περίπου σελίδων, χωρίς συγγραφέα,.. με τίτλο: «Ο ΑΙΜΟΡΑΓΩΝ ΛΙΘΟΣ». Στο βιβλιαράκι αυτό περιγραφόταν η ιστορία μιας μαρμάρινης στήλης στην οποία ήταν γραμμένα 18.000 ονόματα.

Η στήλη αυτή ορθωνόταν στο σημείο που αργότερα κτίστηκε το σπίτι μας. Μία φορά τον χρόνο η στήλη αιμοραγούσε και οι Θεσσαλονικείς πού ήταν οπαδοί αλλόκοτων δοξασιών συγκεντρώνονταν εκεί και έκαναν μία Τελετή για να εξιλεωθούν από το αίμα των νεκρών που ήταν αναγραμμένοι στην στήλη.Το βιβλιαράκι εκείνο έγραφε πως η στήλη ήταν τοποθετημένη στο κεντρικό σημείο του αρχαίου Ιπποδρόμου της Θεσσαλονίκης που έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Όταν ο Θεοδόσιος κατέσφαξε τους 18.000 Θεσσαλονικείς, τα συσσωρευμένα πτώματα λένε πως κάλυψαν την στήλη αυτή και το αίμα τους πότισε βαθειά το μάρμαρο. Τρομοκρατημένοι οι εναπομείναντες Θεσσαλονικείς, θέλησαν να τιμήσουν τους νεκρούς εκείνους, δεν τολμούσαν όμως να το κάνουν. Κάθε φορά πού περνούσαν από το σημείο εκείνο έριχναν και μια μικρή πέτρα στην αρχή και αργότερα άφηναν ένα όστρακο, ένα σπασμένο κομμάτι αγγείου όπου είχαν χαράξει το
όνομα του δικού τους νεκρού….

Όταν αυτοκράτορας έγινε για λίγους μήνες ο Ευγένιος Φλάβιος στα 392, οι Θεσσαλονικείς αναθάρρησαν και χάραξαν τα ονόματα των σφαγιασθέντων πάνω στην στήλη εκείνη που αιμοραγούσε μια φορά τον χρόνο, την ημέρα εκείνης της σφαγής. Αυτό δεν άρεσε στους φανατικούς εχθρούς των Θεσσαλονικέων και με την πτώση του αυτοκράτορα γκρέμισαν την στήλη.Τα χρόνια πέρασαν, το ίδιο και οι αιώνες και στο σημείο εκείνο κτίστηκε το σπίτι μας. Λένε πως στα θεμέλια βρήκαν χιλιάδες όστρακα και μια σπασμένη στήλη και νόμισαν πως αν τα απομάκριναν θα σταματούσαν τα φαινόμενα πού χαρακτήριζαν τον τόπο.Η οικογένεια πού έμενε στο σπίτι αυτό πρίν από εμάς ήταν πλούσια και ισχυρή, όλα τα μέλη της όμως χάθηκαν. Άλλος τρελλάθηκε, άλλος δολοφονήθηκε κι άλλος αρρώστησε βαρειά.

Το σπίτι ερήμωσε για χρόνια, ώσπου το κατοικήσαμε εμείς.Ένα βράδυ λίγο πρίν πέσουμε για ύπνο, άρχισε να αιμμοραγεί ο τοίχος του κεντρικού δωματίου, να ακούγονται κραυγές και χλιμιντρίσματα αλόγων. Τρομοκρατημένοι βγήκαμε έξω και κοιμηθήκαμε στο σπίτι ενός συγγενή μας.Την άλλη ημέρα δεν είδαμε ούτε ένα από εκείνα τα σημάδια. Ο πατέρας μου όμως εκείνη την χρονιά αρρώστησε σοβαρά και σε λίγους μήνες πέθανε. Η μητέρα μου δεν άντεξε τον τρόμο και κλείστηκε σε ψυχιατρείο. Ο μεγάλος μου αδελφός δολοφονήθηκε σε μια συμπλοκή, ενώ τα άλλα δύο αδέλφια μου, άγνωστο πως, πνίγηκαν στην θάλασσα.

Έβλεπα να έρχεται και η σειρά μου όταν ένας άγνωστος με πλησίασε και με συμβούλευσε την επόμενη χρονιά, την ίδια ημέρα να κάνω την τελετή που συνήθιζαν οι αρχαίοι Θεσσαλονικείς, για να εξευμενίσω τα πνεύματα των σφαγιασθέντων.
Επειδή δεν γνώριζα τι ακριβώς να κάνω, την ημέρα εκείνη συγκεντρώθηκαν κάποιοι άγνωστοι στο σπίτι μου που έψαλαν ύμνους που δεν είχα ακούσει ποτέ. Με την τελετή αυτή προστατεύαμε έτσι κάθε χρόνο όχι μόνο το σπίτι μου αλλά και ολόκληρη την περιοχή του αρχαίου Ιπποδρόμου.
Δυστυχώς οι άνθρωποι αυτοί πέθαναν από δυνάμεις πού εμείς πιά γνωρίζουμε καλά. 
Εάν πεθάνω και εγώ τότε κανείς δεν θα μπορεί να προστατεύσει τον τόπο.
 Μην κτίσεις στο σημείο αυτό γιατί είναι καταραμένο. 
Αν όμως κτίσεις δίδαξε στους κατοίκους να τιμούν τους νεκρούς προγόνους μας».Αυτά είπε η γριά αλλά κανένας δεν την άκουσε.
 Όταν η πολυκατοικία κατέρρευσε ελάχιστοι γνώριζαν την ιστορία αυτή. 

Οι δύο – τρείς πού ήξεραν δεν άφησαν να κτιστεί στο ίδιο σημείο ένα κτίριο κατοικιών.

Η ΚΑΤΑΡΑ ΟΜΩΣ ΒΑΡΑΙΝΕΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΣΒΗΣΤΕΙ ΑΝ ΟΛΟΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΥΤΗ.

Μετά τιμής
Όμηρος Ευστρατίου]

  
Στο σημείο εκείνο ανεγέρθηκε πλέον όχι άλλη μια οικοδομή που θα έφερνε στο νου την τραγωδία αλλά το Μέγαρο Μπίλη όπου στεγάζεται σήμερα το Κέντρο Ιστορίας. 


Η Πλατεία στη διάρκεια του χρόνου

Όλη η περιοχή είχε πολλά μετόχια μοναστηριών του Αγίου Όρους, μάλιστα ο σημερινή οδός Καμβουνίων στη βορειοανατολική πλευρά του ιπποδρόμου ονομαζόταν τότε «Δρόμος του Καπηλειού των Μοναχών». 
Στον 17ο αιώνα κτίστηκε και η παλαιά εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου, αρχικά μετόχι του Αγίου Όρους, Μέχρι το 1940 και ακόμα μεταγενέστερα, υπήρχαν στην πλατεία Ιπποδρομίου το μετόχι της μονής Βατοπεδίου και το μετόχι της μονής Ζωγράφου.
 Στην δεκαετία του '70 ο παλαιός όμορφος ναός αντικαταστάθηκε με τον “νέας κοπής” ναό. 
Τα θυμόμαστε τα περίφημα “Βοηθήσατε για την ανέγερση του νέου ναού...” που δυστυχώς αντικατέστησαν τους παλιούς λιτούς ναούς με άχαρες φιλόδοξες κατασκευές.

Αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1917, κτίστηκαν στην περιοχή ξύλινα παραπήγματα με κεραμοσκεπές, που χώρισαν την πλατεία σε 3 μέρη: στο κάτω προδρόμι (κοντά στον Άγιο Κων/νο ), το μεσαίο προδρόμι (κοντά στον Άγιο Αντώνιο) και το επάνω προδρόμι (κοντά στην σέρβικη εκκλησία).

Από τα τέλη ήδη του 19ου αι. έχει αρχίσει να γίνεται εδώ η μεγάλη γιορτή της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς και η μεγάλη παρέλαση των καρναβαλιών. Η παρέλαση των αρμάτων ξεκινούσε από τις οδούς Νικηφόρου Φωκά, Ρωμανού και Μανουσογιαννάκη και στη συνέχεια ανέβαινε από την οδό Καμβουνίων στην Εγνατία μέχρι την Αγίας Σοφίας, κατέβαινε από την οδό Αγίας Σοφίας στην Τσιμισκή και απ’ αυτή κατέληγε στην πλατεία του Λευκού Πύργου.

Την μεγάλη Εβδομάδα όλοι οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς μάζευαν υλικά για να χτίσουν τον πύργο όπου θα έκαιγαν τον Ιούδα. 
Το πρωί του μεγάλου Σαββάτου ντύνανε ένα ανθρώπινο ομοίωμα του Ιούδα με κουρέλια παραγεμισμένα με πριονίδι και μετά αμέσως μετά το “Χριστός Ανέστη” του βάζανε φωτιά. 
Το έθιμο το διατηρούσαν και σε άλλες ενορίες της πόλης. 
Οι Ιπποδρομίτες επίσης φημίζονταν ως καλοί περιστεράδες. Στην Πλατεία συναντιόντουσαν στην βορειοανατολική πλευρά, κοντά στα βαφεία. (Αναμνήσεις του Νικόλαου Ρέγκου από το βιβλίο “Οι γειτονιές της νιότης μας” του Στράτου Σιμιτζή, εκδ. Univercity Studio Press)

ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:





















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου