Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Αφηγήσεις από τη Σφαγή του Διστόμου - 10 ΙΟΥΝΙΟΥ 1944


Στις 10 Ιουνίου 1944 οι κάτοικοι του Διστόμου δέχονται μια από τις πιο άγριες επιθέσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα σε λίγες ώρες, 218 άμαχοι πέφτουν νεκροί από τους Γερμανούς στρατιώτες








Η Παναγούλα Σκούτα (το γένος Μαλάμου) 13 χρονών τότε, αφηγείται :

«Την ημέρα της σφαγής από το πρωί κουβαλούσαμε σανό με τον πατέρα μου. Οι Γερμανοί με μια μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων έφτασαν πριν το μεσημέρι. Θυμάμαι πως έπιαναν το δρόμο Λιβαδειάς από λεύκες Καραστάμου (σήμερα αλευρόμυλος) ως το δικό μας σπίτι (μπροστά στο μνημείο της Δημαρχίας). Οι στρατιώτες περιφέρονταν γύρω από τα φορτηγά δίχως να χρησιμοποιούν τα όπλα τους. Ο πατέρας μου με έστειλε με την μικρότερη αδελφή μου Λουκία, εφτά χρονών, για κρεμμύδια σ’ ένα χωράφι μας έξω από το χωριό. Στο γυρισμό βλέπω στο φυλάκιο του λόφου Κούλια τρεις Γερμανούς φρουρούς με τα όπλα προτεταμένα Ακούω να πέφτει μια ριπή δίχως να καταλάβω καλά – καλά και αμέσως δίπλα στο χωματόδρομο που βαδίζαμε σηκώθηκε κουρνιαχτός από το ανεμοβολητό των βλημάτων.

Φτάσαμε στο σπίτι μας και βλέπω μπαίνοντας στην αυλόπορτα να κάθονται στο μπαλκόνι ο πατέρας μου και γύρω του κατάχαμα και στα σκαλιά δέκα με δεκαπέντε γυναίκες. Σε κάποια στιγμή ύστερα από το μεσημέρι ακούσαμε πυροβολισμούς από την τοποθεσία αγία Ειρήνη προς το Στείρι όπου είχαν τραβήξει τα μπροστινά αυτοκίνητα της γερμανικής φάλαγγας. Τότε ο πατέρας μου είπε στις γυναίκες : «Φαίνεται πως έχουν πιάσει μάχη οι αντάρτες με τους Γερμανούς. Δεν σηκώνεστε να πάτε στα σπίτια σας μήπως μας δουν πολλούς και μας ενοχοποιήσουν;». Οι γυναίκες απάντησαν όλες μαζί τρομαγμένες : «Μπάρμπα Σπύρο εμείς ήρθαμε δω για να είμαστε πιο ασφαλισμένες. Δεν θέλουμε να πάμε σπίτια μας». Και δεν το κούνησε καμιά. Μόνο η Παναγιού Σκούτα θύμωσε κι έφυγε. Αργότερα μάθαμε πως δεν τη σκότωσαν οι Γερμανοί. Γλίτωσε.

Σε λίγο βλέπουμε ένα τζιπ με τραυματία να φεύγει προς τη Λιβαδειά. Οι Γερμανοί της σταματημένης φάλαγγας που ως εκείνη την ώρα ήταν ήσυχοι, άρχισαν να ανακατεύονται, να αγριεύουν, να δίνουν συνθήματα ο ένας στον άλλον και να κινούνται απειλητικοί. Τότε ο πατέρας μου μας προέτρεψε να κατεβούμε στο κατώι, να κλειστούμε και να περιμένουμε. Κατεβήκαμε κι αμπαρωθήκαμε. Έφταναν ουρλιαχτά, άγριες κραυγές, πυροβολισμοί από τα διπλανά Καλαματέϊκα σπίτια. Η αγωνία άρχισε να γίνεται τρόμος. Μερικές γυναίκες κρύφτηκαν πλάι στα βαρέλια, άλλες στις γωνιές στις λαδίκες. Βάλαμε και τον πρόσθετο σύρτη – μάνταλο στην πόρτα. Έπεσε μια θανατερή ησυχία. Κάποια στιγμή ακούμε στην αυλή τη φωνή, τη στριγκλιά ενός γειτονόπουλου, του Λουκά του Παπανικολάου να ζητάει βοήθεια : «Ωχ μπάρμπα Σπύρο, σώσε με!». Έκλαιγε και φώναζε. 



Ο πατέρας μου μόλις κατεβήκαμε στο κατώι είχε βάλει τυρί και αυγά σε βαθύ πιάτο και κρασί σε κανάτι για να τα έχει ως φίλεμα για τους Γερμανούς αν τυχόν και έρχονταν. 
Μόλις άκουσε τη φωνή του Λουκά μου λέει : «Παναγούλα φέρε τα τρόφιμα». 
Άνοιξε την πόρτα και βλέπουμε τον Λουκά Παπανικολάου να τρέχει κλαίγοντας και κρατώντας τον πληγωμένο του λαιμό και πίσω του ένα κοντό Γερμανό στρατιώτη με όπλο στη μασχάλη να τον κυνηγάει. 
Εμείς, ο πατέρας μου με το κρασί και τα ποτήρια, εγώ με τα τρόφιμα στα χέρια προχωρήσαμε στην αυλή ως τη μέση που ήταν το πηγάδι. Ο πατέρας μου σηκώνει τα χέρια φιλικά και φωνάζει για να καταπραΰνει τον Γερμανό : «γκουτ μπόϋ» - εννοώντας το τραυματισμένο παιδί. Ο Γερμανός όμως άγριος έκαμε νόημα να μπούμε στο κατώι, γρύλισε ένα «καπούτ» και αρνήθηκε τις προσφορές μας. Εμείς υπακούσαμε. Μόλις πατήσαμε μέσα ορθώθηκε μπροστά στην πόρτα, έφερε καταπάνω μας το όπλο και με μια συνεχόμενη ριπή άρχισε να σκορπίζει το θάνατο πυροβολώντας ολόπαντα. Τα πρώτα βλήματα πήραν κατάστηθα τον πατέρα μου που πέφτοντας και ξεψυχώντας σπάραζε : «Ωχ παιδιά μου! Σώστε με!». Άρχισαν να πέφτουν τα σώματα των γυναικών. Άλλες πάσχιζαν να χωθούν πίσω από τα βαρέλια, άλλες σε λαδίκες και γούρνες. Αφού όλα τα σώματα σωριάστηκαν το ένα πάνω στο άλλο, ο Γερμανός κατεβαίνει και κοιτάει και σκουντάει έναν – έναν γρυλίζοντας για να δει αν είναι σκοτωμένοι και ρίχνει χαριστικές βολές. Το κατώι είχε μια κολώνα στη μέση, Πρώτος έπεσε και σωριάστηκε σ’ αυτήν ο πατέρας μου Σπύρος Μαλάμος 67 χρονών. Ύστερα η Μαρία Λάμπρου 50 χρονών. Η Μαριέττα Φιλίππου, γύρω στα 30. Ήταν έγκυος και μαζί της σφάδαζε και το παιδί στην κοιλιά. Ο ανηψιός μου Στάθης Σταθάς, γιος της αδερφής μου Γιαννούλας, 5 χρονών. Οι γάμπες του ήταν σχισμένες, χαραγμένες όπως σχίζουμε τις μπριζόλες και το κρέας του χυνόταν άσπρο στο χώμα. Η Δήμητρα Μαλάμου, 38 χρονών, με το γιο της Γιάννη, 8 χρονών, καθισμένη σε γούρνα όπου βάζαμε βυτίνα λαδιού με κομμένο σαν με λεπίδα το καύκαλό της και τα μυαλά της χυμένα στους ώμους σαν από μια γεμισμένη κούπα, και στον πανέμορφο λαιμό της. Δεν ξέρω αλλά κρατήσαμε την ανάσα μας τόσο όσο δεν αντέχει ανθρώπινος οργανισμός. Αυτός συνέχιζε να μας κλωτσάει όπως τα σφαχτά γρυλίζοντας «Έϊ, έϊ» για να δει αν έχει μείνει κανένας ζωντανός. Μέσα σ’ αυτή την αβάσταχτη νέκρα πήγε κι έβγαλε τις κάνουλες από τα βαρέλια του κρασιού. Άρχισε με βουή και φουρφουρητό να χύνεται το κρασί. Φυσούσε το κρασί κι ο ήχος του ο φριχτός γέμισε το κατώι. Ενώθηκε το κρασί με το αίμα των σκοτωμένων και έγινε μια θάλασσα αίματος κα, κρασιού, μια πηχτή κρέμα που πάνω της έπλεαν πτώματα και σερνόμαστε μωροζώντανοι.

Ο Γερμανός διασκέλισε κι ανέβηκε στο πάνω σπίτι. Άκουσα ποδοβολητά και ύστερα κατέβηκε και έφυγε φαίνεται. Η μια από τις δυο αδερφάδες μου τις μεγαλύτερες η Γεωργία Αγαπίδου, βρισκόταν τραυματισμένη και καθώς κρύωναν τα τραύματα άρχισε να σκούζει. Είχε σκύψει σ’ ένα καδούλι για να γλιτώσει τις ριπές και την είχε γαζώσει ο Γερμανός στον αγκώνα και στο δεξί γοφό. Σηκώνομαι και με δυσκολία την βγάζω στην αυλή. Βλέπω τη φοράδα μας σκοτωμένη και μια στοίβα κλήματα λαμπαδιασμένα, να βουίζει η φωτιά, να έχει αρπάξει ο φούρνος και οι φλόγες ν’ απειλούν το σπίτι. Η αδερφή μου έσκουζε γιατί τα κρέατά της κρέμονταν από χέρια και γοφούς και δεν μπορούσε να κρατήσει από τους πόνους. Δεν είχα βοήθεια από κανέναν. Μου λέει: «πάρε τον κουβά και σβήσε την φωτιά να μην καεί το σπίτι». Πήρα κι έβγαλα νερό απ’ το πηγάδι μας κι έσβησα τη φωτιά στο φούρνο αλλά όχι και στο παρακάτω χαγιάτι της αυλής. Ανέβηκα στο μπαλκόνι μας και είδα να καίγεται το σπίτι του Χαράλαμπου Σφουντούρη – Πασχούλη. Αργότερα μάθαμε πως κάηκε μέσα το αντρόγυνο. Από το μπαλκόνι βλέπω στην αυλή των Καλαματέων σκοτωμένα τα ζώα και όλη την οικογένεια του Λουκά Σταύρου που ξεκληρίστηκε – πέντε άτομα και δυό συγγενείς τους, εφτά. Η αδερφή μου μού φώναξε να μπω στο σπίτι να πετάξω κάτω τα προικιά μήπως ξαναπιάσει φωτιά και τα κάψει…κι ας καιγόταν μπροστά το χαγιάτι. Μπαίνοντας μέσα διαπίστωσα ότι ο Γερμανός είχε ανακατέψει και ψάξει όλο το σπίτι. Άνω κάτω τα πάντα. Αντιλήφθηκα ότι από το τζάκι έλειπε το ρολόι με τις χρυσές κολώνες και την καμπανούλα που είχε φέρει από την Αμερική ο πατέρας μου. Η αδερφή μου φώναξε να πάρω και τα λεφτά από το παράκλι. Δεν τα βρήκα. Ύστερα μου φώναξε να κατεβάσω τη ραπτομηχανή της να μη χάσει το εργαλείο της δουλειάς της. Εγώ δεκατριών χρονών με μια ψυχραιμία που δεν μπορώ να την καταλάβω σήμερα, κατέβασα τη μηχανή από δεκαεφτά πέτρινα σκαλοπάτια σκαλί – σκαλί με το κεφάλι και τις πλάτες. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο το σκυλί μας ο παρδάλης ζυγώνει κλαίγοντας. Με πιάνει από το φουστάνι και με τραβάει. Φοβήθηκα μήπως με φάει γιατί ήμουν γεμάτη παγωμένα αίματα. Τον έδιωχνα : «φύγε παρδάλη!». Αυτό πήγε πιο πέρα, κάθισε στα πίσω πόδια και με το ένα μπροστινό μου έκανε νεύμα και με το άλλο σκούπιζε τα δάκρυά του. Τότε η αδερφή μου Γεωργία λέει : «Πού είναι το κορίτσι η Λουκία μας; Πού έχει πάει η μικρή; Τρέξε, ψάξε να τη βρεις…» Το σκυλί μπροστά κι εγώ ακολουθώντας φθάσαμε ως την αυλόπορτα. Εκεί πάλι γύρισε και με κάλεσε με το πόδι του. Φεύγει και πάει στέκεται στα κάτω πηγάδια (εκεί που είναι σήμερα το μνημείο μπροστά στη δημαρχία) και μου γνέφει να πάω. Όταν έφτασα στην αυλόπορτα βλέπω έξω στους δρόμους ξαπλωμένα σκοτωμένα κορμιά. Λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι μας (εκεί που είναι τώρα η αστυνομία) ήταν σκοτωμένος ο Θανάσης Πανουριάς και η Μαρία Νταή. Πιο κει ο Χρήστος Σκούτας. Δεν γνώρισα άλλους γιατί το μυαλό μου ήταν στο σκυλί και στη μικρή αδερφή μου. Έφτασα στο σκυλί. Τι να δω! Η μικρή μας η Λουκία η εφτάχρονη ανάσκελα χτυπημένη στο μάτι με μια τρύπα βαθιά κατακίτρινη σαν το λεμόνι. Προσπαθώ να την πάρω στην αγκαλιά μου. Δεν μπορώ να τη σηκώσω. Την πιάνω από τις πλάτες και τη σέρνω σβαρνώντας την με δυσκολία μέσα από πολλά αγκαθόχορτα. Το σκυλί την πιάνει με το στόμα του απ’ το φουστάνι και με βοηθάει. Την σύραμε ως την αυλόπορτα του σπιτιού και αποκαμωμένη την άφησα εκεί. Δεν την ξαναείδα. Βλέπω στο χάνι της αυλής μας την πιο μεγάλη αδερφή μου Κωστούλα Καρβούνη που την είχε τραυματίσει στις παλάμες ο Γερμανός όπως τις είχε βάλει στο πρόσωπό της να μη δει που εκτελούσε την Πανωραία Μάριου. Οι αδερφές μου Κωστούλα και Γεωργία μου λένε : «Φεύγουμε για τον Άγιο Αθανάσιο. Κάμε τι θα κάμεις και έλα και συ». Ήταν πια σούρουπο. Πήρα κι εγώ να πάω στον Άγιο Αθανάσιο. Φτάνοντας στο διάσελο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος. Άλλοι με άλογα, άλλοι με ρούχα, άλλοι με τρόφιμα να βγουν απ’ το χωριό, ν’ ασφαλιστούν στους λόγγους και στα ρουμάνια. Όλοι έκλαιγαν, μοιρολογούσαν, έσκουζαν, σουρομαδιόντουσαν. Έτρεχα κι εγώ. Πριν φτάσω εκεί που είναι σήμερα το Κέντρο Υγείας με πιάνει ποδάγρα. Όλοι μου έλεγαν : «τρέξε παιδί μου Παναγούλα να μας φτάσεις». Εγώ τους έλεγα «τρέχω» αλλά βάδιζα στον τόπο, σημειωτόν. Και τότε ακούω κάποιον να λέει : «Αυτό το έχει πιάσει ποδάγρα μωρέ, όπως μας πιάνει στο στρατό. Πιάστε το να ξεκολλήσουν τα πόδια του..». Μ’ έπιασαν και βρέθηκα με τους άλλους στον Άγιο Αθανάσιο. Είχαν φανάρι αναμμένο. Ξενυχτήσαμε εκεί. Ύστερα από δυό μέρες ήρθαν και πήραν τους τραυματίες. Βρέθηκα κι εγώ με τις τραυματισμένες αδερφές μου στη Λιβαδειά στην κλινική του Καλή. Κάποια στιγμή μπαίνω στο αποχωρητήριο και βλέπω να σπαρταράει ένα πόδι στο καλαθάκι των σκουπιδιών. Το βάζω στα πόδια. Μου λένε πως είναι το πόδι της Παναγούλας του Μενιδιάτη της εννιάχρονης Διστομοπούλας που της το θέρισαν οι γερμανοί. Μέσα σε πέντε μέρες εμένα και άλλα συνομήλικα και μικρότερα μας πήρε ο Ερυθρός Σταυρός και μας μετέφερε στο Ίδρυμα Αετοφωλιά Α’, στην Κηφισιά.

Ο Παναγιώτης Σφουντούρης, 6 χρονών τότε, θυμάται :
 


«Την ώρα της σφαγής βρισκόμουνα στο ισόγειο του Αγγελή Πίτσου, εγώ, η αδερφή μου Μαρία, η γιαγιά μου Κατερίνη Πίτσου με την κόρη της Ασήμω. Είμαστε κλεισμένοι μέσα γιατί ακούγαμε να πέφτουν σφαίρες από τη μεριά του Στειριού. Για μια στιγμή βλέπουμε απ’ το γωνιακό παράθυρο να έρχονται γερμανικά αυτοκίνητα από το δρόμο του Στειριού και να σταματούν μπροστά στο Δημοτικό σχολείο προς του Ψημένου. Άρχισαν να κατεβάζουν άντρες από τα αυτοκίνητα. Εγώ, μικρός, δε γνώριζα αλλά η γιαγιά μου είπε πως ήταν τα παιδιά. Αργότερα έμαθα πως ήταν οι δώδεκα Διστομίτες νέοι που αιχμαλώτισαν στις Τσέρες το πρωί της σφαγής, όταν ερχόντουσαν από τη Λιβαδειά, οι Γερμανοί. 




Αφού τους κατέβασαν τους έστησαν στον τοίχο του σχολείου προς τη μεριά του σπιτιού του Βιτριόλη – Πανουργιά και τους εκτέλεσαν.

 Μετά από λίγο από το άλλο παράθυρο βλέπουμε να μπαίνουν οι Γερμανοί στο διπλανό μας σπίτι, του Θανάση Καστρίτη. Εκείνη την ώρα η Σταμούλα Καστρίτη με τη μάνα της Θεοφανή Κοκκίνη ήταν στο φούρνο και ρίχνανε το ψωμί.
 Ο πατέρας της Σταμούλας και σύζυγος της Θεοφανής, ο Αγγελής Καστρίτης καθόταν στο πλατύσκαλο, το πέτρινο, της ξύλινης σκάλας. 
Οι Γερμανοί εισβάλλοντας σκοτώνουν τη γυναίκα και την κόρη της όπως φούρνιζαν. 

Ο γέρο Αγγελής έκαμε να σηκωθεί να ορμήσει. Του ρίχνουν και τον σωριάζουν. Βλέποντας η γιαγιά μου να σκοτώνουν τον πατέρα, τη μάνα της και την αδερφή της έβγαλε μια φωνή που έσκισε τον αέρα. Αμέσως για καλή μας τύχη σηκώσανε τον καταρράχτη και μπήκαμε στο υπόγειο. 
Εγώ, η γιαγιά μου, η αδερφή μου και η ξαδέρφη μου η Ασήμω. Με το κλείσιμο του καταρράχτη έσυραν και μια κουρελού, έφτασαν και μπήκαν από την πόρτα της κουζίνας και βγήκαν από την άλλη της κυρίας εισόδου. Ύστερα από αρκετές ώρες βγήκε πρώτη η ξαδέρφη μου η Ασήμω, γύρω στα 17. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και αφού είδε πως δεν υπήρχαν γερμανικά αυτοκίνητα στο δρόμο και δεν ακούγονταν πυροβολισμοί, βγήκαμε όλοι από τον καταρράχτη. Εμένα με την αδερφή μου μας έστειλαν στο πατρικό μας, 50 μέτρα μακρύτερα. Βγαίνοντας απ’ την αυλόπορτα του Πίτσου πάνω σε στέφλα είδαμε σκοτωμένο το Νίκο Σφουντούρη, ξάδερφό μου. Ήρθαμε στο σπίτι μας και αντικρύζω τη μάνα μου σκοτωμένη, γονατιστή στην αγκωνή στο τζάκι. Μόλις την ακούμπησα σωριάστηκε χάμω. Ο πατέρας μου ήταν σκοτωμένος πάνω στο κρεβάτι. Στο άλλο μικρό κρεβάτι δίπλα στο τζάκι ξεκοιλιασμένος ο αδερφός μου Νίκος, δύο χρονών. Βγήκαμε έξω κλαίγοντας και φωνάζω στη γιαγιά Κατερίνη πως σκοτώσαν τους γονείς μου και μου είπε να πάω στης γιαγιάς μου το σπίτι – στη μάνα της μάνας μου. Ξεκινήσαμε πιασμένοι χέρι- χέρι.
 Φτάνοντας στην πάνω πλατεία είδαμε ένα σκοτωμένο μπροστά στου Μπουκαλή. Για να πάμε στης γιαγιάς περνούσαμε από το στενό μεταξύ Τζάθα και Κουτριάρη. Εκεί είχαν τραυματίσει τον Ειρηνοδίκη και έναν άλλον. Μέσα από το σπίτι του Τζάθα μούγκριζε τραυματισμένος. Φτάσαμε με την αδερφή μου στο σπίτι της γιαγιάς. Κλεισμένο, έρημο. Μας μάζεψε ο γερο Λουκάς Καϊλης που ζούσε ανήμπορος στο σπίτι του Μιλτιάδη Καϊλη. 
Μας ρώτησε τι πάθαμε και του είπα πως σκότωσαν τους γονείς και τον αδερφό μου. Ύστερα ήρθε ο αδερφός της μάνας μου Χαράλαμπος Καρούζος που μας πήρε και διανυκτερεύσαμε έξω από το χωριό στη μεγάλη λάκκα. Εκεί άκουγα όλη τη νύχτα τα κλάματα, τα μοιρολόγια των πατριωτών μου. Άκουγα τους λυγμούς της Νίτσας Καϊλη (Νίτσα Σφουντούρη σήμερα) που της είχαν σκοτώσει τους γονείς της. Την άλλη μέρα φύγαμε και πήγαμε στο μαντρί του Θανάση Καστρίτη στο αλωνάκι για αρκετό καιρό. Ύστερα περιπλανιόμαστε και φτάσαμε στην Αντίκυρα και από κει τριγυρνούσαμε στον ελαιώνα της Παραλίας Διστόμου αποφεύγοντας τους Γερμανούς που πολλές φορές κατέβαιναν με άλογα φορτωμένα κανόνια.

Απ’ αυτή την άγρια σφαγή έχασα 14 άτομα άμεσους συγγενείς μου».

Ο Παναγιώτης Αν. Σεχρεμέλης, 11 χρονών τότε αφηγείται :

«Κατά τη σφαγή του Διστόμου βρισκόμουν μέσα στο χωριό, στο πατρικό μου σπίτι, μαζί με τον αδερφό μου Γιάννη, 14 χρονών, τον Λουκά Αν. Ανέστη, 11 χρονών, τη γιαγιά μου, την Ασήμω Σωτηρίου από το Στείρι. Οι γονείς μου έλειπαν στην Αθήνα όπου ο πατέρας μου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση στομάχου. Και τα τέσσερα άτομα βρισκόμαστε στο ανατολικό σωμάτιο του σπιτιού μας, απ’ όπου είδαμε την ομαδική εκτέλεση ολοκλήρου της οικογενείας Τσεκούρα ή Καραγιάννη, μαζί με άλλα άτομα, που βρίσκονταν εκεί γιατί ετοίμαζαν το μνημόσυνο (τα σαράντα) του γιου τους Όθωνα, που είχε φονευθεί από τους Γερμανούς στον Καρακόλιθο μαζί με τους 117 στις 24 Απριλίου 1944. 

Τότε η μακαρίτισσα η γιαγιά μας, Θεός σχωρέστην, μας πήρε και μας έβαλε κάτω από το εικόνισμα του σπιτιού μας και γονατισμένοι κάναμε το σταυρό μας για να σωθούμε. 
Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα και ανοίγοντας βλέπω δυο Γερμανούς με προτεταμένα τα αυτόματα να μας λένε να βγούμε έξω. Βγήκαμε στο μπαλκόνι και κατεβήκαμε στην αυλή όπου μας ανέμεναν άλλοι τρεις Γερμανοί. 
Τότε μας σπρώχνουνε όλους μπροστά στο φούρνο της αυλής μας.
 Η γιαγιά κατάλαβε ότι θα μας σκοτώνανε και μας τράβηξε προς το πλυσταριό, όπου βρισκόταν και το αποχωρητήριο. Ο καμπινές ήταν μια απλή γούρνα με δυό χοντρά ξύλα για να πατάμε. Γρήγορα η γιαγιά μου κάθεται στο μέρος και προσποιούμενη τη φυσική της ανάγκη με άρπαξε από το χέρι και με έβαλε μέσα στη γούρνα καλύπτοντας το εξέχον κεφάλι με το σώμα της. Αυτό και με έσωσε! Συγχρόνως ο αδερφός μου έτρεξε και μπήκε στο κατώι και κρύφτηκε κάτω από τα βαρέλια. Τον είδαν οι Γερμανοί, έτρεξαν κοντά του και τον φόνευσαν όπως ήταν κρυμμένος.
 Ο συνομήλικός μου Λουκάς Αν. Ανέστης, 11 χρονών, που οι γονείς του έλειπαν στον κάμπο, ακολούθησε και αυτός την γιαγιά μου και πριν εισέλθει στο πλυσταριό εδέχθη ριπή στο λαιμό που του έκοψε το κεφάλι.
 Αμέσως ο ναζιστής στρατιώτης στάθηκε στην είσοδο του πλυσταριού και πυροβόλησε εμένα και τη γιαγιά μου. 
Όλες τις σφαίρες τις εδέχθη το σώμα της γιαγιάς μου και το χοντρό ξύλο που πατούσε η γιαγιά μου. Εγώ τραυματίστηκα ελαφρώς στο χέρι, όχι από τη ριπή, αλλά από τη σφαίρα της χαριστικής βολής. Ευτυχώς που δεν μίλησα για να με ακούσουν και έμεινα σ’ αυτή τη θέση μέχρις ότου έφυγαν. 
Τότε εξήλθα και άρχισα να τρέχω μέσα στους δρόμους του χωριού βλέποντας παντού νεκρούς. Άκουσα παντού φωνές και κλάματα και είδα κόσμο πολύ να φεύγει τρέχοντας. Τους ακολούθησα και διανυκτερεύσαμε στα βουνά. 
Παρέμεινα εκεί έως ότου ήλθε ο Ερυθρός Σταυρός και μάζεψε τα επιζήσαντα παιδιά και μας πήγε σε διάφορα ορφανοτροφεία. Εγώ πήγα στην Κηφισιά. Την γιαγιά μου την έθαψαν την άλλη μέρα της σφαγής, στο Στείρι. 
Τον αδερφό μου τον βρήκαν μετά από 5 μέρες στο κατώι κάτω από τα βαρέλια και τον έθαψαν μπροστά στο Ιερό της εκκλησίας».

Ο Παναγιώτης Περγαντάς του Θωμά (Κιθάρας), 22 χρονών τότε, αφηγείται :

«Κατά τις δέκα το πρωί στις 10 Ιουνίου 1944 μέρα Σάββατο κατέβηκα από το πατρικό μου και πήγα στο καφενείο του Μαράλιου. Καθόμουνα με δυο – τρεις άλλους. Περνάει από κει το μικρό ανηψάκι μου, ο Γιάννης της αδερφής μου Φρόσως Σταθά, το γένος Περγαντά. Το φώναξα και του έδωσα μια ρουφηξιά ούζο. Ύστερα έφυγε να παίξει. Σε λίγο ακούμε φωνή τρομαγμένη «έρχονται οι Γερμανοί».Πεταχτήκαμε και μέσα από το στενό του Μάριου προς τα Μεσινά ανέβηκα στου Καρσνά το ρέμα, προς τα λακκώματα. Εκεί έμεινα και είχα στραμμένη την προσοχή μου στο χωριό με αγωνία. Είδα [……], ώσπου όταν βασίλεψε ο ήλιος κι έπαιρνε να νυχτώσει οι γερμανικές φάλαγγες τράβηξαν για τη Λιβαδειά.

Τότε κατεβαίνω κι εγώ προς το χωριό. Φτάνω σε απόσταση διακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια. Το σπίτι της αδερφής μου Φρόσως ήταν στην άκρη. Ακούω μια γυναικεία φωνή να σκούζει, να οδύρεται, να θρηνολογεί. Ήταν η μάνα μου. Φτάνω τρέχοντας και τι να δω! Την αδερφή μου κομματιασμένη, βιασμένη, κατακρεουργημένη. Κατασκισμένα ρούχα και σάρκες είχαν γίνει ένα. Το αίμα έτρεχε από τα σκέλια της. Τα βυζιά της κατασφαγμένα, φέτες. Το πρόσωπό της παραμορφωμένο και σ’ όλο το σώμα σημάδια άγριας πάλης. Δίπλα της σε μια κούνια το μικρό κορίτσι της τη Ζωή, εφτά μηνών, το είχαν ξεκοιλιάσει, του είχαν κόψει το λαιμό και κρέμονταν τα λαρύγγια του στο στήθος μπλεγμένα με τα βγαλμένα έντερα.

Το αγόρι της, αυτό που το πρωί του έδωσα λίγο ούζο στο καφενείο, έτρεξε να κρυφτεί στο διπλανό σπίτι του Νταγιαλή. Οι εγκληματίες το κυνήγησαν και το εκτέλεσαν τινάζοντάς του τα μυαλά στον αέρα κάτω από τη σκάλα. Επίσης και το άλλο κορίτσι της ίδιας αδερφής μου, την Ελένη, εφτά χρονών, το έσφαξαν κι αυτό. Τέλος ο πεθερός της αδερφής μου εκτελέστηκε μπροστά στη Δημαρχία μαζί με τον Θανάση Πανουργιά.

Την επομένη το πρωί τους θάψαμε όλους σε ομαδικό τάφο μπροστά στην αυλή του σπιτιού τους».


Πηγές

Καταγραφή αφηγήσεων από το Στάθη Σταθά





Η συγκλονιστική μαρτυρία μιας επιζώσας

του Θωμά Σίδερη

Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο Δίστομο εκείνο το πρωινό της 1οης Ιουνίου, η Ελένη Αθανασίου – Κίνια ήταν ένα εννιάχρονο κορίτσι. Εξήντα ένα χρόνια μετά, ανασύρει από τη μνήμη της ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.


Η μαρτυρία της αυτή καταγράφηκε κατά τη διάρκεια της εκπομπής “Αφύλαχτη Διάβαση”, που μεταδόθηκε τη Κυριακή 26 Απριλίου 2015 από το Β’ Πρόγραμμα της ERTopen. (Ακούστε όλη την εκπομπή ΕΔΩ, η οποία περιλαμβάνει και μαρτυρίες από τα Ολοκαυτώματα των Καλαβρύτων και του Κομμένου).

Η συγκεκριμένη μαρτυρία περιλαμβάνεται και στο υπό έκδοση βιβλίο “Οι άνθρωποι πίσω από τα παράθυρα”.

Αποσπάσματα από τα όσα αφηγήθηκε η Ελένη Αθανασίου-Κίνια στην εκπομπή:

«Τη μαρτυρία μου αυτή τη χρωστάω σε όλους εκείνους που έφυγαν προτού προλάβουν να ζήσουνε. 
Στα παιδάκια που πάτησα στα κορμάκια τους, πνιγμένα στο αίμα, σε αυτά που έπαιζα πριν λίγες ώρες μαζί τους.
 Το χρωστάω σε εκείνα τα παιδάκια που γεννήθηκαν εκεί κατά τον Μάρτη, όταν οι φύτρες του σιταριού δεν ήτανε καλά καλά μια σπιθαμή.
 Και στις αρχές του θεριστή, πριν τα στάχια μεστώσουνε, πριν ακόμα ξεχωρίσουνε τη φωνή της μάνας από της γιαγιάς, πλακώσανε οι θεριστάδες. 
Δεν κράταγαν δρεπάνια, τουφέκια κράταγαν και λόγχες. Με τούτα μπήκανε στο θερισμό. Και τα θέρισαν – βλαστάρια και αβάπτιστα. Πριν ακόμα ανοίξουνε τα φτερά τους για το ταξίδι της ζωής. 
Τους στέρησαν το δικαίωμα της ζήσης μες στην αγκαλιά της μάνας, πουν έγειρε το νεκρό κορμί της πάνω στο άψυχο κουφάρι του παππού. 
Και έμειναν τα στάχυα αθέριστα γιατί βάφτηκαν στο αίμα.
 Και οι κήποι και οι αυλές γέμισαν τάφους που τα καντήλια τους έκαιγαν από το λιόγερμα ως την αυγή, φωτίζοντας τις άγριες νύχτες.»
Το Δίστομο είναι ένα φιλήσυχο χωριό που, αφού είχαμε φτάσει στα μισά του ’44 και λίγο πριν το τέλος του πολέμου, δεν είχε θύματα από τους Γερμανούς για το λόγο ότι δεν είχαμε καταδότες. Δεν ήρθαν οι Γερμανοί με έναν κατάλογο στο χέρι να ζητήσουνε ονόματα και να εκτελέσουνε. 
Είχαμε φτάσει λοιπόν στο Μάιο του ’44 όταν σε κάποια μάχη που έγινε κοντά στη Χαιρώνεια σκοτώθηκαν κάποιοι Γερμανοί και σαν αντίποινα οι κατακτητές πήραν από τις φυλακές της Λειβαδιάς εκατό φυλακισμένους και τους εκτέλεσαν στον Καρακόλιθο, εκεί όπου υπάρχει και το μνημείο των πεσόντων. 
Μαζί με αυτούς σκότωσαν και τέσσερα τσοπανόπουλα από το Δίστομο που βόσκανε τα πρόβατά τους εκεί γύρω στον Καρακόλιθο. Το Δίστομο λοιπόν μέσα σε βαρύ πένθος, το Σάββατο 9 Ιουνίου, ετοίμαζε το μνημόσυνο των σαράντα ημερών για αυτά τα τέσσερα παιδιά. Κανένας δεν περίμενε τι θα γινόταν την άλλη μέρα.»
Στα αυτιά των Γερμανών, που έδρευαν στη Λειβαδιά, είχε φτάσει η πληροφορία ότι οι αντάρτες κατέβαιναν από τον Ελικώνα και λεηλατούσαν τα αυτοκίνητα που έρχονταν με προμήθειες από την Αθήνα και με προορισμό την Άμφισσα. Σκέφτηκαν λοιπόν οι Γερμανοί να ντυθούν με πολιτικά ρούχα και να επιτάξουν δυο ελληνικά αυτοκίνητα από τη Λειβαδιά, ώστε να παραπλανήσουν τους αντάρτες ότι κουβαλάνε μαζί τους προμήθειες από την πρωτεύουσα. Πίσω ακολουθούσε μια γερμανική φάλαγγα, σε μακρινή απόσταση όμως. 
Επειδή όμως τα νέα κυκλοφορούσαν από τους αντάρτες στους Γερμανούς και αντίστροφα, έτσι έφτασε και η είδηση στα αυτιά των ανταρτών για την ενέδρα που τους ετοίμαζαν οι Γερμανοί. Μετά από αυτό, οι αντάρτες δεν κατέβηκαν από το βουνό.»
Το προηγούμενο βράδυ, τριάντα με τριανταπέντε αντάρτες διανυκτέρευσαν δίπλα στο πατρικό σπίτι μου, στο αρχοντικό του γιατρού Πετσάβα. Οι αντάρτες έφαγαν, ήπιαν, γλέντησαν και το ξημέρωμα, πληροφορημένοι ότι φτάνουν οι Γερμανοί στο Δίστομο, απομακρύνθηκαν από το χωριό. Στρατοπέδευσαν περίπου δύο χιλιόμετρα μακριά από το Δίστομο.»
Όταν έφτασαν πια τα γερμανικά αυτοκίνητα στον Καρακόλιθο και δε δέχτηκαν καμιά επίθεση, φυσικό ήταν να σκυλιάσουνε οι κατακτητές και να αρχίσουν να εκτελούν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Συλλάβανε, μάλιστα, και δώδεκα Διστομίτες που δούλευαν στα χωράφια γιατί ήταν εποχή θερισμού. Στη συνέχεια, φτάσανε στο Δίστομο. ήταν περίπου δέκα το πρωί. Ξεχύθηκαν μέσα στο χωριό και άρχισαν αμέσως να λεηλατούν.»

Οι Γερμανοί ήταν πολύ αγριεμένοι. Φορούσαν όλοι στολές παραλλαγής, στη μέση είχαν μια φαρδιά ζώνη και από αυτήν κρέμονταν χειροβομβίδες. Κυκλοφορούσαν σε μικρές ομάδες των δύο-τριών ατόμων και κρατούσαν τους ομήρους που είχαν πιάσει προηγουμένως.»

Στις δύο μετά το μεσημέρι, οι Γερμανοί, πληροφορημένοι ότι οι αντάρτες ήταν έξω από το Δίστομο, άρχισαν να κινούνται ανατολικά του χωριού με κατεύθυνση τον Όσιο Λουκά και τον Ελικώνα. Όταν βγήκαν έξω από το χωριό τους επιτέθηκαν οι αντάρτες. Εκεί έγινε μια μάχη που κράτησε γύρω στις δύο ώρες. Ο δρόμος ήταν στενός και τα αυτοκίνητα των Γερμανών δεν μπορούσαν να υποχωρήσουν. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές ήταν μικρές, σύμφωνα με τους μάρτυρες που ήταν στα γύρω χωράφια και έβλεπαν.»

Ύστερα, επέστρεψαν οι Γερμανοί στο Δίστομο με βαριά τραυματισμένο τον ταγματάρχη τους, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ελλάδα, μιλούσε άριστα τα ελληνικά και ήταν παντρεμένος με Ελληνίδα. Ξεψύχησε μπροστά στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Οι τελευταίες λέξεις που είπε στα ελληνικά και στα γερμανικά ήταν “Σκοτώστε τους όλους!”. Υπήρχαν πολλοί αυτόπτες μάρτυρες που άκουσαν τα λόγια αυτά, επειδή είχαν συγκεντρωθεί στο σχολείο για να μάθουν για την τύχη των δώδεκα αιχμαλώτων. Εκείνο που ξεχώρισαν στ γερμανικά ήταν η λέξη “Καπούτ!”. Μετά από τον θάνατο του ταγματάρχη έστησαν στον τοίχο του δημοτικού σχολείου τους δώδεκα αιχμαλώτους και τους εκτέλεσαν.»

Οι άνθρωποι άρχισαν να ουρλιάζουν και οι Γερμανοί έστρεψαν τα πολυβόλα εναντίον τους και πυροβολούσαν στο ψαχνό. Οι Διστομίτες έτρεχαν σαν πληγωμένα αγρίμια για να γλιτώσουν – όσοι πρόλαβαν. Οι άλλοι έμειναν σκοτωμένοι πάνω σε μάντρες, σε φράχτες και σε δέντρα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσουν. Άλλοι κείτονταν στο δρόμο σε οποιαδήποτε στάση μπορείτε να φανταστείτε.»
Στη συνέχεια, οι Γερμανοί ξεχύθηκαν σε όλο το χωριό, βαδίζοντας από ανατολικά στα δυτικά. Σκότωναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους – από ανθρώπους μέχρι ζώα. Δεν ξεχώριζαν τίποτα. Έσπαγαν πόρτες και έμπαιναν μέσα στα σπίτια. Μπήκαν στο σπίτι μιας ετοιμόγεννης, της άνοιξαν την κοιλιά και της έβγαλαν το έμβρυο, το ποδοπάτησαν και άφησαν τη γυναίκα να πεθάνει από αιμορραγία. Σκότωσαν και τη μαμή που είχε πάει να την ξεγεννήσει. Σε άλλα σπίτια σκότωσαν αγγελούδια που κοιμόντουσαν στην κούνια τους – ήτανε Σάββατο μεσημέρι και οι μανάδες τους τα είχαν πλύνει και τα είχαν βάλει να κοιμηθούνε. Τα έσφαξαν, τα ξεκοίλιασαν, τους τύλιξαν τα έντερα γύρω από το λαιμό. Μπήκαν στο σπίτι του παπά και τον σκότωσαν, μαζί με άλλους δεκαπέντε που υπήρχαν μέσα στο σπίτι. Η παπαδιά κρατούσε το κοριτσάκι της, δυο χρονών ήτανε, στην αγκαλιά της. Πέτυχαν οι σφαίρες το παιδί στο κεφάλι και τα μυαλά του σκορπίστηκαν στο πρόσωπο της παπαδιάς. Η παπαδιά ύστερα κατέβηκε στην αυλή και χόρευε. Μανάδες σώθηκαν επειδή το αίμα των σκοτωμένων παιδιών τους έκαναν τους Γερμανούς να πιστέψουν ότι ήταν και αυτές νεκρές. Κάπως έτσι ζήσαμε και όλοι εμείς μέσα σε εκείνο το μακελειό.»
Το πατρικό σπίτι μου ήταν στο κέντρο του χωριού, λίγο δεξιά πριν την πλατεία. Δίπλα από το σπίτι υπήρχε μια μικρή μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού για τις ανάγκες του χωριού και ένας αλευρόμυλος που τον είχε ο πατέρας μου με τα αδέλφια του. […] Μαζευτήκαμε σε μια γωνιά χωρίς να ξέρουμε τι γίνεται έξω. Έπεφταν πυκνοί πυροβολισμοί, αλλά ακούγονταν περίεργα, σαν να έρχονταν από τα έγκατα της γης. Δεν ήταν οι πυροβολισμοί μιας μάχης, ήταν βουβοί. Κάποτε αραίωσαν οι πυροβολισμοί αραίωσαν σιγά σιγά. Οι γυναίκες από το Κυριάκι άρχισαν να συζητάνε μεταξύ τους την πιθανότητα να φύγουν και να επιστρέψουν στο χωριό τους. Ξαφνικά, μια γυναίκα βγάζει μια κραυγή: “Καπνός!” Κοιτάξαμε από το παράθυρο της κουζίνας και είδαμε να περνούν πυκνά σύννεφα καπνού. “Φωτιά έβαλαν να μας κάψουν ζωντανούς”, είπε η γυναίκα. Ανοίξαμε την πόρτα να βγούμε έξω. Ο φόβος ήταν μεγάλος. Ακούστηκε τότε μια φωνή: “Έφυγαν!”. Ήταν μια φωνή που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Ήταν μια φωνή που απλώς ήθελε να ειδοποιήσει τους χωρικούς πως οι Γερμανοί είχαν φύγει.
 Η ώρα ήταν έξι το απόγευμα. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν μέρα ακόμη.
 Ο ουρανός όμως είχε σκεπαστεί από κατάμαυρα σύννεφα και φαινόταν σαν να είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Οι Γερμανοί ίσως σκέφτηκαν πως επειδή το χωριό βρίσκεται ανάμεσα σε βουνά, η νύχτα έρχεται πιο γρήγορα. Γι’ αυτό έφυγαν αφήνοντας το μισό χωριό ανέπαφο. Εμείς ξεθαρρεμένοι από τη φωνή που ακούσαμε, βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο. Είδαμε μια μικρή κίνηση. Ανθρώπους φοβισμένους, κρατώντας μικρά παιδιά από τα χέρια, άλλοι χτυπημένοι, μιλώντας ασυνάρτητα, άλλοι με κουβέρτες στην πλάτη… Μια βουή έβγαινε από το χωριό, σαν να ήταν μελίσσι. Και μια μυρωδιά αίματος…»
Αφού βγήκαμε στο χωριό, κάποια στιγμή ακούμε μια κραυγή: “Κουμπάρα μου, τον Χρήστο τον σκοτώσανε!”. Ο Χρήστος που σκοτώσανε ήταν ο αδελφός του πατέρα μου. Ο παππούς και η γιαγιά έτρεξαν αμέσως προς την κάτω πλατεία, σύμφωνα με την πληροφόρηση που τους έδωσε η κουμπάρα τους, πως εκεί ήταν σκοτωμένος ο θείος ο Χρήστος. Έφτασε και η γυναίκα του με ένα χρονιάρικο μωρό στην αγκαλιά της, το έδωσε στη μάνα μου, και έφυγαν όλοι προς τα κάτω κλαίγοντας, τραβώντας τα μαλλιά τους. “Πήγαινε και εσύ παιδί μου να δεις τι συμβαίνει”, μου λέει η μάνα μου. Έτρεξα στο κατόπι. Στο μνημείο του Αγνώστου βρισκόταν ετοιμοθάνατος ο θείος ο Χρήστος. Καθώς πήγαινα προς την κάτω πλατεία έβλεπα τα σπίτια να καίγονται. Πετάγονταν ψηλά κάρβουνα αναμμένα και πρόσεχα να μην πέσουν πάνω μου και με κάψουνε. Κάποια στιγμή σκόνταψα σε κάτι. Τρόμαξα. Έσκυψα και είδα τις φίλες μου που έπαιζα στη γειτονιά, ακόμα και το πρωινό εκείνης της μέρας. Η Μαρία και η Κατίνα Νικολάου… Δίπλα, οι γονείς τους. Ο Μιλτιάδης και η Κοντύλω, η γυναίκα του.»

Έφτασα στο μνημείο. Ο θείος ήταν ακόμα ζωντανός. Βρήκα τη γυναίκα του να χτυπιέται και τον παππού και τη γιαγιά να ουρλιάζουν. Ο θείος είχε βγάλει το μαντίλι του και το είχε βάλει εκεί που ήταν η χαριστική βολή.»
Για να μην πέσω πάλι πάνω στις σκοτωμένες φίλες μου, αποφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι από τον κεντρικό δρόμο. Όλος ο δρόμος όμως ήταν γεμάτος πτώματα και αίματα. Δεν ήξερα πού να πατήσω. Έφτασα στο χώρο που ήταν μια αλωνιστική μηχανή – σε λίγες μέρες θα άρχιζε το αλώνισμα. Εκεί όλοι οι άνθρωποι ήταν σκοτωμένοι. Πιο πάνω είδα σκοτωμένους τη Γιαννούλα Νικολάου, τον άντρα της και την κόρη τους την Ασήμω, είκοσι χρονών κορίτσι. Αυτή η κοπέλα είχε μια χοντρή πλεξούδα στα μαλλιά, ένα φουστανάκι καρό, είχε λίγο ανασηκωμένο το πόδι της και από το στόμα της έβγαινε αφρός με αίμα. Φοβήθηκα πάρα πολύ…»
Όταν έφτασα επιτέλους στην αυλή μας, μου λέει η μαμά μου: “Δεν πας να δεις τι κάνει και ο θείος ο Γιάννης;” Ήταν ο άλλος αδελφός του πατέρα μου. Πήρα ξανά έναν άλλον δρόμο. Βρέθηκα μπροστά σε δυο ανθρώπους πεσμένους χάμω. Ο ένας δεν είχε πρόσωπο. Εκεί που έπρεπε να ήταν το πρόσωπό του, υπήρχε μόνο μια λίμνη αίμα. Ο άλλος κουνούσε τα χέρια του. Τρόμαξα πάρα πολύ. Αργότερα, πίστευα πως αυτή η εικόνα ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου. Από μαρτυρίες όμως διαπίστωσα πως όντως αυτός ο άνθρωπος ήταν ζωντανός και προσπαθούσε να μαζέψει τα εντόσθιά του γιατί τον είχαν ξεκοιλιάσει. Γύρισα πίσω τρελαμένη. Λέω στη μάνα μου πως δεν πρόκειται να το κουνήσω ρούπι από κοντά της γιατί το χωριό είναι γεμάτο νεκρούς. Εκείνη την ώρα έφτασε και μια πομπή, με τον θείο Χρήστο μέσα σε μια κουρελού, ζωντανός ακόμα. Φτάνοντας όμως στο πλακόστρωτο της αυλής του, πολύ κοντά στο δικό μας σπίτι, ξεψύχησε.»

Τόσες οικογένειες χάθηκαν… Η οικογένεια Γεωργακού, απέναντι από το σπίτι μας… Ο πατέρας, ο Λουκάς Γεωργακός. Η μητέρα, η Βασιλκή Γεωργακού. Είκοσι χρόνων η θυγατέρα τους και δεκαεννιά ο Μήτσος. Οι μικρότερη κόρες, η Ευσταθία, δεκατεσσάρων χρόνων τότε, και η ακόμα μικρότερη, η Ουρανία. Τις μεγάλωσε η γειτονιά…»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου