Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Παραδοσιακά έθιμα της Αποκριάς στην Ελλάδα







Κύρια στοιχεία της αποκριάτικης περιόδου είναι το κέφι, οι αστεϊσμοί και βέβαια οι μεταμφιέσεις.


Όλα αυτά δίνουν έναν εντελώς ιδιαίτερο τόνο και κάνουν αυτές τις μέρες της χαράς και της διασκέδασης ιδιαίτερα διασκεδαστικές τόσο για τα παιδιά όσο και για τους μεγάλους, που βρίσκουν την ευκαιρία να ξαναγίνουν παιδιά! 

Ας δούμε μαζί κάποια περίεργα έθιμα, που αξίζουν να γνωρίσουν τα παιδιά μας.


Αναζητώντας την ιστορία του καρναβαλιού σίγουρα θα χαθούμε σε δεκάδες ανιμιστικές εκδηλώσεις, που με τη μια ή με την άλλη μορφή ήταν και εξακολουθούν να είναι παρούσες στις παραδόσεις όλων των λαών. 

Από τη βόρεια Ευρώπη μέχρι τη νότια Αμερική και από την Αφρική μέχρι την Ιαπωνία, παρόμοιες γιορτές μετρούσαν τις αλλαγές των εποχών μέσα από την ανάμειξη δοξασιών και πραγματικότητας, γήινων γιορτών και θρησκευτικής τελετουργίας.
 Όσο για τη μεταμφίεση και τη μάσκα, εκτός του ότι είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, είναι ένα φαινόμενο τόσο κοινό σε όλους τους πολιτισμούς και όλες τις θρησκείες, που αποτελεί συχνά μια από τις σημαντικότερες πηγές στην προσπάθεια της μελέτης τους.

Στην κυριολεξία Αποκριά σημαίνει το σταμάτημα της κρεοφαγίας, όπως και το λατινικό καρναβάλι σημαίνει το ίδιο ακριβώς, carnen levare.



 Οι απόκριες έχουν προχριστιανική προέλευση και αντιστοιχούν στις διονυσιακές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και στα Σατουρνάλια των Ρωμαίων, που γίνονταν προς τιμή του θεού Κρόνου (ως προστάτη της σποράς), διαρκούσαν μια εβδομάδα και άρχιζαν στις 17 Δεκεμβρίου. Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει, ότι τα αποκριάτικα έθιμα έχουν τις ρίζες τους στα Λουπερκάλια των αρχαίων Ρωμαίων, που άρχιζαν στις 15 Φεβρουαρίου και γιόρταζαν τη γονιμότητα της γης και των ζώων.

Οι αποκριές καθιερώθηκαν από την Εκκλησία προς τα τέλη του 6ου αιώνα, σήμερα όμως, έχουν χάσει την αρχική σημασία τους και πλέον είναι ταυτόσημες για τους περισσότερους ως περίοδος μεταμφιέσεων, γλεντιού και ελευθεριότητας πριν τη Σαρακοστή.

Στις μεγάλες πόλεις ο αποκριάτικος εορτασμός είναι λίγο πολύ τυποποιημένος, όμως, ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη πολλά μέρη στην Ελλάδα, που ο εθιμικός πανηγυρισμός διατηρεί ακόμα μορφές, που δείχνουν τις βαθύτερες ρίζες αυτών των χαρούμενων εκδηλώσεων.


 




Παλαιότερα η αρχή του Τριωδίου αναγγελλόταν με πυροβολισμούς ή με ταμπούρλα και τσαμπούνες, ενώ σε πολλά μέρη ο κήρυκας φώναζε πως πλησιάζουν οι Απόκριες, για να φροντίσει ο κόσμος να προμηθευτεί το απαραίτητο κρέας. 
Γι’ αυτό και η πρώτη εβδομάδα των αποκριών ονομάζεται και “Προφωνή”, από τη συνήθεια να διαλαλούν την έλευσή της. 
Η δεύτερη εβδομάδα ονομάζεται“Κρεατινή”, επειδή προσφερόταν για κρέας και η Τρίτη “Τυρινή” ή “Μακαρονού”, γιατί κατά τη διάρκειά της οι πιστοί πρόσφεραν κόλυβα και ζυμαρικά στους νεκρούς, τις λεγόμενες μακαρίες, απ΄ όπου έλαβαν το όνομα και τα “μακαρόνια”.

Το Τριώδιο γινόταν ιδιαίτερα αισθητό από την Τσικνοπέμπτη, όπου σε πολλά μέρη έσφαζαν χοιρινά. Η σφαγή στη νότια Ελλάδα και πολλά νησιά συνοδευόταν και από τελετουργικά, δεισιδαιμονικά και μαντικά στοιχεία, που πρόσθεταν στην ημέρα κάποιο θυσιαστικό χαρακτήρα με σταυρούς στις πόρτες των σπιτιών με το αίμα του ζώου, κ.ά.





Τη Δευτέρα της Τυρινής βρίσκουμε το θρακικό δρώμενο του “Καλόγερου” (καλός γέρος), ο οποίος στην αρχέγονη λατρευτική του μορφή αντιπροσωπεύει την αγαθή θεότητα της σποράς και της πλούσιας συγκομιδής. Στο τελετουργικό, που περιλαμβάνει εικονικό όργωμα και μιμητική σπορά από τον Καλόγερο που συνοδεύεται από νταούλια και λύρες, βλέπουμε ότι υπάρχουν πολλοί συμβολισμοί. Οι αγρότες μέσα στο χαρούμενο κλίμα της Αποκριάς διαισθάνονται τις αλλαγές της Φύσης και με διάφορες πράξεις προσπαθούν να την εξευμενίσουν, για να εξασφαλίσουν καρποφορία στα χωράφια, πλούσια παραγωγή και καλή υγεία.

Την ίδια προσπάθεια για καλή υγεία και καλή συγκομιδή εκφράζει και το έθιμο με τις αποκριάτικες φωτιές, που ανάβονταν σε πλατείες και σταυροδρόμια το βράδυ της τελευταίας Κυριακής. 
Το έθιμο στηρίζεται στην αρχέγονη πίστη, ότι η φωτιά κρύβει μέσα της δύναμη, η οποία μεταδίδεται σε όποιον έρθει σ’ επαφή μαζί της μέσα από συγκεκριμένο τελετουργικό. Ιδιαίτερα εντυπωσιακοί είναι οι “Φανοί” της Κοζάνης, που στήνονταν στις γειτονιές ως είδος βωμού. Η προσπάθεια για την παρουσίαση του ομορφότερου Φανού έκανε τους γείτονες ιδιαίτερα εφευρετικούς. Φωτιές ανάβονταν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, έχοντας διαφορετική ονομασία, “Φανός”, “Καψαλιές”, “Τζαμάλες”, κ.ά.





Το οικογενειακό τραπέζι της Τυρινής

Ο μεγάλος εορτασμός της Αποκριάς κορυφωνόταν την τελευταία Κυριακή, την Κυριακή της Τυρινής (επειδή παραδοσιακά δεν επιτρεπόταν η κατανάλωση κρέατος αλλά μόνο τυριού, γάλακτος, ζυμαρικών και των παραγώγων τους) ή αλλιώς “Τρανή Αποκριά”, όπου όλοι, συγγενείς και φίλοι, μαζεύονταν στα σπίτια των πιο ηλικιωμένων της οικογένειας και γιόρταζαν με μεγάλη ευθυμία.


 Η συγκέντρωση ήταν σχεδόν υποχρεωτική, αφού έρχονταν ακόμη και παιδιά που ήταν μακριά. Αν και ο κανόνας ήταν τα φαγητά να τα φέρνει ο καθένας από το σπίτι του, σε πολλά μέρη, την παραδοσιακή μακαρονάδα την έφτιαχνε η γιαγιά. 

Πριν αρχίσει το φαγητό, οι συγγενείς ζητούσαν συγχώρεση ο ένας από τον άλλο, για να αρχίσουν τη Σαρακοστή με καθαρή συνείδηση. 
Το γλέντι γινόταν με επίκεντρο το τραπέζι, το οποίο δεν έπρεπε να ξεστρωθεί μέχρι την άλλη μέρα.
 Όλη τη νύχτα έτρωγαν, έπιναν και διασκέδαζαν τραγουδώντας αποκριάτικα τραγούδια με έντονο σεξουαλικό περιεχόμενο, όπως το γνωστό “πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι...”

Στα περισσότερα μέρη το δείπνο της Αποκριάς τελείωνε μ΄ ένα αυγό και σχετικά αστεία. “Με αυγό κλείνω, με αυγό ανοίγω”, έλεγαν, εννοώντας ότι το πρώτο φαγητό μετά τη Σαρακοστή θα ήταν το αυγό της Λαμπρής. Το πιο διασκεδαστικό και ταυτόχρονα γνωστό έθιμο ήταν αυτό του “χάσκα” ή “χάσκαρη” ή “χάψαρου”, ένα παιχνίδι με ένα αυγό καθαρισμένο. 

Ο νοικοκύρης του σπιτιού κρεμούσε με μια κλωστή ένα αυγό από το ταβάνι και το γύριζε γύρω, γύρω. Όποιος το έπιανε με το στόμα χωρίς τη βοήθεια των χεριών ήταν ο νικητής.

Στην Ελλάδα συναντάμε πολλές παραλλαγές του εθίμου και αυτό εξηγείται από την αναζωογονητική δύναμη του αυγού ως φορέα ζωής. Αλλού το έδεναν σε ξύλο και τα παιδιά γονατιστά και με δεμένα χέρια προσπαθούσαν να το πιάσουν και αλλού κυλούσαν τα αυγά πάνω στο τραπέζι και εύχονταν να κυλήσει η Σαρακοστή εύκολα, όπως τα αβγά.

Σε πολλά χωριά της Μεσσηνίας μέσα σε ένα ανοιχτό δοχείο με γιαούρτι έριχναν ένα νόμισμα, που οι συναγωνιζόμενοι έπρεπε να πιάσουν με τα δόντια. 

Φυσικά, πασαλείβονταν με γιαούρτι, προκαλώντας τη γενική ευθυμία.

Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα κάποιους από πιο παραδοσιακούς αποκριάτικους πανηγυρισμούς στην Ελλάδα.



Η παράδοση της Αποκριάς στη Θράκη
Ο Θρακιώτης θεός της μέθης, ο Διόνυσος των οργίων αλλά και της τέχνης του δράματος, κάπως περιθωριακός, αφού δεν ανήκε στο δωδεκάθεο, ήταν και λίγο αιρετικός, αφού “έσερνε” μαζί του έναν καθόλου καθώς πρέπει θίασο στο τσακίρ κέφι και πολλές ανιμιστικές παραδόσεις και λατρείες παλιές όσο και η παρουσία του ανθρώπου στον πλανήτη. 









Η λατρεία του Διονύσου ταυτιζόταν με την ευκαρπία, τη γονιμότητα και την εξασφάλιση της υλικής ευημερίας.

Στη διάρκεια των τριών εβδομάδων της Αποκριάς οι Χριστιανοί της Θράκης διασκέδαζαν με πολλά λαϊκά δρώμενα. 

Στην Αδριανούπολη πραγματοποιούνταν μια εμφανώς διονυσιακή γιορτή, αυτή του “Κιοπέκ Μπέη”(άρχοντας των σκύλων), όπου έπαιζαν μόνο άντρες μεταμφιεσμένοι κωμικά. 
Ο Κιοπέκ Μπέης, οι ακόλουθοί του, η “γριά” με το “μωρό” της στην αγκαλιά και ο υπηρέτης της γύριζαν στους δρόμους κάνοντας φασαρία και υποχρέωναν, όσους συλλάμβαναν, σε προσφορές.
 Όσοι αρνούνταν, τους κατάβρεχαν με λασπόνερα ή τους μαύριζαν το πρόσωπο με φούμο. Όσοι πρόσφεραν κάτι, τους ευλογούσε ο Μπέης με ένα ομοίωμα φαλλού που κρατούσε.
 Το κρασί που συγκέντρωνε η πομπή από τις προσφορές, το έπιναν όλοι μαζί μέχρι να μεθύσουν εντελώς.

Η τελετή συνήθως τελείωνε με σκαμπρόζικα αστεία και το κατρακύλημα του Μπέη από κάποια κατηφόρα μαζί με το χειράμαξο στο οποίο επέβαινε. 



Ο Μπέης, που θεωρείται κατάλοιπο αρχαίων τελετών για την καρποφορία της γης, γιορταζόταν και σε άλλες περιοχές της Θράκης με παραλλαγές στο τυπικό και τους πρωταγωνιστές. 
Σε κάποια μέρη συμμετείχαν στην πομπή και “Αράπηδες”, με πρόσωπα μαυρισμένα με φούμο, καπέλα με αλογοουρές και κουδούνια κρεμασμένα στη μέση.



Το έθιμο του “Καλόγερου” 




Θρακικό δρώμενο (στη Βιζύη) τη Δευτέρα της «Τυρινής». Τελείται σε 3 διαδοχικές σκηνές:
1. την μπάμπω με το εφταμηνίτικο
2. το φόνο του καλόγερου
3. την ψευδοαροτροίωση


Έθιμο το οποίο έμεινε εντελώς έξω από την εκκλησιαστική λατρεία.

Παρ’ όλη την ποικιλία και τις διάφορες παραλλαγές των
εθίμων αυτής της κατηγορίας, βασικό κέντρο όλων αποτελεί το θέμα «θάνατος-
ανάσταση», η νεκρανάσταση της φύσης και του κόσμου. 

Το έθιμο του καλόγερου τελείται κάθε χρόνο από πρόσφυγες, από την
Ανατολική και Βόρεια Θράκη, την Κυριακή της Τυρινής. 




Η παρακάτω περιγραφή του εθίμου προέρχεται από τους πρόσφυγες από το χωριό Κωστί της Βόρειας Θράκης –εγκατεστημένοι σήμερα κυρίως στα χωριά Αγία Ελένη Σερρών, Μελίκη Βέροιας και Μαυρολεύκη Δράμας. 

Όπως μας περιγράφει Αναστάσιος Ρέκλος (Ρέκλος, 1998), στο
έθιμο συμμετέχουν μόνο άντρες και κύρια πρόσωπα του θιάσου είναι: ο Καλόγερος, ο Βασιλές, το Βασιλόπουλο, η Μπάμπω, Κορίτσα και ο Ζευγολάτης, από τους οποίους μεταμφιέζονται ο Καλόγερος, η Μπάμπω και η Κορίτσα.
Ο καλόγερος έχει το πάνω μέρος του σώματός του τυλιγμένο με λινάτσα, στη μέση έχει κρεμασμένα κουδούνια σε σχηματισμό που να υποδηλώνει το φαλλό. Το κεφάλι και το πρόσωπο είναι καλυμμένα από νεροκολοκύθες, ενώ κρατά τη «σφούγγια» (πάνα παραδοσιακού φούρνου).


Η Μπάμπω είναι άντρας μεταμφιεσμένος σε γερόντισσα, όπως και η
Κορίτσα που μεταμφιέζεται σε κοπέλα. Ο Καλόγερος με τη συνοδεία λύρας και

νταουλιού ξεκινούν την τελετουργική επίσκεψη σε όλα τα σπίτια του χωριού.


Στο κατώφλι κάθε σπιτιού η νοικοκυρά ραίνει τον Καλόγερο με πολυσπόρια, ενώ εν συνεχεία ο Βασιλές με το Βασιλόπουλο προσφέρουν κρασί στο νοικοκύρη και, αφού ανταλλάξουν ευχές, αποχωρούν.


Αφού γυρίσουν όλο το χωριό, συγκεντρώνονται στο
τρίστρατο, όπου υπάρχει ένα δίτροχο κάρο για τον Βασιλέ.
Τότε τα παλικάρια του χωριού προσπαθούν να σύρουν το κάρο, ενώ από την άλλη οι παντρεμένοι τραβούν αντίθετα, ώσπου νικούν τα παλικάρια για το καλό της ευγονίας.


Ακολουθεί τελετουργική αναπαράσταση άροσης και σποράς με τα παλικάρια να τραβούν το ζυγό του άροτρου, ενώ ο Καλόγερος υποδύεται το ρόλο του αγρότη ρίχνοντας τους σπόρους. Από το σημείο αυτό και έπειτα κυριαρχεί η αθυροστομία.

Αφού προσφερθεί γεύμα στον Καλόγερο, πραγματώνεται η αναπαράσταση του θανάτου και της ανάστασης του Καλόγερου.

 

Αποτέλεσμα εικόνας για παιχνιδια αρχαιων ελληνων

Επισημαίνουμε ότι «το αλέτρι και ο φαλλός είναι πρωταγωνιστικά σύμβολα, τόσο ως θεατρικά εξαρτήματα των μεταμφιεσμένων, όσο και ως θέμα των αδόμενων τραγουδιών ».


   Η αντίληψη της σχέσης θανάτου και ανάστασης υπάρχει πολύ έντονα από τα 
αρχαία χρόνια. Χαρακτηριστικά μας παραθέτει ο Burkert (Burkert, 1997, σ.161) ένα απόσπασμα μελέτη του Frazer:
«Φαντάστηκαν την αύξηση και τη φθορά της βλάστησης, τη γέννηση και το
θάνατο των ζωντανών όντων, ως αποτέλεσμα της αυξομειωνόμενης δύναμης
θεϊκών όντων, αρσενικών θεοτήτων που γεννιούνταν και πέθαιναν….
Πίστευαν ότι εκτελώντας ορισμένες μαγικές τελετές μπορούσαν να
βοηθήσουν το Θεό, που ήταν η πηγή της ζωής, στον αγώνα του με την
αντίθετη πηγή του θανάτου. 

Φαντάστηκαν ότι μπορούσαν να ενισχύσουν τη φθίνουσα ενεργητικότητά του, και ακόμα και να τον αναστήσουν από το
θάνατο.»



Η παρουσία του φαλλού –ως σύμβολο γονιμότητας- αποτελεί βασικό και
αναπόσπαστο στοιχείο σε όλα τα έθιμα –γονιμικές τελετές- αυτής της περιόδου. Όπως ενημερωνόμαστε από τη μελέτη των Martin και Metzger (Martin R.-Metzger H, 1992, σ.144) σε μία από τις Αττικές γιορτές της αρχαιότητας προς τιμήν του Διονύσου, στα Κατ’ Αγρούς Διονύσια, που τελούνταν την περίοδο μεταξύ Δεκέμβρη και Ιανουάριο, πραγματοποιούνταν μια πομπή, που περιέφερε ένα φαλλό μεγάλων διαστάσεων, συνοδευόμενη με χορωδίες ή τραγούδια.




Η πομπή ήταν μαζική και αποσκοπούσε στην ευφορία των αγρών και των κήπων και τη γονιμότητα των σπιτικών.
  

 
Κατά τον Κοπιδάκη (Κοπιδάκης, 1997, σ.3) τη χρήση του φαλλού τη συναντούμε σε ευετηριακά δρώμενα (Κατ’ Αγρούς Διονύσια, Στήνια, Θεσμοφόρια, Αλώα κ.α), αλλά και σε μυστηριακές λατρείες, όπου πρόσφεραν στους συμμετέχοντες πλακούντες σε σχήμα εφηβαίου ή φαλλού.
Για τη χρήση του φαλλού ο Κοπιδάκης σχολιάζει (Κοπιδάκης, 1997, σ.4): «Ο φαλλός εχρησιμοποιείτο επίσης ως αποτρόπαιον και φυλακτήριον…Ακόμη και στους τάφους οι φαλλικές απεικονίσεις δεν είναι σπάνιες· ο φαλλός υποδηλώνει τη μακαριότητα της μετά θάνατον ζωής, διασφαλίζει τη γαλήνη του νεκρού και προοιωνίζει τη μέλλουσα αναγέννηση ή ακόμη και την εκ νεκρών ανάσταση».
Συνεχίζοντας αναφέρει «Τα άσματα των νέων φαλλοφόρων, που είναι ως είδος έκφρασης και Διονύσου αρχαιότερα, φαιδρύνουν τις γονιμικές γιορτές,
διακηρύσσόντας πως όσο ο φαλλός, ο συνεργός πάσης γενέσεως, σφριγά, δεν έχει ο θάνατος τον τελευταίο λόγο», ενώ ο Burkert (Burkert, 1993β, σ.232) λέει: «οι τελετουργίες με σεξουαλικά στοιχεία γίνονται κατανοητές κυρίως ως μαγείες
ευφορίας».
Οι μεταμφιέσεις αποτελούν το πλέον χαρακτηριστικό σύμβολο της Αποκριάς, το οποίο έχει επιβιώσει μέχρι και τις μέρες μας. Συναντούμε ένα ογκώδες σε πλήθος και ποικιλία, μεταμφιέσεων στα έθιμα τα Αποκριάς, ιδιαίτερα στον Βορειοελλαδικό χώρο.
Ο Κώστας Θρακιώτης (Θρακιώτης, 1991, σ.256) μας πληροφορεί πως οι
μεταμφιεσμένοι, δαιμονοποιημένες ψυχές νεκρών, ντύνονται με προβιές και
τραγόμορφες μάσκες και κουδούνια να χτυπούν ασταμάτητα και εκκωφαντικά, από τον παράδοξο τρόπο του βαδίσματός τους και τα πηδήματα.
Το βάψιμο των προσώπων και τα προσωπεία αποτελούν τους προγόνους των σημερινών μεταμφιέσεων.

 Ο Burkert (Burkert, 1993β ,σ.230) σχολιάζει: «Οι μάσκες (προσωπεία), το πανάρχαιο μέσο, που επέτρεπε να εγκαταλείψει κανείς τη δική του προσωπικότητα και να αναλάβει μια νέα ασυνήθιστη» και (Burkert, 1993β, σ.232) 
«Σε πολλές παραλλαγές υπάρχουν πομπές με υπερφυσικούς φαλλούς· όσοι έφεραν αυτό το όργανο έπρεπε να αποκρύψουν την ταυτότητά τους αλείφοντας το πρόσωπό τους με καπνιά ή πίτουρα ή
ακόμα φορώντας προσωπείο».
Επίσης η Κατερίνα Kακούρη (Kακούρη, 1976, σ.124)
μας παραθέτει μια φράση του Wace: «Για όποιον αναζητά σε ελληνικά αγροτικά δρώμενα την υποδομή του αγροτικού δράματος, έχει τη δυνατότητα να θεωρεί τους σύγχρονους ζωομεταμφιεσμένους των βορείων περιοχών ως το ανάλογο των αρχαίων
σατύρων».

Στο θρακικό χωριό Βιζύη γινόταν τη Δευτέρα της Τυρινής και εξελισσόταν σε υποτυπώδες δράμα, το οποίο υποτίθεται ότι διαδραματιζόταν μέσα σε ένα σιδεράδικο. 

Οι γυφτοσιδεράδες σφυρηλατούσαν το υνί για το ιερό όργωμα, ώσπου κάποια στιγμή εμφανιζόταν η “Βάβω”. Η Βάβω ήταν μια γριά με ένα ομοίωμα μωρού, το “εφταμηνίτικο”, μέσα σε ένα καλάθι. Το εφταμηνίτικο ξαφνικά εμφανιζόταν ως ενήλικος, γινόταν ο “Αρχικαλόγερος” και ακολουθούσε ο γάμος του με τη “Νύφη”. 
Το δράμα συνεχιζόταν με το φόνο του “γαμπρού” από τον κουμπάρο, φίλο και δευτεραγωνιστή. Αναπαριστανόταν ο θρήνος πάνω στο νεκρό και ακολουθούσε η ανάστασή του, για να τελέσει τους “ιερούς αρότρους” (οργώματα), που θα εξασφάλιζαν πλούσια σοδειά.


Το “Μπουρανί” του Τυρνάβου
Στον Τύρναβο της Λάρισας αναβιώνουν διονυσιακά τελετουργικά, αφού πρόκειται για μια μοναδική γιορτή στην Ελλάδα, τη γιορτή του φαλλού, που συμβολίζει την αναπαραγωγή και τη γονιμότητα. Απομεινάρι των βακχικών εορτασμών είναι το “Μπουρανί”, όπου τα πράγματα είναι λίγο άγρια για τις γυναίκες, που παλιά δεν τολμούσαν να κυκλοφορήσουν στο δρόμο, αφού η βωμολοχία και οι άσεμνες χειρονομίες είχαν τον πρώτο λόγο.

Την Καθαρά Δευτέρα οι ντόπιοι τιμούν το θεό της βλάστησης και της γονιμότητας πίνοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας, κρατώντας ψεύτικους φαλλούς και τρώγοντας το “Μπουρανί”, το μυητικό έδεσμα! Το μπουρανί είναι μια αλάδωτη χορτόσουπα από τσουκνίδες και σπανάκι, την οποία φτιάχνουν οι άντρες στο δρόμο και την καταναλώνουν με συνοδεία άσεμνων τραγουδιών και τολμηρών χειρονομιών.



Οι “Γέροι” της Σκύρου




Αν και η Αποκριά με αγροτικά δρώμενα συναντάται κυρίως στη Μακεδονία και τη Στερεά Ελλάδα, στη Σκύρο έχει μια εντελώς δική της έκφραση, προερχόμενη από τις παγανιστικές τελετές του μακρινού παρελθόντος με ενδιάμεσο σταθμό τις διονυσιακές γιορτές της γονιμότητας.


 Η αίσθηση ότι ο Γέρος - τράγος, άνθρωπος και ζώο συγχρόνως, προσπαθεί με το χορό να γίνει ένα με τη φύση ξορκίζοντάς την ταυτόχρονα, είναι πολύ έντονη και προκαλεί δέος.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, κάποτε στη Σκύρο ένας γέρος με τη γριά του είχαν λίγα κατσίκια. 

Όμως μια νύχτα του χειμώνα έπεσε στο βουνό χιόνι και άγρια παγωνιά και όλα τους τα ζώα πέθαναν.
 Απελπισμένος ο γέρος βοσκός ζώστηκε τα κουδούνια και τα τομάρια των πεθαμένων ζώων του και μαζί με την κουρελοντυμένη γυναίκα του (κορέλα) κατέβηκαν μέχρι τη Χώρα. 
Οι χτύποι των κουδουνιών έφεραν στους συγχωριανούς το μήνυμα της καταστροφής.

Ακόμα και σήμερα κάθε Κυριακή της Αποκριάς, αλλά κυρίως την Τυρινή, οι “Γέροι” φορώντας δέρματα κατσικιών και ζωσμένοι με πολλά κουδούνια (που ζυγίζουν έως και 50 κιλά), εισβάλλουν χοροπηδώντας από τα σοκάκια στους κεντρικούς δρόμους. Γύρω τους, ντυμένες με αλλοιωμένες τοπικές ενδυμασίες στριφογυρίζουν χορεύοντας οι κορέλες.

Οι περισσότεροι “Γέροι” ντύνονται από μικρά παιδιά φορώντας κάθε χρόνο και από ένα κουδούνι παραπάνω, ώστε να συνηθίζουν το βάρος. Αλλά, ας δούμε αναλυτικά το ντύσιμό τους. Καταρχήν ο Γέρος φοράει πάνω από τα εσώρουχά του το πανωβράτσι (ένα άσπρο μάλλινο παντελόνι, φαρδύ από το γόνατο και πάνω), το τυπικό παντελόνι των βοσκών του νησιού. Στη συνέχεια, φοράει τις άσπρες κάλτσες που τις στερεώνει κάτω από το γόνατο με μαύρες καλτσοδέτες. Ακολουθούν τα τροχάλια ή τροχάδια (ένα είδος σανδαλιών με πλεχτά δερμάτινα λουριά) και η μαύρη κάπα (το καπότο), την οποία φοράει ανάποδα, ώστε το τριχωτό μέρος να είναι απ’ έξω. Μέσα από την κάπα στερεώνει κουρέλια στην πλάτη, που δημιουργούν μια ψεύτικη καμπούρα. Στο τέλος, διπλώνει τις άκρες της κάπας προς τα μέσα, σφίγγει καλά τη μέση και περνά τα κουδούνια, τα οποία δένονται ένα, ένα με σχοινί σε δυο σειρές. Το δέσιμό τους γίνεται πάντα από κάποιον “τεχνίτη”, που ξέρει καλά τον τρόπο. Τα κουδούνια δεν είναι όλα ίδια, άλλα είναι μικρά, άλλα μεγάλα με διαφορετικό σχέδιο και ήχο. Η μεταμφίεση ολοκληρώνεται με τη “μουτσούνα”, τη μάσκα δηλαδή, η οποία είναι ολόκληρο το τομάρι ενός μικρού κατσικιού. Φοριέται με την τριχωτή πλευρά προς τα έξω και δένεται πίσω από το κεφάλι με τα πίσω πόδια του τομαριού να κρέμονται ελεύθερα. Όταν στερεωθεί καλά η μάσκα, η οποία έχει δυο μικρές τρύπες για μάτια, φοριέται η κουκούλα της κάπας. Στο τέλος, αφού βάλει και ένα ωραίο μαντίλι στο λαιμό, στολισμένο με τα πρώτα ανοιξιάτικα λουλούδια, ο Γέρος παίρνει τη γκλίτσα (μεγάλη ξύλινη μαγκούρα) του και είναι έτοιμος!

Ο “Φανός” της Κοζάνης




Το έθιμο του “Φανού”, κληροδότημα παλαιότερων λατρευτικών πυρών στη Μακεδονία και την Ήπειρο, παραδίδεται από γενιά σε γενιά, αλλάζει και προσαρμόζεται χωρίς να χάνει την ουσία του. 


Γλέντι και ξεφάντωμα γύρω από το βωμό της αποκριάτικης φωτιάς με φαγητό, κρασί, χορό, τραγούδι και αθυροστομία χωρίς όρια!
Το νυχτερινό διονυσιακό πανηγύρι αρχίζει το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς.


 Με το άναμμα του Φανού αρχίζουν τα πρώτα τραγούδια και το κέφι ανεβαίνει γρήγορα, καθώς βοηθούν το ντόπιο κρασί και τα νόστιμα κιχιά (τυροπιτάκια). 
Ο χορός συνεχίζεται με κύκλους, που συνεχώς πληθαίνουν γύρω από το βωμό και τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο, συνήθως με σατιρικό περιεχόμενο που βρίθει από έντονες φαλλικές αναφορές. Το τέλος του Φανού έρχεται, όταν οι πιστοί “καταρρεύσουν” από το χορό και το κρασί!

Το “Κούσασι” των Σερρών
Στο χωριό Εμμανουήλ Παπά των Σερρών την Καθαρά Δευτέρα γιορτάζεται το έθιμο του “Κούσασι”. Το έθιμο αρχίζει με το άναμμα μιας μεγάλης φωτιά. Στη συνέχεια όλοι οι κάτοικοι του χωριού μαζεύονται γύρω από τη φωτιά, όπου γίνεται το “ξεμάτιαγμα”. Εκείνοι που ηγούνται του τελετουργικού και που θα κάνουν το ξεμάτιασμα, λένε με φωνή δυνατή και καθαρή: “Κούσασι, κούσασι, γέρο, παπα-γέρο. Να παμ’ στη θάλασσα, να γυρίσουμε απ΄ τη θάλασσα και ο... να πάρει την ...”

Τα “Καρναβάλια” στο Σοχό Θεσσαλονίκης

Οι μεταμφιεσμένοι, που ονομάζονται “Καρναβάλια”, είναι ντυμένοι με δέρματα από μαύρους τράγους και ζωσμένοι με μεγάλα κουδούνια, ενώ ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η προσωπίδα τους, που είναι στολισμένη με πολύχρωμα σιρίτια και χάντρες και καταλήγει να είναι ένα ψηλό κάλυμμα του κεφαλιού. Κατάλοιπο και αυτό το έθιμο από αρχέγονες τελετουργίες για την καλή καρποφορία της γης ή συνήθεια, που έμεινε έπειτα από μια μάχη που έγινε στην περιοχή, όταν στρατιώτες για να σωθούν από τους Τούρκους μεταμφιέστηκαν σε τράγους;



Όλη η Ελλάδα γιορτάζει...


Η αλήθεια είναι, πως η Αποκριά δε γεννήθηκε στην πόλη. Ο αστικός καρνάβαλος με το σαρδόνιο χαμόγελο που παρελαύνει καμαρωτός, μοιάζει να σβήνει δίπλα στα βουκολικά προσωπεία των Καρνάβαλων της υπαίθρου. Εκεί, όπου από την αρχαιότητα ακόμη τελούνταν γιορτές όχι μόνο για την καλή σοδειά και την υγεία, αλλά και τελετές που θα έδιωχναν μακριά το κακό. Οι ζωόμορφες μεταμφιέσεις, τα μεγάλα κουδούνια και οι εκκωφαντικοί θόρυβοι ξόρκιζαν το κακό και έφερναν τύχη.

Με τα χρόνια, ο αποκριάτικος εορτασμός της υπαίθρου διανθίστηκε με νέα στοιχεία. Έτσι, σε πολλές περιοχές σήμερα βρίσκουμε αναπαραστάσεις γαμήλιων τελετών ή τελετές που θυμίζουν γεγονότα, που σημάδεψαν την ιστορία του τόπου, κυρίως από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας

Στη Δημητσάνα της Αρκαδίας, γνωστή για το μπαρούτι της, οι κάτοικοι την τελευταία Κυριακή φορτώνουν ένα γάιδαρο με βαρέλια μπαρούτι και τον Καρνάβαλο. 

ΣτηΖάκυνθο έχουμε την “κηδεία της μάσκας” με ...πτώμα τον Καρνάβαλο και “συγγενείς” που τον πενθούν. 
Στην Κεφαλλονιά την τιμητική τους έχουν τα Γαϊτανάκια και οι Καντρίλιες. Στα Ιωάννινα την τελευταία Κυριακή, οι γειτονιές της πόλης δίνουν το σύνθημα του εξαγνισμού, ανάβοντας φωτιές, τις περίφημες “Τζαμάλες”. Γράφοντας για τα Ιωάννινα θα ήθελα να αναφέρω, ότι σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση οι ντόπιοι έχουν το δικαίωμα του εορτασμού της αποκριάς και ιδιαίτερα της μάσκας με κατοχυρωμένο και έγγραφο προνόμιο, που πέτυχαν κατά την παράδοση της πόλης στους Τούρκους το 15ο αιώνα επί Σινά Πασά. Μέχρι τότε μόνο οι ευγενείς και οι ιππότες είχαν δικαίωμα να φορούν μάσκα.
Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα κάποια έθιμα που εξακολουθούν να ισχύουν, ακόμη και σήμερα.

Τα “αλευρομουντζουρώματα” του Γαλαξιδίου


Η Καθαρά Δευτέρα στο Γαλαξίδι μόνο “καθαρή” δεν είναι, αφού από το μεσημέρι και μετά γιορτάζεται με αλληλομουντζουρώματα και αλευρώματα, με κυνηγητά και πειράγματα από ομάδες μεταμφιεσμένων με κάρβουνο, που παλιότερα φορούσαν προβιές και κουδούνια. Στην κεντρική πλατεία διεξάγεται ένας απίστευτος πόλεμος με τόνους από αλεύρι και φούμο, που εκσφενδονίζουν εκατοντάδες άτομα μεταξύ τους μέχρι το σούρουπο. Το “αλευρομουντζούρωμα” είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά έθιμα της Αποκριάς, που κρατά από τις αρχές του 1800. Σύμφωνα με την παράδοση, παρά την Τουρκοκρατία, οι κάτοικοι της περιοχής τις αποκριές δεν το έβαζαν κάτω και φορούσαν μάσκες στο πρόσωπο ή βάφονταν μαύροι με φούμο. Με την πάροδο των χρόνων οι γαλαξιδιώτες ναυτικοί έφεραν το έθιμο να ρίχνει ο ένας στον άλλο αλεύρι, προφανώς από παρόμοιες λαϊκές γιορτές της Σικελίας.

Ο “βλάχικος γάμος” της Θήβας
Συμβολισμοί για καλή χρονιά και καλή σοδειά υποδηλώνονται και στο γνωστό βλάχικο γάμο της Καθαράς Δευτέρας, ο οποίος ξεκινά την Τσικνοπέμπτη με τα “Προζύμια”, συνεχίζεται την Κυριακή το απόγευμα με το χορό των συμπεθέρων και το προξενιό στην κεντρική πλατεία της πόλης. Την επόμενη γίνονται τα αρραβωνιάσματα του ζευγαριού, η παράδοση των προικιών, το ξύρισμα γαμπρού και το στόλισμα της νύφης. Όλα γίνονται σύμφωνα με τις παραδόσεις και με πολύ γλέντι.

“Του Κουτρούλη ο γάμος” στη Μεθώνη
Γαμήλιες παραστάσεις την Καθαρά Δευτέρα έχουμε σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, με κυρίαρχο το σατυρικό και εύθυμο στοιχείο. Στη Μεθώνη γίνεται “του Κουτρούλη ο γάμος”, ο οποίος, όπως λέγεται, διασώζει ανάμνηση παλιού, πραγματικού γάμου, που έγινε στην πόλη πριν από αιώνες. Γαμπρός ήταν ο ιππότης Ιωάννης Κουτρούλης, ο οποίος ύστερα από πολλών χρόνων αναμονή και υπομονή παντρεύτηκε τη γυναίκα, που αγαπούσε. Ο γάμος μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι και πραγματικά έμεινε παροιμιώδης.

Η “Τράντα” και “οι καλές” της Σκοπέλου

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς άντρες ντυμένοι με πρόχειρα ρούχα κρατούν στα χέρια τους ένα πλοιάριο κατασκευασμένο από καλάμια και ξύλα, την “Τράντα”. Οι τρανταραίοι (το πλήρωμα) όλοι με ένα σταυρό από λουλάκι στο μέτωπο και στα μάγουλα γυρνούν όλη την πόλη χορεύοντας και τραγουδώντας άσεμνα τραγούδια και μερικές φορές ρίχνουν και δίχτυα, στα οποία πιάνονται οι περαστικοί.

Την ίδια ημέρα τελείται και το έτερο δημοφιλές έθιμο. Άντρες και γυναίκες με καλά ρούχα (εξ ου και “οι καλές”) σταματούν στις πλατείες, τραγουδούν και χορεύουν με τη συνοδεία ντόπιων μουσικών. Σε ρυθμό συρτό παντού ακούγεται “το τραγούδι της Βλάχας”. “Άντε να πάμε βλάχα στον πέρα καφενέ να σε τρατάρω βλάχα σουμάδα κι αργιλέ / Δε θέλω τη σουμάδα ούτε τον αργιλέ μον’ θέλω ένα λουκούμι κι ένα γλυκό καφέ...”


Οι “Μπούλες” και οι “Γενίτσαροι” της Νάουσας

Αυτό που ξεχωρίζει αυτό το έθιμο από τα άλλα είναι το αυστηρό τελετουργικό του. Σε αντίθεση με την αταξία, την απρέπεια, τα σατυρικά τραγούδια και την αυτοσχέδια μεταμφίεση που επικρατεί παντού τις Απόκριες, τις “Μπούλες” τις χαρακτηρίζει η σοβαρότητα και η τυποποιημένη εθιμική ευπρέπεια σε συνδυασμό με την απαράμιλλη αισθητική των χορευτών.

Οι “Μπούλες” είναι άντρες ντυμένοι γυναικεία, ενώ οι “Γενίτσαροι” είναι ντυμένοι με φουστανέλες και φορούν μια ιδιόμορφη μάσκα. Γυρίζουν παρέες, παρέες τους δρόμους και τις πλατείες, χορεύοντας προκαθορισμένα τραγούδια με ειδικό τρόπο, που θυμίζει πολεμικό χορό. Οι περισσότεροι χοροί είναι κατεξοχήν αντρικοί, εκτός από τη Μακρυνίτσα που χορεύεται από τη Μπούλα. Όσο οι Γενίτσαροι φορούν τις μάσκες, δεν επιτρέπεται να χορέψει μαζί τους κανείς από τους θεατές. Όταν τις βγάλουν, τότε ξεκινάει ένα μεγάλο πανηγύρι που κρατάει μέχρι τις πρωινές ώρες.

Πολλοί ισχυρίζονται, ότι το έθιμο έχει τις ρίζες του σε πρωτόγονες παγανιστικές τελετές με σκοπό την ευγονία. Το σίγουρο είναι, ότι με το πέρασμα του χρόνου το έθιμο ενσωμάτωσε την τοπική ιστορία και συνδέθηκε με την Τουρκοκρατία. Όπως λέγεται, οι Αρματολοί και οι Κλέφτες με την ευκαιρία της Αποκριάς κατέβαιναν στην πόλη ντυμένοι γυναίκες και χορεύοντας έρχονταν σε συνεννόηση με τους δικούς τους για τον αγώνα της ελευθερίας. Το νταούλι και ο ζουρνάς είναι οι πρωταγωνιστές των γλεντιών που γίνονται τις δυο τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς με μεζέδες και τσίπουρα, ενώ το ντύσιμο είναι από τα σημαντικότερα μέρη της τελετουργίας και κρατάει πάνω από δυο ώρες!

Ο Γενίτσαρος πρώτα φοράει το μπινιβρέκι (μακρύ άσπρο σώβρακο) και από πάνω μακριές κάλτσες, που στερεώνονται με τις βουδέτες (τύπος καλτσοδέτας με μαύρες φούντες). Μετά φοράει το πουκάμισο με τα φαρδιά κεντητά μανίκια, ακολουθεί η κατάλευκη φουστανέλα με τις 300 έως 400 πιέτες και μετά μπαίνει το πισλί, ένα μαύρο γιλέκο με ανοιχτά μανίκια. Πάνω από αυτό μπαίνει ένα άλλο αμάνικο γιλέκο, που έχει στο στήθος ραμμένα νομίσματα και χαϊμαλιά και στην πλάτη βαρύτιμα κοσμήματα, όπως τοκάδες, γιορντάνια και κιουστέκια. Το σελάχι φοριέται και αυτό στη μέση πάνω από ένα ριγέ μαντίλι, ενώ στο τέλος φοριέται το μαφέσι, ένα ακόμη μεταξωτό μαντίλι που πάνω του θα κρεμαστούν τα θαυμάσια λεπτοδουλεμένα αραχνοειδή κοσμήματα, οι παϊαντζήδες.

Εντυπωσιακή είναι και η στιγμή που δένεται το πρόσωπο. “Πρόσωπο” είναι η μάσκα που φοράει ο Γενίτσαρος, κέρινη από μέσα για να μένει δροσερό το πρόσωπο και γύψινη απ’ έξω. Η μάσκα, που έχει για μάτια και στόμα μικρές σχισμές, στερεώνεται πάνω στο ταράμπουλο, ένα μακρύ μεταξωτό ύφασμα.

Η μάσκα της Μπούλας, που ακολουθεί κάθε μπουλούκι Γενιτσάρων χορεύοντας σοβαρή και περήφανη, είναι βαμμένη με κατακόκκινα μάγουλα και χείλη. Στο κεφάλι φοράει εντυπωσιακά ψεύτικα λουλούδια με κορδέλες και τούλινο πέπλο. Το φόρεμά της είναι πολύχρωμο με φουρό και φοράει και λιμπαντί (βελούδινο κεντητό γιλέκο με μανίκια). Στο στήθος κρέμονται μεταξωτές τραχηλιές, ενώ η ζώνη στολίζεται με σκαλιστές πόρπες, τα κολάνια.

Την Καθαρά Δευτέρα οι Γενίτσαροι βγάζουν τη μάσκα και ξεχύνονται και πάλι στους δρόμους αποκαλυμμένοι.


Τα “Ραγκουτσάρια” της Καστοριάς και της Κοζάνης

Τα “Ραγκουτσάρια” είναι μια γνήσια ελληνική εορταστική εκδήλωση καρναβαλιού, από τις τελευταίες του δωδεκαημέρου. 

Το σημερινό δωδεκαήμερο συμπίπτει χρονικά με τις αρχαίες ελληνικές πανηγύρεις, που τελούνταν στα πλαίσια της διονυσιακής λατρείας.
 Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτής της λατρείας ήταν οι μεταμφιέσεις, οι οποίες μεταφέρθηκαν και στη γιορτή του σημερινού καρναβαλιού παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας. Σήμερα, κατά τη διάρκεια του εορτασμού συνηθίζεται ομάδες μεταμφιεσμένων με τα όργανά τους (εκτός από το να σατιρίζουν και να περιπαίζουν με κωμικό τρόπο τους πάντες) να ζητούν διάφορα δώρα από τα σπίτια που επισκέπτονται σε ανταπόδοση της συνεισφοράς τους στην απομάκρυνση του κακού πνεύματος από το σπίτι.

Τα “Ραγκουτσάρια” αρχίζουν από την ημέρα των Θεοφανείων και διαρκούν μέχρι την ημέρα του Ιωάννη του Προδρόμου. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για το έθιμο γίνεται το 1747, ως έθιμο όμως του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων. Εξαιτίας επεισοδίων οι Τούρκοι το απαγόρευσαν το 1860, αλλά εμφανίστηκε ξανά το 1890 ως αποκριάτικο πλέον έθιμο.
Πατρινό καρναβάλι

Κατεξοχήν αστικό καρναβάλι, το καρναβάλι της Πάτρας δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα έθιμα της ελληνικής υπαίθρου. Η ιστορία του ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν με την οικονομική άνθηση της πόλης, που τότε αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα ναυτιλιακά κέντρα της Μεσογείου. Το πρώτο καρναβάλι έγινε το 1829 σε ιδιωτική γιορτή, που διοργάνωσε ένας πατρινός μεγαλέμπορος. Τριάντα χρόνια μετά πήρε τη μορφή δημόσιας εκδήλωσης και είχε πολλές δυτικές επιδράσεις, κυρίως από το πασίγνωστο καρναβάλι της Βενετίας. Από το 1939 και μετά αποτελεί το γεγονός ολόκληρης της χρονιάς για την πόλη, που μόνο στη διάρκεια των δύσκολων ημερών της Κατοχής έχασε τη λάμψη του.

Όσο για το έθιμο του Σαββάτου της Αποκριάς, τα γνωστά “Μπουρμπούλια”, αυτά ήταν η παλαιότερη εκδήλωση του πατρινού καρναβαλιού, τα οποία ξεκίνησαν ως έθιμο μάλλον το 1872, που ολοκληρώθηκε και η κατασκευή του θεάτρου Απόλλων από τον Τσίλερ. Μπουρμπούλι σημαίνει κρέας που βράζει γρήγορα, μεζές, πρόχειρο γεύμα στο πόδι. Μεταφορικά αποδίδει το κλίμα που επικρατούσε στους αντίστοιχους χορούς της Ευρώπης, αυτό της τυχαίας, στιγμιαίας γνωριμίας. Τότε όλες οι γυναίκες της πόλης έρχονταν στο θέατρο, που μετατρεπόταν σε αίθουσα χορού, φορώντας το ντόμινο (ένα μαύρο φόρεμα που κάλυπτε ολόκληρο το σώμα τους) και έχοντας κρυμμένο το πρόσωπό τους με μια μάσκα, που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια και το στόμα. Καλυμμένες, λοιπόν, κάτω από την ανωνυμία μπορούσαν να φλερτάρουν και να χορέψουν με τους άντρες, οι οποίοι φορούσαν τα κανονικά τους ρούχα.

Πηγές:
Άλκη Κυριακίδου - Νέστορος “Οι δώδεκα μήνες. Τα λαογραφικά”. Eδόσεις Μάλλιαρης - Παιδεία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1982
Άλκη Κυριακίδου - Νέστορος, “Η θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας. Κριτική ανάλυση”. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1978
Γ.Α. Μέγας, “Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας”. Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2004, (Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήναι 1956)
Δ.Σ. Λουκάτος, “Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1977

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου