ΑΚΡΑΙΦΝΙΟ ΒΟΙΩΤΙΑΣ
Τούτο δὲ τό ἰρον καλέεται μὲν Πτώον ανήκει ἔστι δὲ Θηβαίων, κέεται δὲ ὑπέρ
τῆς Κωπαΐδος λίμνης πρός ὀύρει ἀγχοτάτω Ἀκραιφίης πόλιος
Ηροδότου VIII, 135 480-420 π.χ
Το όρος Πτώον βρίσκεται 3 χιλιόμετρα από το Ακραίφνιο και η ψηλότερη κορυφή του είναι 720 μ. Για την ονομασία του υπάρχουν τρεις εκδοχές:
Η πρώτη εκδοχή βασίζεται σε ένα μύθο ο οποίος αναφέρει ότι ο Απόλλωνας απέκτησε από τη Ζευξίππη δύο γιους, τον Πτώο και τον Ακραιφέα. Ο πρώτος έδωσε το όνομά του στο όρος και ο δεύτερος στην πόλη.
Η δεύτερη εκδοχή βασίζεται στον Παυσανία ο οποίος γράφει ότι ο Πτώος ήταν γιος του Αθάμαντα και της Θεμιστούς. Ο Πτώος ήταν τοπικός ήρωας και θεός, παραμερίστηκε από τον Απόλλωνα. Επειδή όμως οι κάτοικοι της περιοχής δεν λησμόνησαν τον ήρωά τους απεκάλεσαν το θεό "Απόλλωνα Πτώο".
[Κατά τη μυθολογία, όταν ηγεμόνας της βόρειας Βοιωτίας ήταν ο Ανδριεύς, άρχισαν να συρρέουν στην Κωπαΐδα προερχόμενα από τη Θεσσαλία, διάφορα Ελληνικά φύλα, υπό διαφόρους ηγέτες όπως τον Αθάμαντα, τον Κόρωνο, τον Αλίαρτο, τον Άλμο. Εγκαταστάθηκαν κατά γένη και ίδρυσαν πόλεις, στις οποίες έδωσαν τα ονόματα των οικιστών τους.
Το κτιριακό συγκρότημα του ναού του Πτώου Απόλλωνα στο Ακραίφνιο περιελάμβανε εκτός του ναού και της «μαντικής σπηλιάς» και το ναό της Προναίας Αθηνάς.
Ήταν ένας μικρός ναός που βρισκόταν ανατολικά του ναού.
Είχε διαστάσεις 4,30 Χ6,70 .
Ο ναός αυτός αποτελεί ένα είδος συμβολικής αντιγραφής του ναού της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς.
Μαζί με το ναό λειτουργούσε και μαντείο του θεού που χαρακτηριζόταν «πολύφωνο», επειδή έδινε χρησμούς και σε μη Ελληνική γλώσσα και «αψευδές».
Το σπήλαιο ήταν μια θολωτή κατασκευή, σε βάθος 5-6 μέτρα ώστε να μην είναι ορατή από τους πιστούς η προφητική τελετουργία.
Το μαντείο αυτό λειτουργούσε πολλούς αιώνες πριν την καταστροφή των Θηβών από το Μ. Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες και ήταν ένα από τα έξι μαντεία της Βοιωτίας (Πτώου, Τροφωνίου, Θηβών, Αμφιαράου, Τεγύρας, Αβών). Φαίνεται ότι οι μακεδόνες, μαζί με την Θήβα, κατέστρεψαν και το ναό του Απόλλωνα (335π.χ). Έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί και η διακοπή λειτουργίας για τουλάχιστον 25 χρόνια (μέχρι το 410 π.χ).
Το σπήλαιο βρισκόταν στα νότια του ναού του Απόλλωνα. Κοντά στο ναό υπήρχε πηγή της οποίας το νερό μεταφερόταν μέσω ενός πήλινου αγωγού, που ήταν εγκαταστημένος περίπου στην επιφάνεια του εδάφους, στο σπήλαιο.
Σε χαμηλότερα επίπεδα υπήρχαν στοές, ξενώνας, μεγάλη δεξαμενή και πηγή χρησμών. Ανασκάφηκε σε διαφορετικές περιόδους από το 1885 (Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Η Ακρόπολη της αρχαίας Ακραιφνίας βρίσκεται νότια του σημερινού χωριού στο λόφο Σκοπιά. Σήμερα σώζεται τμήμα της οχύρωσης του (4ος αιώνας π.Χ.) καθώς και πύργος πεντάγωνης κάτοψης με πύλη.
Τούτο δὲ τό ἰρον καλέεται μὲν Πτώον ανήκει ἔστι δὲ Θηβαίων, κέεται δὲ ὑπέρ
τῆς Κωπαΐδος λίμνης πρός ὀύρει ἀγχοτάτω Ἀκραιφίης πόλιος
Ηροδότου VIII, 135 480-420 π.χ
Το όρος Πτώον βρίσκεται 3 χιλιόμετρα από το Ακραίφνιο και η ψηλότερη κορυφή του είναι 720 μ. Για την ονομασία του υπάρχουν τρεις εκδοχές:
Η πρώτη εκδοχή βασίζεται σε ένα μύθο ο οποίος αναφέρει ότι ο Απόλλωνας απέκτησε από τη Ζευξίππη δύο γιους, τον Πτώο και τον Ακραιφέα. Ο πρώτος έδωσε το όνομά του στο όρος και ο δεύτερος στην πόλη.
Η δεύτερη εκδοχή βασίζεται στον Παυσανία ο οποίος γράφει ότι ο Πτώος ήταν γιος του Αθάμαντα και της Θεμιστούς. Ο Πτώος ήταν τοπικός ήρωας και θεός, παραμερίστηκε από τον Απόλλωνα. Επειδή όμως οι κάτοικοι της περιοχής δεν λησμόνησαν τον ήρωά τους απεκάλεσαν το θεό "Απόλλωνα Πτώο".
[Κατά τη μυθολογία, όταν ηγεμόνας της βόρειας Βοιωτίας ήταν ο Ανδριεύς, άρχισαν να συρρέουν στην Κωπαΐδα προερχόμενα από τη Θεσσαλία, διάφορα Ελληνικά φύλα, υπό διαφόρους ηγέτες όπως τον Αθάμαντα, τον Κόρωνο, τον Αλίαρτο, τον Άλμο. Εγκαταστάθηκαν κατά γένη και ίδρυσαν πόλεις, στις οποίες έδωσαν τα ονόματα των οικιστών τους.
Η πρώτη φυλή που έφθασε στην Αδρηίδα, ήταν η φυλή των Αθαμάνων, υπό τον Αθάμαντα τον γιό του Αιόλου, γιού του Έλληνα. Ακολουθώντας τα δυτικά παράλια του Ευβοϊκού κόλπου, μέσω των Αλών (σημερινό Θεολόγο) καi της Λάρυμνας έφθασαν με τα κοπάδια τους στην περιοχή του σημερινού Ακραιφνίου, όπου και εγκαταστάθηκαν. Στην οροσειρά πάνω από το Ακραίφνιο έδωσαν το όνομα του Πτώου του γιου του Αθάμαντα και την πόλη που ίδρυσαν την ονόμασαν Ακραιφία, προς τιμήν του Ακραιφέα του γιού του Απόλλωνα ή έδωσαν κάποιο όνομα που κουβαλούσαν από τον τόπο καταγωγής τους, ή τέλος για να δείξουν ίσως την καθαρότητα της φυλής των Αθαμάνων (ακραιφής σημαίνει αμιγής, ακέραιος), πριν νοθευτεί με τις μετέπειτα Θηβαϊκές επιγαμίες.
Κατ’ άλλους ο Ακραιφέας ήταν και αυτός γιός του Αθάμαντα. Ο χώρος γύρω από το Ακραίφνιο ονομάστηκε Αθαμάντιο πεδίο.]
Και μια τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι όταν η Λητώ κατέφυγε στο όρος για να γεννήσει τα παιδιά που είχε με το Δία, τρόμαξε από κάποιο αγριογούρουνο που παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά της, δηλαδή "επτοήθη" και έτσι το όρος πήρε το όνομα "Πτώον".
Τρία χιλιόμετρα ανατολικά του Ακραίφνιου και κάτω από μια βραχώδη προεξοχή του όρους Πτώου, στη θέση Περδικόβρυση, σε υψόμετρο 225 μέτρων , δίπλα από το σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής ήταν κτισμένος ο Αρχαίος Ναός του Απόλλωνα (4ος π.Χ.) ενώ η πόλη κατοικήθηκε από τον 8ο αιώνα π.Χ. ως τα ύστερα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια.
Και μια τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι όταν η Λητώ κατέφυγε στο όρος για να γεννήσει τα παιδιά που είχε με το Δία, τρόμαξε από κάποιο αγριογούρουνο που παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά της, δηλαδή "επτοήθη" και έτσι το όρος πήρε το όνομα "Πτώον".
Τρία χιλιόμετρα ανατολικά του Ακραίφνιου και κάτω από μια βραχώδη προεξοχή του όρους Πτώου, στη θέση Περδικόβρυση, σε υψόμετρο 225 μέτρων , δίπλα από το σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής ήταν κτισμένος ο Αρχαίος Ναός του Απόλλωνα (4ος π.Χ.) ενώ η πόλη κατοικήθηκε από τον 8ο αιώνα π.Χ. ως τα ύστερα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια.
Το κτιριακό συγκρότημα του ναού του Πτώου Απόλλωνα στο Ακραίφνιο περιελάμβανε εκτός του ναού και της «μαντικής σπηλιάς» και το ναό της Προναίας Αθηνάς.
Ήταν ένας μικρός ναός που βρισκόταν ανατολικά του ναού.
Είχε διαστάσεις 4,30 Χ6,70 .
Ο ναός αυτός αποτελεί ένα είδος συμβολικής αντιγραφής του ναού της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς.
Μαζί με το ναό λειτουργούσε και μαντείο του θεού που χαρακτηριζόταν «πολύφωνο», επειδή έδινε χρησμούς και σε μη Ελληνική γλώσσα και «αψευδές».
Το σπήλαιο ήταν μια θολωτή κατασκευή, σε βάθος 5-6 μέτρα ώστε να μην είναι ορατή από τους πιστούς η προφητική τελετουργία.
Το μαντείο αυτό λειτουργούσε πολλούς αιώνες πριν την καταστροφή των Θηβών από το Μ. Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες και ήταν ένα από τα έξι μαντεία της Βοιωτίας (Πτώου, Τροφωνίου, Θηβών, Αμφιαράου, Τεγύρας, Αβών). Φαίνεται ότι οι μακεδόνες, μαζί με την Θήβα, κατέστρεψαν και το ναό του Απόλλωνα (335π.χ). Έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί και η διακοπή λειτουργίας για τουλάχιστον 25 χρόνια (μέχρι το 410 π.χ).
Το σπήλαιο βρισκόταν στα νότια του ναού του Απόλλωνα. Κοντά στο ναό υπήρχε πηγή της οποίας το νερό μεταφερόταν μέσω ενός πήλινου αγωγού, που ήταν εγκαταστημένος περίπου στην επιφάνεια του εδάφους, στο σπήλαιο.
Σε χαμηλότερα επίπεδα υπήρχαν στοές, ξενώνας, μεγάλη δεξαμενή και πηγή χρησμών. Ανασκάφηκε σε διαφορετικές περιόδους από το 1885 (Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Η Ακρόπολη της αρχαίας Ακραιφνίας βρίσκεται νότια του σημερινού χωριού στο λόφο Σκοπιά. Σήμερα σώζεται τμήμα της οχύρωσης του (4ος αιώνας π.Χ.) καθώς και πύργος πεντάγωνης κάτοψης με πύλη.
Αρχαίο δομικό υλικό και επιγραφές βρίσκονται εντοιχισμένα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Δεν έχει ανασκαφεί πλην μικρής έρευνας του Y. Garlan που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Bulletin
de Correspondance Hellenique του 1974.
ΤΟ ΚΤΙΡΙΑΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΟΥ ΠΤΩΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Το κτιριακό συγκρότημα του ναού περιελάμβανε:
de Correspondance Hellenique του 1974.
ΤΟ ΚΤΙΡΙΑΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΟΥ ΠΤΩΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Το κτιριακό συγκρότημα του ναού περιελάμβανε:
Το ναό του Απόλλωνα, το μαντικό σπήλαιο, το ναό της Προναίας Αθηνάς, ένα θέατρο, μια μεγάλη δεξαμενή αποθήκευσης νερού, λουτρά, οικοδομήματα για τους ιερείς, δημοσίους λειτουργούς και επισκέπτες και ένα θόλο αγνώστου αποστολής, που ήταν στο χαμηλότερο μέρος των κτιριακών εγκαταστάσεων.
Από το επιγραφικό υλικό, που προέκυψε από τις ανασκαφές, πληροφορούμαστε ότι το μαντείο του Απόλλωνα αποτελούσε πνευματικό κέντρο προστατευόμενο από την ομοσπονδία των Βοιωτικών Πόλεων «Το κοινό των Βοιωτών».
Από το επιγραφικό υλικό, που προέκυψε από τις ανασκαφές, πληροφορούμαστε ότι το μαντείο του Απόλλωνα αποτελούσε πνευματικό κέντρο προστατευόμενο από την ομοσπονδία των Βοιωτικών Πόλεων «Το κοινό των Βοιωτών».
Κατά τα τέλη του 4ου π.χ αιώνα την ομοσπονδία αυτή την συγκροτούσαν οι πόλεις: Ακραιφία, Ανθηδόνα, Χαλκίδα, Κορώνεια, Αλίαρτος, Λιβαδειά, Ορχομενός, Ωρωπός, Πλαταιές, Τανάγρα, Θήβα, Θεσπιές και Θίσβη. Αργότερα προστέθηκαν οι πόλεις Ύηττος, Χαιρώνεια, και Κώπες.
Το Βοιωτικό Κοινό το διοικούσε ένα συλλογικό όργανο που συγκροτούσαν οι αντιπρόσωποι των Βοιωτικών πόλεων, οι οποίοι ονομάζονταν Βοιωτάρχαι ή Αφεδριατεύοντες. Το συλλογικό αυτό όργανο λεγόταν συνέδριο και ήταν σώμα βουλευόμενο («έδοξε τοις άρχουσι και τοις συνέδροις») και εκτελεστικό («οι άρχοντες και οι σύνεδροι είπαν»), είχε δε επικεφαλής τον επώνυμο άρχοντα και βοηθό του τον γραμματέα.
Κάθε μια δε από τις Βοιωτικές πόλεις είχε επίσης τον δικό της επώνυμο άρχοντα, το συνέδριο και τον γραμματέα του. Για συλλογική αρχή είχε το συνέδριο, θα λέγαμε το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, ευρύτερα βουλευομένη και αποφασίζουσα εξουσία το δήμο και το λαό.
Τα Πτώϊα ήταν αγωνίσματα πνευματικού ενδιαφέροντος, που τελούνταν κάθε πέντε χρόνια. Από μια επιγραφή πληροφορούμαστε ότι κατά τον 1ο αιώνα π.χ τελούνταν τα αθλήματα του Σαλπιστή, Κήρυκος, Ραψωδού, Ποιητή Επών, Αθλητή, και Κιθαρωδού.
Τα αγωνίσματα διεξάγονταν στο θέατρο που ήταν κοντά στο ναό, ίσως στην Βόρεια πλευρά του και σε μια κυκλική ορχήστρα, τη θυμέλη, που περιβαλλόταν από ξύλινα καθίσματα για τους θεατές.
Το μαντείο λειτουργούσε από τα πανάρχαια χρόνια, μπορεί να πει κανείς, από τα χρόνια της εγκατάστασης της Απολλωνίου λατρείας στους Δελφούς και την Βοιωτία.
Εθεωρείτο «Αψευδές» δηλαδή αλάθητο και «Πολύφωνος» επειδή έδινε χρησμό σε ξένη γλώσσα (άλλη απ’αυτή που ομιλούνταν στην Βοιωτία).
Μια διακοπή της λειτουργίας του μαντείου έγινε για διάστημα εικοσιπέντε χρόνων, συγκεκριμένα, από την καταστροφή των Θηβών από τον Μέγα Αλέξανδρο (335 π.χ) έως την ανοικοδόμησή του από τον Κάσσανδρο (310 π.χ).
Η πόλη Ακραιφία, με το Μαντείο και τα Πτώϊα, ήταν έκτοτε σημαντική και μάλιστα στους χρόνους τους περί το 196 π.χ όταν αρχίζει να σημειώνεται η προοδευτική υποδούλωση της Ελλάδας στους Ρωμαίους.
Το 171 π.χ η Ακραιφία ήταν ανεξάρτητη πολιτεία.
Όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Ελλάδας από τους Ρωμαίους (146π.χ) αρχίζει να σημειώνει κάμψη και η δραστηριότητα των μαντείων. Μόνο τον ρωμαίο στρατηγό Σύλλα βλέπουμε μαντευόμενο στο Τροφώνιο.
Ο Στράβων (67π.χ – 1μ.χ) σημειώνει το τέλος των μαντείων με τούτα τα λόγια: «εκλελοιπε και το μαντείο το εν Δωδώνη καθάπερ και τα άλλα». «Μαντικός αυχός (ξηρασία) κατέλαβε τας μαντικάς χώρας» λέει ο Πλούταρχος με μόνη εξαίρεση τη Λιβαδειά, όπου το Τροφώνιον: «Των δ’ άλλων τα μεν σιγή, τα δε παντελή ερημία κατέσχε ». Το 177 μ.χ έσβησαν όλες οι μαντικές φωνές και ο μέγας Παν των αρχαίων ειδώλων της προχριστιανικής λατρείας και των μαντικών ενδείξεων «τέθνηκε». Τότε, έκανε την εμφάνισή του μια νέα δυναμική θρησκεία, ο χριστιανισμός, δίνοντας άλλες αρχές ζωής στα ανθρώπινα. Μαζί με την σιγή του μαντείου το 177 μ.χ διακόπηκαν και οι αγώνες «Πτώϊα»
πηγεσhttp://www.akraifnia.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στον αρχαίο Γλα Στην λίμνη της Κωπαΐδας.Και οι θρυλικοί Μινύες
Τα Πτώϊα ήταν αγωνίσματα πνευματικού ενδιαφέροντος, που τελούνταν κάθε πέντε χρόνια. Από μια επιγραφή πληροφορούμαστε ότι κατά τον 1ο αιώνα π.χ τελούνταν τα αθλήματα του Σαλπιστή, Κήρυκος, Ραψωδού, Ποιητή Επών, Αθλητή, και Κιθαρωδού.
Τα αγωνίσματα διεξάγονταν στο θέατρο που ήταν κοντά στο ναό, ίσως στην Βόρεια πλευρά του και σε μια κυκλική ορχήστρα, τη θυμέλη, που περιβαλλόταν από ξύλινα καθίσματα για τους θεατές.
Το μαντείο λειτουργούσε από τα πανάρχαια χρόνια, μπορεί να πει κανείς, από τα χρόνια της εγκατάστασης της Απολλωνίου λατρείας στους Δελφούς και την Βοιωτία.
Εθεωρείτο «Αψευδές» δηλαδή αλάθητο και «Πολύφωνος» επειδή έδινε χρησμό σε ξένη γλώσσα (άλλη απ’αυτή που ομιλούνταν στην Βοιωτία).
Μια διακοπή της λειτουργίας του μαντείου έγινε για διάστημα εικοσιπέντε χρόνων, συγκεκριμένα, από την καταστροφή των Θηβών από τον Μέγα Αλέξανδρο (335 π.χ) έως την ανοικοδόμησή του από τον Κάσσανδρο (310 π.χ).
Η πόλη Ακραιφία, με το Μαντείο και τα Πτώϊα, ήταν έκτοτε σημαντική και μάλιστα στους χρόνους τους περί το 196 π.χ όταν αρχίζει να σημειώνεται η προοδευτική υποδούλωση της Ελλάδας στους Ρωμαίους.
Το 171 π.χ η Ακραιφία ήταν ανεξάρτητη πολιτεία.
Όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Ελλάδας από τους Ρωμαίους (146π.χ) αρχίζει να σημειώνει κάμψη και η δραστηριότητα των μαντείων. Μόνο τον ρωμαίο στρατηγό Σύλλα βλέπουμε μαντευόμενο στο Τροφώνιο.
Ο Στράβων (67π.χ – 1μ.χ) σημειώνει το τέλος των μαντείων με τούτα τα λόγια: «εκλελοιπε και το μαντείο το εν Δωδώνη καθάπερ και τα άλλα». «Μαντικός αυχός (ξηρασία) κατέλαβε τας μαντικάς χώρας» λέει ο Πλούταρχος με μόνη εξαίρεση τη Λιβαδειά, όπου το Τροφώνιον: «Των δ’ άλλων τα μεν σιγή, τα δε παντελή ερημία κατέσχε ». Το 177 μ.χ έσβησαν όλες οι μαντικές φωνές και ο μέγας Παν των αρχαίων ειδώλων της προχριστιανικής λατρείας και των μαντικών ενδείξεων «τέθνηκε». Τότε, έκανε την εμφάνισή του μια νέα δυναμική θρησκεία, ο χριστιανισμός, δίνοντας άλλες αρχές ζωής στα ανθρώπινα. Μαζί με την σιγή του μαντείου το 177 μ.χ διακόπηκαν και οι αγώνες «Πτώϊα»
πηγεσhttp://www.akraifnia.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στον αρχαίο Γλα Στην λίμνη της Κωπαΐδας.Και οι θρυλικοί Μινύες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου