Εφάμιλλος της ηρωικής εξόδου του Μεσολογγίου είναι ο κατά των Τούρκων αγώνας των Ναουσαίων, οι οποίοι, παρότι ζούσαν με προνόμια την περίοδο της τουρκοκρατίας, ξεσηκώθηκαν από τον δεύτερο χρόνο της ελληνικής επανάστασης, επιδιώκοντας την ελευθερία τους.
Της Μαρίας Καραούλη
Δυστυχώς, ο ξεσηκωμός των Ναουσαίων καταπνίγηκε στο αίμα και καταγράφηκε στην ιστορία ως η πιο αιματηρή σελίδα της. Η ελληνική πολιτεία, τιμώντας τη θυσία των Ναουσαίων και την ηρωική πράξη των γυναικών -που δεν θέλησαν να πέσουν στα χέρια των Τούρκων, ως άλλες Σουλιώτισσες γκρεμίστηκαν μαζί με τα παιδιά τους στον καταρράκτη της Αράπιστας και πέρασαν στην αιωνιότητα ελεύθερες-, το 1955 με βασιλικό διάταγμα χαρακτήρισε ηρωική πόλη τη Νάουσα για τους αγώνες και τις θυσίες της στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, πλάι στο Μεσολόγγι, το Σούλι και το Αρκάδι.
Το ολοκαύτωμα των Ναουσαίων τιμάται κάθε χρόνο[...]Ήταν Κυριακή του Θωμά, στις 22 Απριλίου του 1822, οπότε η πόλη πέφτει, παραδομένη στις πολυπληθέστερες δυνάμεις του διοικητή της Θεσσαλονίκης Εμπού Λουμπούτ.
Το «άγνωστο» ολοκαύτωμα
Το ολοκαύτωμα της Νάουσας είναι κυρίως γνωστό από τη θυσία των γυναικών που έπεσαν στην Αράπιτσα, κι αυτό εξαιτίας της μικρής αναφοράς που γίνεται στα μαθητικά εγχειρίδια του δημοτικού. Όμως η θυσία των Ναουσαίων και ο αγώνας τους για ελευθερία ήταν πολύ μεγαλύτερα, αφού, όπως καταγράφουν έγκριτοι ιστορικοί, στη σφαγή χιλιάδων κατοίκων της πόλης εκτός από τους Τούρκους «συνέβαλαν», και μάλιστα με πολλή αγριότητα, και οι Εβραίοι.
Χαρακτηριστικά, ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: «Πάμπολλοι δε Εβραίοι ένοπλοι και πολύδιψοι χριστιανικού αίματος παρηκολούθουν τον τουρκικόν στρατόν ως εκούσιοι δήμιοι. Ούτοι έλκοντες έξω της πόλεως τους χριστιανούς τους ερροπάλιζαν κατακέφαλα, και πίπτοντας κατά γης τους έσφαζαν ως βόας». Στο πλαίσιο άμβλυνσης του αντισημιτισμού, το κεφάλαιο που αναφέρεται στις αγριότητες των Εβραίων απαλείφθηκε με παρέμβαση του Γιώργου Παπανδρέου, όταν ήταν υπουργός Παιδείας.
Το ιστορικό της σφαγής
Η Νάουσα στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ήταν μια ευημερούσα πόλη με χίλιες οικογένειες, καθώς, όπως λέγεται, απολάμβανε ειδικά προνόμια που της εξασφάλισε η «βαλιντέ σουλτάνα» (βασιλομήτωρ). Παρόλα αυτά, ο λαός τής Νάουσας θα ξεσηκωθεί ενάντια στον τούρκο κατακτητή τον Φεβρουάριο του 1822, με ηγετικές μορφές τον Ζαφειράκη Λογοθέτη, τον Αναστάσιο Καρατάσο και τον Αγγελή Γάτσο.
Γρήγορα απελευθερώνουν τη Νάουσα και την γύρω περιοχή και φτάνουν μέχρι τη Βέροια. Παρότι οι Τούρκοι φεύγουν τρομοκρατημένοι, εν τούτοις οι Έλληνες δεν κυριεύουν την πόλη, καθώς μαθαίνουν πως ήδη εκστρατεύει εναντίον τους ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Mεχμέτ Eμίν πασάς, γνωστός και ως Αμπντούλ Eμπού Λουμπούτ (ο ροπαλοφόρος), με 15.000 στρατιώτες και 12 κανόνια. Το εκστρατευτικό σώμα το ακολουθούσαν και 600 Εβραίοι, οι οποίοι είχαν πληρώσει τους Τούρκους για την απόκτηση των δικαιωμάτων πάνω στους εν δυνάμει σκλάβους και την πώλησή τους στα σκλαβοπάζαρα της εποχής.
Στην πόλη της Νάουσας καταφθάνουν περί τις 5.000 χιλιάδες οικογένειες των γύρω περιοχών για να προστατευτούν από την επερχόμενη καταστροφή. Οι όροι όμως είναι άνισοι. Ο Αμπντούλ Εμπού, παρ’ όλη την αντίσταση που συναντά για περίπου έναν μήνα, θα φτάσει τελικά στη Νάουσα στις 11 Απριλίου 1822. Έπειτα από ολιγοήμερη αντίσταση περίπου 400 αγωνιστών και των συν αυτώ, η πόλη πέφτει στα χέρια των Οθωμανών στις 22 Απριλίου 1822.
Οι αγριότητες
Ακολουθούν σκηνές αλλοφροσύνης. Η πόλη επί πέντε ημέρες γίνεται πεδίο σφαγών και λεηλασιών από Τούρκους και Εβραίους. Μαζί με τη Νάουσα περίπου 120 χωριά πυρπολήθηκαν. Εκτιμήσεις υπολογίζουν τον αριθμό των θυμάτων έως περίπου 5.000, ενώ άλλοι τόσοι (κυρίως γυναικόπαιδα) αιχμαλωτίστηκαν για να πάρουν τον δρόμο των σκλαβοπάζαρων, αν και, σύμφωνα με τα τουρκικά αρχεία, τα θύματα ήταν μόνο 409 και άλλοι τόσοι περίπου οι αιχμάλωτοι.
Οι σύζυγοι των τριών οπλαρχηγών εστάλησαν ως δώρο στον βεζίρη της Θεσσαλονίκης, και όπως μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Τρικούπης, «η μεν γυναίκα του Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον των βασάνων, αι δε δύο άλλαι μη αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν (σ.σ.: καρφώθηκαν) απέναντι αλλήλων όρθιαι επί του τοίχου μιας των αιθουσών του παλατίου του θηριώδους βεζίρη και απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι…». Άλλες γυναίκες, αναζητώντας έναν πιο έντιμο θάνατο, προτίμησαν να πνιγούν μαζί με τα παιδιά τους πέφτοντας στον καταρράκτη της Αράπιτσας στους «Στουμπάνους», ο οποίος κατέληγε στη λίμνη του Παλαιοπύργου, που έκτοτε ονομάστηκε «Μαύρο Νερό» (ή «Μαύρη Λίμνη»).
Ο Αμπντούλ Εμπού, όμως, είχε μεριμνήσει και για το δώρο του σουλτάνου αλλά και για τη δική του διασκέδαση. Έτσι, συγκέντρωσε εν μέσω των στρατιωτών του περίπου 1.500 αιχμάλωτους, άνδρες και γυναικόπαιδα, στην θέση Κιόσκι. Εκεί οι Εβραίοι ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο, και αφού τους έσφαξαν, τα κεφάλια τους ταριχεύτηκαν και στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ως τεκμήριο της νίκης του Εμπού, ενώ τα πτώματά τους αφέθηκαν βορά στα ζώα και τα αρπακτικά πουλιά. Ο θρύλος λέει πως τόσο πολύ ήταν το αίμα που πότισε τη γη, ώστε για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν φύτρωνε χορτάρι σε εκείνο το σημείο. Έκθεση ξένου προξενείου στη Θεσσαλονίκη περιγράφει τις δραματικές σκηνές που προηγήθηκαν της «διαλογής» των σκλάβων και έλαβαν χώρα πλάι στον τόπο των σφαγών: «Όλο το Κιόσκι είχε μετασχηματιστεί εις πανηγύρι κλαυθμώνος, ένθεν ανθρωπομακελείον, ένθεν αγοραπώλησις αιχμαλώτων, γυναικών, παιδιών, διηρημένον εις πωλητάς, διαφόρους, ένας έχων την μητέρα, άλλος τα τέκνα, έσκουζαν και τσίριζαν τα παιδιά διά τας μάνας των, αλλά αδύνατον, διότι άλλος είχε τους μεν, άλλος τους δε…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου