Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Τουρκία: η χώρα όπου διασώζεται η αρχαία γλώσσα των Ελλήνων



















Σε μια απομονωμένη κοινότητα κοντά στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, σε μια περιοχή της βορειοανατολικής Τουρκίας, έχει αποκαλυφθεί ότι ομιλείται ακόμη και σήμερα μια ελληνική διάλεκτος που έχει εμφανή συγγένεια με την νεκρή σήμερα αρχαία γλώσσα των Ελλήνων...
Μόλις 5.000 άτομα μιλούν αυτή την ζωντανή ακόμη γλώσσα, αλλά οι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι πρόκειται για την συγγενέστερη προς την αρχαία ελληνική γλώσσα από όλες τις εν χρήσει γλώσσες σήμερα και ότι είναι σε θέση να μας παράσχει νέες πολύτιμες πληροφορίες για τη γλώσσα του Σωκράτη και του Πλάτωνα και για το πώς εξελίχθηκε.
Του Steve Connor
συντάκτη της βρετανικής εφημερίδας Independent


Η κοινότητα ζει σε ένα σύμπλεγμα χωριών κοντά στην πόλη της Τραπεζούντας στην περιοχή της Τουρκίας ήταν κάποτε η αρχαία χώρα του Πόντου, μια ελληνική αποικία στην οποία, σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, ήλθαν ο Ιάσονας και οι Αργοναύτες μετά από το επικό ταξίδι τους από τη Θεσσαλία για να επαναδιεκδικήσουν το χρυσόμαλλο δέρας από τη γη της Κολχίδας (την σημερινή Γεωργία). Ο Πόντος, σύμφωνα με την μυθολογία, ήταν το βασίλειο των θρυλικών Αμαζόνων, ενός άγριου φύλου γυναικών που έκοψαν τον δεξιό μαστό τους για να χειρίζονται καλύτερα τα τόξα τους στη μάχη.
Σύμφωνα με την Ιωάννα Σιταρίδου, λέκτορα της Φιλολογίας του Ρομαντισμού στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, "τα Ρωμέικα διατηρούν έναν εντυπωσιακό αριθμό γραμματικών φαινομένων που δίνουν μια αύρα Αρχαίων Ελληνικών, χαρακτηριστικών της γλώσσας που έχουν εντελώς χαθεί από τις άλλες σύγχρονες παραλλαγές της Νέας Ελληνικής".







"Η χρήση του απαρέμφατου", μας υπενθυμίζει η Ιωάννα Σιταρίδου, "έχει χαθεί από όλες τις άλλες ελληνικές διαλέκτους. Έτσι οι ομιλητές της Νέας Ελληνικής λένε "Δεν μπόρεσα να πάω" αντί του "Ουκ ηδυνήθην ιέναι". Στα Ρωμέικα, όμως, όχι μόνο διατηρήθηκε το απαρέμφατο, αλλά βρίσκουμε επίσης και απαρεμφατικές δομές που δεν είχαν παρατηρηθεί προηγουμένως και μόνο σε λατινογενείς γλώσσες έχουν το αντίστοιχό τους".
Τα χωριά που μιλούν Ρωμέικα, τα οποία δεν έχουν γραπτή εκδοχή, διατηρούν και άλλα χαρακτηριστικά γεωγραφικής και πολιτιστικής απομόνωσης. Οι άνθρωποι εκεί σπάνια παντρεύονται εκτός κοινότητας και παίζουν τη δική τους μουσική με ένα ξεχωριστό μουσικό όργανο, που ονομάζεται "kemenje" στα τουρκικά, ενώ στα Ρωμέικα λέγεται "λύρα" όπως και στα ελληνικά. Η Ιωάννα Σιταρίδου παρατηρεί: "Γνωρίζω μόνο έναν άντρα που παντρεύτηκε έξω από το χωριό του. Όσο για τη μουσική, είναι τόσο χαρακτηριστική, που είναι αδύνατον να την μπερδέψεις με κάποια άλλη. Είναι σαφές ότι παίζεται μόνο από τους ομιλητές αυτής της διαλέκτου".
Είναι πιθανό οι ομιλητές της διαλέκτου αυτής να είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι για χιλιετίες κατοικούσαν κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας. Η παραμονή τους εδώ ίσως και να χρονολογείται από τον 6ο ή 7ο αιώνα π.Χ., όταν η περιοχή αποικίστηκε για πρώτη φορά από τους Έλληνες. Αλλά είναι επίσης δυνατό να είναι αυτοί οι χωρικοί απόγονοι των αυτόχθονων πληθυσμών ή ένα φύλο μεταναστών το οποίο θέλησε ή αναγκάστηκε να μάθει να μιλά τη γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων αποίκων.
Η λέκτορας του Cambridge ξεκίνησε την ακαδημαϊκή της πορεία από τη συγκριτική ιστορική μελέτη των λατινογενών γλωσσών (ιδιαίτερα των Ισπανικών και των παλαιών Γαλλικών), έκανε όμως έρευνες και για την ιστορική σύνταξη των ελληνικών διαλέκτων - ιδίως των ποντιακών ελληνικών και των κυπριακών.
Οι οµιλούντες τα Ρωµέικα, λέει, είναι σήµερα θεοσεβούμενοι µουσουλµάνοι, γι’ αυτό και τους επετράπη η παραµονή τους στον Πόντο µετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923, οπότε περίπου δύο εκατομμύρια χριστιανοί και μουσουλμάνοι ανταλλάχθηκαν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αλλά αλλεπάλληλα κύµατα µετανάστευσης, όπως και η κυρίαρχη επιρροή της τουρκόφωνης πλειονότητας, από κοινού µε την απόλυτη απουσία των Ρωμέικων από τον δηµόσιο βίο, τα τοποθετούν αυτόµατα στη λίστα των γλωσσών που διατρέχουν τον µεγαλύτερο, παγκοσµίως, κίνδυνο εξαφάνισης.
"Με 5.000 µόνο οµιλούντες τη γλώσσα να έχουν αποµείνει στην περιοχή, τα Ρωµέικα κινδυνεύουν να γίνουν µια γλώσσα του παρελθόντος, μέρος μιας πολιτιστικής κληρονομιάς και όχι πια ένα ζωντανό ιδίωµα. Με την εξαφάνισή τους θα χαθεί µια μοναδική ευκαιρία για τους γλωσσολόγους να ξεκλειδώσουν το μυστικό του πώς έχει εξελιχθεί η ελληνική γλώσσα", υποστηρίζει η γλωσσολόγος Ιωάννα Σιταρίδου. "Φανταστείτε αν μπορούσαμε να μιλάμε με άτομα των οποίων η γραμματική είναι πιο κοντά στην γλώσσα των αρχαίων. Οχι μόνο θα μπορούσαμε να καταγράψουμε με λεπρομέρεια μια νέα γραμματική μιας σύγχρονης διαλέκτου, αλλά θα μπορούσαμε να καταλάβουμε, επίσης, ορισμένα στοιχεία της μορφολογίας της αρχαίας γλώσσας. Αυτή είναι η μοναδική ευκαιρία που μας προσφέρουν τα Ρωμέικα".
Μελέτες της γραµµατικής των Ρωµέικων δείχνουν ότι η διάλεκτος αυτή έχει πολλές και εντυπωσιακές οµοιότητες µε την Ελληνική Κοινή, τη γλώσσα των ελληνιστικών και ρωµαϊκών χρόνων, την επίσημη γλώσσα κατά το απόγειο της της επιρροής του ελληνικού πολιτισμού σε ολόκληρη την Μικρά Ασία (μεταξύ του 4ου αι. π.Χ. και του 4ου αι. µ.Χ.). Τα Νέα Ελληνικά, πάλι, υπέστησαν σηµαντική διαφοροποίηση και θεωρείται ότι προέρχονται από τη μεταγενέστερη Μεσαιωνική Ελληνική - την αποκαλούμενη Βυζαντινή Ελληνική, που ήταν σε κοινή χρήση µεταξύ 7ου και 13ου αιώνα.
Η μελλοντική έρευνα θα προσπαθήσει να αξιολογήσει το πώς τα Ποντιακά Ελληνικά από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας έχουν εξελιχθεί με την πάροδο των αιώνων. "Γνωρίζουμε ότι η Ελληνική μιλιέται διαχρονικά στον Πόντο, από τους αρχαίους χρόνους, και μπορούμε να υποθέσουμε ότι η γεωγραφική απομόνωσή της από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο κόσμο είναι ένας σημαντικός παράγοντας στον οποίο οφείλεται η μορφολογία της γλώσσας όπως αυτή απαντάται σήμερα", τονίζει η Ιωάννα Σιταρίδου. "Αυτό που δεν γνωρίζουμε ακόμη είναι αν τα Ρωμέικα προέκυψαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και οι άλλες ελληνικές διάλεκτοι, αλλά ανέπτυξαν αργότερα δικά τους μοναδικά χαρακτηριστικά, τα οποία απλώς τυχαίνει να έχουν ομοιότητες με τα Αρχαϊκά Ελληνικά.
Πολλές από τις γλώσσες του κόσμου εξαφανίζονται όταν κοινότητες που ήταν κάποτε απομονωμένες εντάσσονται στο σύστημα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με αποτέλεσμα τα παιδιά να παύουν να μαθαίνουν τη γλώσσα των παππούδων τους και αντί αυτής να χρησιμοποιούν την κυρίαρχη γλώσσα της πλειονότητας του πληθυσμού, η οποία στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο είναι η τουρκική γλώσσα.
Τέλος, η Ιωάννα Σιταρίδου υπογραμμίζει: "Στον Πόντο έχουμε σχεδόν τις ιδανικές πειραματικές συνθήκες που απαιτούνται για να εκτιμήσει ένας ερευνητής τι μπορεί να αποκτηθεί και τι μπορεί να χαθεί ως αποτέλεσμα της γλωσσικής επικοινωνίας".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου