Από την ανακάλυψή του το 1900 μέχρι και σήμερα, ο μηχανισμός των Αντικυθήρων (γνωστός και ως «υπολογιστής» ή «αστρολάβος») εξακολουθεί να προκαλεί το έντονο ενδιαφέρον. Το εν λόγω τεχνούργημα, μοναδικό μεταξύ μιας σειράς άλλων εξαιρετικά πολύτιμων ευρημάτων, χρονολογείται πριν την εποχή του ναυαγίου (60-50 π.Χ) και ανελκύστηκε στο πλαίσιο επιχείρησης της οποίας ηγήθηκε ο καπετάνιος Δημήτρης Κοντός από τη Σύμη, με τη συνδρομή πλοίων του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.
Ο Στέργιος Κοντός, απόγονος του καπετάνιου, ασχολείται εδώ και χρόνια με την έρευνα πάνω στην ιστορία του ναυαγίου, συγκεντρώνοντας βιβλιογραφία και υλικό της εποχής. «Η όλη ιδέα ήταν η τεκμηρίωση των οικογενειακών διηγήσεων» αναφέρει ο ίδιος – επίσης άνθρωπος της θάλασσας όντας κυβερνήτης ιστιοπλοϊκών σκαφών- εξιστορώντας τη συναρπαστική ιστορία της ανακάλυψης μέσα από το «πρίσμα» των οικογενειακών αφηγήσεων και των αρχείων που έχει συγκεντρώσει, το οποίο περιλαμβάνει δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, βιβλία και τεκμήρια του Ιστορικού Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Το «σημαδιακό» Πάσχα του 1900
Τα πληρώματα που έμελλαν να μείνουν στην ιστορία είχαν ξεκινήσει λίγο πριν το Πάσχα του 1900 από τη Σύμη για το καθιερωμένο τους ταξίδι στην Τυνησία για να αλιεύσουν σφουγγάρια. Το σπογγαλιευτικό συγκρότημα αποτελούσαν δύο καΐκια, το «Ευτέρπη» και το «Καλλιόπη», με επικεφαλής τον καπετάνιο Δημήτριο Κοντό. Το συνολικό πλήρωμα ήταν 22 άνδρες.
Το ξέσπασμα θύελλας (με ένταση ανέμου που ξεπερνούσε τους 50 κόμβους) ανάμεσα στο ακρωτήριο Μαλέα και την Κρήτη ανάγκασε τον καπετάνιο να αναζητήσει καταφύγιο, αγκυροβολώντας στο λιμάνι Ποταμός στα Αντικύθηρα
«Τα Αντικύθηρα είναι ένα νησί μικρής έκτασης ενώ είναι βραχώδες και πετρώδες. Οι αρχαίοι το έλεγαν Αιγιλία ενώ σήμερα οι ντόπιοι το λένε Σιγιλιό και οι ναυτικοί Τσιριγότο. Το συγκεκριμένο πέρασμα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για τα σκάφη καθώς είναι μια περιοχή με αβαθή νερά και ακανόνιστα ρεύματα» αναφέρει ο Στέργιος Κοντός.
Όταν κόπασε η θύελλα, στις 4 Απριλίου, ο καπετάνιος, Δ. Κοντός, με το «Καλλιόπη» πήγε στο ακρωτήριο Γλυφάδια, βορειοανατολικά του νησιού, και στα 25 μέτρα από την ακτή (θέση Πινακάκια) διέταξε τον δύτη Ηλία Λυκοπάντη (γνωστός ως Σταδιώτης) να βουτήξει και να ψάξει για σφουγγάρια.
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή: σε βάθος 42 μέτρων ο δύτης είδε έκπληκτος ένα μεγάλο ναυάγιο, μήκους 50 μέτρων, να εκτείνεται στον επικλινή βυθό, περιλαμβάνοντας αμφορείς, απομεινάρια του σκάφους, μπρούτζινα και μαρμάρινα αγάλματα και άλλα αντικείμενα.
Ο Λυκοπάντης επέστρεψε στην επιφάνεια και ενημέρωσε τον καπετάνιο, που καταδύθηκε – αρχιδύτης με μεγάλη εμπειρία και ο ίδιος- επίσης για να δει ιδίοις όμμασι το ναυάγιο.
Μεταξύ των ευρημάτων ξεχώρισε ένα άγαλμα, από το οποίο απέσπασε τον δεξιό βραχίονα – το «χέρι στον βυθό» από το οποίο πήρε τον τίτλο του το ομώνυμο μυθιστόρημα της Κίρας Σίνου- και το έφερε πίσω στο πλοίο ως αποδεικτικό στοιχείο, προβαίνοντας στη συνέχεια σε ακριβείς μετρήσεις για να μπορεί να ξαναβρεί την τοποθεσία.
Έξι μήνες αργότερα, ο καπετάνιος επέστρεψε στη Σύμη (υπό οθωμανική κυριαρχία εκείνη την εποχή) και κατόπιν συζήτησης με τους δημογέροντες αποφασίστηκε η ενημέρωση της ελληνικής κυβέρνησης.
«Στις 6 Νοεµβρίου 1900, ο Δημήτριος Κοντός και ο Ηλίας Λυκοπάντης πήγαν στην Αθήνα έχοντας πάρει μαζί τους τον μπρούτζινο βραχίονα ως πειστήριο. Στην συνάντηση παρίστατο και ο εκ Σύμης καταγόμενος Αντώνιος Οικονόμου, καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνώνο . Ο Δημήτριος Κοντός ενημέρωσε τον υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Σπυρίδωνα Στάη για το ναυάγιο.
Του είπε πως εάν η κυβέρνηση του παρείχε τον κατάλληλο εξοπλισμό οι δύτες του θα μπορούσαν να ανελκύσουν τα αρχαία αντικείμενα από το βυθό της θάλασσας. Θα μπορούσε επίσης να αναλάβει ο ίδιος με δικά του έξοδα την ενάλια ανασκαφή και να θέσει τόσο το πλήρωμα όσο και τους δύτες του στην υπηρεσία του κράτους έναντι αμοιβής» διηγείται ο Στέργιος Κοντός.
Ειδικότερα, στις 7 Νοεμβρίου ο Δ. Κοντός ανακοίνωσε εγγράφως την ανακάλυψή του προς τη Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων:
«ὁ ὑποφαινόμενος ἁλιεύων σπόγγους ἐν ἑλληνικοῖς ὕδασιν ἀνεῦρον ἐν τῷ βυθῷ τῆς θαλάσσης δεξιάν χεῖρα χαλκοῦ ἀγάλματος κατά τι μεγαλειτέραν τοῦ φυσικοῦ» και ζήτησε την άδεια να συνεχίσει την ανέλκυση με δικά του έξοδα: «ἰδίᾳ δαπάνῃ νά ἐρευνήσω καί ἀνασύρω ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς θαλάσσης τά τυχόν ἐκεῖ ὑπάρχοντα ἄλλα ἀρχαία ἀντικείμενα».
Παράλληλα, ρωτούσε
«ποία ἔσται ἡ ἀμοιβή ἥν θέλω λάβει παρά τῆς Ἑλλ. Κυβερνήσεως ἐν ᾗ περιπτώσει αἱ ἔρευναί μου ἤθελον στεφθεῖ ὑπό ἐπιτυχίας». Η απάντηση από τον αρμόδιο υπουργό, Σπυρίδωνα Στάη, ήταν θετική, ενημερώνοντας τον καπετάνιο ότι το κράτος ήταν πρόθυμο να συνδράμει με την αποστολή πολεμικού πλοίου και με οποιοδήποτε άλλο μέσο. «[….] Tήν ἀμοιβήν ὑμῶν διά τά αγάλματα ταῦτα ὁρίζει τό ἄρθρον 37 τοῦ περί ἀρχαιοτήτων νόμου» [….] «ἐπειδή δέ ἡ ὑπηρεσία ἥν θέλετε παράσχει τῷ Ἐθνικῷ ἡμῶν Μουσείῳ εἶναι μεγάλην, διαβεβαιοῦμεν ὑμᾶς ὅτι ἡ χορηγηθησομένη ὑμῖν ἀμοιβή θά εἶναι γενναία. Ὁ περί ἀρχαιοτήτων νόμος [….] ὁρίζει αὐτᾠ ἀμοιβήν ἴσην τοῠ ἡμίσει τῆς ἀξίας τοῦ ἀρχαίου (ἀριθμ. 10 και 11). [….]».
Στις 21 Νοεμβρίου ο υπουργός ζήτησε από τον ομόλογο του επί των ναυτικών την συνδρομή πολεμικού πλοίου. (Αρ. πρωτ. 22979/21-11-1900) Η κακοκαιρία εμπόδισε τον απόπλου των δύο καΐκιών και του οπλιταγωγού «Μυκάλη» μέχρι τις 24 Νοεμβρίου. Η ανέλκυση παρουσίασε τεράστιες δυσκολίες, λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών και της αδυναμίας παραμονής των δυτών στο βυθό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το «Μυκάλη» πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος δεν μπορούσε να πλησιάσει τις ακτές και στις 27 Νοεμβρίου 1900 επέστρεψε με όσα αρχαία είχαν ανελκυσθεί.
Στις 29 Νοεμβρίου, ο Στάης έδωσε εντολή στον έφορο Αρχαιοτήτων Γαβριήλ Βυζαντινό, να μεταβεί στα Αντικύθηρα με πολεμικό πλοίο, για την επιτήρηση της ανέλκυσης. Ο Γ. Βυζαντινός κατέπλευσε με την ατμοημιολία «Σύρος» στον Αυλαίμονα και στις 29-11, μαζί με τα σπογγαλιευτικά προσέγγισαν τον τόπο του ναυαγίου και απέστειλε τηλεγραφική αναφορά προς την Γενικήν Εφορείαν των Αρχαιοτήτων. Ο Γ. Βυζαντινός κατέπλευσε με την ατμοημιολία «Σύρος» στον Αυλαίμονα.
Κατόπιν δυσκολιών λόγω κακοκαιρίας, ήρθε μια μεγάλη «νίκη»: Στις 8 Ιανουαρίου 1901, σε τηλεγράφημα αναγγέλθηκε η ανέλκυση του «Έφηβου των Αντικυθήρων». Για την προσωρινή φύλαξη των αρχαίων ενοικιάσθηκε οικία στα Αντικύθηρα. Εν συνεχεία, τα τεμάχια του αγάλματος και τμήματα μαρμάρινων γλυπτών παρελήφθησαν από το «Σύρος» και μεταφέρθηκαν στον Πειραιά, για να φυλαχθούν στο υπουργείο.
Ο υπουργός, Σπ. Στάης, είχε άμεση εποπτεία, ζητώντας να ενημερώνεται καθημερινά και υπογραμμίζοντας την ανάγκη για μέγιστη δυνατή προσοχή. Ο ίδιος κατέφθασε στον τόπο του ναυαγίου στις 7 Φεβρουαρίου του 1901.
Ο Εµµ. Λυκούδης , νοµικός σύµβουλος του κράτους, και επιβλέπων της ανέλκυσης των αρχαιοτήτων, εξέδωσε το 1920, το ηµερολόγιο που κράτησε κατά την διάρκεια της ανελκύσεως, µε την ονοµασία : "Σελίδες".
Ο Εμμ. Λυκούδης στο ημερολόγιό του μεταξύ άλλων είχε γράψει και τα εξής:
«[….] εἶναι ἀκατάληπτος τῷν ἀγαθῷν νησιωτῷν ἡ φιλοπατρία, οἱ ὁποῖοι ὂχι μόνον ὁλόκληρον ἀδέσποτον ἀρχαιολογικὸν θησαυρὸν κατέδειξαν, ἀλλὰ καὶ μὲ μόχθους καὶ κινδύνους, τῷν ὁποίων τῂν φρίκην δὲν δύναται νὰ περιγρὰψει, ἀποσπούν ἀπὸ βάθους μέχρι 35 ὀργυιῷν καὶ προσφέρουν εἰς τὸ Ἔθνος.
Μόνον τὸν μικρὸν ἐκεῖνον χάλκινον κεχηνότα, τὸν ἀδέσποτον ἐν τῷ βυθῷ τοῦ πελάγους, ὅπως οἱ σπόγγοι, ἐάν ἐπώλουν εἰς τὸ ἐξωτερικόν, θὰ ἤρκει νὰ ἀππαλαγοῦν τὸ ὑπόλοιπον τοῦ βίου τῶν βασάνων καὶ τῶν κινδύνων τοῦ φοβερωτέρου τῶν ἐπαγγελμάτων, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ ὀδόντες τοῦ καρχαρίου δὲν εἶναι ὁ τρομερώτερος, ἀπέναντι τῶν αἱμορραγιῶν τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τοῦ νωτιαίου, τῶν κεραυνοβόλον ἐν τῶ βυθῷ ἀποπληξιῶν καὶ τῆς γενικῆς παραλύσεως. [….] Παραδίδω τὰ ἄσημα τῶν μετριοφρόνον τοὺτων ἡρώων εἰς τήν δημοσὶαν συμπάθειαν. [….]».
Για την ρυμούλκηση των βαρέων αγαλμάτων χρησιμοποιήθηκαν ξανά στον τόπο του ναυαγίου το «Μυκάλη», συνοδευόμενο από το «Σύρος» και μια σκεπαστή φορτηγίδα με γερανό, ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε και μια μικρή τορπιλοθέτιδα, το «Αιγιάλεια».
Στις 17 Φεβρουαρίου 1901 εντοπίσθηκαν αγάλματα κάτω από τεράστιο βράχο, που μετακινήθηκε από το ρυμουλκό. Ο υπουργός, υποπτευόμενος ότι ο όγκος αυτός ήταν κολοσσιαίο άγαλμα διέταξε την ανέλκυσή του, με κίνδυνο για το πλοίο. Αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο για μαρμάρινο ακέφαλο κολοσσό Ηρακλή τύπου Farnese.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1901 οι δύτες εξαντλημένοι αρνήθηκαν να συνεχίσουν τις εργασίες και ο Σπ. Στάης τους έπεισε να συνεχίσουν τις καταδύσεις με τη υπόσχεση πρόσθετης αμοιβής.
Από τα μέσα περίπου του Μαρτίου του 1901 έως και τον Σεπτέμβριο του 1901 οι εργασίες συνεχίσθηκαν υπό την εποπτεία του επιστάτη Α. Κρητικού και του εφόρου Κ. Κουρουνιώτη.
Τηλεγραφήματα του εφόρου Κ. Κουρουνιώτη δείχνουν ότι ο αριθμός και η σημασία των ευρημάτων μειώνονταν. Στις 31 Ιουλίου 1901 ο υπουργός Σπ. Στάης ζήτησε από τον καπετάνιο Δημ. Κοντό να σταματήσει την ανέλκυση. Ο Δ. Κοντός ζήτησε παράταση των εργασιών ως το τέλος του Οκτωβρίου,
«ἔχων χρηστάς ἐλπίδας ὅτι ὑπάρχουσι ἔτι ἐν τῷ βυθῷ τῆς θαλάσσης πολλά ἔτι ἀρχαιολογικά ἀντικείμενα...». Ο υπουργός έδωσε αυθημερόν την άδεια περαιτέρω ερευνών, «στέργομεν ὅπως παράσχομεν ὑμῶν τήν αἰτουμένην ἄδειαν».
Στις 30 Οκτωβρίου 1901 οι εργασίες τελικά σταμάτησαν, όταν οι καταιγίδες κατέστησαν αδύνατη την κατάδυση.
Κατά την διαδικασία καταβολής των αμοιβών υπήρξαν και διαφωνίες, με τους δύτες να προχωρούν σε συντηρητική κατάσχεση κατά του Δ. Κοντού, με σκοπό την εξασφάλιση της αμοιβής τους. Ωστόσο οι οφειλές τακτοποιήθηκαν σύντομα.
Το κόστος
Το εγχείρημα, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, δεν ήταν άνευ ζημιών και απωλειών. Όπως ανέφερε ο καπετάνιος σε τετρασέλιδη επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Μάιο του 1914, ο ίδιος είχε ζημιωθεί 14.500 χρυσές δραχμές, εφόσον είχε χρεωθεί ο ίδιος τον εξοπλισμό, την αμοιβή των δυτών, του πληρώματος και είχε αναγκασθεί να εγκαταλείψει την Σύμη και την σπογγαλιεία για περισσότερο από ένα χρόνο. Ηταν τόσα πολλά τα έξοδα της ανέλκυσης της οποίας είχε αναλάβει ο Δημ. Κοντός με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να ανακάμψει οικονομικά. Επίσης, όταν επέστρεψε στη σπογγαλιεία, υπέστη παράλυση στη διάρκεια κατάδυσης.
Το «κλειδί» του εγχειρήματος ήταν η αυτοθυσία των σπογγαλιέων, που εργάστηκαν σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, με αποτέλεσμα την απώλεια του δύτη Γ. Κρητικού και την αναπηρία άλλων δύο δυτών. Στις 9 Μαίου 1901 ο Κουρουνιώτης σε τηλεγράφημα λιτά ανακοίνωσε ότι:
«Κατά τήν ἐργασίαν ἀπέθανεν ὁ δύτης Γεώργιος Κρητικός ἤ Νεοφώτιστος», ενώ σε αντίστοιχο ύφος ήταν και η αναφορά προς την Εφορεία Αρχαιοτήτων στις 31 Μαΐου 1901: «...ἡ ἐργασία ὅμως βαίνει πολύ βραδέως, ἕνεκεν τῆς ἀσθενείας τινῶν δυτῶν, οἵτινες νοσηλεύονται. Ἐργάζονται δέ μόνον πέντε».
Οι δύτες καταδύονταν σε βάθος 65-70 μέτρων, όπου παρέμεναν ως και 5 λεπτά, ενώ χρειάζονταν επιπλέον τρία λεπτά για την ανάδυση και την κατάδυση. Ως εκ τούτου, πραγματοποιούσαν πολλαπλές καταδύσεις καθημερινά, αντιμέτωποι με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, με το βάθος, με την ιλύ του βυθού, αλλά και με το μεγάλο βάρος των αντικειμένων. Στο τέλος του χειμώνα του 1901 ήταν προφανής η σωματική καταπόνηση τους και δικαιολογημένα τα αιτήματα τους για διαστήματα ανάπαυλας.
Ακολουθεί η λίστα των μελών των πληρωμάτων, χωρίς τη δουλειά των οποίων ο θησαυρός των Αντικυθήρων θα είχε παραμείνει στον βυθό της θάλασσας.
Ιδιοκτήτης του σπογγαλιευτικού πλοίου: Φώτιος Λινδιακός
Κυβερνήτης: Δημήτριος Κοντός (γαμπρός του πλοιοκτήτη)
Δύτες:
Ιωάννης Ροδίτης
Γεώργιος Μουντιάδης
Κυριάκος Μουντιάδης
Ηλίας Λυκοπάντης (γνωστός και ως Σταδιώτης*)
Κωνσταντίνος Καλαφάτης
Γεώργιος Θ. Κρητικός (Τουρκοκρής νεοφώτιστος)
Βασίλειος Ιωάν. Ζουρούδης
* Σταδιώτης: Eπονομαζόμενος και Σταδιάτης, λόγω της καταγωγής του από τα Σταδιά της Μ. Ασίας.
Ναύτες
Νικόλαος Λινδιακός
Φηλήμων Κουμπουριός
Τζώρτζος ... Ιταλός (Το επώνυμο δεν διασώζεται.)
Σωτήριος Παπακαλοδούκας
Ιωάννης Παπακαλοδούκας
Φώτιος Κοντός (Αδερφός του καπετάνιου)
Μερκούρης Καραγιάννιος
Νικήτας Φασσάκης
Ιωάννης Α. Φωτάρης
Σταυρής Μιχαλούτζος
Κώστας Σταυρή Χάης
Γιάγκος Νικολάου Διακογεωργιακού
(πηγή:www.huffingtonpost.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου