Η πανδούρα ή αλλιώς πανδουρίδιον ή πανδουρίδα ή φανδούρος , ανήκει στην κατηγορία των λαούτων, με μέσο ή με μακρύ λαιμό και είναι ο ταμπουράς σε όλες τις παραλλαγές του..
Ένα αρχαίο ελληνικό μάρμαρο της Μαντινείας (4ος αιώνας π.Χ.), που σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, απεικονίζει τον μυθικό διαγωνισμό μεταξύ του Απόλλωνα και του Μαρσύα, όπου η ελληνική πανδούρα παίζεται από μια μούσα καθισμένη σε έναν βράχο, κρατώντας την όπως ένας σύγχρονος λαϊκός μουσικός τον τζουρά ή το μπουζούκι.
Η πανδουρίδα ενσαρκώνει μια άλλη μορφολογική επιλογή στο πλαίσιο της οικογένειας των εγχόρδων.
Ο βραχίονας (το μανίκι), με τις χορδές που περνούν πάνω από την ταστιέρα του, δίνει τη δυνατότητα παραγωγής μεγάλου αριθμού φθόγγων σε όλα τα γένη και σε όλες τις κλίμακες, με τρεις μόνο χορδές σταθερά κουρδισμένες.
Εδώ η διεύρυνση των δυνατοτήτων εκτέλεσης του οργάνου δεν συνδέεται με αριθμητική αύξηση ελεύθερα δονούμενων χορδών, όπως συμβαίνει στα όργανα της οικογένειας της λύρας ή των ψαλτηρίων.
Εδώ η διεύρυνση των δυνατοτήτων εκτέλεσης του οργάνου δεν συνδέεται με αριθμητική αύξηση ελεύθερα δονούμενων χορδών, όπως συμβαίνει στα όργανα της οικογένειας της λύρας ή των ψαλτηρίων.
Πρόκειται για άλλη επιλογή, που αιώνες αργότερα θα μας δώσει τις οικογένειες των λαγούτων. Σε συνδυασμό με τη χρήση του τόξου για την παραγωγή του ήχου θα γεννηθούν τα τοξωτά (βιόλες, βιέλες κ.λπ.). Για την προέλευση της πανδουρίδας οι γνώμες διίστανται.
Ο Πολυδεύκης γράφει: "Τρίχορδον δε, όπερ Ασσύριοι Πανδούραν ωνόμαζον εκείνων δ' ην και το εύρημα". Υποστηρίζει λοιπόν ότι το όργανο ήταν εύρημα των Ασσυρίων.
Κατά άλλη πηγή (Φώτιος Λεξ. 427,26), το όργανο ήταν λυδικής προέλευσης: "Πανδούριον, ήτοι Λύδιον όργανον χωρίς πλήκτρου ψαλλόμενον".
Η πανδουρίδα παιζόταν και με πλήκτρο και με τα δάχτυλα.
Κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους η οικογένεια των πανδουρίδων (από τη μεγαλύτερη μέχρι τη μικρότερη) ήταν σε ευρεία χρήση.
Κλείνοντας την αναφορά μας στα έγχορδα όργανα της αρχαίας Ελλάδας, επισημαίνουμε τη μορφολογική ποικιλία τους, καθώς και τη δυνατότητα ηχοχρωματικών συνδυασμών που πρόσφερε η κατά ομάδες χρήση τους.
Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι μεγάλος αριθμός έγχορδων οργάνων αναφέρεται σε διάφορες φιλολογικές πηγές, χωρίς όμως ιδιαίτερες εξηγήσεις.
Κλείνοντας την αναφορά μας στα έγχορδα όργανα της αρχαίας Ελλάδας, επισημαίνουμε τη μορφολογική ποικιλία τους, καθώς και τη δυνατότητα ηχοχρωματικών συνδυασμών που πρόσφερε η κατά ομάδες χρήση τους.
Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι μεγάλος αριθμός έγχορδων οργάνων αναφέρεται σε διάφορες φιλολογικές πηγές, χωρίς όμως ιδιαίτερες εξηγήσεις.
Έτσι, εκτός από το όνομά τους δεν γνωρίζουμε τίποτε ούτε για τη μορφολογία τους ούτε για την καταγωγή τους.
Γι' αυτό δεν τα αναφέρουμε.
Τα λαούτα είχαν κάνει πρώτα την εμφάνισή τους, στην αρχαία Ελλάδα κατά την ελληνιστική εποχή, κοντά στη δεύτερη χιλιετία π.Χ., ενώ η πανδούρα εμφανίστηκε γύρω στο 400-300 π.Χ.
Γνωστοί απόγονοι οι οποίοι αποτελούν εξέλιξη της αρχαίας πανδουρίδας, είναι το μπουζούκι ο ελληνικός ταμπουράς, το περσικό σάζι, η μαντόλα η ταμπουρίκα κι άλλες κατηγορίες λαούτων.
Γνωστοί απόγονοι οι οποίοι αποτελούν εξέλιξη της αρχαίας πανδουρίδας, είναι το μπουζούκι ο ελληνικός ταμπουράς, το περσικό σάζι, η μαντόλα η ταμπουρίκα κι άλλες κατηγορίες λαούτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου