Επίσης λέγεται Φλιάρης, Κουτσουφλέβαρος ή Κουτσός, Κούντουρος ή Κούτσουρος Γκουζούκης και Κούντουρον (ποντ.κοντή+ουρά)ς (Κύπρος) και Κλαδευτής..
Το Φλεβάρης προέρχεται από τις «φλέβες», δηλαδή τα υπόγεια νερά που αναβλύζουν στη διάρκειά του από τις πολλές βροχές.
Η προσθήκη μιας επί πλέον ημέρας των δίσεκτων ετών ξεκίνησε το 44 π.Χ. όταν ο Ιούλιος Καίσαρ άλλαξε το ρωμαϊκό ημερολόγιο με τη βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη από την Αλεξάνδρεια. Ο Σωσιγένης, βασισμένος στους υπολογισμούς του πατέρα τηςαστρονομίας Ίππαρχου (ο οποίος έναν αιώνα νωρίτερα είχε προσδιορίσει ότι το ηλιακό ήτροπικό έτος έχει διάρκεια ίση με 365,242 ημέρες), θέσπισε ένα ημερολόγιο του οποίου τα έτη είχαν 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τέταρτο έτος πρόσθεταν ακόμη μία ημέρα, μετά την «έκτη προ των καλενδών του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι η ημέρα αυτή, επειδή μετριόταν δύο φορές, ονομάζεται ακόμη και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει «δίσεκτο».
Η παρανόηση του λαού ότι τα δίσεκτα έτη είναι «γρουσούζικα» («κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα και μήνες οργισμένοι» όπως λέει το δημοτικό τραγούδι) ίσως να προέρχεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ετυμολογίας και της ορθογραφίας του πρώτου συνθετικού της λέξης «δίσεκτο». Δηλαδή αντί του σωστού «δις» (που σημαίνει δύο φορές) να εννοείται λανθασμένα το αχώριστο προθεματικό μόριο «δυς» που έχει την έννοια της δυστυχίας, «της δυσκολίας, της κακής καταστάσεως ή του απευκταίου αποτελέσματος». Αρχικά, πάντως, ο Φεβρουάριος είχε 29 ημέρες στα κοινά και 30 ημέρες στα δίσεκτα έτη, το 4 π.Χ. όμως ο αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος που αφαίρεσε μία ημέρα, την οποία πρόσθεσε στο μήνα Αύγουστο που έφερε το όνομά του.
Το δίσεκτο έτος, θεωρείται από το λαό μας κακότυχο, γι’ αυτό δεν πρέπει να φυτεύουν αμπέλια οι γεωργοί ούτε να γίνονται γάμοι ούτε να χτίζονται σπίτια.
Λαογραφία
Παρ’ όλα αυτά ο Φεβρουάριος με τις ανθισμένεςαμυγδαλιές είναι επίσης και προπομπός τηςάνοιξης, όπως μας λέει και η παροιμία: «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει». Και μαζί με την οργιάζουσα φύση έρχονται και οι οργιαστικές τελετουργίες τηςΑποκριάς.
ΜΠΟΥΛΕΣ & ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ (Νάουσα):
Ένα έθιμο με βαθιές ρίζες, που στο πέρασμα της μακραίωνης ιστορίας του ενσωμάτωσε στοιχεία της τοπικής παράδοσης και των ηρωικών αγώνων.
Πρώτη μαρτυρία για το δρώμενο έχουμε το 1706, αντί μνημόσυνου για το παιδομάζωμα της προηγούμενης χρονιάς. Την μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και φθάνει αναλλοίωτο μέχρι τις μέρες μας.
Οι άνδρες συνηθίζουν να μεταμφιέζονται σε Γενίτσαρους και Μπούλες. Μπούλες ντύνονται οι λεπτοκαμωμένοι, ενώ Γενίτσαροι οι γεροδεμένοι. Η Μπούλα φορεί την τοπική γυναικεία νυφική φορεσιά και στολίζει το κεφάλι της με λευκό πέπλο, χρωματιστές κορδέλες και πολλά χάρτινα λουλούδια. Ο Γενίτσαρος φορεί φουστανέλα, τσαρούχια, μάλλινες μακριές κάλτσες και γιλέκο.
Πρώτη μαρτυρία για το δρώμενο έχουμε το 1706, αντί μνημόσυνου για το παιδομάζωμα της προηγούμενης χρονιάς. Την μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και φθάνει αναλλοίωτο μέχρι τις μέρες μας.
Οι άνδρες συνηθίζουν να μεταμφιέζονται σε Γενίτσαρους και Μπούλες. Μπούλες ντύνονται οι λεπτοκαμωμένοι, ενώ Γενίτσαροι οι γεροδεμένοι. Η Μπούλα φορεί την τοπική γυναικεία νυφική φορεσιά και στολίζει το κεφάλι της με λευκό πέπλο, χρωματιστές κορδέλες και πολλά χάρτινα λουλούδια. Ο Γενίτσαρος φορεί φουστανέλα, τσαρούχια, μάλλινες μακριές κάλτσες και γιλέκο.
Στολίζει το στήθος και την πλάτη του με πολλά νομίσματα και τη φουστανέλα του με πολλές αλυσίδες. Όταν περπατά, κουνάει το σώμα του και χοροπηδάει, για να κουδουνίζουν όσα φορεί. Στο κεφάλι, στη μέση και στο χέρι του δένει από ένα μαντίλι, ενώ στο λαιμό κρεμά σταυρό και αλυσίδα με φυλακτό. Η Μπούλα κι ο Γενίτσαρος φορούν στο πρόσωπο κέρινες μάσκες. Μαζεύονται παρέες-παρέες και κατεβαίνουν στην πλατεία της πόλης χορεύοντας.
Οι κάτοικοι της Νάουσας λένε, ότι στα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι αρματολοί έβρισκαν στις Απόκριες την ευκαιρία να έλθουν στην πόλη μασκαρεμένοι και να γλεντήσουν με τους συγγενείς και τους φίλους τους, χωρίς να φοβούνται ότι θα τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι.
Οι κάτοικοι της Νάουσας λένε, ότι στα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι αρματολοί έβρισκαν στις Απόκριες την ευκαιρία να έλθουν στην πόλη μασκαρεμένοι και να γλεντήσουν με τους συγγενείς και τους φίλους τους, χωρίς να φοβούνται ότι θα τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι.
ΓΕΡΟΙ & ΚΟΡΕΛΕΣ (Σκύρος).
Τοπικός μύθος ο οποίος λέει: Ήταν κάποτε ένας γέρος με τη γριά του κι είχαν πολλά κατσίκια. Όμως μια νύχτα του χειμώνα έπεσε στο βουνό χιόνι κι άγρια παγωνιά κι όλα τα κατσίκια ψόφησαν. Στην απελπισία τους οι βοσκοί ζώστηκαν τα κουδούνια των νεκρών ζώων και ροβόλησαν τις δύσβατες πλαγιές του βουνού μέχρι τη Χώρα. Με το κτύπο των κουδουνιών έφεραν στους χωριανούς τους το μήνυμα της καταστροφής. Από τότε κρατούν το έθιμο.
Οι μεταμφιεσμένοι, με ζωόμορφη όψη, κρατώντας μακριές ξύλινες μαγκούρες και ζωσμένοι πολλά κουδούνια που ζυγίζουν ως και 50 κιλά (Γέροι), και οι Κορέλες, άντρες ντυμένοι γυναικεία, γυρίζουν δρόμους και σπίτια σηκώνοντας το νησί με χαρούμενες φωνές, ορχηστρικές κινήσεις, τραγούδια, χορούς και προπαντός
Οι μεταμφιεσμένοι, με ζωόμορφη όψη, κρατώντας μακριές ξύλινες μαγκούρες και ζωσμένοι πολλά κουδούνια που ζυγίζουν ως και 50 κιλά (Γέροι), και οι Κορέλες, άντρες ντυμένοι γυναικεία, γυρίζουν δρόμους και σπίτια σηκώνοντας το νησί με χαρούμενες φωνές, ορχηστρικές κινήσεις, τραγούδια, χορούς και προπαντός
με τους δυνατούς και αρμονικούς χτύπους των κουδουνιών.
«ΜΠΑΜΠΟΥΓΕΡΑ» (Δράμα): Στην Καλή Βρύση πρωταγωνιστούν τα "Μπαμπούγερα", άντρες μεταμφιεσμένοι ζωόμορφα, ζωσμένοι βαριά κουδούνια. Με το πέρας της τελετής του αγιασμού τα Μπαμπούγερα έχουν ήδη συγκεντρωθεί έξω από την εκκλησία και με την εντυπωσιακή και θορυβώδη παρουσία τους κυριαρχούν σ' όλο το χωριό την ημέρα των Θεοφανίων και τις δύο επόμενες (6-8 Ιανουαρίου).
Η αμφίεση των Μπαμπούγερων αποτελείται από άσπρη περισκελίδα, γυναικείο μαύρο επενδύτη αμανίκωτο, φλοκωτό στην εσωτερική μεριά, άσπρο πουκάμισο και πέντε μεγάλα κουδούνια που ζώνονται στη μέση. Η κεφαλή καλύπτεται με προσωπίδα από μάλλινο λευκό ύφασμα του αργαλειού. Στο μέτωπο ράβεται ένα στρογγυλό καθρεπτάκι, ενώ με ρούχα σχηματίζουν μεγάλη καμπούρα στη ράχη του μεταμφιεσμένου. Αποκορύφωμα και λήξη του γιορτασμού αποτελεί η σατιρική αναπαράσταση γάμου στις 8 Ιανουαρίου, με συμμετοχή στη χαρά και το γλέντι όλου του χωριού και των πολλών επισκεπτών, που τη μέρα αυτή συρρέουν στην Καλή Βρύση όχι μόνο από την περιοχή της Δράμας αλλά και από μακρινά μέρη. Η αναπαράσταση μιμείται το τοπικό εθιμικό τυπικό, με κάποιους νεωτερισμούς ή ευρηματικές προσαρμογές στην πραγματικότητα. Εντυπωσιακό στοιχείο αποτελεί η ξαφνική αρπαγή της νύφης από τα Μπαμπούγερα η οποία όμως αμέσως απελευθερώνεται.
Παρότι το στοιχείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως υστερογενές, αποτελεί παραδοσιακό μοτίβο. Την τρίτη μέρα, 8 Ιανουαρίου της Αγίας Δομνίκης, τιμούσαν τη μαμή, της οποίας η παρουσία ήταν τόσο πολύτιμη στην παραδοσιακή κοινότητα και κοινωνία.
Μπαμπούγερα ντύνονται και παιδιά, στοιχείο της συνέχισης του εθίμου το οποίο στην Καλή Βρύση βιώνεται ως έκφραση ψυχικής ανάγκης και λειτουργεί ως συνειδητό χρέος στην προγονική κληρονομιά. Τα αναβιωμένα εθιμικά δρώμενα συνοδεύουν τα παραδοσιακά όργανα της περιοχής, η γκάιντα (είδος ασκού, μουσικού οργάνου γνωστού και στην αρχαιότητα), η λύρα και ο νταχαρές ή νταϊρές (ντέφι). Εκτός από αυτά όμως, ως μέσα μουσικής έκφρασης χρησιμοποιούνται και αντικείμενα της καθημερινής ζωής (κουδούνια καισήμαντρα). Το ανθρώπινο δε σώμα ως ηχοποιητικό μέσο με τα πόδια που χτυπούν στο έδαφος καθώς και ο τρόπος που κινείται φανερώνουν το πρωταρχικό στοιχείο της μουσικής, το ρυθμό.
Μπαμπούγερα ντύνονται και παιδιά, στοιχείο της συνέχισης του εθίμου το οποίο στην Καλή Βρύση βιώνεται ως έκφραση ψυχικής ανάγκης και λειτουργεί ως συνειδητό χρέος στην προγονική κληρονομιά. Τα αναβιωμένα εθιμικά δρώμενα συνοδεύουν τα παραδοσιακά όργανα της περιοχής, η γκάιντα (είδος ασκού, μουσικού οργάνου γνωστού και στην αρχαιότητα), η λύρα και ο νταχαρές ή νταϊρές (ντέφι). Εκτός από αυτά όμως, ως μέσα μουσικής έκφρασης χρησιμοποιούνται και αντικείμενα της καθημερινής ζωής (κουδούνια καισήμαντρα). Το ανθρώπινο δε σώμα ως ηχοποιητικό μέσο με τα πόδια που χτυπούν στο έδαφος καθώς και ο τρόπος που κινείται φανερώνουν το πρωταρχικό στοιχείο της μουσικής, το ρυθμό.
ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ (=Καλός γέρος).
Θρακικό δρώμενο (στη Βιζύη) τη Δευτέρα της «Τυρινής». Τελείται σε 3 διαδοχικές σκηνές:
1. την μπάμπω με το εφταμηνίτικο
2. το φόνο του καλόγερου
3. την ψευδοαροτροίωση
1. την μπάμπω με το εφταμηνίτικο
2. το φόνο του καλόγερου
3. την ψευδοαροτροίωση
Έθιμο το οποίο έμεινε εντελώς έξω από
την εκκλησιαστική λατρεία.
Παρ’ όλη την ποικιλία και τις διάφορες παραλλαγές των
εθίμων αυτής της κατηγορίας, βασικό κέντρο όλων αποτελεί το θέμα «θάνατος-
ανάσταση», η νεκρανάσταση της φύσης και του κόσμου.
Το έθιμο του καλόγερου τελείται κάθε χρόνο από πρόσφυγες, από την
Ανατολική και Βόρεια Θράκη, την Κυριακή της Τυρινής.
Η παρακάτω περιγραφή του εθίμου προέρχεται από τους πρόσφυγες από το χωριό Κωστί της Βόρειας Θράκης –εγκατεστημένοι σήμερα κυρίως στα χωριά Αγία Ελένη Σερρών, Μελίκη Βέροιας και Μαυρολεύκη Δράμας.
Όπως μας περιγράφει Αναστάσιος Ρέκλος (Ρέκλος, 1998), στο
έθιμο συμμετέχουν μόνο άντρες και κύρια πρόσωπα του θιάσου είναι: ο Καλόγερος, ο Βασιλές, το Βασιλόπουλο, η Μπάμπω, Κορίτσα και ο Ζευγολάτης, από τους οποίους μεταμφιέζονται ο Καλόγερος, η Μπάμπω και η Κορίτσα.
έθιμο συμμετέχουν μόνο άντρες και κύρια πρόσωπα του θιάσου είναι: ο Καλόγερος, ο Βασιλές, το Βασιλόπουλο, η Μπάμπω, Κορίτσα και ο Ζευγολάτης, από τους οποίους μεταμφιέζονται ο Καλόγερος, η Μπάμπω και η Κορίτσα.
Ο καλόγερος έχει το πάνω μέρος του σώματός του τυλιγμένο με λινάτσα, στη μέση έχει κρεμασμένα κουδούνια σε σχηματισμό που να υποδηλώνει το φαλλό. Το κεφάλι και το πρόσωπο είναι
καλυμμένα από νεροκολοκύθες, ενώ κρατά τη «σφούγγια» (πάνα παραδοσιακού
καλυμμένα από νεροκολοκύθες, ενώ κρατά τη «σφούγγια» (πάνα παραδοσιακού
φούρνου).
Η Μπάμπω είναι άντρας μεταμφιεσμένος σε γερόντισσα, όπως και η
Κορίτσα που μεταμφιέζεται σε κοπέλα. Ο Καλόγερος με τη συνοδεία λύρας και
νταουλιού ξεκινούν την τελετουργική επίσκεψη σε όλα τα σπίτια του χωριού.
Στο
κατώφλι κάθε σπιτιού η νοικοκυρά ραίνει τον Καλόγερο με πολυσπόρια, ενώ εν
συνεχεία ο Βασιλές με το Βασιλόπουλο προσφέρουν κρασί στο νοικοκύρη και, αφού
ανταλλάξουν ευχές, αποχωρούν.
Αφού γυρίσουν όλο το χωριό, συγκεντρώνονται στο
τρίστρατο, όπου υπάρχει ένα δίτροχο κάρο για τον Βασιλέ.
Τότε τα παλικάρια του
χωριού προσπαθούν να σύρουν το κάρο, ενώ από την άλλη οι παντρεμένοι τραβούν
αντίθετα, ώσπου νικούν τα παλικάρια για το καλό της ευγονίας.
Ακολουθεί
τελετουργική αναπαράσταση άροσης και σποράς με τα παλικάρια να τραβούν το ζυγό
του άροτρου, ενώ ο Καλόγερος υποδύεται το ρόλο του αγρότη ρίχνοντας τους
σπόρους. Από το σημείο αυτό και έπειτα κυριαρχεί η αθυροστομία.
Αφού προσφερθεί
γεύμα στον Καλόγερο, πραγματώνεται η αναπαράσταση του θανάτου και της
ανάστασης του Καλόγερου.
Επισημαίνουμε ότι «το αλέτρι και ο φαλλός είναι
πρωταγωνιστικά σύμβολα, τόσο ως θεατρικά εξαρτήματα των μεταμφιεσμένων, όσο
και ως θέμα των αδόμενων τραγουδιών ».
Η αντίληψη της σχέσης θανάτου και ανάστασης υπάρχει πολύ έντονα από τα
αρχαία χρόνια. Χαρακτηριστικά μας παραθέτει ο Burkert (Burkert, 1997, σ.161) ένα
απόσπασμα μελέτη του Frazer:
«Φαντάστηκαν την αύξηση και τη φθορά της βλάστησης, τη γέννηση και το
θάνατο των ζωντανών όντων, ως αποτέλεσμα της αυξομειωνόμενης δύναμης
θεϊκών όντων, αρσενικών θεοτήτων που γεννιούνταν και πέθαιναν….
Πίστευαν ότι εκτελώντας ορισμένες μαγικές τελετές μπορούσαν να
βοηθήσουν το Θεό, που ήταν η πηγή της ζωής, στον αγώνα του με την
αντίθετη πηγή του θανάτου. Φαντάστηκαν ότι μπορούσαν να ενισχύσουν τη
φθίνουσα ενεργητικότητά του, και ακόμα και να τον αναστήσουν από το
θάνατο.»
Η παρουσία του φαλλού –ως σύμβολο γονιμότητας- αποτελεί βασικό και
αναπόσπαστο στοιχείο σε όλα τα έθιμα –γονιμικές τελετές- αυτής της περιόδου. Όπως
ενημερωνόμαστε από τη μελέτη των Martin και Metzger (Martin R.-Metzger H, 1992,
σ.144) σε μία από τις Αττικές γιορτές της αρχαιότητας προς τιμήν του Διονύσου, στα
Κατ’ Αγρούς Διονύσια, που τελούνταν την περίοδο μεταξύ Δεκέμβρη και Ιανουάριο,
πραγματοποιούνταν μια πομπή, που περιέφερε ένα φαλλό μεγάλων διαστάσεων,
συνοδευόμενη με χορωδίες ή τραγούδια.
Η πομπή ήταν μαζική και αποσκοπούσε στην
ευφορία των αγρών και των κήπων και τη γονιμότητα των σπιτικών.
Κατά τον
Κοπιδάκη (Κοπιδάκης, 1997, σ.3) τη χρήση του φαλλού τη συναντούμε σε ευετηριακά δρώμενα (Κατ’ Αγρούς Διονύσια, Στήνια, Θεσμοφόρια, Αλώα κ.α), αλλά και σε μυστηριακές λατρείες, όπου πρόσφεραν στους συμμετέχοντες πλακούντες σε σχήμα
Για τη χρήση του φαλλού ο Κοπιδάκης σχολιάζει (Κοπιδάκης, 1997, σ.4): «Ο φαλλός εχρησιμοποιείτο επίσης ως αποτρόπαιον και φυλακτήριον…Ακόμη και στους τάφους οι φαλλικές απεικονίσεις δεν είναι σπάνιες· ο φαλλός υποδηλώνει τη μακαριότητα της μετά θάνατον ζωής, διασφαλίζει τη γαλήνη του νεκρού και προοιωνίζει τη μέλλουσα αναγέννηση ή ακόμη και την εκ νεκρών ανάσταση».
Συνεχίζοντας αναφέρει «Τα άσματα των νέων φαλλοφόρων, που είναι ως είδος έκφρασης και Διονύσου αρχαιότερα, φαιδρύνουν τις γονιμικές γιορτές,
διακηρύσσόντας πως όσο ο φαλλός, ο συνεργός πάσης γενέσεως, σφριγά, δεν έχει ο θάνατος τον τελευταίο λόγο», ενώ ο Burkert (Burkert, 1993β, σ.232) λέει: «οι
τελετουργίες με σεξουαλικά στοιχεία γίνονται κατανοητές κυρίως ως μαγείες
ευφορίας».
Οι μεταμφιέσεις αποτελούν το πλέον χαρακτηριστικό σύμβολο της Αποκριάς, το οποίο έχει επιβιώσει μέχρι και τις μέρες μας. Συναντούμε ένα ογκώδες σε πλήθος και ποικιλία, μεταμφιέσεων στα έθιμα τα Αποκριάς, ιδιαίτερα στον Βορειοελλαδικό χώρο.
Ο Κώστας Θρακιώτης (Θρακιώτης, 1991, σ.256) μας πληροφορεί πως οι
μεταμφιεσμένοι, δαιμονοποιημένες ψυχές νεκρών, ντύνονται με προβιές και
τραγόμορφες μάσκες και κουδούνια να χτυπούν ασταμάτητα και εκκωφαντικά, από τον παράδοξο τρόπο του βαδίσματός τους και τα πηδήματα.
μεταμφιεσμένοι, δαιμονοποιημένες ψυχές νεκρών, ντύνονται με προβιές και
τραγόμορφες μάσκες και κουδούνια να χτυπούν ασταμάτητα και εκκωφαντικά, από τον παράδοξο τρόπο του βαδίσματός τους και τα πηδήματα.
Το βάψιμο των προσώπων
και τα προσωπεία αποτελούν τους προγόνους των σημερινών μεταμφιέσεων. Ο Burkert (Burkert, 1993β ,σ.230) σχολιάζει: «Οι μάσκες (προσωπεία), το πανάρχαιο μέσο, που επέτρεπε να εγκαταλείψει κανείς τη δική του προσωπικότητα και να αναλάβει μια νέα ασυνήθιστη» και (Burkert, 1993β, σ.232) «Σε πολλές παραλλαγές υπάρχουν πομπές με υπερφυσικούς φαλλούς· όσοι έφεραν αυτό το όργανο έπρεπε να αποκρύψουν την ταυτότητά τους αλείφοντας το πρόσωπό τους με καπνιά ή πίτουρα ή
ακόμα φορώντας προσωπείο».
και τα προσωπεία αποτελούν τους προγόνους των σημερινών μεταμφιέσεων. Ο Burkert (Burkert, 1993β ,σ.230) σχολιάζει: «Οι μάσκες (προσωπεία), το πανάρχαιο μέσο, που επέτρεπε να εγκαταλείψει κανείς τη δική του προσωπικότητα και να αναλάβει μια νέα ασυνήθιστη» και (Burkert, 1993β, σ.232) «Σε πολλές παραλλαγές υπάρχουν πομπές με υπερφυσικούς φαλλούς· όσοι έφεραν αυτό το όργανο έπρεπε να αποκρύψουν την ταυτότητά τους αλείφοντας το πρόσωπό τους με καπνιά ή πίτουρα ή
ακόμα φορώντας προσωπείο».
Επίσης η Κατερίνα Kακούρη (Kακούρη, 1976, σ.124)
μας παραθέτει μια φράση του Wace: «Για όποιον αναζητά σε ελληνικά αγροτικά δρώμενα την υποδομή του αγροτικού δράματος, έχει τη δυνατότητα να θεωρεί τους σύγχρονους ζωομεταμφιεσμένους των βορείων περιοχών ως το ανάλογο των αρχαίων
σατύρων».
μας παραθέτει μια φράση του Wace: «Για όποιον αναζητά σε ελληνικά αγροτικά δρώμενα την υποδομή του αγροτικού δράματος, έχει τη δυνατότητα να θεωρεί τους σύγχρονους ζωομεταμφιεσμένους των βορείων περιοχών ως το ανάλογο των αρχαίων
σατύρων».
ΟΙ «ΦΑΝΟΙ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ».
Ένα διονυσιακό έθιμο, που αναβιώνει την Αποκριά στηνΚοζάνη είναι ο Φανός. Η παράδοση θέλει με το άναμμα του φανού το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς να ξεκινούν τραγούδια, τα οποία εξιστορούν τα κατορθώματα των κλεφτών, αλλά και τον έρωτα.
Τα τραγούδια ονομάζονται ξενίντραπα, μασκαραλίτκα ή νοικοκυρίσια κι έχουν σατιρικό χαρακτήρα και έντονες φαλλικές αναφορές. Στο έθιμο συμμετέχει όλη η Κοζάνη, ανάβουν συνολικά δεκατρείς φανοί, ένας σε κάθε γειτονιά της Κοζάνης.
Φωτιές που στήνονται στις γειτονιές ως είδος βωμού. Κάθε γειτονιά προσπαθεί να παρουσιάσει όχι μόνο τον ωραιότερο φανό, αλλά και τους πιο καλούς τραγουδιστές, που να έχουν θέση ξεχωριστή στην τοπική κοινωνία.
Φωτιές που στήνονται στις γειτονιές ως είδος βωμού. Κάθε γειτονιά προσπαθεί να παρουσιάσει όχι μόνο τον ωραιότερο φανό, αλλά και τους πιο καλούς τραγουδιστές, που να έχουν θέση ξεχωριστή στην τοπική κοινωνία.
ΧΑΣΚΑΣ ή ΧΑΣΚΑΡΗΣ ή ΧΑΨΑΡΟΣ ή ΧΑΨΑΛΟΣ (Πανελλήνιο).
Το πιο διασκεδαστικό έθιμο. Ένα παιχνίδι με αβγό καθαρισμένο, σπανιότερα ακαθάριστο. Έδεναν το αβγό με μια κλωστή από το ταβάνι και κάποιος το στριφογύριζε. Όποιος το έπιανε με το στόμα ήταν ο τυχερός.
Αλλού το αβγό το έδεναν με κλωστή σ’ ένα μακρύ ξύλο που το κουνούσε ο νοικοκύρης. Αλλού πάλι προσπαθούσαν να το πιάσουν τα παιδιά με το στόμα, γονατιστά και με τα χέρια δεμένα.
ΑΛΕΥΡΟΜΟΥΤΖΟΥΡΩΜΑΤΑ (Γαλαξίδι).
ΑΛΕΥΡΟΜΟΥΤΖΟΥΡΩΜΑΤΑ (Γαλαξίδι).
Στο Γαλαξίδι την Καθαρά Δευτέρα δεν παίζουν με σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο, αλλά παίζουν "αλευροπόλεμο" με βασικό υλικό το αλεύρι. Αυτό το έθιμο διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρ' όλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την Τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Απόκριες για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άνδρες. Φορούσαν μάσκες ή απλά έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στην συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και ή ώχρα. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν όλοι ανεξαιρέτως ηλικίας.
Ο γαμπρός και η νύφη (πάλι άντρας παρελαύνουν στη παραλία και στη συνέχεια οι παρευρισκόμενοι στο έθιμο, που ραίνουν το ζευγάρι με φούμο (αλεύρι), αρχίζουν να αλληλομουτζουρώνονται, χορεύοντας και διασκεδάζοντας.
ΜΠΟΥΡΑΝΙ (Τίρναβος). Διονυσιακό έθιμο. Μια αλάδωτη χορτόσουπα που ετοιμάζεται και μοιράζεται με τη συνοδεία άσεμνων τραγουδιών και τολμηρών χειρονομιών.
ΒΛΑΧΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ (Θήβα).
Ο γαμπρός και η νύφη (πάλι άντρας παρελαύνουν στη παραλία και στη συνέχεια οι παρευρισκόμενοι στο έθιμο, που ραίνουν το ζευγάρι με φούμο (αλεύρι), αρχίζουν να αλληλομουτζουρώνονται, χορεύοντας και διασκεδάζοντας.
ΜΠΟΥΡΑΝΙ (Τίρναβος). Διονυσιακό έθιμο. Μια αλάδωτη χορτόσουπα που ετοιμάζεται και μοιράζεται με τη συνοδεία άσεμνων τραγουδιών και τολμηρών χειρονομιών.
ΒΛΑΧΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ (Θήβα).
Η Θήβα φημίζεται για την αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου, κάθε Καθαρή Δευτέρα. Είναι ένα έθιμο που φθάνει στις ημέρες μας από το 1830 περίπου, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών.
Οι Βλάχοι, δηλ. οι τσοπάνηδες από την Μακεδονία, την Ήπειρο,Θεσσαλία και Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα. Το έθιμο αφομοιώθηκε και διατηρήθηκε μόνο στην Θήβα, την πατρίδα του Διονύσου. Πιστεύεται ότι ο Βλάχικος γάμος είναι κατάλοιπο Διονυσιακής Παράδοσης, (Πομπή, Πυρρίχιος χορός, Βακχευόμενος Σάτυρος ) στους βλάχους της Πίνδου.
Προξενιό, προικοπαράδοση, ξύρισμα γαμπρού, νυφοστόλισμα και όλα τα άλλα γαμήλια νόμιμα γίνονται με την καθιερωμένη εθιμική τάξη. Παλαιότερα, σήμερα παραλείπεται, σε κάποια στιγμή ένας συμπέθερος ή και ο ίδιος ο γαμπρός έπεφτε καταγής, ύστερα δήθεν από κάποια φιλονικία, προσποιούμενος τον πεθαμένο. Άρχιζε μοιρολόγημα και κοπετός (θρήνος με στηθοκτυπήματα). Ξαφνικά όμως ο πεθαμένος σηκωνόταν σαν να ανασταινόταν, με όλους τους συμβολισμούς μιας τέτοιας παράστασης.
Προξενιό, προικοπαράδοση, ξύρισμα γαμπρού, νυφοστόλισμα και όλα τα άλλα γαμήλια νόμιμα γίνονται με την καθιερωμένη εθιμική τάξη. Παλαιότερα, σήμερα παραλείπεται, σε κάποια στιγμή ένας συμπέθερος ή και ο ίδιος ο γαμπρός έπεφτε καταγής, ύστερα δήθεν από κάποια φιλονικία, προσποιούμενος τον πεθαμένο. Άρχιζε μοιρολόγημα και κοπετός (θρήνος με στηθοκτυπήματα). Ξαφνικά όμως ο πεθαμένος σηκωνόταν σαν να ανασταινόταν, με όλους τους συμβολισμούς μιας τέτοιας παράστασης.
ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ (Μεθώνη).
Ανάμνηση πραγματικού γάμου, που έγινε στην πόλη αυτή πριν από αιώνες. Γαμπρός ήταν ο «καβαλάριος κυρ Ιωάννης ο Κουτρούλης», ο οποίος, ύστερα από πολλών χρόνων αναμονή και υπομονή, γιατί αντιδρούσε η εκκλησία, παντρεύτηκε την γυναίκα που αγαπούσε. Ο γάμος μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι και πραγματικά έγινε παροιμιώδης.
Η ΜΟΝΟΗΜΕΡΗ ΚΛΩΣΤΗ (Βάρος Λήμνου).
Γύρω στα 1916, μια ξαφνική αρρώστια έπληξε το Βάρος. Την αποκάλεσαν πανούκλα και θέριζε πραγματικά.
Μέσα στο γενικό χαμό, μια γυναίκα του χωριού είδε στον ύπνο της τον Άγιο Χαράλαμπο, που τη συμβούλεψε να γνέσουν, σε μία μόνο μέρα, κλωστή, από τα βαμβάκια που καλλιεργούσαν, να την ενώσουν τρίκλωνη και να ζώσουν μ’ αυτή το χωριό.
Πράγματι, την άλλη μέρα, όλες οι γυναίκες του χωριού έκαναν αυτό, που τους είπε ο Άγιος και το χωριό σώθηκε από την επιδημία.
Από τότε, κάθε χρόνο, στη διάρκεια της Σαρακοστής, οι γυναίκες μαζεύονται σ’ ένα μεγάλο χορό και γνέθουν την κλωστή, την κάνουν τριπλή και φτιάχνουν 13 μεγάλα κουβάρια.
Από την εκκλησία, ξεκινάει η πομπή, με επικεφαλής τον παπά του χωριού και μια γυναίκα, που κουβαλάει τα κουβάρια με τη μονοήμερη κλωστή. Στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαράλαμπου γίνεται η πρώτη στάση για δέηση και ξεκινάει το ζώσιμο του χωριού.
«ΜΠΡΑΜΔΕΣ» ή «ΟΙ ΚΑΛΕΣ» (Σκόπελος). Οι πιο αριστοκρατικές μεταμφιέσεις του νησιού. Φορούν τοπικές ενδυμασίες (φουστανέλες, βράκες, τουαλέτες εποχής…) και πολλά εξαρτήματα. Γυρίζουν από γειτονιά σε γειτονιά και τραγουδούν το επικό τραγούδι της «Βλάχας»:
Άντε να πάμε Βλάχα στον πέρα καφενέ
Να σε τρατάρω Βλάχα σουμάδα κι αργιλέ…
Δε θέλω τη σουμάδα ούτε τον αργιλέ
Μον θέλω ένα λουκούμι κι ένα γλυκό καφέ…
Μέσα στο γενικό χαμό, μια γυναίκα του χωριού είδε στον ύπνο της τον Άγιο Χαράλαμπο, που τη συμβούλεψε να γνέσουν, σε μία μόνο μέρα, κλωστή, από τα βαμβάκια που καλλιεργούσαν, να την ενώσουν τρίκλωνη και να ζώσουν μ’ αυτή το χωριό.
Πράγματι, την άλλη μέρα, όλες οι γυναίκες του χωριού έκαναν αυτό, που τους είπε ο Άγιος και το χωριό σώθηκε από την επιδημία.
Από τότε, κάθε χρόνο, στη διάρκεια της Σαρακοστής, οι γυναίκες μαζεύονται σ’ ένα μεγάλο χορό και γνέθουν την κλωστή, την κάνουν τριπλή και φτιάχνουν 13 μεγάλα κουβάρια.
Από την εκκλησία, ξεκινάει η πομπή, με επικεφαλής τον παπά του χωριού και μια γυναίκα, που κουβαλάει τα κουβάρια με τη μονοήμερη κλωστή. Στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαράλαμπου γίνεται η πρώτη στάση για δέηση και ξεκινάει το ζώσιμο του χωριού.
«ΜΠΡΑΜΔΕΣ» ή «ΟΙ ΚΑΛΕΣ» (Σκόπελος). Οι πιο αριστοκρατικές μεταμφιέσεις του νησιού. Φορούν τοπικές ενδυμασίες (φουστανέλες, βράκες, τουαλέτες εποχής…) και πολλά εξαρτήματα. Γυρίζουν από γειτονιά σε γειτονιά και τραγουδούν το επικό τραγούδι της «Βλάχας»:
Άντε να πάμε Βλάχα στον πέρα καφενέ
Να σε τρατάρω Βλάχα σουμάδα κι αργιλέ…
Δε θέλω τη σουμάδα ούτε τον αργιλέ
Μον θέλω ένα λουκούμι κι ένα γλυκό καφέ…
Οι Μπράμδες μαζεύονται την Κυριακή της Τυρινής στις πλατείες κι άλλα κεντρικά σημεία του νησιού, τραγουδούν και χορεύουν, ενώ παράλληλα τους κερνούν ρυζόγαλο, γαλατομπούρεκο κι άφθονο κρασί.
«Το έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη» αναβιώνει κάθε Καθαρά Δευτέρα στην πόλη τηςΒόνιτσας. Είναι μια νότα παράδοσης που καταφέρνει συνδυάζοντας σάτιρα και διασκέδαση να προσφέρει κάθε φορά ξεχωριστές στιγμές στους επισκέπτες και τους ντόπιους. Οι απόψεις για τη προέλευση του εθίμου διίστανται. Κατά μία εκδοχή το έθιμο είναι εξέλιξη της σκωπτικής παράστασης κάποιων μοναχών της Αγίας Παρασκευής εις βάρος ενός μοναχού με το όνομα Γρηγόριος. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το έθιμο είναι κληρονομιά από τους Βενετσιάνους από την περίοδο που κατείχαν την περιοχή. Όμως η επικρατέστερη άποψη είναι αυτή που θέλει τον Γληγοράκη ψαρά ο οποίος αρνήθηκε τη θάλασσα και έψαξε τη τύχη του στη στεριά. Η θάλασσα όμως τον εκδικήθηκε και τον έριξε στα ξένα, να ταλαιπωρείται και να μην μπορεί να έχει σταθερή δουλειά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το δρώμενο έχει στοιχεία των Διονυσιακών τελετών και των αρχαίων τελετών που γίνονταν για την υποδοχή της Άνοιξης.
Η διατήρηση και ο εμπλουτισμός του δρώμενου οφείλεται σίγουρα στους ντόπιους ψαράδες. Κάθε χρόνο την Αποκριά, οι ψαράδες ξαναθυμούνται εκείνο τον ψαρά, τον Γληγοράκη, και τον καταδικάζουν με το δικό τους τρόπο. Αφού πιουν, μασκαρευτούν από το Σαββατόβραδο της Τυρινής έως την Καθαρά Δευτέρα βλέπουν τον αρνητή της θάλασσας να έρχεται όπως τότε, που τον έφεραν σηκωτό για να τον πάνε στο Κοιμητήριο του ψαράδικου συνοικισμού.
Πρόχειρα φτιαγμένος από άχυρο και παλιά ρούχα κάνει την είσοδό του πάνω σε ένα γάιδαρο που τον τραβά ένας αγροφύλακας και του προσφέρουν βοήθεια δύο γιδοβοσκοί. Οι ρόλοι είναι από χρόνια μοιρασμένοι. Η μάνα, η γυναίκα, οι μοιρολογίστρες, ο γιατρός, οι συγγενείς, ο παπάς. Κάθε χρόνο καινούργια βάσανα περιμένουν τον Γληγοράκη. Κάθε στάση που κάνει δίνεται και μια μικρή θεατρική παράσταση. Ο γιατρός βγάζει γνωμάτευση κάνοντας ερωτήσεις στους συγγενείς και εξετάζει τον ασθενή. Με το πέρασμα των χρόνων η γνωμάτευση άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής και κατέληξε σε αναπαράσταση και διακωμώδηση της επικαιρότητας.
Μέσα σε μοιρολόγια και θρήνους πλησιάζει ο παπάς με τα παπαδοπαίδια. Τα λόγια του παραλλαγμένα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Το δειλινό στην κεντρική πλατεία της Βόνιτσας δίνεται η πιο μεγάλη παράσταση. Γλέντι με θαλασσινά, άφθονο κρασί, χορός και τραγούδι. Προς το τέλος της τελετής, σε κάποια διακοπή του γλεντιού, κάποιος εκφωνεί τον επικήδειο, που δεν είναι παρά μια καυστική σάτιρα της επικαιρότητας. Το απόβραδο ο Γληγοράκης στην άκρη του γιαλού ή μέσα σε πρόχειρα κατασκευασμένη βάρκα, ρίχνεται στη φωτιά. Γύρω από τον αχυρένιο που σιγοκαίγεται, γίνεται το γλέντι κορυφώνεται με χορό και ποτό. Άλλη μια Αποκριά φεύγει... μαζί με το «Γληγοράκη...»
«Το έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη» αναβιώνει κάθε Καθαρά Δευτέρα στην πόλη τηςΒόνιτσας. Είναι μια νότα παράδοσης που καταφέρνει συνδυάζοντας σάτιρα και διασκέδαση να προσφέρει κάθε φορά ξεχωριστές στιγμές στους επισκέπτες και τους ντόπιους. Οι απόψεις για τη προέλευση του εθίμου διίστανται. Κατά μία εκδοχή το έθιμο είναι εξέλιξη της σκωπτικής παράστασης κάποιων μοναχών της Αγίας Παρασκευής εις βάρος ενός μοναχού με το όνομα Γρηγόριος. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το έθιμο είναι κληρονομιά από τους Βενετσιάνους από την περίοδο που κατείχαν την περιοχή. Όμως η επικρατέστερη άποψη είναι αυτή που θέλει τον Γληγοράκη ψαρά ο οποίος αρνήθηκε τη θάλασσα και έψαξε τη τύχη του στη στεριά. Η θάλασσα όμως τον εκδικήθηκε και τον έριξε στα ξένα, να ταλαιπωρείται και να μην μπορεί να έχει σταθερή δουλειά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το δρώμενο έχει στοιχεία των Διονυσιακών τελετών και των αρχαίων τελετών που γίνονταν για την υποδοχή της Άνοιξης.
Η διατήρηση και ο εμπλουτισμός του δρώμενου οφείλεται σίγουρα στους ντόπιους ψαράδες. Κάθε χρόνο την Αποκριά, οι ψαράδες ξαναθυμούνται εκείνο τον ψαρά, τον Γληγοράκη, και τον καταδικάζουν με το δικό τους τρόπο. Αφού πιουν, μασκαρευτούν από το Σαββατόβραδο της Τυρινής έως την Καθαρά Δευτέρα βλέπουν τον αρνητή της θάλασσας να έρχεται όπως τότε, που τον έφεραν σηκωτό για να τον πάνε στο Κοιμητήριο του ψαράδικου συνοικισμού.
Πρόχειρα φτιαγμένος από άχυρο και παλιά ρούχα κάνει την είσοδό του πάνω σε ένα γάιδαρο που τον τραβά ένας αγροφύλακας και του προσφέρουν βοήθεια δύο γιδοβοσκοί. Οι ρόλοι είναι από χρόνια μοιρασμένοι. Η μάνα, η γυναίκα, οι μοιρολογίστρες, ο γιατρός, οι συγγενείς, ο παπάς. Κάθε χρόνο καινούργια βάσανα περιμένουν τον Γληγοράκη. Κάθε στάση που κάνει δίνεται και μια μικρή θεατρική παράσταση. Ο γιατρός βγάζει γνωμάτευση κάνοντας ερωτήσεις στους συγγενείς και εξετάζει τον ασθενή. Με το πέρασμα των χρόνων η γνωμάτευση άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής και κατέληξε σε αναπαράσταση και διακωμώδηση της επικαιρότητας.
Μέσα σε μοιρολόγια και θρήνους πλησιάζει ο παπάς με τα παπαδοπαίδια. Τα λόγια του παραλλαγμένα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Το δειλινό στην κεντρική πλατεία της Βόνιτσας δίνεται η πιο μεγάλη παράσταση. Γλέντι με θαλασσινά, άφθονο κρασί, χορός και τραγούδι. Προς το τέλος της τελετής, σε κάποια διακοπή του γλεντιού, κάποιος εκφωνεί τον επικήδειο, που δεν είναι παρά μια καυστική σάτιρα της επικαιρότητας. Το απόβραδο ο Γληγοράκης στην άκρη του γιαλού ή μέσα σε πρόχειρα κατασκευασμένη βάρκα, ρίχνεται στη φωτιά. Γύρω από τον αχυρένιο που σιγοκαίγεται, γίνεται το γλέντι κορυφώνεται με χορό και ποτό. Άλλη μια Αποκριά φεύγει... μαζί με το «Γληγοράκη...»
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
Φυτεύουν πατάτες.
Προετοιμάζουν τα χωράφια για να σπείρουν ανοιξιάτικα σιτηρά & ενισχύουν τα φθινοπωρινά, λιπαίνοντάς τα.
Κλαδεύουν αμπέλια & δέντρα.
Καθαρισμός μαντριών.
Συντήρηση κοπριάς σε λάκκους.
Σβάρνισμα χωραφιών.
Φυτεύουν πατάτες.
Προετοιμάζουν τα χωράφια για να σπείρουν ανοιξιάτικα σιτηρά & ενισχύουν τα φθινοπωρινά, λιπαίνοντάς τα.
Κλαδεύουν αμπέλια & δέντρα.
Καθαρισμός μαντριών.
Συντήρηση κοπριάς σε λάκκους.
Σβάρνισμα χωραφιών.
ΓΙΟΡΤΕΣ:
ΣΥΜΟΓΙΟΡΤΑ.
1)Ο Άγιος Τρύφων (1/2). Προστατεύει τα αμπέλια & τους αγρούς από τα τρωκτικά.
2) Η Παναγία η Υπαπαντή (2/2). Προστατεύει μυλωνάδες & αγρότες.
Λένε στην ΑΙΤΩΛΙΑ: Ό,τι καιρό κάνει της Υπαπαντής, τέτοιο καιρό θα κάνει τις επόμενες 40 μέρες.
3) Ο Άγιος Συμεών (3/2). Οι έγκυες την ημέρα αυτή δε δούλευαν για μη σημαδευτούν τα παιδιά στην κοιλιά τους.
ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ. Είναι η Πέμπτη της Κρεατινής, που κάθε σπίτι ήθελε να «τσικνώσει τη γωνιά του», να ψήσει δηλαδή κρέας και η τσίκνα να απλωθεί ολόγυρα. Σήμερα, βέβαια, είναι απλά μία ακόμη ευκαιρία για διασκέδαση.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
«Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν τύχει και θυμώσει, μες το χιόνι θα σε χώσει».
«Φλεβάρης, κουτσοφλέβαρος και του τσαπιού ο μήνας».
«Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό».
«Παπαντή καλοβρεμένη, η κοφίνα γεμισμένη».
«Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς».
«Άγιε Πολύκαρπε βόηθα το σπόρο να φυτρώσει και να πολυκαρπίσει».
«Άμα αγκιάξει ο Κουτσοφλέβαρος το πόδι του, θα μας χώσει στα χιόνια».
«Αν δεν βγει ο Φλεβάρης δεν μπαίνει ο Μάρτης».
«Αν της Υπαπαντής δεν φανεί ο ήλιος, θα βρέχει 40 ημέρες. Αν φανεί θα έρθει καλή χρονιά».
«Άσπρος Φλεβάρης, χαρούμενος ο χωραφιάρης».
«Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το».
«Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι».
«Γενάρης με τα κρούσταλλα, Φλεβάρης με τα χιόνια».
«Γεναριάτικο αρνί και Φλεβαριάτικο κατσίκι».
«Ζεστός Φλεβάρης, το Πάσχα κρύο».
«Η Παπαντή διώχνει τις γιορτές με τ' αντί».
«Θύμωσε ο Φλεβαράκης, πλάκωσε ο χιονάκης».
«Κάλλιο Μάρτης με παλούκια παρά Φλεβάρης με μπουμπούκια».
«Καλοκαιριά της Υπαπαντής, Μαρτιάτικος Χειμώνας».
«Κύριε ελέησον, Φλεβάρη, και στο χάλκωμα με βάνεις [δηλ. από το κρύο μπαίνω να ζεσταθώ μέσα στο καζάνι».
«Ο μήνας Φλεβάρης ή τις φλέβες (του νερού) ανοίγει ή τις φλέβες κλείνει».
«Ο Φλεβάρης αν θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του Καλοκαιριού μυρίζει κι αν τις φλέβες του ανοίξει, θε να κάψει να φλογίσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του Καλοκαιριού μυρίζει, κι αν αλήθεια φλογίσει πόσους σκύλους θα ψοφήσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει, πάλι ή άνοιξη μυρίζει μα κι αν τύχη να θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει κι άμα πει και θυμώσει μέσ’ τα χιόνια θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει, μ' αν τις φλέβες του ανοίξει ξεροπήγαδα γιομίζει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα κι αν δώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, πάλι άνοιξη θ' ανθίσει. Μα αν κάμει και πεισμώσει, μες τα χιόνια θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης φλέβες ανοίγει και πόρτες σφαλάει».
«Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό».
«Ότι έφτιασε ο Φλεβάρης έχει ο Αλωνάρης».
«Ότι ημέρα κάμει της Παπαντής, θα την κάνει σαράντα μέρες».
«Παπαντή καλοβρεμμένη, η κοφίνα γεμισμένη».
«Παπαντούλα βροχερή και τ’ αλώνια σαν σωροί».
«Παπαντούλα χιονισμένη, και τ’ αμπάρια γιομισμένα».
«Σου ‘πανε Φλεβάρη βρέξε και λησμόνησες να πάψεις».
«Στα μαλακά Φλεβάρη μου και έχει ο Θεός».
«Στις δέκα εφτά του Φλεβάρη θα ζεσταθεί το νύχι του βοδιού» [δηλ. αρχίζει να ζεσταίνει ο καιρός]
«Στις δεκαπέντ' από Φλεβάρη βαρεί το άλογο ποδάρι».
«Τα γέρικα γαϊδούρια Φλεβάρη ψοφάνε».
«Τα έκανε ο Φλεβάρης κι έσκασε ο Μάρτης».
«Τα χιόνια του Φλεβάρη, βγάζουν τον Μάρτη παλικάρι».
«Τα χρέη του Φλεβάρη, ο Μάρτης τα πλερώνει».
«Την Τυρινή και των Βαγιών μπαίνει ο διάβολος στο γιαλό».
«Της Κρεατινής τα κομμάτια τα τρώει η Τυρινή και της Τυρινής τα σκυλιά».
«Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς».
«Τον Γενάρη κλάδευε και τον Φλεβάρη απόσκαφτε».
«Τον κακό Φλεβάρη ψοφούν οι λύκοι απ’ την πείνα».
«Τον καλό τον Φλεβαράκη σκάρισε τ’ αρνάκι».
«Τον ξερό Φλεβάρη, σου παίρνει ο διάβολος το γαλάρι».
«Τον Φλεβάρη ανοίγουνε οι φλέβες».
«Τον Φλεβάρη τον καλό ανοίγει η γης από το νερό».
«Του Αϊ-Τρυφώνου μην δουλέψεις και τα χέρια σου κλαδέψεις».
«Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει».
«Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει κι αλησμόνησε να πάψει».
«Του Φλεβάρη το κριθάρι του Μάρτη το κατσίκι».
«Τρεις τα γέννα, τρεις τη Φώτα κ’ έξι τα μεγάλα Πάσχα».
«Υπαπαντή καλοβρεγμένη, η κοφίνα γιομισμένη».
«Φλέβαρε - κουτσοφλέβαρε, καταραμένε μήνα, το έκανες το παράκανες με πέθανες απ’ την πείνα».
«Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε καταραμένε μήνα, μας χιόνισες, μας απόπειρες, μας έλιωσες στην πείνα».
«Φλεβάρη μήνα κοίταγε ήλιο και φεγγάρι, πάρε και γνώμη από αστρί και κάνε ότι βγάλει».
«Φλεβάρη το ‘πες, Φλεβάρη το ‘κάνες».
«Φλεβάρη, φλέβες (νερού) μ’ άνοιξες».
«Φλεβάρης ,κουτσοφλέβαρος, έρχεται κούτσα κούτσα, όλο νερά και λούτσα».
«Φλεβάρης κουτσοφλέβαρος, και του τσαπιού ο μήνας».
«Φοβήθηκε ο παπάς τον Νοέμβρη και ο Δεσπότης τον Φλεβάρη».
«Φυλάξου από τον διάβολο κι από Φλεβαριάτικο κρύο».
«Χιόνι το Φλεβάρη βάνει στάπα στο κελάρι».
«Χιόνι Φλεβαριάτικο, αλώνι αβερτιάτικο».
«Χιόνια του Φλεβαριού, χρυσάφι του καλοκαιριού».
ΠΗΓΕΣ:
3) Ο Άγιος Συμεών (3/2). Οι έγκυες την ημέρα αυτή δε δούλευαν για μη σημαδευτούν τα παιδιά στην κοιλιά τους.
ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ. Είναι η Πέμπτη της Κρεατινής, που κάθε σπίτι ήθελε να «τσικνώσει τη γωνιά του», να ψήσει δηλαδή κρέας και η τσίκνα να απλωθεί ολόγυρα. Σήμερα, βέβαια, είναι απλά μία ακόμη ευκαιρία για διασκέδαση.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
«Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν τύχει και θυμώσει, μες το χιόνι θα σε χώσει».
«Φλεβάρης, κουτσοφλέβαρος και του τσαπιού ο μήνας».
«Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό».
«Παπαντή καλοβρεμένη, η κοφίνα γεμισμένη».
«Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς».
«Άγιε Πολύκαρπε βόηθα το σπόρο να φυτρώσει και να πολυκαρπίσει».
«Άμα αγκιάξει ο Κουτσοφλέβαρος το πόδι του, θα μας χώσει στα χιόνια».
«Αν δεν βγει ο Φλεβάρης δεν μπαίνει ο Μάρτης».
«Αν της Υπαπαντής δεν φανεί ο ήλιος, θα βρέχει 40 ημέρες. Αν φανεί θα έρθει καλή χρονιά».
«Άσπρος Φλεβάρης, χαρούμενος ο χωραφιάρης».
«Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το».
«Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι».
«Γενάρης με τα κρούσταλλα, Φλεβάρης με τα χιόνια».
«Γεναριάτικο αρνί και Φλεβαριάτικο κατσίκι».
«Ζεστός Φλεβάρης, το Πάσχα κρύο».
«Η Παπαντή διώχνει τις γιορτές με τ' αντί».
«Θύμωσε ο Φλεβαράκης, πλάκωσε ο χιονάκης».
«Κάλλιο Μάρτης με παλούκια παρά Φλεβάρης με μπουμπούκια».
«Καλοκαιριά της Υπαπαντής, Μαρτιάτικος Χειμώνας».
«Κύριε ελέησον, Φλεβάρη, και στο χάλκωμα με βάνεις [δηλ. από το κρύο μπαίνω να ζεσταθώ μέσα στο καζάνι».
«Ο μήνας Φλεβάρης ή τις φλέβες (του νερού) ανοίγει ή τις φλέβες κλείνει».
«Ο Φλεβάρης αν θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του Καλοκαιριού μυρίζει κι αν τις φλέβες του ανοίξει, θε να κάψει να φλογίσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του Καλοκαιριού μυρίζει, κι αν αλήθεια φλογίσει πόσους σκύλους θα ψοφήσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει, πάλι ή άνοιξη μυρίζει μα κι αν τύχη να θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει κι άμα πει και θυμώσει μέσ’ τα χιόνια θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει, μ' αν τις φλέβες του ανοίξει ξεροπήγαδα γιομίζει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα κι αν δώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, πάλι άνοιξη θ' ανθίσει. Μα αν κάμει και πεισμώσει, μες τα χιόνια θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης φλέβες ανοίγει και πόρτες σφαλάει».
«Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό».
«Ότι έφτιασε ο Φλεβάρης έχει ο Αλωνάρης».
«Ότι ημέρα κάμει της Παπαντής, θα την κάνει σαράντα μέρες».
«Παπαντή καλοβρεμμένη, η κοφίνα γεμισμένη».
«Παπαντούλα βροχερή και τ’ αλώνια σαν σωροί».
«Παπαντούλα χιονισμένη, και τ’ αμπάρια γιομισμένα».
«Σου ‘πανε Φλεβάρη βρέξε και λησμόνησες να πάψεις».
«Στα μαλακά Φλεβάρη μου και έχει ο Θεός».
«Στις δέκα εφτά του Φλεβάρη θα ζεσταθεί το νύχι του βοδιού» [δηλ. αρχίζει να ζεσταίνει ο καιρός]
«Στις δεκαπέντ' από Φλεβάρη βαρεί το άλογο ποδάρι».
«Τα γέρικα γαϊδούρια Φλεβάρη ψοφάνε».
«Τα έκανε ο Φλεβάρης κι έσκασε ο Μάρτης».
«Τα χιόνια του Φλεβάρη, βγάζουν τον Μάρτη παλικάρι».
«Τα χρέη του Φλεβάρη, ο Μάρτης τα πλερώνει».
«Την Τυρινή και των Βαγιών μπαίνει ο διάβολος στο γιαλό».
«Της Κρεατινής τα κομμάτια τα τρώει η Τυρινή και της Τυρινής τα σκυλιά».
«Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς».
«Τον Γενάρη κλάδευε και τον Φλεβάρη απόσκαφτε».
«Τον κακό Φλεβάρη ψοφούν οι λύκοι απ’ την πείνα».
«Τον καλό τον Φλεβαράκη σκάρισε τ’ αρνάκι».
«Τον ξερό Φλεβάρη, σου παίρνει ο διάβολος το γαλάρι».
«Τον Φλεβάρη ανοίγουνε οι φλέβες».
«Τον Φλεβάρη τον καλό ανοίγει η γης από το νερό».
«Του Αϊ-Τρυφώνου μην δουλέψεις και τα χέρια σου κλαδέψεις».
«Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει».
«Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει κι αλησμόνησε να πάψει».
«Του Φλεβάρη το κριθάρι του Μάρτη το κατσίκι».
«Τρεις τα γέννα, τρεις τη Φώτα κ’ έξι τα μεγάλα Πάσχα».
«Υπαπαντή καλοβρεγμένη, η κοφίνα γιομισμένη».
«Φλέβαρε - κουτσοφλέβαρε, καταραμένε μήνα, το έκανες το παράκανες με πέθανες απ’ την πείνα».
«Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε καταραμένε μήνα, μας χιόνισες, μας απόπειρες, μας έλιωσες στην πείνα».
«Φλεβάρη μήνα κοίταγε ήλιο και φεγγάρι, πάρε και γνώμη από αστρί και κάνε ότι βγάλει».
«Φλεβάρη το ‘πες, Φλεβάρη το ‘κάνες».
«Φλεβάρη, φλέβες (νερού) μ’ άνοιξες».
«Φλεβάρης ,κουτσοφλέβαρος, έρχεται κούτσα κούτσα, όλο νερά και λούτσα».
«Φλεβάρης κουτσοφλέβαρος, και του τσαπιού ο μήνας».
«Φοβήθηκε ο παπάς τον Νοέμβρη και ο Δεσπότης τον Φλεβάρη».
«Φυλάξου από τον διάβολο κι από Φλεβαριάτικο κρύο».
«Χιόνι το Φλεβάρη βάνει στάπα στο κελάρι».
«Χιόνι Φλεβαριάτικο, αλώνι αβερτιάτικο».
«Χιόνια του Φλεβαριού, χρυσάφι του καλοκαιριού».
ΠΗΓΕΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου