Tο 1204 –χρονολογία κατά την οποία κατεστράφη ολοσχερώς η Κωνσταντινούπολη, συμπαρασύροντας το χιλιόχρονο οικοδόμημα του Βυζαντίου– παραμένει σχεδόν άγνωστο ή αγνοημένο από τους περισσότερους Έλληνες[1].
Η παράδοξη, από πρώτη άποψη, αυτή αποσιώπηση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί δευτερεύον ή παρεμπίπτον συμβάν –ένα ακόμα από τα αναρίθμητα ελλείμματα του νεώτερου ελληνισμού– αλλά ενέχει τεράστιο ιδεολογικό και πολιτικό βάρος.
Η απόκρυψη της σημασίας της πρώτης και καθοριστικής Άλωσης συσκοτίζει την ίδια τη διαδικασία συγκρότησης του νεώτερου ελληνισμού και της συνέχειάς του με τον βυζαντινό, καθώς, στην πραγματικότητα, το πρώτο «έθνος-κράτος» –ή κράτη– του νεώτερου ελληνισμού συγκροτείται κατά τη λεγόμενη υστεροβυζαντινή εποχή. Παράλληλα, και συναφώς, αυτή η παρασιώπηση συνεπάγεται την απόκρυψη των αποικιακού τύπου σχέσεων που εγκαθιδρύθηκαν έκτοτε ανάμεσα στους Δυτικούς κατακτητές και τους Έλληνες του ύστερου Βυζαντίου παραχαράσσοντας, επί πλέον, την ίδια την παγκόσμια ιστορία, ειδικότερα στο αποφασιστικό κεφάλαιο που αφορά στην αποικιοκρατική συγκρότηση της Δύσης.
Η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου στη Δύση, η οποία επέτρεψε την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού ορισμένους αιώνες αργότερα[2], θα εγκαινιαστεί εδώ, στην Ανατολή, και θα αφορά κατ’ εξοχήν στην απομύζηση του βυζαντινού χώρου και των αραβικών περιοχών από τις ιταλικές πόλεις –Βενετία και Γένουα κυρίως– και τους Φράγκους. Η πρώτη σύγχρονη αποικιακή αυτοκρατορία, η Βενετία[3], θα δημιουργηθεί λεηλατώντας τα ελληνικά εδάφη. Ιόνια, Πελοπόννησος, Κρήτη, Εύβοια, Κύπρος, Κυκλάδες, Σαλαμίνα, Αίγινα κ.λπ. θα αποτελούν για πολλά χρόνια ή και για πολλούς αιώνες τμήματα αυτού του νεώτερου αποικιακού σχηματισμού. Και το ίδιο θα συμβεί, σε μικρότερη κλίμακα, με τη Γένουα – Χίος, Λέσβος, Κριμαία, Γαλατάς κ.λπ. Ωστόσο, η ιστοριογραφία εξακολουθεί να θεωρεί ως απαρχή της αποικιακής εξάπλωσης τις πορτογαλικές και ισπανικές επιδρομές στην Αφρική, την Ασία και τον Νέο Κόσμο, τρεις ή τέσσερις αιώνες μετά!
Η συσσώρευση πλούτου απ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο και ο έλεγχος του παγκόσμιου εμπορίου πραγματοποιείται από τους Δυτικούς σε όλη τη μακρά περίοδο που αρχίζει από τον 11ο αιώνα, φθάνει μέχρι τον 18ο και κορυφώνεται με την αποικιοκρατία τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού, όταν πια η πρωταρχική αποικιακή συσσώρευση θα συνδυαστεί και με τη βιομηχανική παραγωγή. Η μετατροπή της Δύσης –που έβγαινε από τον Μεσαίωνα– σε κυρίαρχη δύναμη προϋπέθετε την υφαρπαγή του συσσωρευμένου πλούτου και τον έλεγχο του εμπορίου του ευρύτερου ελληνικού και αραβικού κόσμου, ούτως ώστε να μεταφερθεί το κέντρο βάρους της Ευρώπης από την Ανατολή στη Δύση και από τη Μεσόγειο στον Βορρά. Αποφασιστικός ενδιάμεσος σε αυτή τη διαδικασία υπήρξαν η Βενετία και οι λοιπές αποικιακές ιταλικές πόλεις· στη συνέχεια, ακολούθησαν και πάλι χώρες της μεσογειακής και νότιας Ευρώπης, η Ισπανία και η Πορτογαλία στην Ιβηρική, που θα καταστήσουν παγκόσμια την αποικιακή εξόρμηση, ενώ πολύ αργότερα θα έλθουν η Γαλλία, η Ολλανδία, η Φλάνδρα και εν τέλει η Αγγλία, που θα εγκαινιάσει και τον βιομηχανικό καπιταλισμό.
ςΚαθόλου τυχαία και σχεδόν εντελώς συμβολικά, σε αυτή την πρώτη μεγάλη αποικιακή εξόρμηση, που έγινε υπό το έμβλημα του ιερού πολέμου, συμμετείχε συνασπισμένη ολόκληρη η Δύση: Ιταλοί και Φράγκοι προπαντός (ο Βαλδουίνος, Φράγκος «βασιλιάς» της Κωνσταντινούπολης, είναι πρόγονος της βασιλικής οικογένειας του Βελγίου), Νορμανδοί και Άγγλοι (ο Ριχάρδος ο «Λεοντόκαρδος» κατέλαβε την Κύπρο), Ισπανοί και Καταλανοί (πασίγνωστη η ληστρική δράση της «Καταλανικής Εταιρείας»), Ναβαρραίοι κ.λπ. Και βέβαια, πανταχού παρόντες οι Λατίνοι κληρικοί και οι μοναχοί από όλα τα δυτικά μοναχικά τάγματα, με πρωτοστάτες τους Ιωαννίτες και Ναΐτες ιππότες, τους «πολεμιστές του Θεού». Θα δοκιμαστούν και θα εφαρμοστούν όλες οι μορφές της «πρωταρχικής συσσώρευσης» και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ληστεία και αρπαγή, στην οποία θα διακριθούν ιδιαίτερα οι Καταλανοί και τα μοναχικά τάγματα, φεουδαλική κατάτμηση και εκμετάλλευση των αγροτών, φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Κύπρο και μαστιχόδενδρων στη Χίο, έλεγχος και εκμετάλλευση της βιοτεχνικής παραγωγής και του εμπορίου, με πρωτοστάτες τους Ιταλούς. Εξ άλλου, στις απαρχές της συγκρότησης της Δύσης, απαιτούνταν όλες οι δυνάμεις της συνασπισμένες, για να διαμελίσουν, να υποτάξουν και να απομυζήσουν την ελληνική Ανατολή, αυτό το μυθικό Βυζάντιο που φάνταζε στα μάτια τους ως το κέντρο του πλούτου και του πολιτισμού. Γι’ αυτό, και παρά τις αντιθέσεις μεταξύ τους ως προς τη διανομή της λείας, θα μείνουν συνασπισμένοι ως το τέλος, απέναντι στους «αιρετικούς» ορθόδοξους, σε μια πρώτη «πειραματική» εκδοχή ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
Η συγκρότηση, λοιπόν, της ευρωπαϊκής Δύσης είχε ως πρώτο ιστορικό αναβαθμό την υποταγή και τη λεηλασία της ευρωπαϊκής Ανατολής. Άλλωστε η Δύση διέθετε ένα εξαιρετικό πλεονέκτημα: δεν αντιμετώπιζε κανέναν κίνδυνο από τα δυτικά της ενώ, από τα ανατολικά, το Βυζάντιο αποτελούσε για αιώνες τον κυματοθραύστη των απειλών. Αντιθέτως, το Βυζάντιο, ο ιστορικός ελληνικός χώρος, δεχόταν διαρκώς επιθέσεις και απειλές από Ανατολή και από Βορρά: Άβαροι, Σκύθες, Άραβες, Πετσενέγκοι, Βούλγαροι, μετά το 1071 οι Τούρκοι κ.ο.κ. Η Δύση είχε, έτσι, τη δυνατότητα να συσταθεί απερίσπαστη, μετά την ήττα των Αράβων στο Πουατιέ (το 732), και να στραφεί σταδιακώς προς Ανατολάς, κάτι που άλλωστε υπογραμμίζει ο μεγάλος βυζαντινολόγος Κλάους Όλερ:
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτέλεσε το ανάχωμα που προστάτευσε επί 1200 χρόνια τον πολιτισμό της Ευρώπης απέναντι στις εισβολές από Βορρά, Ανατολή και Νότο. Τα παλαιά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία ακόμα και σήμερα [ ] ακτινοβολούν υπερηφάνεια και μεγαλείο, αντιστάθηκαν σε κάθε εχθρό του Βυζαντίου ως την 29η Μαΐου 1453. Τότε η αυτοκρατορία, εξαντλημένη πια από αιώνες σκληρών αγώνων και εγκαταλελειμμένη από τους δυτικούς συμμάχους της, οι οποίοι ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την πτώση της, υπέκυψε τελικά στη δυσανάλογα μεγαλύτερη οθωμανική δύναμη[4].
Το ζήτημα της περιοδολόγησης
Επιλέξαμε το 1204 ως τη –συμβολική– αφετηρία του νεώτερου ελληνισμού για μια σειρά από λόγους:
Α. Διότι, με την περίοδο της επιθετικής εμφάνισης των Δυτικών –από το 1071, όταν οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν το Μπάρι, έως την Άλωση και τη λατινική κατάκτηση–, ολοκληρώνεται η συνείδηση της διαφορετικότητας και της ενότητας των βυζαντινών Ελλήνων· συνείδηση που είχε ήδη αναδυθεί κατά τους μακραίωνες αγώνες με το ισλάμ, από τον 7ο αιώνα μέχρι την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά, και το Μαντζικέρτ το 1071, καθώς και στις αντιπαραθέσεις με τους Σλάβους και τους Βουλγάρους, που θα κορυφωθούν με τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Η γενικευμένη σύγκρουση με τους, μέχρι χθες ομόδοξους, Λατίνους και Φράγκους σφραγίζει έτσι καθοριστικά τον διαφορισμό ανάμεσα στο «εμείς» και οι «άλλοι», διακριτικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας μαζί με τη γλώσσα και την παιδεία.
Β. Με την Άλωση της Πόλης, οι άρχουσες τάξεις, οι στρατιωτικοί, η διανόηση, η κεντρική γραφειοκρατία, ακόμα και ο ανώτερος κλήρος, συνειδητοποιούν την ελληνικότητα της ταυτότητάς τους και προσεγγίζουν την, συχνά ανεπίγνωστη, αλλά εδραιωμένη στο πεδίο των παραδόσεων και της νοοτροπίας, ελληνική ταυτότητα των λαϊκών στρωμάτων.
Διότι, στην ελληνική περίπτωση τουλάχιστον, η συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων προηγείται κατά πολύ εκείνης των αρχουσών τάξεων: Το έπος του «Διγενή Ακρίτη», και κυρίως τα δεκάδες ακριτικά άσματα που διαμορφώθηκαν στη συνέχεια, τα τραγούδια του «Αρμούρη» και του «Κάστρου της Ωριάς», που έχουν ως ιστορική αφετηρία την πολιορκία και την κατάληψη του Αμορίου, τον 9ο αιώνα από τους Άραβες[5]· η επιβίωση αρχέγονων παραδόσεων παγανιστικής προέλευσης, και η ανάμειξή τους με τις χριστιανικές λατρευτικές παραδόσεις· η συνείδηση της διαφορετικότητας και της κοινής μοίρας των «Ρωμιών» έναντι των άλλων λαών και εθνοτήτων· τέλος, η διαμόρφωση μιας «δημώδους» γλώσσας, κατά βάσιν ταυτόσημης με τη σύγχρονη, καταδεικνύουν αυτή την πρώιμη συγκρότηση της εθνικής λαϊκής συνείδησης – έστω και αν δεν υπάρχει ακόμα η ρητή αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, όπως συμβαίνει με τις πεπαιδευμένες ελίτ.
Οι άρχουσες τάξεις, ως κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της οικουμενικής χριστιανικής θρησκείας και της αρχαίας ελληνικής και ελληνιστικής κουλτούρας, διέθεταν ακόμα στοιχεία μιας ελληνιστικής, ρωμαϊκής και οικουμενικής –δηλαδή μεσαιωνικής– αντίληψης για την ελληνικότητα.
Η απόκρυψη της σημασίας της πρώτης και καθοριστικής Άλωσης συσκοτίζει την ίδια τη διαδικασία συγκρότησης του νεώτερου ελληνισμού και της συνέχειάς του με τον βυζαντινό, καθώς, στην πραγματικότητα, το πρώτο «έθνος-κράτος» –ή κράτη– του νεώτερου ελληνισμού συγκροτείται κατά τη λεγόμενη υστεροβυζαντινή εποχή. Παράλληλα, και συναφώς, αυτή η παρασιώπηση συνεπάγεται την απόκρυψη των αποικιακού τύπου σχέσεων που εγκαθιδρύθηκαν έκτοτε ανάμεσα στους Δυτικούς κατακτητές και τους Έλληνες του ύστερου Βυζαντίου παραχαράσσοντας, επί πλέον, την ίδια την παγκόσμια ιστορία, ειδικότερα στο αποφασιστικό κεφάλαιο που αφορά στην αποικιοκρατική συγκρότηση της Δύσης.
Η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου στη Δύση, η οποία επέτρεψε την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού ορισμένους αιώνες αργότερα[2], θα εγκαινιαστεί εδώ, στην Ανατολή, και θα αφορά κατ’ εξοχήν στην απομύζηση του βυζαντινού χώρου και των αραβικών περιοχών από τις ιταλικές πόλεις –Βενετία και Γένουα κυρίως– και τους Φράγκους. Η πρώτη σύγχρονη αποικιακή αυτοκρατορία, η Βενετία[3], θα δημιουργηθεί λεηλατώντας τα ελληνικά εδάφη. Ιόνια, Πελοπόννησος, Κρήτη, Εύβοια, Κύπρος, Κυκλάδες, Σαλαμίνα, Αίγινα κ.λπ. θα αποτελούν για πολλά χρόνια ή και για πολλούς αιώνες τμήματα αυτού του νεώτερου αποικιακού σχηματισμού. Και το ίδιο θα συμβεί, σε μικρότερη κλίμακα, με τη Γένουα – Χίος, Λέσβος, Κριμαία, Γαλατάς κ.λπ. Ωστόσο, η ιστοριογραφία εξακολουθεί να θεωρεί ως απαρχή της αποικιακής εξάπλωσης τις πορτογαλικές και ισπανικές επιδρομές στην Αφρική, την Ασία και τον Νέο Κόσμο, τρεις ή τέσσερις αιώνες μετά!
Η συσσώρευση πλούτου απ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο και ο έλεγχος του παγκόσμιου εμπορίου πραγματοποιείται από τους Δυτικούς σε όλη τη μακρά περίοδο που αρχίζει από τον 11ο αιώνα, φθάνει μέχρι τον 18ο και κορυφώνεται με την αποικιοκρατία τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού, όταν πια η πρωταρχική αποικιακή συσσώρευση θα συνδυαστεί και με τη βιομηχανική παραγωγή. Η μετατροπή της Δύσης –που έβγαινε από τον Μεσαίωνα– σε κυρίαρχη δύναμη προϋπέθετε την υφαρπαγή του συσσωρευμένου πλούτου και τον έλεγχο του εμπορίου του ευρύτερου ελληνικού και αραβικού κόσμου, ούτως ώστε να μεταφερθεί το κέντρο βάρους της Ευρώπης από την Ανατολή στη Δύση και από τη Μεσόγειο στον Βορρά. Αποφασιστικός ενδιάμεσος σε αυτή τη διαδικασία υπήρξαν η Βενετία και οι λοιπές αποικιακές ιταλικές πόλεις· στη συνέχεια, ακολούθησαν και πάλι χώρες της μεσογειακής και νότιας Ευρώπης, η Ισπανία και η Πορτογαλία στην Ιβηρική, που θα καταστήσουν παγκόσμια την αποικιακή εξόρμηση, ενώ πολύ αργότερα θα έλθουν η Γαλλία, η Ολλανδία, η Φλάνδρα και εν τέλει η Αγγλία, που θα εγκαινιάσει και τον βιομηχανικό καπιταλισμό.
ςΚαθόλου τυχαία και σχεδόν εντελώς συμβολικά, σε αυτή την πρώτη μεγάλη αποικιακή εξόρμηση, που έγινε υπό το έμβλημα του ιερού πολέμου, συμμετείχε συνασπισμένη ολόκληρη η Δύση: Ιταλοί και Φράγκοι προπαντός (ο Βαλδουίνος, Φράγκος «βασιλιάς» της Κωνσταντινούπολης, είναι πρόγονος της βασιλικής οικογένειας του Βελγίου), Νορμανδοί και Άγγλοι (ο Ριχάρδος ο «Λεοντόκαρδος» κατέλαβε την Κύπρο), Ισπανοί και Καταλανοί (πασίγνωστη η ληστρική δράση της «Καταλανικής Εταιρείας»), Ναβαρραίοι κ.λπ. Και βέβαια, πανταχού παρόντες οι Λατίνοι κληρικοί και οι μοναχοί από όλα τα δυτικά μοναχικά τάγματα, με πρωτοστάτες τους Ιωαννίτες και Ναΐτες ιππότες, τους «πολεμιστές του Θεού». Θα δοκιμαστούν και θα εφαρμοστούν όλες οι μορφές της «πρωταρχικής συσσώρευσης» και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ληστεία και αρπαγή, στην οποία θα διακριθούν ιδιαίτερα οι Καταλανοί και τα μοναχικά τάγματα, φεουδαλική κατάτμηση και εκμετάλλευση των αγροτών, φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Κύπρο και μαστιχόδενδρων στη Χίο, έλεγχος και εκμετάλλευση της βιοτεχνικής παραγωγής και του εμπορίου, με πρωτοστάτες τους Ιταλούς. Εξ άλλου, στις απαρχές της συγκρότησης της Δύσης, απαιτούνταν όλες οι δυνάμεις της συνασπισμένες, για να διαμελίσουν, να υποτάξουν και να απομυζήσουν την ελληνική Ανατολή, αυτό το μυθικό Βυζάντιο που φάνταζε στα μάτια τους ως το κέντρο του πλούτου και του πολιτισμού. Γι’ αυτό, και παρά τις αντιθέσεις μεταξύ τους ως προς τη διανομή της λείας, θα μείνουν συνασπισμένοι ως το τέλος, απέναντι στους «αιρετικούς» ορθόδοξους, σε μια πρώτη «πειραματική» εκδοχή ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
Η συγκρότηση, λοιπόν, της ευρωπαϊκής Δύσης είχε ως πρώτο ιστορικό αναβαθμό την υποταγή και τη λεηλασία της ευρωπαϊκής Ανατολής. Άλλωστε η Δύση διέθετε ένα εξαιρετικό πλεονέκτημα: δεν αντιμετώπιζε κανέναν κίνδυνο από τα δυτικά της ενώ, από τα ανατολικά, το Βυζάντιο αποτελούσε για αιώνες τον κυματοθραύστη των απειλών. Αντιθέτως, το Βυζάντιο, ο ιστορικός ελληνικός χώρος, δεχόταν διαρκώς επιθέσεις και απειλές από Ανατολή και από Βορρά: Άβαροι, Σκύθες, Άραβες, Πετσενέγκοι, Βούλγαροι, μετά το 1071 οι Τούρκοι κ.ο.κ. Η Δύση είχε, έτσι, τη δυνατότητα να συσταθεί απερίσπαστη, μετά την ήττα των Αράβων στο Πουατιέ (το 732), και να στραφεί σταδιακώς προς Ανατολάς, κάτι που άλλωστε υπογραμμίζει ο μεγάλος βυζαντινολόγος Κλάους Όλερ:
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτέλεσε το ανάχωμα που προστάτευσε επί 1200 χρόνια τον πολιτισμό της Ευρώπης απέναντι στις εισβολές από Βορρά, Ανατολή και Νότο. Τα παλαιά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία ακόμα και σήμερα [ ] ακτινοβολούν υπερηφάνεια και μεγαλείο, αντιστάθηκαν σε κάθε εχθρό του Βυζαντίου ως την 29η Μαΐου 1453. Τότε η αυτοκρατορία, εξαντλημένη πια από αιώνες σκληρών αγώνων και εγκαταλελειμμένη από τους δυτικούς συμμάχους της, οι οποίοι ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την πτώση της, υπέκυψε τελικά στη δυσανάλογα μεγαλύτερη οθωμανική δύναμη[4].
Το ζήτημα της περιοδολόγησης
Επιλέξαμε το 1204 ως τη –συμβολική– αφετηρία του νεώτερου ελληνισμού για μια σειρά από λόγους:
Οι Φράγκοι καταλαμβάνουν τη Πόλη |
Α. Διότι, με την περίοδο της επιθετικής εμφάνισης των Δυτικών –από το 1071, όταν οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν το Μπάρι, έως την Άλωση και τη λατινική κατάκτηση–, ολοκληρώνεται η συνείδηση της διαφορετικότητας και της ενότητας των βυζαντινών Ελλήνων· συνείδηση που είχε ήδη αναδυθεί κατά τους μακραίωνες αγώνες με το ισλάμ, από τον 7ο αιώνα μέχρι την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά, και το Μαντζικέρτ το 1071, καθώς και στις αντιπαραθέσεις με τους Σλάβους και τους Βουλγάρους, που θα κορυφωθούν με τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Η γενικευμένη σύγκρουση με τους, μέχρι χθες ομόδοξους, Λατίνους και Φράγκους σφραγίζει έτσι καθοριστικά τον διαφορισμό ανάμεσα στο «εμείς» και οι «άλλοι», διακριτικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας μαζί με τη γλώσσα και την παιδεία.
Β. Με την Άλωση της Πόλης, οι άρχουσες τάξεις, οι στρατιωτικοί, η διανόηση, η κεντρική γραφειοκρατία, ακόμα και ο ανώτερος κλήρος, συνειδητοποιούν την ελληνικότητα της ταυτότητάς τους και προσεγγίζουν την, συχνά ανεπίγνωστη, αλλά εδραιωμένη στο πεδίο των παραδόσεων και της νοοτροπίας, ελληνική ταυτότητα των λαϊκών στρωμάτων.
Διγενής Ακρίτας |
Διότι, στην ελληνική περίπτωση τουλάχιστον, η συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων προηγείται κατά πολύ εκείνης των αρχουσών τάξεων: Το έπος του «Διγενή Ακρίτη», και κυρίως τα δεκάδες ακριτικά άσματα που διαμορφώθηκαν στη συνέχεια, τα τραγούδια του «Αρμούρη» και του «Κάστρου της Ωριάς», που έχουν ως ιστορική αφετηρία την πολιορκία και την κατάληψη του Αμορίου, τον 9ο αιώνα από τους Άραβες[5]· η επιβίωση αρχέγονων παραδόσεων παγανιστικής προέλευσης, και η ανάμειξή τους με τις χριστιανικές λατρευτικές παραδόσεις· η συνείδηση της διαφορετικότητας και της κοινής μοίρας των «Ρωμιών» έναντι των άλλων λαών και εθνοτήτων· τέλος, η διαμόρφωση μιας «δημώδους» γλώσσας, κατά βάσιν ταυτόσημης με τη σύγχρονη, καταδεικνύουν αυτή την πρώιμη συγκρότηση της εθνικής λαϊκής συνείδησης – έστω και αν δεν υπάρχει ακόμα η ρητή αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, όπως συμβαίνει με τις πεπαιδευμένες ελίτ.
Οι άρχουσες τάξεις, ως κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της οικουμενικής χριστιανικής θρησκείας και της αρχαίας ελληνικής και ελληνιστικής κουλτούρας, διέθεταν ακόμα στοιχεία μιας ελληνιστικής, ρωμαϊκής και οικουμενικής –δηλαδή μεσαιωνικής– αντίληψης για την ελληνικότητα.
Η διαφοροποίησή τους έναντι των λαϊκών στρωμάτων καταδεικνύεται και από την επιμονή τους στη χρήση μιας αττικίζουσας ελληνικής γλώσσας, που βρισκόταν όλο και πιο μακριά από την καθομιλουμένη δημώδη. Μέχρι τον 11ο αιώνα, η συνείδησή τους αντιστοιχεί μάλλον σε αυτό που ο Αύγουστος Χάιζεμπεργκ (August Heisenberg) αποκάλεσε «εκχριστιανισθέν ρωμαϊκό κράτος του Ελληνικού Έθνους» –κατ’ αναλογίαν προς το γερμανικό του Καρλομάγνου– και ο Διονύσιος Ζακυθηνός «Οικουμενικό Χριστιανικό κράτος του Ελληνικού Έθνους»[6]. Όντως, στους λεγόμενους μεσοβυζαντινούς χρόνους, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξακολουθεί να ανήκει σε διαφορετικές εθνικές ομάδες, ενώ η κρατική γραφειοκρατία, η διανόηση και η Εκκλησία προσπαθούν, παρ’ ότι Έλληνες ή εξ ολοκλήρου εξελληνισμένοι, να συντηρήσουν αυτό το ελληνικό «υπερεθνικό» κράτος.
Ωστόσο, μετά τις μάχες του Μαντζικέρτ και του Μυριοκέφαλου (1071 και 1176) στα ανατολικά, με την απώλεια μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας, καθώς και μετά τις επιθέσεις των Νορμανδών το 1081 στο Δυρράχιο, την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1185, και εν τέλει της Πόλης το 1204, το Βυζάντιο περιορίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, σε ελληνικές περιοχές (κάτι που ισχύει και μετά το 1261).
Αλωση της Πόλης απο τους Φράγκους
Επομένως, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους νέους θανάσιμους κινδύνους, οι άρχουσες τάξεις υποχρεώνονται να προσεγγίσουν τα λαϊκά στρώματα και να αρχίσουν να διαμορφώνουν μια ενσυνείδητα «πρωτο-εθνική» ιδεολογία, με σύγχρονα στοιχεία – εξ ού και η επίμονη αναφορά των Λασκαριδών της Νικαίας στην Ελλάδα και τους Έλληνες, καθώς και η κοινωνική πολιτική τους υπέρ των «μεσαίων» και των λαϊκών στρωμάτων.
Γ. Η πτώση της Πόλης, το 1204, παρά τις προφανείς αρνητικές της συνέπειες, αποτελεί ταυτόχρονα και την οριστική επιβεβαίωση της ανάδυσης του νεώτερου ελληνισμού. Αμέσως μετά την Άλωση, θα σχηματιστούν πολλές εστίες αντίστασης, κατ’ εξοχήν στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, όπου θα ιδρυθεί η ομώνυμη Αυτοκρατορία, στον Πόντο, με την Τραπεζούντα των Μεγαλοκομνηνών, στην Ήπειρο, με το ομώνυμο Δεσποτάτο, και σύντομα στην Πελοπόννησο, με το Δεσποτάτο του Μορέως και τον Μυστρά, ενώ το 1219 θα ανακαταληφθεί από τους Έλληνες και η Θεσσαλονίκη.
Η Κωνσταντινούπολη, παρ’ ότι σύμβολο του Βυζαντίου, αποτελούσε πλέον αιτία της παρακμής του. Παράλληλα με την υπερσυγκέντρωση πληθυσμού και πόρων, την εκμετάλλευση όλης της περιφέρειας και την καλλιέργεια των αυταπατών μιας Αυτοκρατορίας-κληρονόμου της Ρώμης, χωρίς πλέον να διαθέτει την ανάλογη ισχύ, συνιστούσε τροχοπέδη στη συγκρότηση μιας νέας συνείδησης. Έτσι, η κατάληψή της υπήρξε το έναυσμα για την αποκέντρωση πόρων και ανθρώπων καθώς και για την κατίσχυση της εθνικής, με σύγχρονους όρους, ελληνικής ταυτότητας· μιας ταυτότητας η οποία συγκροτείται κατ’ εξοχήν σε αντιπαράθεση με τους Λατίνους, και ανατρέχει, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, στους «Έλληνες» ως παραδειγματική αναφορά. Σε τέτοιο βαθμό ώστε και ο Μαρξ, αναφερόμενος στο κράτος της Νικαίας, θα μιλήσει για «ελληνικό πατριωτισμό»[7].
Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, η οποία εκκινεί το 1204, τονίζει:
Από τότε –ακόμη και ύστερ’ από την ανάκτηση της Πόλης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1261)– δεν επρόκειτο ποτέ ν’ ανασυγκροτηθή η παλαιά αυτοκρατορία. Στην θέση της ξεπροβάλλουν τώρα νέα κράτη, εξωκεντρικά, ελληνικά, στην Νίκαια, Τραπεζούντα, Ήπειρο, Μακεδονία και αργότερα στην Πελοπόννησο. Οι αρχηγοί τους, για να στηριχθούν, είναι υποχρεωμένοι να έλθουν σε άμεση επαφή με τους κατά τόπους δυνατούς, αλλά και με τον λαό. Η λαϊκή παράδοση και ζωή των επαρχιών βρίσκει την ευκαιρία ν’ αναπτύξη τις λανθάνουσες δυνάμεις της, να προβάλη τις αποκεντρωτικές της τάσεις και να τονίση τον ελληνισμό της. Έτσι, μέσα στο περιβάλλον των νέων ηγεμονικών αυλών, αμβλύνεται η επίσημη ρωμαϊκή παράδοση, ενώ προάγεται η ελληνική. [ ]
Οι ποικίλες αυτές αντιθέσεις και οι συγκρούσεις με τους Φράγκους, αλλά και με τους άλλους κατακτητές (Βουλγάρους, Σέρβους, Τούρκους), προκάλεσαν ιδίως στους πολιτικούς και πνευματικούς των ηγέτες διάφορες ζυμώσεις, που τους προσανατόλιζαν προς την πραγματική δική τους εθνική υπόσταση, προς το παρελθόν, προς τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, και τους οδηγούσαν προς την μεγαλύτερη συνοχή τους. Το νεοελληνικό έθνος δηλαδή διαμορφώνεται μέσα στους σκληρούς αγώνες για την επιβίωσή του. [ ]
Με τη φραγκική κατάκτηση αρχίζει ν’ αποτυπώνεται ο ελληνικός εθνικός χαρακτήρας όχι μόνο στους πληθυσμούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έστω και αν το δεύτερο αυτό ιστορικό φαινόμενο δεν είναι ακόμη αισθητό. Τον εθνικόν αυτόν χαρακτήρα στην εκκλησία τον έδωσε περισσότερο η περίοδος της τουρκοκρατίας. [ ]
Η μεταβολή αυτή των συνθηκών παρατηρείται ακόμη και στην σύνθεση των στρατευμάτων. Τα βυζαντινά στρατεύματα, που την εποχή εκείνη αποτελούνταν κυρίως από ξένους μισθοφόρους, ενώ στις αρχές προβάλλουν ασήμαντη αντίσταση ή και δεν αντιστέκονται καθόλου στους σιδερόφρακτους ιππότες της Δύσης, τώρα με τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχονται αποκαθαίρονται και σχηματίζονται αποκλειστικά ή κυρίως από εντοπίους. Αυτοί αφυπνίζονται από τις ποικίλες επιδράσεις των Φράγκων και αντιδρούν ολοένα και πιο αποτελεσματικά ζητώντας παραδείγματα ευψυχίας στην αρχαιότητα. Η φραγκοκρατία τούς κεντρίζει με αναγεννητικούς χυμούς[8].
Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού θα πραγματοποιηθεί, έτσι, μέσα από μια ρήξη με τη συνέχεια. Και παρ’ όλο που το 1261 ανακτάται η Κωνσταντινούπολη, η Αυτοκρατορία θα είναι πια φάντασμα του παρελθόντος της. Σταδιακώς, το πεδίο της αντιπαράθεσης θα μετατεθεί στη σύγκρουση με τους Τούρκους, η Μικρά Ασία και η Θράκη θα χαθούν, ενώ η Θεσσαλονίκη αρχικώς και ο Μυστράς, την τελευταία κυριολεκτικώς στιγμή, θα αποτελέσουν το επίκεντρο της τελευταίας αναλαμπής του πρώτου νεώτερου ελληνικού κράτους.
Δ. Εξ ίσου σημαντική υπήρξε και η, οριστική μετά το 1054, ρήξη της ορθοδοξίας με τους Δυτικούς, η οποία και την «ελληνοποίησε» υποχρεωτικώς.
Ε. Τέλος, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε τις τάσεις μιας γενικευμένης «επιστροφής» στους αρχαίους Έλληνες και την κλασική παιδεία, που ξεκινούν ήδη από την εποχή του Φωτίου και του Αρέθα και συστηματοποιούνται μετά τη δημιουργία του Πανεπιστημίου από τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο, το 1054, και την επίδραση του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννη Ιταλού κατά τον 11ο αιώνα. Μετά τον 13ο αιώνα, αναπτύσσεται η μεγάλη «Παλαιολόγεια Αναγέννηση» στα γράμματα και τις τέχνες, ιδιαίτερα στη ζωγραφική[9] και τη μουσική, που συνιστούν μια κατ’ εξοχήν ελληνική πνευματική Αναγέννηση, η οποία προηγείται και τροφοδοτεί την ιταλική, και η οποία θα ανακοπεί βίαια μετά τον 15ο αιώνα.
Μπορούμε, λοιπόν, βάσιμα να υποστηρίξουμε πως, μετά το 1204 (ή έστω το 1261), με τη σύγκλιση ανάμεσα στις ελίτ και τα λαϊκά στρώματα, συγκροτείται αμετάκλητα η νεώτερη ελληνική εθνική συνείδηση: Το πρώτο σύγχρονο ελληνικό έθνος-κράτος δεν θα δημιουργηθεί το 1828 αλλά έξι αιώνες ενωρίτερα, όταν συγκροτούνται το Δεσποτάτο της Ηπείρου, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το Βασίλειο της Νικαίας.
Γενικά μπορούμε να πούμε, για την περίοδο που θα ακολουθήσει τη φραγκική κατάκτηση μέχρι την επιβολή του τουρκικού ζυγού (1453), ότι αποτελεί το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και συγχρόνως την πρώτη εποχή της ιστορίας του νέου ελληνικού έθνους, του οποίου οι απαρχές είναι δυνατόν να τοποθετηθούν χρονικά στον 11ο αιώνα[10].
Σε μια περίεργη ιστορική παλινδρόμηση, όμως, η καθολική απώλεια της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων, μετά το 1453, η ενσωμάτωσή τους σε ένα πολυεθνικό κράτος, όπως το οθωμανικό, και η οιονεί πολιτική τους εκπροσώπηση από την Εκκλησία, δημιούργησαν τις συνθήκες μιας νέας Διασποράς, που συνεχίστηκε μέχρι το 1922. Γι’ αυτό και ετέθη εκ νέου, με διλημματικό τρόπο, το ζήτημα της πολιτικής ενότητας του ελληνισμού μεταξύ οικουμενικότητας –του γένους– και εθνικού κράτους. Οι Έλληνες, ιδιαίτερα εκείνοι της Διασποράς, θα επιχειρούν να ανασυστήσουν ένα «Χριστιανικό Βαλκανικό Κράτος του Ελληνικού Έθνους». Ο Ρήγας, στο «Σύνταγμά» του, θα επιχειρήσει να συγκεράσει το ιδεώδες της Γαλλικής Επανάστασης με το βυζαντινό πολυεθνικό, αυτοκρατορικό, ιδεώδες, προτείνοντας μια «Βαλκανική Δημοκρατία του Ελληνικού Έθνους», όπου θα συνυπάρχουν πολλές εθνικές ομάδες οι οποίες όμως θα έχουν ως επίσημη γλώσσα την ελληνική και ως σύμβολο τον σταυρό. Τα ίδιο θα συμβεί και με την απόπειρα της «Φιλικής Εταιρείας» για μια παμβαλκανική επανάσταση υπό την ηγεμονία των Ελλήνων. Τέλος, ο Ίων Δραγούμης και ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, στην Οργάνωσιν Κωνσταντινουπόλεως[11], το 1910, επιχειρούν να διασώσουν το ίδιο όραμα λίγο πριν τον τελικό κατακλυσμό. Για μία ακόμα φορά, όπως συνέβη και τον 13ο αιώνα, το οικουμενικό όνειρο του ελληνισμού θα συντριβεί το 1922, και ο σύγχρονος ελληνισμός θα επιστρέψει σε μια λογική έθνους-κράτους, όχι ταυτόσημη αλλά ανάλογη με εκείνη του 1204/1261.
Η απόπειρα μιας, λίγο-πολύ, ομαλής μετάβασης από τον μεσαιωνικό ελληνισμό, τον βυζαντινό, στον νεώτερο, μέσα από τον σταδιακό μετασχηματισμό του Βυζαντίου, όπως συμβαίνει κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα, όταν αναδύεται ήδη η νεοελληνική ιδιοπροσωπία, θα συνθλιβεί κάτω από την ταυτόχρονη και συντονισμένη πίεση Ανατολής και Δύσης – και, στην πρώτη φάση, προπαντός της Δύσης[12].
Ο νεώτερος ελληνισμός θα διαμορφωθεί, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση της λατινο-φραγκικής κατάκτησης, το 1204, διά της αντιστάσεως στην υποταγή του και θα ζήσει εφτά αιώνες –έως το 1922– υπόδουλος, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, στην τουρκική Ανατολή ή τη Δύση· άλλωστε, η αποικιοκρατούμενη και υποδεέστερη θέση του έναντι της Δύσεως συνεχίζεται ακόμα, οκτώ αιώνες μετά, το 2006, όταν σύρονται αυτές οι γραμμές.
Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού θα μεταβληθεί, έτσι, σε συγκρότηση εν δουλεία. Με όλες τις συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο στην εμπέδωση ενός άτυπου χαρακτήρα που συνδυάζει την υποταγή και την αντίσταση, τη λήθη και τη μνήμη, τη ρήξη ανάμεσα στις ελίτ –που συχνά εντάσσονται υποχρεωτικώς στις δομές της ξένης κυριαρχίας– και το λαϊκό σώμα που διατηρεί την παράδοση. Θα χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την αντιπαράθεση ανάμεσα σε κάθε απόπειρα ψευδούς «εκσυγχρονισμού», η οποία γίνεται αντιληπτή ως βιασμός του λαϊκού σώματος, και τη διατήρηση της συνέχειας – μιας συνέχειας που, για να επιβεβαιωθεί, αναγκάζεται συχνά να προσφεύγει ακόμα και στον συντηρητισμό ή την ιδεολογική αρτηριοσκλήρυνση.
Δεν θα μπορέσουμε, λοιπόν, να ολοκληρώσουμε την Αναγέννηση, που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τον 11ο αιώνα και θα λάμψει για μια τελευταία φορά στον Μυστρά· αντιθέτως, οι λόγιοί μας είτε θα σκορπίσουν στη Δύση είτε θα ενταχθούν στην εκκλησιαστική παράδοση, που θα διατηρήσει σε εποχές δουλείας τη συνέχεια του ελληνισμού – με τίμημα την επιβολή μιας αττικίζουσας γλώσσας, την προσκόλληση στο γράμμα των κειμένων κ.ο.κ. Η «Αναγέννησή» μας θα μετατεθεί μερικούς αιώνες μετά, στον 18ο αιώνα. Τόσο μακριά, ώστε κάποτε θα πιστέψουμε πως αυτή η απόπειρα υπήρξε και η πρώτη, ενταφιάζοντας έτσι την πρώιμη ελληνική Αναγέννηση, εκείνη της υστεροβυζαντινής περιόδου.
Αυτή η «αναστολή» της Αναγέννησής μας θα διακόψει την αδιάσπαστη συνέχεια ανάμεσα στον μεσαιωνικό και τον νεώτερο ελληνισμό, ανάμεσα στο έπος του Διγενή Ακρίτα, τη «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», το «Άξιον Εστί» και τη «Ρωμιοσύνη», ανάμεσα στον Μιχαήλ Ψελλό, τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Μανουήλ Πανσέληνο και τον… Ευάγγελο Παπανούτσο, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τη Φιλοκαλική Αναγέννηση ή τον Κόντογλου και τον Τσαρούχη… Θα μεσολαβήσει η φραγκική κατάκτηση και θα ακολουθήσει, ως φυσική της συνέπεια, η τουρκική[13].
Τα αίτια μιας αποσιώπησης
Πώς και γιατί, λοιπόν, σβήστηκε και αποσιωπήθηκε το 1204 από τη συλλογική μνήμη, παρότι αποτέλεσε ένα γεγονός αποφασιστικότερης σημασίας και από αυτή την Άλωση του 1453; Διότι, το 1204, η Κωνσταντινούπολη παρέμενε ακόμα η βασιλίδα των πόλεων σε όλη την Ευρώπη και, ανάμεσα στ’ άλλα, διέθετε ένα ή ίσως και δύο Πανεπιστήμια, ενώ το 1453 ήταν ήδη, στο μεγαλύτερο μέρος της, ένας ακατοίκητος σωρός ένδοξων ερειπίων.
Πώς και γιατί δεν αντιμετωπίζεται από το σύγχρονο ελληνικό κράτος και τους οργανικούς του διανοούμενους ως το γενέθλιο ορόσημο στην ιστορία του νεώτερου ελληνικού έθνους, παρόλο που το επισημαίνουν όλοι οι μεγάλοι ιστορικοί μας, άσχετα από την ιδεολογική τους κατεύθυνση;
Αυτή η αποσιώπηση έχει βαθύτατα ελατήρια, διότι η αναγνώριση του «1204» ως της αφετηρίας του νεώτερου ελληνισμού θα λειτουργούσε ως ιδεολογική θρυαλλίδα για το καθεστώς της εξάρτησης και της υποταγής στη Δύση.
Κατ’ αρχάς, διότι θα καταδείκνυε πως οι νεώτεροι Έλληνες συγκρότησαν την ταυτότητά τους σε αντιπαράθεση και με τη δυτική αποικιοκρατία και όχι μόνο με τους Οθωμανούς· αντιπαράθεση η οποία δεν περιορίζεται στη θρησκευτική σύγκρουση, ή την οικονομική –μια μόνιμη απομύζηση ή στρέβλωση που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα–, αλλά υπήρξε και σε μεγάλο βαθμό εδαφική. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι Βενετσιάνοι κατείχαν την Κύπρο μέχρι το 1571, την Κρήτη μέχρι το 1667, την Πελοπόννησο, με διαλείμματα, μέχρι το 1715, τα Ιόνια Νησιά μέχρι το 1797, για να τα πάρουν με τη σειρά τους οι Γάλλοι και να τα κρατήσουν οι Άγγλοι μέχρι το 1861. Η Κύπρος, δε, πέρασε από τους Λουζινιάν στους Ενετούς, στη συνέχεια στους Τούρκους και μετά στους Άγγλους μέχρι το 1960, τα δε Δωδεκάνησα θα επιστραφούν στην Ελλάδα από τους Ιταλούς μόλις το 1948.
Οι εισβολές και επιδρομές από τη Δύση ήταν αναρίθμητες από το 1071 και δώθε. Σταυροφορίες, Νορμανδοί, 1204, Καταλανοί, Ναΐτες Ιππότες, για να φθάσουμε στους αποκλεισμούς για τον Πατσίφικο, στις αποβάσεις στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Ιταλική και Γερμανική Κατοχή, τέλος την αγγλική και αμερικανική επέμβαση. Ακόμα και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, η νησιωτική και δυτική Ελλάδα παρέμενε, για τριακόσια ή τετρακόσια χρόνια, μια no man’s land όπου συγκρούονταν Οθωμανοί και Δυτικοί, κυρίως Βενετσιάνοι, για την κατοχή ενός στρατηγικού «ενδιάμεσου χώρου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εγχώρια οικονομία και τους ελληνικούς πληθυσμούς.
Η αποφασιστική στιγμή της «στροφής» υπήρξε η περίοδος ανάμεσα στο 1071 και τον 14ο αιώνα, την οποία συμβολικά χαρακτηρίζουμε ως «1204», όταν οι Φράγκοι θα απομυζήσουν και θα διαμελίσουν τον βυζαντινό ελληνισμό, για να τον παραδώσουν ανήμπορο στα χέρια των Οθωμανών. Ο ελληνισμός δεν θα μπορέσει ποτέ πια να σταθεί στα πόδια του ως αυτόνομος χώρος, ως συνέχεια της ελληνικής «οικουμένης», και θα επιβιώνει στο εξής ως ένας απλός μεθοριακός χώρος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η αποδοχή αυτών των διαπιστώσεων θα έθετε ως αίτημα, προφανώς, την ολοκλήρωση της απο-αποικιοποίησης του ελληνικού χώρου και θα οδηγούσε, με μια δεύτερη λογική συνεπαγωγή, στη διαπίστωση πως η αποικιοκρατία συνεχίζεται με νέες μορφές και παραμένει ζητούμενο η απόσεισή της. Με όλες τις ιδεολογικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας παραδοχής.
Και όμως, η αναγνώριση της σημασίας του 1204, ως αφετηριακού ορόσημου για τη συγκρότηση του νέου ελληνισμού, θα αποκαθιστούσε αδιαμφισβήτητα και την ενότητα της διαχρονίας μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, διά μέσου του Βυζαντίου, και η νεώτερη ελληνική ιστορία θα χωριζόταν σε τρεις υποπεριόδους: 1204-1453 / 1453-1821 / 1821- έως σήμερα. Θα κατέρρεε, συνεπώς, το καινοφανές –ίσως στα όρια του αστεϊσμού, αλλά κυρίαρχο στην ύστερη μεταπολίτευση– ιδεολόγημα που θέλει τη συγκρότηση του νεώτερου ελληνισμού να έχει ως αφετηρία τον «Διαφωτισμό» του 18ου αιώνα, δηλαδή να είναι πλήρως προσδεδεμένη και παράγωγη της δυτικοευρωπαϊκής εθνογένεσης, και όχι τον 12ο-13ο αιώνα, ως συνέχεια του Βυζαντίου.
Θα έπρεπε, να αλλάξει κατεύθυνση η σύγχρονη κυρίαρχη ιδεολογία –διανοουμένων και κράτους– και να στραφεί προς τη διερεύνηση της ελληνικής ιδιαιτερότητας, και έχοντας αυτή ως αφετηρία να μελετηθούν οι συνάφειές της τόσο με τη Δύση όσο και με την Ανατολή. Ούτε λίγο ούτε πολύ, θα ζητούσαμε από το ελληνικό κράτος και τους οργανικούς του διανοούμενους να αποσείσουν τουλάχιστον διακοσίων χρόνων τυφλή υποταγή στο δυτικό παράδειγμα!
Ίσως η λήθη της σημασίας του 1204, που χαρακτήριζε την κυρίαρχη ιδεολογία στον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, να ήταν σε ένα βαθμό κατανοητή –δεδομένου ότι η αντιπαράθεση με την Τουρκία κατελάμβανε σχεδόν όλο τον ορίζοντα. Μετά τη μεταπολίτευση, όμως, μεταλλάσσεται σε ασύγγνωστη συστηματική παρασιώπηση, απόκρυψη και διαστρέβλωση της ιστορίας, η οποία θα επεκταθεί, σταδιακώς, από την πρώτη στη… δεύτερη «Άλωση».
Τωόντι, η παλαιότερη «διαφωτιστική» ή φιλοδυτική γενιά διανοουμένων, το παλαιό ελληνικό κράτος, είχαν θέσει ως ορόσημο της γένεσης του νεοελληνικού έθνους το 1453. Έτσι τουλάχιστον διαφύλατταν κάτι από το αντιστασιακό ήθος του, έστω και αν ήταν μονομερές και μονόπλευρο, προς την Τουρκοκρατία και μόνο, αποκρύπτοντας την αποικιοκρατική υπαγωγή τους στη Δύση. Η νεώτερη γενιά των διανοουμένων, όμως, και το θνήσκον ελληνικό κράτος της εποχής της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», τείνει να μεταθέσει τα όρια της γένεσης του ελληνικού έθνους στη μετά το 1821 περίοδο, ως συνέπεια της συγκρότησης του «κράτους» – το έθνος καθίσταται απότοκο της κρατικής υπόστασης και όχι το αντίστροφο. Έτσι, εγκαταλείπεται πλέον κάθε αντιστασιακή διάσταση της συγκρότησης του ελληνικού έθνους, ακόμα και έναντι της τουρκικής «Ανατολής», έστω και αν συνεχίζεται, για παράδειγμα, η κατοχή της Κύπρου. Η παρασιώπηση της δυτικής αποικιοκρατίας και του αντιστασιακού ήθους του νεώτερου ελληνισμού έχει, εν τέλει, ως έσχατη και αναγκαία συνέπεια και την υποτίμηση της οθωμανικής κυριαρχίας.
Είμαστε, λοιπόν, υποχρεωμένοι να αναπλεύσουμε το ρεύμα της ιστορίας: για να αναγνωρίσουμε την ιδιοπροσωπία μας, πρέπει να ανατρέξουμε σε ένα προγενέστερο του 1453 ορόσημο, εκείνο του 1204, έστω και αν επαναλαμβάνουμε απλώς ή ανασύρουμε από τη λήθη αυτά που έχουν τονίσει οι σημαντικότεροι ιστορικοί μας.
Οκτώ αιώνες μετά το 1204, θέτουμε και πάλι ως προϋπόθεση για την απο-αποικιοποίηση της σκέψης μας –τουλάχιστον αυτής, μια και η αποτίναξη των υλικών δεσμών είναι πολύ πιο δύσκολη– το αίτημα της αναγνώρισης μιας ταυτότητας συγκροτημένης διά της αντιστάσεως.
[1] Βλέπε μεταξύ άλλων, Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική ∆ιήγησις, εκδ. loannes Aloysius van Dieten, Nicetae Choniatae Historia, Βερολίνο 1975· Ροβέρτος του Κλαρί, Η Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, Χατζηνικολή, Αθήνα 1990· Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, Χατζηνικολή, Αθήνα 1990· Σερ Έντουιν Πήαρς, 1204. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ιστορία της Τέταρτης Σταυροφορίας, Στοχαστής, Αθήνα· Michael Angold, Η τέταρτη σταυροφορία. Τα γεγονότα και το ιστορικό πλαίσιο, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2006· αφιέρωμα του περιοδικού Άρδην, «1204 – Οκτώ αιώνες αποικιοκρατία», Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004, τ. 51. Η σημαντικότερη πηγή για την ιστορία της Φραγκοκρατίας παραμένει το έργο του William Miller, Η φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204-1566), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1990, ενώ πιο διαβασμένη στην Ελλάδα παραμένει πάντα… η σατιρική διήγηση του Νίκου Τσιφόρου, Εμείς και οι Φράγκοι, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1973.
[2] Την έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης εισήγαγε ο Μαρξ, ο οποίος έδειξε πως η ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού προϋποθέτει μια μακρά περίοδο «πρωταρχικής συσσώρευσης» των όρων δημιουργίας του. Αυτοί οι όροι είναι η συγκέντρωση πλούτου, η ανάπτυξη του εμπορικού κεφαλαίου, κυρίως στο εξωτερικό, και η δημιουργία «προλεταρίων» στο εσωτερικό, ιδιαίτερα με την αγροτική έξοδο. Ο Κ. Μαρξ αφιερώνει ολόκληρο το όγδοο μέρος του Κεφαλαίου στην «πρωταρχική συσσώρευση», παρ’ όλο που επιμένει κυρίως στους εσωτερικούς μηχανισμούς και αφιερώνει πολύ λιγότερες σελίδες στην αποικιακή εκμετάλλευση. Βλ. Karl Marx, Œuvres, Économie, τόμ. Ι, Bibliothèque de la Pléiade, Gallimard, Παρίσι 1965, σσ. 1167-1240.
[3] Μια πλήρης περιγραφή των σχέσεων Βενετίας – Ανατολής στο Ag. Pertusi (επιμ.), Venezia e il Levante Fino al Secolo XV. Atti del Conv. Internazionale di Storia della Civiltà Veneziana (Venez., 1968), 2 τόμ., Fondazione G. Cini-Olschki, Βενετία – Φλωρεντία 1973, ενώ για τις σχέσεις Βενετίας – Βυζαντίου, βλ. Donald, Nicol, Βυζάντιο και Βενετία. Μελέτη των διπλωματικών και πολιτιστικών σχέσεων, Παπαδήμας, Αθήνα 2004.
[4] Klaus Oehler, «H συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας», στο Λίν. Μπενάκης (επιμ.), Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί, «Παρουσία», Αθήνα 2000, σ. 46.
[5] Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Η ποίηση του νέου ελληνισμού. Ανθολογία, ΙΓΧ, Αθήνα 62001, και Μιχάλης Περάνθης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ζωής, τόμ. Α΄: Μεσαιωνική Λογοτεχνία 1000-1600, Καστανιώτης, Αθήνα 2006.
[6] Βλέπε και για τους δύο ορισμούς, Διονύσιος Ζακυθηνός (εισαγ., επιμ.), Βυζαντινά Κείμενα, ΒΒ, τόμ. 3, Αθήνα 1957, σ. ια΄.
[7] Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Α΄: Αρχές και διαμόρφωσή του, εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 64.
[8] Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία, τόμ. Α΄, ό.π., σσ. 64-66.
[9] André Grabar, «Η βυζαντινή αρχιτεκτονική και τέχνη», ΠΚ, ΙΒΑ, Β΄, σσ. 834-863.
[10] Νικόλαος Σβορώνος, Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1982, σ. 115. Πρβλ. και τις μελέτες του Stephen Xydis, «Medieval Origins of Modern Greek Nationalism», Balkan Studies, 9, 1968, σσ. 1-20, καθώς και «Modern Greek Nationalism», στο Peter Sugar – Ivo Lederer, Nationalism in Eastern Europe, University of Washington Press, 1994, σσ. 207-258.
[11] Αθ. Σουλιώτης-Νικολαΐδης, Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως, Δωδώνη, Αθήνα 1984.
[12] Η τουρκική Ανατολή δεν διέθετε ακόμα τις δυνάμεις για να κατακτήσει μόνη της το Βυζάντιο, όπως θα κάνει με τους Οσμανλήδες, διακόσια χρόνια μετά. Προηγούνταν οι Λατίνοι και οι Φράγκοι. Η αποσύνθεση του Βυζαντίου θα προέλθει κυρίως από τη Δύση, που κάνει τα πρώτα της αποικιακά βήματα. Αυτό, εξ άλλου, μαρτυρούν και οι σταυροφορίες, που για πρώτη φορά φέρνουν τους Δυτικούς ως κατακτητές στο Βυζάντιο και την Εγγύς Ανατολή. Απλώς, εν συνεχεία, η ανακάλυψη του «αφρικανικού» δρόμου προς την Ανατολή, μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας και, κυρίως, της Αμερικής, θα εκτονώσουν την πίεση της Δύσης προς την Ανατολή που θα αφεθεί στα χέρια των Τούρκων.
[13] Εξ άλλου, το δίπολο της υποταγής στη Δύση –οικονομικά και πολιτιστικά– και της αυξανόμενης εξάρτησης από μια Τουρκία που «επιστρέφει» στα Βαλκάνια μοιάζει και πάλι ενεργό στον αρχόμενο 21ο αιώνα. Για την ιστορική εξέλιξη αυτής της διττής σχέσης, ιδιαίτερα κατά την Τουρκοκρατία, βλ. Ιωάννης Χασιώτης, Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001.
Σε. 25-36.
Ωστόσο, μετά τις μάχες του Μαντζικέρτ και του Μυριοκέφαλου (1071 και 1176) στα ανατολικά, με την απώλεια μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας, καθώς και μετά τις επιθέσεις των Νορμανδών το 1081 στο Δυρράχιο, την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1185, και εν τέλει της Πόλης το 1204, το Βυζάντιο περιορίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, σε ελληνικές περιοχές (κάτι που ισχύει και μετά το 1261).
Αλωση της Πόλης απο τους Φράγκους
Επομένως, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους νέους θανάσιμους κινδύνους, οι άρχουσες τάξεις υποχρεώνονται να προσεγγίσουν τα λαϊκά στρώματα και να αρχίσουν να διαμορφώνουν μια ενσυνείδητα «πρωτο-εθνική» ιδεολογία, με σύγχρονα στοιχεία – εξ ού και η επίμονη αναφορά των Λασκαριδών της Νικαίας στην Ελλάδα και τους Έλληνες, καθώς και η κοινωνική πολιτική τους υπέρ των «μεσαίων» και των λαϊκών στρωμάτων.
Γ. Η πτώση της Πόλης, το 1204, παρά τις προφανείς αρνητικές της συνέπειες, αποτελεί ταυτόχρονα και την οριστική επιβεβαίωση της ανάδυσης του νεώτερου ελληνισμού. Αμέσως μετά την Άλωση, θα σχηματιστούν πολλές εστίες αντίστασης, κατ’ εξοχήν στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, όπου θα ιδρυθεί η ομώνυμη Αυτοκρατορία, στον Πόντο, με την Τραπεζούντα των Μεγαλοκομνηνών, στην Ήπειρο, με το ομώνυμο Δεσποτάτο, και σύντομα στην Πελοπόννησο, με το Δεσποτάτο του Μορέως και τον Μυστρά, ενώ το 1219 θα ανακαταληφθεί από τους Έλληνες και η Θεσσαλονίκη.
Η Κωνσταντινούπολη, παρ’ ότι σύμβολο του Βυζαντίου, αποτελούσε πλέον αιτία της παρακμής του. Παράλληλα με την υπερσυγκέντρωση πληθυσμού και πόρων, την εκμετάλλευση όλης της περιφέρειας και την καλλιέργεια των αυταπατών μιας Αυτοκρατορίας-κληρονόμου της Ρώμης, χωρίς πλέον να διαθέτει την ανάλογη ισχύ, συνιστούσε τροχοπέδη στη συγκρότηση μιας νέας συνείδησης. Έτσι, η κατάληψή της υπήρξε το έναυσμα για την αποκέντρωση πόρων και ανθρώπων καθώς και για την κατίσχυση της εθνικής, με σύγχρονους όρους, ελληνικής ταυτότητας· μιας ταυτότητας η οποία συγκροτείται κατ’ εξοχήν σε αντιπαράθεση με τους Λατίνους, και ανατρέχει, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, στους «Έλληνες» ως παραδειγματική αναφορά. Σε τέτοιο βαθμό ώστε και ο Μαρξ, αναφερόμενος στο κράτος της Νικαίας, θα μιλήσει για «ελληνικό πατριωτισμό»[7].
Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, η οποία εκκινεί το 1204, τονίζει:
Από τότε –ακόμη και ύστερ’ από την ανάκτηση της Πόλης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1261)– δεν επρόκειτο ποτέ ν’ ανασυγκροτηθή η παλαιά αυτοκρατορία. Στην θέση της ξεπροβάλλουν τώρα νέα κράτη, εξωκεντρικά, ελληνικά, στην Νίκαια, Τραπεζούντα, Ήπειρο, Μακεδονία και αργότερα στην Πελοπόννησο. Οι αρχηγοί τους, για να στηριχθούν, είναι υποχρεωμένοι να έλθουν σε άμεση επαφή με τους κατά τόπους δυνατούς, αλλά και με τον λαό. Η λαϊκή παράδοση και ζωή των επαρχιών βρίσκει την ευκαιρία ν’ αναπτύξη τις λανθάνουσες δυνάμεις της, να προβάλη τις αποκεντρωτικές της τάσεις και να τονίση τον ελληνισμό της. Έτσι, μέσα στο περιβάλλον των νέων ηγεμονικών αυλών, αμβλύνεται η επίσημη ρωμαϊκή παράδοση, ενώ προάγεται η ελληνική. [ ]
Οι ποικίλες αυτές αντιθέσεις και οι συγκρούσεις με τους Φράγκους, αλλά και με τους άλλους κατακτητές (Βουλγάρους, Σέρβους, Τούρκους), προκάλεσαν ιδίως στους πολιτικούς και πνευματικούς των ηγέτες διάφορες ζυμώσεις, που τους προσανατόλιζαν προς την πραγματική δική τους εθνική υπόσταση, προς το παρελθόν, προς τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, και τους οδηγούσαν προς την μεγαλύτερη συνοχή τους. Το νεοελληνικό έθνος δηλαδή διαμορφώνεται μέσα στους σκληρούς αγώνες για την επιβίωσή του. [ ]
Με τη φραγκική κατάκτηση αρχίζει ν’ αποτυπώνεται ο ελληνικός εθνικός χαρακτήρας όχι μόνο στους πληθυσμούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έστω και αν το δεύτερο αυτό ιστορικό φαινόμενο δεν είναι ακόμη αισθητό. Τον εθνικόν αυτόν χαρακτήρα στην εκκλησία τον έδωσε περισσότερο η περίοδος της τουρκοκρατίας. [ ]
Η μεταβολή αυτή των συνθηκών παρατηρείται ακόμη και στην σύνθεση των στρατευμάτων. Τα βυζαντινά στρατεύματα, που την εποχή εκείνη αποτελούνταν κυρίως από ξένους μισθοφόρους, ενώ στις αρχές προβάλλουν ασήμαντη αντίσταση ή και δεν αντιστέκονται καθόλου στους σιδερόφρακτους ιππότες της Δύσης, τώρα με τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχονται αποκαθαίρονται και σχηματίζονται αποκλειστικά ή κυρίως από εντοπίους. Αυτοί αφυπνίζονται από τις ποικίλες επιδράσεις των Φράγκων και αντιδρούν ολοένα και πιο αποτελεσματικά ζητώντας παραδείγματα ευψυχίας στην αρχαιότητα. Η φραγκοκρατία τούς κεντρίζει με αναγεννητικούς χυμούς[8].
Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού θα πραγματοποιηθεί, έτσι, μέσα από μια ρήξη με τη συνέχεια. Και παρ’ όλο που το 1261 ανακτάται η Κωνσταντινούπολη, η Αυτοκρατορία θα είναι πια φάντασμα του παρελθόντος της. Σταδιακώς, το πεδίο της αντιπαράθεσης θα μετατεθεί στη σύγκρουση με τους Τούρκους, η Μικρά Ασία και η Θράκη θα χαθούν, ενώ η Θεσσαλονίκη αρχικώς και ο Μυστράς, την τελευταία κυριολεκτικώς στιγμή, θα αποτελέσουν το επίκεντρο της τελευταίας αναλαμπής του πρώτου νεώτερου ελληνικού κράτους.
Δ. Εξ ίσου σημαντική υπήρξε και η, οριστική μετά το 1054, ρήξη της ορθοδοξίας με τους Δυτικούς, η οποία και την «ελληνοποίησε» υποχρεωτικώς.
Ε. Τέλος, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε τις τάσεις μιας γενικευμένης «επιστροφής» στους αρχαίους Έλληνες και την κλασική παιδεία, που ξεκινούν ήδη από την εποχή του Φωτίου και του Αρέθα και συστηματοποιούνται μετά τη δημιουργία του Πανεπιστημίου από τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο, το 1054, και την επίδραση του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννη Ιταλού κατά τον 11ο αιώνα. Μετά τον 13ο αιώνα, αναπτύσσεται η μεγάλη «Παλαιολόγεια Αναγέννηση» στα γράμματα και τις τέχνες, ιδιαίτερα στη ζωγραφική[9] και τη μουσική, που συνιστούν μια κατ’ εξοχήν ελληνική πνευματική Αναγέννηση, η οποία προηγείται και τροφοδοτεί την ιταλική, και η οποία θα ανακοπεί βίαια μετά τον 15ο αιώνα.
Μπορούμε, λοιπόν, βάσιμα να υποστηρίξουμε πως, μετά το 1204 (ή έστω το 1261), με τη σύγκλιση ανάμεσα στις ελίτ και τα λαϊκά στρώματα, συγκροτείται αμετάκλητα η νεώτερη ελληνική εθνική συνείδηση: Το πρώτο σύγχρονο ελληνικό έθνος-κράτος δεν θα δημιουργηθεί το 1828 αλλά έξι αιώνες ενωρίτερα, όταν συγκροτούνται το Δεσποτάτο της Ηπείρου, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το Βασίλειο της Νικαίας.
Γενικά μπορούμε να πούμε, για την περίοδο που θα ακολουθήσει τη φραγκική κατάκτηση μέχρι την επιβολή του τουρκικού ζυγού (1453), ότι αποτελεί το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και συγχρόνως την πρώτη εποχή της ιστορίας του νέου ελληνικού έθνους, του οποίου οι απαρχές είναι δυνατόν να τοποθετηθούν χρονικά στον 11ο αιώνα[10].
Σε μια περίεργη ιστορική παλινδρόμηση, όμως, η καθολική απώλεια της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων, μετά το 1453, η ενσωμάτωσή τους σε ένα πολυεθνικό κράτος, όπως το οθωμανικό, και η οιονεί πολιτική τους εκπροσώπηση από την Εκκλησία, δημιούργησαν τις συνθήκες μιας νέας Διασποράς, που συνεχίστηκε μέχρι το 1922. Γι’ αυτό και ετέθη εκ νέου, με διλημματικό τρόπο, το ζήτημα της πολιτικής ενότητας του ελληνισμού μεταξύ οικουμενικότητας –του γένους– και εθνικού κράτους. Οι Έλληνες, ιδιαίτερα εκείνοι της Διασποράς, θα επιχειρούν να ανασυστήσουν ένα «Χριστιανικό Βαλκανικό Κράτος του Ελληνικού Έθνους». Ο Ρήγας, στο «Σύνταγμά» του, θα επιχειρήσει να συγκεράσει το ιδεώδες της Γαλλικής Επανάστασης με το βυζαντινό πολυεθνικό, αυτοκρατορικό, ιδεώδες, προτείνοντας μια «Βαλκανική Δημοκρατία του Ελληνικού Έθνους», όπου θα συνυπάρχουν πολλές εθνικές ομάδες οι οποίες όμως θα έχουν ως επίσημη γλώσσα την ελληνική και ως σύμβολο τον σταυρό. Τα ίδιο θα συμβεί και με την απόπειρα της «Φιλικής Εταιρείας» για μια παμβαλκανική επανάσταση υπό την ηγεμονία των Ελλήνων. Τέλος, ο Ίων Δραγούμης και ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, στην Οργάνωσιν Κωνσταντινουπόλεως[11], το 1910, επιχειρούν να διασώσουν το ίδιο όραμα λίγο πριν τον τελικό κατακλυσμό. Για μία ακόμα φορά, όπως συνέβη και τον 13ο αιώνα, το οικουμενικό όνειρο του ελληνισμού θα συντριβεί το 1922, και ο σύγχρονος ελληνισμός θα επιστρέψει σε μια λογική έθνους-κράτους, όχι ταυτόσημη αλλά ανάλογη με εκείνη του 1204/1261.
Η απόπειρα μιας, λίγο-πολύ, ομαλής μετάβασης από τον μεσαιωνικό ελληνισμό, τον βυζαντινό, στον νεώτερο, μέσα από τον σταδιακό μετασχηματισμό του Βυζαντίου, όπως συμβαίνει κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα, όταν αναδύεται ήδη η νεοελληνική ιδιοπροσωπία, θα συνθλιβεί κάτω από την ταυτόχρονη και συντονισμένη πίεση Ανατολής και Δύσης – και, στην πρώτη φάση, προπαντός της Δύσης[12].
Ο νεώτερος ελληνισμός θα διαμορφωθεί, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση της λατινο-φραγκικής κατάκτησης, το 1204, διά της αντιστάσεως στην υποταγή του και θα ζήσει εφτά αιώνες –έως το 1922– υπόδουλος, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, στην τουρκική Ανατολή ή τη Δύση· άλλωστε, η αποικιοκρατούμενη και υποδεέστερη θέση του έναντι της Δύσεως συνεχίζεται ακόμα, οκτώ αιώνες μετά, το 2006, όταν σύρονται αυτές οι γραμμές.
Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού θα μεταβληθεί, έτσι, σε συγκρότηση εν δουλεία. Με όλες τις συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο στην εμπέδωση ενός άτυπου χαρακτήρα που συνδυάζει την υποταγή και την αντίσταση, τη λήθη και τη μνήμη, τη ρήξη ανάμεσα στις ελίτ –που συχνά εντάσσονται υποχρεωτικώς στις δομές της ξένης κυριαρχίας– και το λαϊκό σώμα που διατηρεί την παράδοση. Θα χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την αντιπαράθεση ανάμεσα σε κάθε απόπειρα ψευδούς «εκσυγχρονισμού», η οποία γίνεται αντιληπτή ως βιασμός του λαϊκού σώματος, και τη διατήρηση της συνέχειας – μιας συνέχειας που, για να επιβεβαιωθεί, αναγκάζεται συχνά να προσφεύγει ακόμα και στον συντηρητισμό ή την ιδεολογική αρτηριοσκλήρυνση.
Δεν θα μπορέσουμε, λοιπόν, να ολοκληρώσουμε την Αναγέννηση, που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τον 11ο αιώνα και θα λάμψει για μια τελευταία φορά στον Μυστρά· αντιθέτως, οι λόγιοί μας είτε θα σκορπίσουν στη Δύση είτε θα ενταχθούν στην εκκλησιαστική παράδοση, που θα διατηρήσει σε εποχές δουλείας τη συνέχεια του ελληνισμού – με τίμημα την επιβολή μιας αττικίζουσας γλώσσας, την προσκόλληση στο γράμμα των κειμένων κ.ο.κ. Η «Αναγέννησή» μας θα μετατεθεί μερικούς αιώνες μετά, στον 18ο αιώνα. Τόσο μακριά, ώστε κάποτε θα πιστέψουμε πως αυτή η απόπειρα υπήρξε και η πρώτη, ενταφιάζοντας έτσι την πρώιμη ελληνική Αναγέννηση, εκείνη της υστεροβυζαντινής περιόδου.
Αυτή η «αναστολή» της Αναγέννησής μας θα διακόψει την αδιάσπαστη συνέχεια ανάμεσα στον μεσαιωνικό και τον νεώτερο ελληνισμό, ανάμεσα στο έπος του Διγενή Ακρίτα, τη «Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», το «Άξιον Εστί» και τη «Ρωμιοσύνη», ανάμεσα στον Μιχαήλ Ψελλό, τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Μανουήλ Πανσέληνο και τον… Ευάγγελο Παπανούτσο, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τη Φιλοκαλική Αναγέννηση ή τον Κόντογλου και τον Τσαρούχη… Θα μεσολαβήσει η φραγκική κατάκτηση και θα ακολουθήσει, ως φυσική της συνέπεια, η τουρκική[13].
Τα αίτια μιας αποσιώπησης
Πώς και γιατί, λοιπόν, σβήστηκε και αποσιωπήθηκε το 1204 από τη συλλογική μνήμη, παρότι αποτέλεσε ένα γεγονός αποφασιστικότερης σημασίας και από αυτή την Άλωση του 1453; Διότι, το 1204, η Κωνσταντινούπολη παρέμενε ακόμα η βασιλίδα των πόλεων σε όλη την Ευρώπη και, ανάμεσα στ’ άλλα, διέθετε ένα ή ίσως και δύο Πανεπιστήμια, ενώ το 1453 ήταν ήδη, στο μεγαλύτερο μέρος της, ένας ακατοίκητος σωρός ένδοξων ερειπίων.
Πώς και γιατί δεν αντιμετωπίζεται από το σύγχρονο ελληνικό κράτος και τους οργανικούς του διανοούμενους ως το γενέθλιο ορόσημο στην ιστορία του νεώτερου ελληνικού έθνους, παρόλο που το επισημαίνουν όλοι οι μεγάλοι ιστορικοί μας, άσχετα από την ιδεολογική τους κατεύθυνση;
Αυτή η αποσιώπηση έχει βαθύτατα ελατήρια, διότι η αναγνώριση του «1204» ως της αφετηρίας του νεώτερου ελληνισμού θα λειτουργούσε ως ιδεολογική θρυαλλίδα για το καθεστώς της εξάρτησης και της υποταγής στη Δύση.
Κατ’ αρχάς, διότι θα καταδείκνυε πως οι νεώτεροι Έλληνες συγκρότησαν την ταυτότητά τους σε αντιπαράθεση και με τη δυτική αποικιοκρατία και όχι μόνο με τους Οθωμανούς· αντιπαράθεση η οποία δεν περιορίζεται στη θρησκευτική σύγκρουση, ή την οικονομική –μια μόνιμη απομύζηση ή στρέβλωση που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα–, αλλά υπήρξε και σε μεγάλο βαθμό εδαφική. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι Βενετσιάνοι κατείχαν την Κύπρο μέχρι το 1571, την Κρήτη μέχρι το 1667, την Πελοπόννησο, με διαλείμματα, μέχρι το 1715, τα Ιόνια Νησιά μέχρι το 1797, για να τα πάρουν με τη σειρά τους οι Γάλλοι και να τα κρατήσουν οι Άγγλοι μέχρι το 1861. Η Κύπρος, δε, πέρασε από τους Λουζινιάν στους Ενετούς, στη συνέχεια στους Τούρκους και μετά στους Άγγλους μέχρι το 1960, τα δε Δωδεκάνησα θα επιστραφούν στην Ελλάδα από τους Ιταλούς μόλις το 1948.
Οι εισβολές και επιδρομές από τη Δύση ήταν αναρίθμητες από το 1071 και δώθε. Σταυροφορίες, Νορμανδοί, 1204, Καταλανοί, Ναΐτες Ιππότες, για να φθάσουμε στους αποκλεισμούς για τον Πατσίφικο, στις αποβάσεις στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Ιταλική και Γερμανική Κατοχή, τέλος την αγγλική και αμερικανική επέμβαση. Ακόμα και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, η νησιωτική και δυτική Ελλάδα παρέμενε, για τριακόσια ή τετρακόσια χρόνια, μια no man’s land όπου συγκρούονταν Οθωμανοί και Δυτικοί, κυρίως Βενετσιάνοι, για την κατοχή ενός στρατηγικού «ενδιάμεσου χώρου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εγχώρια οικονομία και τους ελληνικούς πληθυσμούς.
Η αποφασιστική στιγμή της «στροφής» υπήρξε η περίοδος ανάμεσα στο 1071 και τον 14ο αιώνα, την οποία συμβολικά χαρακτηρίζουμε ως «1204», όταν οι Φράγκοι θα απομυζήσουν και θα διαμελίσουν τον βυζαντινό ελληνισμό, για να τον παραδώσουν ανήμπορο στα χέρια των Οθωμανών. Ο ελληνισμός δεν θα μπορέσει ποτέ πια να σταθεί στα πόδια του ως αυτόνομος χώρος, ως συνέχεια της ελληνικής «οικουμένης», και θα επιβιώνει στο εξής ως ένας απλός μεθοριακός χώρος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η αποδοχή αυτών των διαπιστώσεων θα έθετε ως αίτημα, προφανώς, την ολοκλήρωση της απο-αποικιοποίησης του ελληνικού χώρου και θα οδηγούσε, με μια δεύτερη λογική συνεπαγωγή, στη διαπίστωση πως η αποικιοκρατία συνεχίζεται με νέες μορφές και παραμένει ζητούμενο η απόσεισή της. Με όλες τις ιδεολογικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας παραδοχής.
Και όμως, η αναγνώριση της σημασίας του 1204, ως αφετηριακού ορόσημου για τη συγκρότηση του νέου ελληνισμού, θα αποκαθιστούσε αδιαμφισβήτητα και την ενότητα της διαχρονίας μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, διά μέσου του Βυζαντίου, και η νεώτερη ελληνική ιστορία θα χωριζόταν σε τρεις υποπεριόδους: 1204-1453 / 1453-1821 / 1821- έως σήμερα. Θα κατέρρεε, συνεπώς, το καινοφανές –ίσως στα όρια του αστεϊσμού, αλλά κυρίαρχο στην ύστερη μεταπολίτευση– ιδεολόγημα που θέλει τη συγκρότηση του νεώτερου ελληνισμού να έχει ως αφετηρία τον «Διαφωτισμό» του 18ου αιώνα, δηλαδή να είναι πλήρως προσδεδεμένη και παράγωγη της δυτικοευρωπαϊκής εθνογένεσης, και όχι τον 12ο-13ο αιώνα, ως συνέχεια του Βυζαντίου.
Θα έπρεπε, να αλλάξει κατεύθυνση η σύγχρονη κυρίαρχη ιδεολογία –διανοουμένων και κράτους– και να στραφεί προς τη διερεύνηση της ελληνικής ιδιαιτερότητας, και έχοντας αυτή ως αφετηρία να μελετηθούν οι συνάφειές της τόσο με τη Δύση όσο και με την Ανατολή. Ούτε λίγο ούτε πολύ, θα ζητούσαμε από το ελληνικό κράτος και τους οργανικούς του διανοούμενους να αποσείσουν τουλάχιστον διακοσίων χρόνων τυφλή υποταγή στο δυτικό παράδειγμα!
Ίσως η λήθη της σημασίας του 1204, που χαρακτήριζε την κυρίαρχη ιδεολογία στον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, να ήταν σε ένα βαθμό κατανοητή –δεδομένου ότι η αντιπαράθεση με την Τουρκία κατελάμβανε σχεδόν όλο τον ορίζοντα. Μετά τη μεταπολίτευση, όμως, μεταλλάσσεται σε ασύγγνωστη συστηματική παρασιώπηση, απόκρυψη και διαστρέβλωση της ιστορίας, η οποία θα επεκταθεί, σταδιακώς, από την πρώτη στη… δεύτερη «Άλωση».
Τωόντι, η παλαιότερη «διαφωτιστική» ή φιλοδυτική γενιά διανοουμένων, το παλαιό ελληνικό κράτος, είχαν θέσει ως ορόσημο της γένεσης του νεοελληνικού έθνους το 1453. Έτσι τουλάχιστον διαφύλατταν κάτι από το αντιστασιακό ήθος του, έστω και αν ήταν μονομερές και μονόπλευρο, προς την Τουρκοκρατία και μόνο, αποκρύπτοντας την αποικιοκρατική υπαγωγή τους στη Δύση. Η νεώτερη γενιά των διανοουμένων, όμως, και το θνήσκον ελληνικό κράτος της εποχής της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», τείνει να μεταθέσει τα όρια της γένεσης του ελληνικού έθνους στη μετά το 1821 περίοδο, ως συνέπεια της συγκρότησης του «κράτους» – το έθνος καθίσταται απότοκο της κρατικής υπόστασης και όχι το αντίστροφο. Έτσι, εγκαταλείπεται πλέον κάθε αντιστασιακή διάσταση της συγκρότησης του ελληνικού έθνους, ακόμα και έναντι της τουρκικής «Ανατολής», έστω και αν συνεχίζεται, για παράδειγμα, η κατοχή της Κύπρου. Η παρασιώπηση της δυτικής αποικιοκρατίας και του αντιστασιακού ήθους του νεώτερου ελληνισμού έχει, εν τέλει, ως έσχατη και αναγκαία συνέπεια και την υποτίμηση της οθωμανικής κυριαρχίας.
Είμαστε, λοιπόν, υποχρεωμένοι να αναπλεύσουμε το ρεύμα της ιστορίας: για να αναγνωρίσουμε την ιδιοπροσωπία μας, πρέπει να ανατρέξουμε σε ένα προγενέστερο του 1453 ορόσημο, εκείνο του 1204, έστω και αν επαναλαμβάνουμε απλώς ή ανασύρουμε από τη λήθη αυτά που έχουν τονίσει οι σημαντικότεροι ιστορικοί μας.
Οκτώ αιώνες μετά το 1204, θέτουμε και πάλι ως προϋπόθεση για την απο-αποικιοποίηση της σκέψης μας –τουλάχιστον αυτής, μια και η αποτίναξη των υλικών δεσμών είναι πολύ πιο δύσκολη– το αίτημα της αναγνώρισης μιας ταυτότητας συγκροτημένης διά της αντιστάσεως.
[1] Βλέπε μεταξύ άλλων, Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική ∆ιήγησις, εκδ. loannes Aloysius van Dieten, Nicetae Choniatae Historia, Βερολίνο 1975· Ροβέρτος του Κλαρί, Η Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, Χατζηνικολή, Αθήνα 1990· Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, Χατζηνικολή, Αθήνα 1990· Σερ Έντουιν Πήαρς, 1204. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ιστορία της Τέταρτης Σταυροφορίας, Στοχαστής, Αθήνα· Michael Angold, Η τέταρτη σταυροφορία. Τα γεγονότα και το ιστορικό πλαίσιο, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2006· αφιέρωμα του περιοδικού Άρδην, «1204 – Οκτώ αιώνες αποικιοκρατία», Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004, τ. 51. Η σημαντικότερη πηγή για την ιστορία της Φραγκοκρατίας παραμένει το έργο του William Miller, Η φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204-1566), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1990, ενώ πιο διαβασμένη στην Ελλάδα παραμένει πάντα… η σατιρική διήγηση του Νίκου Τσιφόρου, Εμείς και οι Φράγκοι, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1973.
[2] Την έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης εισήγαγε ο Μαρξ, ο οποίος έδειξε πως η ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού προϋποθέτει μια μακρά περίοδο «πρωταρχικής συσσώρευσης» των όρων δημιουργίας του. Αυτοί οι όροι είναι η συγκέντρωση πλούτου, η ανάπτυξη του εμπορικού κεφαλαίου, κυρίως στο εξωτερικό, και η δημιουργία «προλεταρίων» στο εσωτερικό, ιδιαίτερα με την αγροτική έξοδο. Ο Κ. Μαρξ αφιερώνει ολόκληρο το όγδοο μέρος του Κεφαλαίου στην «πρωταρχική συσσώρευση», παρ’ όλο που επιμένει κυρίως στους εσωτερικούς μηχανισμούς και αφιερώνει πολύ λιγότερες σελίδες στην αποικιακή εκμετάλλευση. Βλ. Karl Marx, Œuvres, Économie, τόμ. Ι, Bibliothèque de la Pléiade, Gallimard, Παρίσι 1965, σσ. 1167-1240.
[3] Μια πλήρης περιγραφή των σχέσεων Βενετίας – Ανατολής στο Ag. Pertusi (επιμ.), Venezia e il Levante Fino al Secolo XV. Atti del Conv. Internazionale di Storia della Civiltà Veneziana (Venez., 1968), 2 τόμ., Fondazione G. Cini-Olschki, Βενετία – Φλωρεντία 1973, ενώ για τις σχέσεις Βενετίας – Βυζαντίου, βλ. Donald, Nicol, Βυζάντιο και Βενετία. Μελέτη των διπλωματικών και πολιτιστικών σχέσεων, Παπαδήμας, Αθήνα 2004.
[4] Klaus Oehler, «H συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας», στο Λίν. Μπενάκης (επιμ.), Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί, «Παρουσία», Αθήνα 2000, σ. 46.
[5] Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Η ποίηση του νέου ελληνισμού. Ανθολογία, ΙΓΧ, Αθήνα 62001, και Μιχάλης Περάνθης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ζωής, τόμ. Α΄: Μεσαιωνική Λογοτεχνία 1000-1600, Καστανιώτης, Αθήνα 2006.
[6] Βλέπε και για τους δύο ορισμούς, Διονύσιος Ζακυθηνός (εισαγ., επιμ.), Βυζαντινά Κείμενα, ΒΒ, τόμ. 3, Αθήνα 1957, σ. ια΄.
[7] Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Α΄: Αρχές και διαμόρφωσή του, εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 64.
[8] Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία, τόμ. Α΄, ό.π., σσ. 64-66.
[9] André Grabar, «Η βυζαντινή αρχιτεκτονική και τέχνη», ΠΚ, ΙΒΑ, Β΄, σσ. 834-863.
[10] Νικόλαος Σβορώνος, Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1982, σ. 115. Πρβλ. και τις μελέτες του Stephen Xydis, «Medieval Origins of Modern Greek Nationalism», Balkan Studies, 9, 1968, σσ. 1-20, καθώς και «Modern Greek Nationalism», στο Peter Sugar – Ivo Lederer, Nationalism in Eastern Europe, University of Washington Press, 1994, σσ. 207-258.
[11] Αθ. Σουλιώτης-Νικολαΐδης, Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως, Δωδώνη, Αθήνα 1984.
[12] Η τουρκική Ανατολή δεν διέθετε ακόμα τις δυνάμεις για να κατακτήσει μόνη της το Βυζάντιο, όπως θα κάνει με τους Οσμανλήδες, διακόσια χρόνια μετά. Προηγούνταν οι Λατίνοι και οι Φράγκοι. Η αποσύνθεση του Βυζαντίου θα προέλθει κυρίως από τη Δύση, που κάνει τα πρώτα της αποικιακά βήματα. Αυτό, εξ άλλου, μαρτυρούν και οι σταυροφορίες, που για πρώτη φορά φέρνουν τους Δυτικούς ως κατακτητές στο Βυζάντιο και την Εγγύς Ανατολή. Απλώς, εν συνεχεία, η ανακάλυψη του «αφρικανικού» δρόμου προς την Ανατολή, μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας και, κυρίως, της Αμερικής, θα εκτονώσουν την πίεση της Δύσης προς την Ανατολή που θα αφεθεί στα χέρια των Τούρκων.
[13] Εξ άλλου, το δίπολο της υποταγής στη Δύση –οικονομικά και πολιτιστικά– και της αυξανόμενης εξάρτησης από μια Τουρκία που «επιστρέφει» στα Βαλκάνια μοιάζει και πάλι ενεργό στον αρχόμενο 21ο αιώνα. Για την ιστορική εξέλιξη αυτής της διττής σχέσης, ιδιαίτερα κατά την Τουρκοκρατία, βλ. Ιωάννης Χασιώτης, Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001.
Σε. 25-36.
*Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου