Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ





















Ιανουάριος < ελληνιστική κοινή Ἰανουάριος < λατινική ianuarius < Ianus (Ιανός)




Ο Ιανουάριος, ή Γενάρης, ή Καλαντάρης, ή Καλαντάρς (Ποντιακά), είναι ο πρώτος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό Hμερολόγιο και έχει 31 ημέρες. Η πρώτη μέρα του μήνα, που είναι και πρώτη ημέρα του χρόνου, είναι γνωστή ως Πρωτοχρονιά.




Ο Ιανουάριος πήρε το όνομά του από τον Ιανό, θεό κάθε αρχής στη ρωμαϊκή μυθολογία.

 Όπως αναφέρει σχετικά και ο Ηλίας Αναγνωστάκης: `…ο Ιανός ήταν θεός δίμορφος, που παριστάνεται πότε με κλειδιά ή με τριακόσιες ψήφους στο δεξί του χέρι και εξήντα πέντε στο αριστερό, όσες οι μέρες του ενιαυτού. Εκκαλείτο δε και «Αιωνάριος» αντί Ιανουάριος, επειδή τον θεωρούσαν του αιώνος πατέρα. Είχαν μάλιστα οριστεί δώδεκα πρυτάνεις να τον υμνούν και υπήρχε δωδεκάβωμον στο ναό του, όσοι και οι μήνες του έτους.

[Ο Ιανουάριος, ωστόσο, δεν ήταν ανέκαθεν ο πρώτος μήνας του έτους για τους Ρωμαίους. Στα πρώτα χρόνια της ιστορίας τους, πρώτις μήνας ήταν ο Μάρτιος, από το όνομα του πολεμικού θεού τους Mars-Martis (δηλαδή του Άρη των Ελλήνων). Πρωτοχρονιά ήταν τότε η πρώτη Μαρτίου, η οποία εξακολούθησε να γιορτάζεται και στα κατοπινά χρόνια. Και επειδή θυμούνταν πως αυτή ήταν η αρχική τους πρωτοχρονιά, την έλεγαν πάτριον. Ο Ιανουάριος έγινε πρώτος μήνας αργότερα, όταν ο μυθικός βασιλιάς των Ρωμαίων Νούμας Πομπίλιος οργάνωσε το ημερολόγιο με βάση τον ήλιο.]


Για τους αρχαίους Έλληνες η πρώτη του έτους ήταν η 21η Ιουνίου. 
Οι Βυζαντινοί ακολούθησαν τους Ρωμαίους στο ζήτημα του ημερολογίου και έτσι καθιέρωσαν τον Ιανουάριο ως πρώτο μήνα, πράγμα που διατηρήθηκε και στο Ιουλιανό ημερολόγιο και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.
Ο λαός μας έχει διάφορες ονομασίες για τον Ιανουάριο. Ο Γενάρης είναι και Γεννολοητής, γιατί τότε γεννοβολούν τα κοπάδια, Γατομήνας, επειδή σ’ αυτόν ζευγαρώνουν οι γάτες & Μεσοχείμωνος, γιατί είναι ο μεσαίος από τους 3 μήνες του χειμώνα και όπως δηλώνει και η παροιμία «ως τα’ Αϊ-Γιαννιού, τρυγόνα, είναι η φούρια του χειμώνα». Είναι επίσης και ο μήνας με το λαμπρότερο φεγγάρι: «Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα μέρα μοιάζει».
 Ακόμα Κρυαρίτης (στη Μάνη) για το τσουχτερό του κρύο, αλλά και Γελαστός για τις Αλκυονίδες ημέρες του. Κλαδευτής και Καλεντέρης (Πόντος – Καππαδοκία) από τα Κάλαντα (Καλένδες) της αρχιχρονιάς(  .

 Τέλος είναι Τρανός, Πρωτάρης, Μεγάλος μήνας ή Μεγαλομηνάς, γιατί είναι ο πρώτος μήνας του έτους με 31 ημέρες, αντίθετα με τον Κουτσό, τον Κουτσοφλέβαρο που ακολουθεί.


  


           Παροιμίες για το μήνα Ιανουάριο 




· Αδελφέ Μιχάλη, τώρα τον Γενάρη, οι δύο ένας γίνονται και ο μοναχός κουβάρι.

· Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, με σύγκρυα και παγωνιά.

· Άσπρος Γενάρης, νηστικός ο μεροκαματιάρης.

· Βαρύ το καλοκαίρι βαρύς και ο Γεναροχειμώνας.

· Βροχερός Γενάρης, Αύγουστος νοικοκύρης.

· Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το.

· Γενάρη διαβολόμηνα ποτέ σου μην ξανάρθεις.

· Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι.

· Γενάρη καλαντάρη τα κορίτσια σου που τα ‘χεις στα θολόστακτα κρυμμένα.

· Γενάρη μήνα κλάδευε και λίσγο μη γυρεύεις.

· Γενάρη μήνα κλάδευε και το φεγγάρι χέστο.

· Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις.

· Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζει.

· Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξύδι.

· Γενάρη, μήνα του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου.

· Που να σου να Γεναρη καλε και ξακουστιαρη

· Γενάρης στεγνός κι ο κόπος σου διπλός.

· Γενάρης στεγνός, νοικοκύρης πλούσιος.

· Γενάρης χωρίς χιόνι, κακό μαντάτο.

· Γεναριάτικο πουλί Αυγουστιάτικο αυγό.

· Γεναριάτικο φεγγάρι με τ' Άη Γιαννιού τη χάρη.

· Γεναριάτικο φεγγάρι, ήλιος ημέρας μοιάζει.

· Δέκα μέρες του Γεναράκη, ίσον μικρό καλοκαιράκι.

· Εγέλασεν ο Γενάρης.

· Έκαμε κι ο Γενάρης ήλιο.

· Κάλλιο να 'δω σκυλί λυσσασμένο παρά ζεστό ήλιο τον Γενάρη.

· Κλάδεμα του Γενάρη κάθε μάτι και βλαστάρι.

· Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη.

· Κότα τον Γενάρη, κέφαλο τον Αλωνάρη.

· Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.

· Κόψε ξύλα τον Γενάρη μην κάψεις τα παλούκια.

· Κόψε ξύλο τον Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι.

· Μα 'μουν γάτος τον Γενάρη κι ας μην είχα άλλη χάρη.

· Μωρή πουτάνα αμυγδαλιά π' ανοίγεις τον Γενάρη δεν καρτερείς την Άνοιξη ν' ανοίξουμ' όλοι αντάμα.

· Ο Γενάρης δε γεννά μήτε αβγά μήτε πουλιά, μόνο κρύο και νερά.

· Ο Γενάρης κι αν γεννά, του Καλοκαιριού μηνά.

· Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται. (Αλκυονίδες ημέρες)

· Ο λαγός και το περδίκι κι ο κακός ο νοικοκύρης το Γενάρη χαίρονται.

· Οι γεναριότικες νύχτες, για να περάσουν θέλουν συντροφιά και κουβέντα.

· Όποιος θε να βαμπακώσει, τον Γενάρη θε ν' οργώσει.

· Όποιος θέλει να βαμβακώσει, τον Γενάρη ας οργώσει.

· Όποιος σπέρνει το Γενάρη, παίρνει την ανεμοζάλη.

· Όρνιθα το Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη.

· Σ' όσους μήνες έχουν «ρο», μπάνιο με ζεστό νερό.

· Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια , και του Γεναριού οι νύχτες.

· Τ' Αυγούστου και του Γεναριού, τα δυο χρυσά φεγγάρια.

· Το Γενάρη κόβε ξύλα και φεγγάρι μην κοιτάζεις.

· Το Γενάρη το ζευγάρι διάβολος θε να το πάρει.

· Το Γεναριάτικο φεγγάρι είναι για κλάδο.

· Το χιόνι του Γενάρη κοπριά, του Μάρτη φωτιά.

· Τον Γενάρη κλάδευε και τον Φλεβάρη απόσκαφτε.

· Τον κακό Γενάρη το κασόνι έχει τη χάρη.

· Του Αυγούστου και του Γεναριού το φεγγάρι φωτάει σαν ημέρα.

· Του Γενάρη οι ξαστεριές του Αυγούστου οι συννεφιές το ίδιο πράμα είναι.

· Του Γενάρη το ζευγάρι διάβολος θε να το πάρει.

· Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.

· Του Γενάρη το φεγγάρι λάμπει σαν μαργαριτάρι.

· Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο μέρας μοιάζει.

· Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα να 'ναι μέρα.

· Του Γενάρη το φεγγάρι την ημέρα σιγοντάρει.

· Του Γενάρη το φεγγάρι, πάρα λίγο να 'ναι μέρα.

· Του Γεναριού η καλοκαιριά όλα τα δέντρα τα γελά.

· Του Γεναριού το φεγγάρι είναι σαν του Αλωνάρη.

· Τυρί μαλλί τον Αύγουστο κι αγγούρια τον Γενάρη.

· Τώρα το μεσοχείμωνο ζητάει κι η γριά ξυλάγγουρα.

· Φάε βετούλι τον Γενάρη και γίδα τον Αλωνάρη.

· Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τη Λαμπρή βρεμένη.

· Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα 'ν' τον Αλωνάρη.

· Χιόνια του Γενάρη, χαρές του Αλωνάρη.

· Χιονίζει ο Γενάρης, ξεψυχάει ο γαϊδουριάρης.

· Χιόνισ' έβρεξ' ο Γενάρης, όλοι οι μύλοι μας θ' αλέθουν.

· Χιόνισε έβρεξε ο Γενάρης, ούλοι οι μύλοι αλέθουν.

· Χορεύει σαν Γεναριάτικος διάβολος και σαν Αυγουστιάτικος τρίβολος.

Ο λαός μας για  την πρώτη μέρα του Γενάρη:

Ο λαός μας την πρώτη μέρα του Γενάρη τη θέλει συννεφιασμένη και κρυερή"για να μην μπορέσει να λιάσει η αρκούδα τ'αρκουδόπουλά της", γιατί τό'χει σε κακό. Οι ξώμαχοί μας πιστεύουν πως άμα τα λιάσει, η χρονιά δε θα πάει καλά. Θα φέρει πολλά ανάποδα.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γυρίζουν στα σπίτια και λένε τα κάλαντα με το θαμποχάραμα. [...]

Μόλις τελειώσουν το τραγούδισμα τα παιδιά, οι νοικοκυρές τα φιλεύουν νομίσματα και γλυκά κι εκείνα φεύγουν χαρούμενα γι' άλλα σπίτια και γι' άλλες γειτονιές.

Ιδιαίτερο χαρακτήρα γιορτασμού παίρνει η αλλαγή της χρονιάς, στα χειμαδιοκόνακα. Η Πρωτοχρονιά για τους τσελιγκάδες, γι' αυτούς τους ανθρώπους των βουνών μας, έχει μεγάλη σημασία και θεωρείται ξεχωριστή μέρα μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Απ' την παραμονή, κιολας, της αρχιμηνιάς αρχίζουν οι προετοιμασίες και τ'αναστατώματα στα τσελιγκάτα. [...]

Σύνταχα της Πρωτοχρονιάς, πριν ακόμα καλοφέξει, πηγαίνουν κι απιθώνουν στις πετρόβρυσες, στις ξυλόβρυσες και στα κρεμάμενα λαγγαδίσια νερά γλυκά κι άλλα ζαχαρωτά για τις μοίρες της χρονιάς. Κι αυτές, αφού λούσουν και χτενίσουν τα μαλλιά τους, τρώνε τα γλυκά κι ύστερα σκορπίζουνε μέσα στο θαμποσκόταδο, χορεύοντας και χαμηλοτραγουδώντας.

Οι τσοπαναραίοι πιστεύουν πως αυτό, δηλαδή το φάγωμα των καλουδιών απ' τις μοίρες, είναι καλό σημάδι για την καινούρια χρονιά. "Γλυκάθηκαν οι τύχες, γλύκανε κι ο χρόνος", τους ακούς να λένε ' "θα μας πάει καλά η χρονιά και τα πράγματά μας θα προκόψουν".

Αν, όμως, τα πιάσει το πρωί τούτα τα ζαχαρωτά και δεν τα φάγουν οι ειμαρμένες, αυτό είναι κακό σημάδι για τους τσελιγκάδες. Πιστεύουν πως η χρονιά θά'ναι κακιά κι ανάποδη. Πως θα φέρει πολλά παιδέματα, κακοπάθειες και πεθαμούς.

Την αρχιχρονιά, αυτός που θά'ρθει στα κονάκια, εύχονται όλοι τους νά'χει καλό ποδαρικό. Πρωτομπαίνοντας δε μέσα στο καλύβι τους, πρεπει να πατήσει με το δεξί του πόδι, για το καλό του χρόνου. Το πρωί, πάλι, τις πόρτες απ'τα κατοικιά των ζωντανών τις πρωτοπιάνουν και τις πρωτανοίγουν, μικρές βλαχούλες για να γεννιούνται τ'αρνοκάτσια θηλυκά. "Θηλ'κά", θα τ'ακούσεις απ'τον τσοπάνη.

Για τον ίδιο σκοπό, πάλι, ταϊζουν τα γιδοπρόβατά τους και φακή την ημέρα αυτή. Μ'όλα αυτά οι τσοπάνηδες πιστεύουν πως φέρνουν γούρι στα μαντριά τους κι αυγατίζουν τα κοπάδια τους.

Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς κι ο πιο ανάποδος μπιστικός μπαίνοντας στο μαντρί του, θα κάνει το σταυρό του και θα σιγοειπεί και μιαν ευχή: "Καλή χρονιά με το κοπάδι μου και μ'όλο το βιος μου". [...]"



Γράφει κι ο Δημήτρης Λουκάτος ("Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών") για"της τύχης το κυνηγητό":

"Ο λαός πλάθει μες στα όνειρά του κόσμους καλύτερους από τούτον τον πεζό, όπου ζει και βασανίζεται" (Γιάννης Βλαχογιάννης)

Πλάθει και ποθεί και κυνηγάει τους κόσμους αυτούς μ'όποιον τρόπο μπορέσει. Όσο κι αν βλέπει να περνούν τα χρόνια του "ίδια πάντα κι απαράλλαχτα", όσο κι αν αναγκάζεται να ομολογεί πως "κάθε πέρσι και καλύτερα", κρατάει πάντα τις ελπίδες του γερές για τα μελλοντικά και κυνηγάει το καλύτερο και περιμένει... [...]

Ο λαός -χρόνια τώρα με την παράδοση και τη λαχτάρα- έχει μάθει καλά τα τερτίπια του κυνηγητού της Τύχης, τα μυστικά για το κάλεσμα και τη φιλία της. Κι αν δεν το καταφέρει να τη φέρει κοντά του από μονάχη της, βάνει σ'ενέργεια άλλους τρόπους μαγικούς, που την κάνουν, λέει, θέλοντας και μη να του χαρίσει, έστω και για μια χρονιά, την ευτυχία. [...]

Πώς να περάσω Ανατολή, πώς να περάσω Δύση,

να πά' να βρω την Τύχη μου να με παρηγορήσει;

Σηκώνει τα παιδιά της απ'τα χαράματα η νοικοκυρά, τα πλένει, τα φρεσκαλλάζει, τα καμαρώνει παστρικά και ροδοκόκκινα' νά'ναι καλά, να ξυπνάνε έτσι χαρούμενα και γερά όλον τον χρόνο. Βάζει το γιο του ο πατέρας να δουλέψει από πρωί την τέχνη του, ν'ανοίξει ένα βιβλίο, να διαβάσει λίγο' να γίνει προκομμένος μέσα στη χρονιά, όχι τεμπέλης κι άπραγος δίχως γνώση. Ο κάθε νοικοκύρης σήμερα, έχει δεν έχει, θα βάλει όλα του τα δυνατά να τα βολέψει πλουσιοπάροχα, να φάνε τα παιδιά του και τα ζώα άφθονα κι αρχοντικά. Χαρούμενοι όλοι τους μπρος στα αγαθά τους, πρέπει να περάσουν τούτην την "χρονιάρα" μέρα ευχαριστημένοι. Δεν πρέπει να γκρινιάζουν, δεν πρέπει να πικραθούν, δεν πρέπει να πεινάσουν. Να μη μελετήσουν καν τις λέξεις τις κακές -φτώχεια, κρύο, φυλακή, ξυπολισιά, ψύλλοι, περονόσπορος, χτικιό, θανατικό- που όλον τον χρόνο τους βασανίζουν. Σήμερα, μελετάνε μόνο το καλό. Ποιός ξέρει! Μπορεί η Τύχη να ξεγελαστεί και να το πάρει απόφαση, πως μπήκε πια στο σπίτι τους η γειάκαι η καλοπέραση.[...]

-"Κι εσύ κορίτσι, που θέλεις να ονειρευτείς στον ύπνο σου αν θα πάρεις πλούσιον άντρα ή φτωχό, κρύψε κρυφά, χωρίς κανένας να σε δει, την πρώτη σου μπουκιά απ' τη βασιλόπιτα του τραπεζιού. Και σαν κλειστείς μονάχη σου στην κάμαρά σου, άλειψέ τηνε με μέλι και με βούτυρο, άνοιξε το παράθυρο που βλέπει κατά το Βοριά, και στάσου εκεί, την ώρα τα μεσάνυχτα, και πες:

Ω Γενάρη, καλαντάρη, και καλά καλαντισμένε,


εκεί στις Άκριες που θα πας, κι εκεί που θα γυρίσεις


εκεί 'ναι οι Μοίρες των Μοιρών και η δική μου Μοίρα'


αν είναι πλούσια και καλή, πες της να'ρθεί να μ'εύρει,


αν είναι και πεντάφτωχη, πάλι να'ρθεί να μ'εύρει.

Κοιμήσου ύστερα, με τη μπουκιά αφημένη στο παράθυρο, και θα δεις στον ύπνο σου αυτό που ευχήθηκες."

-----------------------------------------------------------------


Γενάρης μήνας ήτονε κι” είχενε μπόρα πιάσει
τόπο ζηθιάνος έψαχνε τη νύχτα να περάσει.

Πόρτες εχτύπησε πολλές μα τσι “χανε κλειδώσει
κι” ετσά του κόλλα η βροχή κι” είχενε ξεπαγώσει.

Κάποιος από το καφενέ βγήκε μισοπιωμένος
και είδε πως στη πόρτα ντου έστεκε ένας ξένος.

Ανοίγει και φωνάζει του, έλα να ζεσταθούμε
κι” αν “εχει πράμα η κερά να φάμε και να πιούμε.

Φωνάζει τη γυναίκα του και τση “πε πως τη θέλει
κι” ας ήταν ετοιμόγενη κι” ανήμενε κοπέλι.

Πιάσε να ψήσεις δυό αυγά του ξένου να τα δώσεις
και άναψε και τη φωθιά τα ρούχα να στεγνώσεις.

Δυό πατανίες έφερε την μια την κάνει στρώση
την άλλη για να σκεπαστεί μέχρι να ξημερώσει.

Μ” αργά τη νύχτα επιάσανε τη βαρεμένη οι πόνοι
κι” ένα αγοράκι έκαμε ώρα που ξημερώνει.

Οι τρεις οι μοίρες ήρθανε κι” είπαν να το μοιράσουν
τη θα του δώσει η καθεμιά έπρεπε να λογιάσουν.

Η μια “πε νάναι έξυπνο κι” άλλη χωρίς ψεγάδι
κι” η τρίτη είπε στα εννιά να πέσει στο πηγάδι.

Ο ξένος όμως τ” άκουσε κι” είπε να το βαφτίσει
και λόγιαζε το ριζικό τση μοίρας να γυρίσει.

Πρέπει πως δεν το γνώριζε δεν το “χενε λογιάσει
πως ότι γράφει η μοίρα μας με πράμα δεν αλλάσει.

Και στα εννιά εγιάγυρε τάξε να το γλιτώσει
και το πηγάδι εσκέφτηκε μ” αμπάρες ν” αμπαρώσει.

Μα φάγανε και λογικά όλοι “χανε διψάσει
και το πηγάδι έπρεπε κάποιος να ξεσκεπάσει.

Επήρε η μάνα το γκουβά νερό να “πα να σύρει
τ” αντρούς και του συντέκνου τζη να βάλει ένα ποτήρι.

Και το κοπέλι στο γ-κουβά πήγε να ξεδιψάσει
κι” εκειά μέσα επνίγηκε ως το “χε η μοίρα γράψει.

Και τότε λέει ο σάντολος εκείνα που γνωρίζει
και με τρεμάμενη φωνή τα σιγομουρμουρίζει.

Τα γράφει η μοίρα στο χαρτί πελέκι δεν τα κόβει
και το πελέκι κόβγεται μα η μοίρα δεν τα λειώνει.

Φανουράκης Ηλίας – Άγιοι Δέκα Μεσσαράς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου