Μὲ τὴν ἔκρηξιν ἑνὸς ἀκόμη ῥωσσοτουρκικοῦ πολέμου, στὶς 12 Ἀπριλίου(24 Ἀπριλίου) τοῦ 1877, ἔγιναν πολλὲς διαβουλεύσεις μεταξὺ Ῥώσσων κιἙλλήνων διπλωματῶν, πρὸ κειμένου, γιὰ μίαν ἀκόμη φορά, νὰ ἐμπλακοῦν οἱ Ἕλληνες σὲ ἕναν πόλεμο ἀπασχολήσεως τῆς Τουρκίας, πρὸ κειμένου οἱ Ῥῶσσοι νὰ βροῦν πιὸ ἀποδυναμωμένους τοὺς Τούρκους καὶ νὰ ἐπικρατήσουν.
Ὅμως, λόγῳ ἐσωτερικῶν προβλημάτων, ἡ ἀπόφασις τῆς Ἑλλάδος γιὰ συμμετοχὴ καὶ ἐκμετάλλευσιν, πρὸς ὄφελος τῶν ὑπουδούλων Ἑλλήνων, ἑνὸς τόσο σημαντικοῦ γεγονότος, διαρκῶς καθυστεροῦσε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἰσβάλλουν, ἄνευ κηρύξεως πολέμου καὶ κατόπιν προσωπικῆς ἀποφάσεως τοῦ βασιλέως Γεωργίου, στὴνΘεσσαλία ἑλληνικὲς δυνάμεις, στὶς 21 Ἰανουαρίου (2 Φεβρουαρίου) τοῦ1878 κι ἐνᾦ στὴν πραγματικότητα ὁ ῥωσσοτουρκικὸς πόλεμος εἶχε μόλις λήξη.
Ἄν καὶ ἤδη εἶχαν ἀναφλεγῆ ἐπαναστατικὲς ἑστίες στὴν Θεσσαλία, στὴνΚρήτη, στὴν Ἤπειρο καὶ στὴν Μακεδονία, ἐν τούτοις, ἐφ΄ ὅσον στὶς κύριες (ἀρχικές) πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις κατὰ τῆς Τουρκίας εἶχαν λάβη μέρος Ῥῶσσοι καὶ Ῥουμάνοι, οἱ Ἕλληνες στὴν διεθνὴ πραγματικότητα δὲν εἶχαν λόγο ἐπὶ τῶν διαπραγματεύσεων γιὰ τὴν συνθήκη εἰρήνης. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ πρωθυπουργὸς Ἀλέξανδρος Κουμουνδοῦρος ἐνίσχυε τὶς ἐπαναστατικὲς ἑστίες, ἐλπίζοντας πὼς θὰ σταθοῦν ἀφορμὴ νέων διαπραγματεύσεων.
Οἱ συζητήσεις γιὰ τὴν εἰρήνευσιν ἐπραγματοποιήθησαν στὸν Ἅγιο Στέφανο, προάστιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μετὰ τὴν ἀνακωχὴ ποὺ ὑπεγράφη στὶς 19 Ἰανουαρίου (31 Ἰανουαρίου) τοῦ 1878.
Ἀρχῆς γενομένης τῆς διαδικασίας ἐπεξεργασίας τῶν ὅρων τῆς Συνθήκης Εἰρήνης, καὶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τῶν διαπραγματεύσεων, τὸ κύριο μέλημα τῶν Ῥώσσων ἦταν ἡ δημιουργία τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας.
Μίας Μεγάλης Βουλγαρίας ποὺ ἔδειχνε νὰ …«ἀγνοῇ» τὴν πλειοψηφία τῶν Ἑλληνικῶν πληθυσμῶν στὶς περιοχὲς τῆς Μακεδονίας, πλὴν τῆςΧαλκιδικῆς, καὶ τῆς Θράκης καὶ αὐτομάτως ἀκύρωνε τὴν ὕπαρξίν τους.
Ὁ δὲ Νικόλαος Ἰγνάτιεφ, ὁ Ῥῶσσος πρέσβυς, ποὺ διεπραγματεύετο τὴν Συνθήκη, θέτοντας τοὺς ὅρους γιὰ τὴν Μεγάλη Βουλγαρία, ἐθεωρήθη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες διπλωματικὲς ἀποστολές, ὡς «ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους καὶ νεκροθάπτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ».
Τελικῶς ἡ συνθήκη ἀνεγνώριζε, ὁριστικῶς, τὴν ἀνεξαρτησία τοῦΜαυροβουνίου καὶ τριπλασιασμὸ τῶν ἐδαφῶν του, τῆς Βοσνίας, τῆςἘρζεγοβίνης (ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τῆς Αὐστρίας), τῆς Ῥουμανίας καὶ τῆςΣερβίας καὶ ἐπέκτασιν πρὸς νότον, καθὼς ἐπίσης ἔθετε ὡς ἀπαράβατον ὅρον, γιὰ τὴν Κρήτη, τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Ὀργανικοῦ Νόμου.
Ἡ Συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου εἶχε διάρκεια τριάκοντα ἐτῶν καὶ ὑπεγράφη στὶς 19 Φεβρουαρίου (3 Μαρτίου) τοῦ 1878, ποὺ ὅμως ἐντὸς τοῦ κειμένου ἀνεφέρετο «προκαταρκτικῶν ὅρων εἰρήνης», κάτι ποὺ ἔδιδε τὴν δυνατότητα στὴν Συνθήκη νὰ τύχῃ ἐπαναδιαπραγματεύσεως σὲ κάποιο μελλοντικὸ εὐρωπαϊκὸν συνέδριον.
Ἡ ἀντίδρασις τῆς Ἑλληνικῆς πλευρᾶς, κατὰ τοῦ πανσλαυισμοῦ, ποὺ ἐπέβαλε ἡ συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἀντιμετωπίσθη θετικῶς καὶ ὑποστηρικτικῶς ἀπὸ τὶς ἄλλες διπλωματικὲς ἀποστολές, ποὺ ἐπίσης ἔβλεπαν τὰ σχέδιά τους καὶ τὰ συμφέροντά τους στὴν χερσόνησον τοῦ Αἵμου νὰ προσβάλλονται.
Ἀποτέλεσμα καὶ τῶν ἑλληνικῶν διαμαρτυριῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πιέσεων ποὺ ἤσκησαν οἱ λοιπὲς διπλωματικὲς ἀποστολὲς στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία καὶ στὴν Ῥωσσία, ἡ συνθήκη ἐτεθη ὑπὸ νέαν διαπραγμάτευσιν, εὐμενῶς πρὸς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δίχως νὰ ἐπιτραπῇ στὴν ἑλληνικὴ ἀποστολὴ νὰ λάβῃ μέρος στὶς ἐπόμενες διαπραγματεύσεις.
Παραλλήλως μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἀντίδρασιν, διαφωνίες μὲ τὴν Συνθήκη ἐξέφρασαν ἡ Σερβία καὶ ἡ Ῥουμανία. Οἱ Ῥουμάνοι μάλιστα εἶχαν πολεμήση σκληρὰ καὶ τώρα εὑρίσκοντο πρὸ τῆς ἁρπαγῆς τῶν ὅσων, μὲ τὸ αἷμα τους, κατέκτησαν. Καὶ φυσικὰ οἱ ἀντιδράσεις τῶν Αὐστριακῶν καὶ τῶν Ἄγγλων κορυφώνοντο, ἐφ΄ ὅσον πλέον ἀπειλοῦντο ἄμεσα ἀπὸ τόν, ἔμμεσον, μέσῳ τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας, ῥωσσικὸ ἐπεκτατισμό.
Ἀκριβῶς λόγῳ αὐτῆς τῆς συγκρούσεως συμφερόντων ἀπεφασίσθη ἡ ἐπαναδιαπραγμάτευσις τῶν ὅρων τῆς συνθήκης, μὲ γερμανικὴ πρότασιν. Ὁ ὐπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ἀγγλίας, λόρδος Derby, ὁμῳλόγησε στὸν Ἕλληνα ἐπιτετραμμένο Ἰωάννη Γεννάδιο, στὶς 28 Ἰανουαρίου (9 Φεβρουαρίου) τοῦ 1878, ὅτι ὁ διαμελισμὸς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ἀναπόφευκτος καὶ ἴσως ἐπιθυμητός, και ὅτι τὸ συμφέρον τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Ἑλλάδος ἦταν νὰ παρεμποδισθῇ ἡ ἐπέκτασις τῆς Βουλγαρίας πρὸς τὸ Αἰγαῖον. Τέλος τοῦ ἀνέφερε πὼς τὸ ἐνδεχόμενον τοῦ πολέμου πάντα ἦταν ὀρατό.
Ἡ χρήσις ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, τὴν Αὐστρία καὶ τὴν Γαλλία τῆς ὑπάρξεως πλειοψηφούσας Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Συνειδήσεως, στὶς περιοχὲς τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, πρὸς ὄφελός τους, ἐκείνη τὴν περίοδο ἀνέκοπτε τὸν πανσλαυισμό.
Στὶς 20 Μαρτίου (1 Ἀπριλίου) τοῦ 1878 ὁ νέος ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ἀγγλίας, λόρδος Salisbury, ἀνεκοίνωνε τὴν μὴ ἀναγνώρισιν τῆς Συνθήκης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἀπὸ τὴν χώρα του. (Τὴν ἴδια ὥρα προσπαθοῦσε νὰ κατευνάσῃ τὶς ἑλληνικὲς ἀντιδράσεις, πρὸ κειμένου τὰ ὀφέλη τῆς μὴ πολεμικῆς συῤῥάξεως, μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων ἐπίσης νὰ τὰ ἐκμεταλλευθῇ ἡ χώρα του, προσπαθώντας παραλλήλως νὰ δημιουργήσῃ κοινὸ μέτωπον Ἑλλήνων καὶ Τούρκων κατὰ τῶνΒουλγάρων.)
Στὸ μεταξύ, κατόπιν ἐπεμβάσεως Ἄγγλων πρέσβεων, στοὺς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἐπαναστάσεων τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Μακεδονίας, οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις ἔπαυσαν καὶ ἡ Θεσσαλία ἐχρησιμοποιήθη, ὡς διαπραγματευτικὸν ὅπλον, κατὰ τῶν Ῥώσσων, στὴν ἐπανέναρξιν τῶν διαβουλεύσεων, ποὺ ξεκίνησαν, μὲ στόχο νὰ ἀκυρωθοῦν οἱ ὅροι τῆς συνθήκης ποὺ Ἁγίου Στεφάνου, ποὺ ἔθιγαν τὰ συμφέροντά τους στὴν χερσόνησον τοῦ Αἴμου.
Στὶς 18 Μαΐου (30 Μαΐου) τοῦ 1878 ὑπεγράφη ἀγγλο-ῥωσσικὴ συμφωνία ποὺ περιώριζε τὴν βουλγαρικὴ ἐπικράτεια.
Οἱ νέες διαβουλεύσεις κατέληξαν στὴν Συνθήκη τοῦ Βερολίνου τὴν 1η Ἰουλίου (13 Ἰουλίου) τοῦ 1788.
Οἱ Συνθῆκες τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (διαρκείας 30 ἐτῶν) καὶ τοῦ Βερολίνουἄφησαν πίσω τους ἕνα ἀσαφὲς τοπίον, ἀναφορικῶς μὲ τὴν πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, κάτι ποὺ ἔγινε συχνὰ ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως μέσα στὰ ἐπόμενα χρόνια, ἀπὸ τοὺς «συμμάχους» μας, μὲ τραγικὴ κατάληξιν τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφή.
Φιλονόη
Πληροφορίες ἀπό:
«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.
«Πολιτικὴ ἱστορία τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος» τοῦ Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη.
Ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὴν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμος ΙΓ, σελὶς 355.
Ἄν καὶ ἤδη εἶχαν ἀναφλεγῆ ἐπαναστατικὲς ἑστίες στὴν Θεσσαλία, στὴνΚρήτη, στὴν Ἤπειρο καὶ στὴν Μακεδονία, ἐν τούτοις, ἐφ΄ ὅσον στὶς κύριες (ἀρχικές) πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις κατὰ τῆς Τουρκίας εἶχαν λάβη μέρος Ῥῶσσοι καὶ Ῥουμάνοι, οἱ Ἕλληνες στὴν διεθνὴ πραγματικότητα δὲν εἶχαν λόγο ἐπὶ τῶν διαπραγματεύσεων γιὰ τὴν συνθήκη εἰρήνης. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ πρωθυπουργὸς Ἀλέξανδρος Κουμουνδοῦρος ἐνίσχυε τὶς ἐπαναστατικὲς ἑστίες, ἐλπίζοντας πὼς θὰ σταθοῦν ἀφορμὴ νέων διαπραγματεύσεων.
Οἱ συζητήσεις γιὰ τὴν εἰρήνευσιν ἐπραγματοποιήθησαν στὸν Ἅγιο Στέφανο, προάστιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μετὰ τὴν ἀνακωχὴ ποὺ ὑπεγράφη στὶς 19 Ἰανουαρίου (31 Ἰανουαρίου) τοῦ 1878.
Ἀρχῆς γενομένης τῆς διαδικασίας ἐπεξεργασίας τῶν ὅρων τῆς Συνθήκης Εἰρήνης, καὶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τῶν διαπραγματεύσεων, τὸ κύριο μέλημα τῶν Ῥώσσων ἦταν ἡ δημιουργία τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας.
Μίας Μεγάλης Βουλγαρίας ποὺ ἔδειχνε νὰ …«ἀγνοῇ» τὴν πλειοψηφία τῶν Ἑλληνικῶν πληθυσμῶν στὶς περιοχὲς τῆς Μακεδονίας, πλὴν τῆςΧαλκιδικῆς, καὶ τῆς Θράκης καὶ αὐτομάτως ἀκύρωνε τὴν ὕπαρξίν τους.
Ὁ δὲ Νικόλαος Ἰγνάτιεφ, ὁ Ῥῶσσος πρέσβυς, ποὺ διεπραγματεύετο τὴν Συνθήκη, θέτοντας τοὺς ὅρους γιὰ τὴν Μεγάλη Βουλγαρία, ἐθεωρήθη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες διπλωματικὲς ἀποστολές, ὡς «ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους καὶ νεκροθάπτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ».
Τελικῶς ἡ συνθήκη ἀνεγνώριζε, ὁριστικῶς, τὴν ἀνεξαρτησία τοῦΜαυροβουνίου καὶ τριπλασιασμὸ τῶν ἐδαφῶν του, τῆς Βοσνίας, τῆςἘρζεγοβίνης (ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τῆς Αὐστρίας), τῆς Ῥουμανίας καὶ τῆςΣερβίας καὶ ἐπέκτασιν πρὸς νότον, καθὼς ἐπίσης ἔθετε ὡς ἀπαράβατον ὅρον, γιὰ τὴν Κρήτη, τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Ὀργανικοῦ Νόμου.
Ἡ Συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου εἶχε διάρκεια τριάκοντα ἐτῶν καὶ ὑπεγράφη στὶς 19 Φεβρουαρίου (3 Μαρτίου) τοῦ 1878, ποὺ ὅμως ἐντὸς τοῦ κειμένου ἀνεφέρετο «προκαταρκτικῶν ὅρων εἰρήνης», κάτι ποὺ ἔδιδε τὴν δυνατότητα στὴν Συνθήκη νὰ τύχῃ ἐπαναδιαπραγματεύσεως σὲ κάποιο μελλοντικὸ εὐρωπαϊκὸν συνέδριον.
Ἡ ἀντίδρασις τῆς Ἑλληνικῆς πλευρᾶς, κατὰ τοῦ πανσλαυισμοῦ, ποὺ ἐπέβαλε ἡ συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἀντιμετωπίσθη θετικῶς καὶ ὑποστηρικτικῶς ἀπὸ τὶς ἄλλες διπλωματικὲς ἀποστολές, ποὺ ἐπίσης ἔβλεπαν τὰ σχέδιά τους καὶ τὰ συμφέροντά τους στὴν χερσόνησον τοῦ Αἵμου νὰ προσβάλλονται.
Ἀποτέλεσμα καὶ τῶν ἑλληνικῶν διαμαρτυριῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πιέσεων ποὺ ἤσκησαν οἱ λοιπὲς διπλωματικὲς ἀποστολὲς στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία καὶ στὴν Ῥωσσία, ἡ συνθήκη ἐτεθη ὑπὸ νέαν διαπραγμάτευσιν, εὐμενῶς πρὸς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δίχως νὰ ἐπιτραπῇ στὴν ἑλληνικὴ ἀποστολὴ νὰ λάβῃ μέρος στὶς ἐπόμενες διαπραγματεύσεις.
Παραλλήλως μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἀντίδρασιν, διαφωνίες μὲ τὴν Συνθήκη ἐξέφρασαν ἡ Σερβία καὶ ἡ Ῥουμανία. Οἱ Ῥουμάνοι μάλιστα εἶχαν πολεμήση σκληρὰ καὶ τώρα εὑρίσκοντο πρὸ τῆς ἁρπαγῆς τῶν ὅσων, μὲ τὸ αἷμα τους, κατέκτησαν. Καὶ φυσικὰ οἱ ἀντιδράσεις τῶν Αὐστριακῶν καὶ τῶν Ἄγγλων κορυφώνοντο, ἐφ΄ ὅσον πλέον ἀπειλοῦντο ἄμεσα ἀπὸ τόν, ἔμμεσον, μέσῳ τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας, ῥωσσικὸ ἐπεκτατισμό.
Ἀκριβῶς λόγῳ αὐτῆς τῆς συγκρούσεως συμφερόντων ἀπεφασίσθη ἡ ἐπαναδιαπραγμάτευσις τῶν ὅρων τῆς συνθήκης, μὲ γερμανικὴ πρότασιν. Ὁ ὐπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ἀγγλίας, λόρδος Derby, ὁμῳλόγησε στὸν Ἕλληνα ἐπιτετραμμένο Ἰωάννη Γεννάδιο, στὶς 28 Ἰανουαρίου (9 Φεβρουαρίου) τοῦ 1878, ὅτι ὁ διαμελισμὸς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ἀναπόφευκτος καὶ ἴσως ἐπιθυμητός, και ὅτι τὸ συμφέρον τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Ἑλλάδος ἦταν νὰ παρεμποδισθῇ ἡ ἐπέκτασις τῆς Βουλγαρίας πρὸς τὸ Αἰγαῖον. Τέλος τοῦ ἀνέφερε πὼς τὸ ἐνδεχόμενον τοῦ πολέμου πάντα ἦταν ὀρατό.
Ἡ χρήσις ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, τὴν Αὐστρία καὶ τὴν Γαλλία τῆς ὑπάρξεως πλειοψηφούσας Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Συνειδήσεως, στὶς περιοχὲς τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, πρὸς ὄφελός τους, ἐκείνη τὴν περίοδο ἀνέκοπτε τὸν πανσλαυισμό.
Στὶς 20 Μαρτίου (1 Ἀπριλίου) τοῦ 1878 ὁ νέος ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ἀγγλίας, λόρδος Salisbury, ἀνεκοίνωνε τὴν μὴ ἀναγνώρισιν τῆς Συνθήκης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἀπὸ τὴν χώρα του. (Τὴν ἴδια ὥρα προσπαθοῦσε νὰ κατευνάσῃ τὶς ἑλληνικὲς ἀντιδράσεις, πρὸ κειμένου τὰ ὀφέλη τῆς μὴ πολεμικῆς συῤῥάξεως, μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων ἐπίσης νὰ τὰ ἐκμεταλλευθῇ ἡ χώρα του, προσπαθώντας παραλλήλως νὰ δημιουργήσῃ κοινὸ μέτωπον Ἑλλήνων καὶ Τούρκων κατὰ τῶνΒουλγάρων.)
Στὸ μεταξύ, κατόπιν ἐπεμβάσεως Ἄγγλων πρέσβεων, στοὺς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἐπαναστάσεων τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Μακεδονίας, οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις ἔπαυσαν καὶ ἡ Θεσσαλία ἐχρησιμοποιήθη, ὡς διαπραγματευτικὸν ὅπλον, κατὰ τῶν Ῥώσσων, στὴν ἐπανέναρξιν τῶν διαβουλεύσεων, ποὺ ξεκίνησαν, μὲ στόχο νὰ ἀκυρωθοῦν οἱ ὅροι τῆς συνθήκης ποὺ Ἁγίου Στεφάνου, ποὺ ἔθιγαν τὰ συμφέροντά τους στὴν χερσόνησον τοῦ Αἴμου.
Στὶς 18 Μαΐου (30 Μαΐου) τοῦ 1878 ὑπεγράφη ἀγγλο-ῥωσσικὴ συμφωνία ποὺ περιώριζε τὴν βουλγαρικὴ ἐπικράτεια.
Οἱ νέες διαβουλεύσεις κατέληξαν στὴν Συνθήκη τοῦ Βερολίνου τὴν 1η Ἰουλίου (13 Ἰουλίου) τοῦ 1788.
Οἱ Συνθῆκες τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (διαρκείας 30 ἐτῶν) καὶ τοῦ Βερολίνουἄφησαν πίσω τους ἕνα ἀσαφὲς τοπίον, ἀναφορικῶς μὲ τὴν πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, κάτι ποὺ ἔγινε συχνὰ ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως μέσα στὰ ἐπόμενα χρόνια, ἀπὸ τοὺς «συμμάχους» μας, μὲ τραγικὴ κατάληξιν τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφή.
Φιλονόη
Πληροφορίες ἀπό:
«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.
«Πολιτικὴ ἱστορία τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος» τοῦ Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη.
Ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὴν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμος ΙΓ, σελὶς 355.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου