Μια σειρά από σπηλαιώδη ανοίγματα στο πέτρωμα του βράχου της βόρειας πλαγιάς της Ακροπόλεως διαμορφώθηκαν κατάλληλα και χρησιμοποιήθηκαν ως ιερά από τους αρχαίους Αθηναίους.
Ανατολικά της Κλεψύδρας ανοίγονται τρεις μεγάλες κοιλότητες στον βράχο.
Η μεσαία έχει ταυτισθεί από την σύγχρονη έρευνα με ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα.
Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός ήρθε σε επαφή (βίασε) με την Κρέουσα, θυγατέρα του Ερεχθέως, συνεύρεση που είχε ως αποτέλεσμα την γέννηση του Ίωνος, γενάρχη των Ιώνων Ελλήνων, στους οποίους απέδιδαν την καταγωγή τους οι Αθηναίοι.
Λέγεται μάλιστα ότι αργότερα η Κρέουσα απέθεσε το παιδί στην ίδια σπηλιά.
Παρά την πρώιμη αυτή μυθολογική εκδοχή που συνέδεε τον Απόλλωνα με το εν λόγω σπήλαιο, κανένα ίχνος λατρευτικής δραστηριότητας δεν έχει αναγνωρισθεί με βεβαιότητα στο σημείο αυτό πριν τα ρωμαϊκά χρόνια.
Λαξεύματα στον βράχο (κυκλικές και ορθογώνιες βαθύνσεις) μαρτυρούν ότι από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξής ο χώρος άρχισε να δέχεται πολυάριθμα αναθήματα (λεπτές λίθινες πλάκες), προσφορές των εννέα αρχόντων της πόλης στον Πύθιο Απόλλωνα, ο οποίος λατρευόταν εδώ ως Υποακραίος
( < «Υπ’ Άκραις» = κάτω από τα ύψη, στην άκρη του λόφου ή «Υπό Μακραίς» = κάτω από τις πέτρες) αλλά μάλλον κι ως Πατρώος (πατέρας των Ιώνων, άρα και των Αθηναίων). Στο σπήλαιο υπάρχει επίσης βάθυνση, όπου βρισκόταν υποδοχή για την εσχάρα του Διός Αστραπαίου· σε αυτό το σημείο, κατά τον Στράβωνα, οι Πυθαϊστές περίμεναν να φανεί ένα σήμα από την Πάρνηθα, από την περιοχή της Φυλής, μια αστραπή του Διός που θα έδινε το έναυσμα για την εκκίνηση της πομπής τους προς τους Δελφούς. Επιγραφή του 4ου αι. π.Χ. από την Αγορά μας πληροφορεί ότι από εκεί διερχόταν η πομπή των Πυθαϊστών, επιβεβαιώνοντας έμμεσα την χρήση του χώρου του σπηλαίου και για τον σκοπό αυτό.
Εκατέρωθεν του σπηλαίου του Απόλλωνος, ένα δεύτερο σπήλαιο προς δυσμάς στέγαζε την λατρεία του Ολυμπίου Διός, ίσως σε κάποια σχέση με το ιερό του θεού στην περιοχή του Ιλισσού, ενώ στα ανατολικά το τρίτο σπήλαιο, αποτελούμενο από τρία μικρότερα διαμερίσματα, φιλοξενούσε το ιερό του Πανός.
Αυτό ιδρύθηκε μετά την αποφασιστική νίκη στην μάχη του Μαραθώνος (490 π.Χ.) προς τιμήν του τραγοπόδαρου θεού, διότι οι Αθηναίοι πίστευαν ότι τους βοήθησε κατά την διάρκεια της αναμέτρησης. Δεν αποτελούσε μεμονωμένο φαινόμενο, δεδομένου ότι και άλλες σπηλιές διάσπαρτες στην Αττική (Οινόη, Υμηττός, Πεντέλη, Πάρνης, Αιγάλεω, Ελευσίνα) εμφανίζουν από το α΄ ήμισυ του 5ου αι. π.Χ. δείγματα λατρευτικής δραστηριότητας προς τον Πάνα (επιγραφές, μαρμάρινες αναθηματικές πλάκες, πήλινα αγαλματίδια του Πανός και των συντρόφων του Νυμφών). Το μεγαλύτερο τμήμα του ιερού, αν όχι όλο, πρέπει να ήταν ασκεπές. Τα αναθηματικά ανάγλυφα που βρέθηκαν στην υποκάτω πλαγιά και απεικόνιζαν τον Πάνα και τις Νύμφες προέρχονταν κατά πάσα πιθανότητα από τις κόγχες που ήταν λαξευμένες στον βράχο του ανατολικώτερου εκ των τριών διαμερισμάτων, το οποίο φαίνεται να συνιστούσε τον κύριο χώρο λατρείας, όπου μάλλον ήταν τοποθετημένο και το λατρευτικό άγαλμα του Πανός.
Πριν από τα τρία προαναφερθέντα σπήλαια υπήρχε ένα ακόμη, αβαθές, στο δάπεδο του οποίου είχαν λαξευτεί σκαλοπάτια. Ωστόσο, δεν φαίνεται να είχε λατρευτική χρήση, μιας και δεν έχουν ανακαλυφθεί σχετικά ευρήματα ούτε μαρτυρείται τέτοιου είδους χρήση του πουθενά στην αρχαία γραμματεία. Η υπόθεση ότι ίσως στα σκαλοπάτια του δυτικώτερου αυτού σπηλαίου κάθονταν οι διάφοροι άρχοντες για να παρακολουθήσουν την πομπή των Παναθηναίων παραμένει αναπόδεικτη.
Ακόμα ανατολικώτερα, κοντά στο ανατολικό άκρο της Ακροπόλεως, σκάλα που ξεκινούσε από την επιφάνεια του βράχου οδηγούσε σε μεγάλη σπηλιά ακριβώς κάτω από το οίκημα των Αρρηφόρων (Αρρηφόρειο), όπου υπήρχε ιερό αφιερωμένο στην Άγλαυρο, μία από τις κόρες του Κέκροπος. Από εδώ παραδίδεται ότι ανήλθαν οι Πέρσες στην Ακρόπολη κατά την επιδρομή τους το 480 π.Χ.
Η αναγνώριση του χώρου θεωρείται βέβαια χάρη σε μία ακέραια στήλη των μέσων του 3ου αι. π.Χ., η οποία βρέθηκε στημένη στο τοίχωμα μπροστά από τον αναλημματικό τοίχο που όριζε το άνδηρο του ιερού και φέρει τιμητική επιγραφή-ψήφισμα για μία από τις ιέρειες της Αγλαύρου.
Από το ιερό της Αγλαύρου, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, μονοπάτι κατέληγε στο μέσον περίπου της βόρειας πλαγιάς, σε χώρο κάτω από τη βορειοανατολική γωνία του Ερεχθείου. Οι κοιλότητες του βράχου και οι κόγχες που είχαν ανοιχθεί σε αυτόν τον χώρο και προορίζονταν για ανάγλυφα ή αναθήματα ήταν αφιερωμένες στη λατρεία της Αφροδίτης και του Έρωτος.
Στην άποψη αυτή συνηγορούν τα κινητά ευρήματα που ανεσκάφησαν στην περιοχή του ιερού, τα οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τη λατρεία της Αφροδίτης, δύο σχετικές επιγραφές, καθώς και οι γραπτές πηγές. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με σιγουριά εάν επρόκειτο για ιερό της «Αφροδίτης εν Κήποις»· σε περίπτωση που κάτι τέτοιο αληθεύει, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι λειτουργούσε μάλλον ως παράρτημα του διδύμου του ιερού που βρισκόταν στη νότια πλευρά της πόλης, κοντά στον Ιλισσό (άλλωστε ανάλογη συνάφεια παρουσιάζουν το σπήλαιο του Απόλλωνος Υποακραίου με το ιερό του Απόλλωνος Πυθίου στην περιοχή του Ιλισσού).
Κτιστές κατασκευές δεν εντοπίσθηκαν, με εξαίρεση κάποιους προχειροφτιαγμένους βωμίσκους και μερικά κτιστά θρανία για την ανάπαυση των πιστών.
Σε ετούτο το ιερό κατέληγαν οι Αρρηφόροι,
τα μικρής ηλικίας κορίτσια που μετέφεραν τα «άρρητα» από την Ακρόπολη και έπαιρναν νέα για να τα πάνε πίσω.
Σχέδιο της Ακροπόλεως, συμπεριλαμβανομένων των κλιτύων της. Σημειώνονται ονομαστικά τα σημαντικότερα μνημεία της Νότιας Κλιτύος καθώς και τα σπήλαια της Βόρειας Κλιτύος. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου