Η Κοιλάδα των Τεμπών ανάμεσα στα όρη Όλυμπος προς Βορρά και Όσσα (Κίσσαβος) προς Νότο έχει μήκος περίπου 10 χλμ. και στο στενότερο σημείο της σχηματίζεται φαράγγι πλάτους 25 μ. και βάθους περίπου 500 μ. Στο εσωτερικό της ρέει ο ποταμός Πηνειός, γνωστός ως Σαλαμπριάς στα Μεσαιωνικά χρόνια και ως Κιοστέμ ή Κουσέμ στην Τουρκοκρατία. Απότοκος της ιδιαίτερης τοπιογραφίας της περιοχής είναι και η ονομασία Τέμπη, καθώς η στενή κοιλάδα τέμνει τους ορεινούς όγκους που την περιβάλλουν και μέσω αυτής αποστραγγίστηκαν τα νερά της λίμνης που κάλυπτε στο μακρινό γεωλογικό παρελθόν τη Θεσσαλική λεκάνη, όπως επισημαίνεται ήδη από τους αρχαίους γεωγράφους.
Η Κοιλάδα των Τεμπών αποτελούσε το σημαντικότερο πέρασμα από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία και ένα ιδιαίτερα στρατηγικό σημείο, καθώς λόγω της στενότητάς της μπορούσε να ελεγχθεί πολύ εύκολα. Κατά την εκστρατεία των Περσών το 480 π.Χ. ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης, αν και δεν συνάντησε αντίσταση στα Τέμπη, καθώς ο στρατός των ελληνικών δυνάμεων υποχώρησε στα Στενά των Θερμοπυλών, παρ’ όλα αυτά προτίμησε να αποφύγει τα Τέμπη και να περάσει στη Θεσσαλία από τον Κάτω Όλυμπο.
Το ίδιο έπραξε και ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Βρασίδας το 424 π.Χ. στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο οποίος προτίμησε να διέλθει διά των Στενών της Πέτρας, ενώ ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος το 394 π.Χ., όταν επέστρεφε από την εκστρατεία του ενάντια στους Πέρσες, παρέκαμψε τα Τέμπη. Κατά τους Μακεδονικούς πολέμους, οι Ρωμαίοι, οι οποίοι στρατοπέδευαν στη Θεσσαλία, πέρασαν από τον Κάτω Όλυμπο στην Πιερία, όπου τελικά νίκησαν τους Μακεδόνες, το 168 π.Χ. στη μάχη της Πύδνας. Σύμφωνα δε με τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο, το φρούριο που κατασκεύασε τον 2ο αιώνα π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς Περσέας στο στενότερο τμήμα των Στενών μπορούσαν να το υπερασπισθούν μόλις δέκα άνδρες.
Στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας βρίσκεται η μαγνητική πόλη Ομόλιον, κοντά στο ομώνυμο σημερινό χωριό, και λίγο βορειότερα η Μακεδονική πόλη Φίλα, στη σημερινή Κάτω Αιγάνη, ενώ στο δυτικό άκρο της κοιλάδας η περραιβική πόλη των Γόννων. Προς την ανατολική έξοδο της κοιλάδας και δίπλα στην αρχαίο οδό, που σε γενικές γραμμές βρισκόταν στον άξονα της σημερινής Εθνικής Οδού, υπήρχε και η επιγραφή του 48 π.Χ. του ανθυπάτου του Καίσαρα «L. CASSIUS LONGINUS PRO COS TEMPE MUNIVIT», δηλαδή ο Λεύκιος Κάσσιος Λογγίνος οχύρωσε ή οδοποίησε τα Τέμπη.
Το μικροτοπωνύμιο είναι γνωστό ως «Γραμμένο Άλας» γιατί σύμφωνα με μία άποψη οι ντόπιοι θεωρούσαν ότι η επιγραφή αναφέρει το δαπανηθέν αλάτι ως αμοιβή στους εργάτες για την κατασκευή του δρόμου, ή επειδή το άλας σημαίνει πέτρα και επομένως «γραμμένο άλας» σημαίνει ενεπίγραφος λίθος. Στο ύψος της σημερινής γέφυρας της Εθνικής Οδού, στη δεξιά όχθη του Πηνειού ποταμού αποκαλύφθηκαν σε παλαιότερες έρευνες κατάλοιπα πιθανόν του ιερού του Απόλλωνα Τεμπείτη, όπως επιβεβαιώνεται και επιγραφικά από μία αναθηματική στήλη από τη Λάρισα, η λατρεία του οποίου συνδεόταν στενά με την Κοιλάδα των Τεμπών.
Στο πλαίσιο της κατασκευής του νέου οδικού άξονα ΠΑΘΕ, η ΙΕ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων διενεργεί από το 2010 σωστικές ανασκαφικές έρευνες στη δυτική είσοδο της κοιλάδας, στη θέση «Χάνι Κοκόνας», και στην ανατολική, στη θέση «Φύλλα Γκιόλια». Αμέσως ανατολικά της πρώτης θέσης και στους πρόποδες της Όσσας στην περιοχή «Τσιριγά χωράφια» υπάρχει αρχαίο και Βυζαντινό λατομείο γκρίζου μαρμάρου με τρεις τουλάχιστον λατομικές εστίες.
Επίσης, σε μικρό λατομείο στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας, δηλαδή στους πρόποδες του Ολύμπου, σώζεται ανάγλυφη ανακεκλιμένη μορφή λαξευμένη στο βράχο που απεικονίζει κατά τα φαινόμενα τον Ηρακλή και πιθανόν είναι δημιούργημα λατόμου που δούλεψε σε αυτό το λατομείο. Στη θέση «Χάνι Κοκόνας» εντοπίστηκαν σε έκταση διαστάσεων 25×30 μ. (Ανασκαφικός Τομέας Α και Β) εκτεταμένες θεμελιώσεις κτισμάτων με παρόμοιο προσανατολισμό που αντιστοιχούν τουλάχιστον σε δέκα χώρους διαφόρων διαστάσεων ενός ή περισσοτέρων κτιριακών συγκροτημάτων.
Το νότιο πέρας του συγκροτήματος οριοθετείται από έναν μεγάλο λίθινο τοίχο ο οποίος διαμορφώνεται κλιμακωτά με κατεύθυνση Α-Δ και λειτουργούσε και ως ανάλημμα, καθώς το φυσικό έδαφος παρουσιάζει έντονη κλίση προς Βορρά. Οι τοίχοι των κτισμάτων έχουν λιθόκτιστη θεμελίωση από αργούς λίθους, ενώ η ανωδομή τους πρέπει να ήταν πλίνθινη. Τα δάπεδα αποτελούνταν από πατημένο χώμα με μοναδική εξαίρεση το δωμάτιο 5 που είχε δάπεδο διαστάσεων 1,70×1,90 μ. από τέσσερις μεγάλες επεξεργασμένες ασβεστολιθικές πλάκες.
Στη στέγαση χρησιμοποιήθηκαν κεραμίδες Λακωνικού τύπου, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν δύο τμήματα στρωτήρων που φέρουν σφράγισμα κυκλικού σχήματος. Στο πρώτο μπορούμε να διαβάσουμε ΘΕΟΦΑΝΗΣ:ΔΕΟΚΥ (γραμμένο «επί τα λαιά») και στο δεύτερο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ. Παρόμοια σφραγίσματα με τα ίδια ονόματα εντοπίστηκαν στη γειτονική πόλη των αρχαίων Γόννων, στο δυτικό άκρο της κοιλάδας. Τα δωμάτια 3 και 6 είχαν στο κέντρο τους τετράγωνη «εσχάρα» διαστάσεων κατά μέσο όρο περίπου 1×1 μ.
Κάθε «εσχάρα» αποτελούνταν από τέσσερις ασβεστολιθικές πλάκες, στη μία εκ των οποίων βρέθηκαν λίγα σιδερένια καρφιά, ενώ στις εν λόγω κατασκευές δεν εντοπίστηκαν καύσεις. Ειδικότερα, το δωμάτιο 3 είχε στη νοτιοδυτική γωνία μια επιμήκη κατασκευή μήκους 2 μ. και ύψους 0,50 μ., αποτελούμενη από τέσσερις ορθογώνιες θήκες σε σειρά η μία δίπλα στην άλλη, των οποίων η πρόσοψη ήταν ανοιχτή προς το εσωτερικό του δωματίου. Οι θήκες ήταν κατασκευασμένες από ασβεστολιθικές ημικατεργασμένες πλάκες στα κάθετα τοιχώματα και στην οριζόντια οροφή τους.
Στο εσωτερικό της νότιας θήκης βρέθηκε το αριστερό τμήμα μικρής μαρμάρινης ναϊσκόσχημης στήλης με ανάγλυφη μορφή της Κυβέλης. Η θεά είναι καθιστή με ένα μικρό λιοντάρι στα γόνατά της, ενώ, με βάση τις γνωστές απεικονίσεις της, στο αριστερό της χέρι θα κρατούσε ένα τύμπανο και στο δεξί μία φιάλη. Στη βόρεια θήκη εντοπίστηκε ένα πήλινο θυμιατήριο με ίχνη καύσης στο εσωτερικό του, ενώ οι υπόλοιπες θήκες δεν περιείχαν ευρήματα. Είναι φανερό ότι οι κατασκευές αυτές συνδέονταν με την άσκηση λατρείας και ειδικότερα της θεάς Κυβέλης.
Πλησίον της βορειοανατολικής γωνίας του ίδιου χώρου, εντοπίστηκαν οι απολήξεις δύο λίθινων αγωγών (ρείθρων;), οι οποίοι εισέρχονται στο δωμάτιο διαπερνώντας τον βόρειο και τον ανατολικό τοίχο αντίστοιχα. Παρουσιάζουν ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό του δωματίου, ούτως ώστε να συγκεντρώνονται στην περιοχή αυτή τα υγρά που έρεαν στο εσωτερικό τους. Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι η εύρεση στον ίδιο χώρο δύο τμημάτων κεραμίδας στέγης, τα οποία σώζουν παράλληλες εγχάρακτες γραμμές και δύο εγχάρακτα Χ επάνω σε αυτές.
Πρόκειται για το επιτραπέζιο παίγνιο «Πέντε Γραμμαί», το οποίο παιζόταν με πεσσούς και ζάρια και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές έως και την αρχή της Ελληνιστικής περιόδου. Επίσης, στις γωνίες των δωματίων 6 και 11 εντοπίστηκαν δύο ελλειπτικές κατασκευές σε σχήμα τεταρτημόριο κύκλου με ακτίνα περίπου 1-1,20 μ. κατασκευασμένες από μία σειρά λίθων, η μία εκ των οποίων είχε δάπεδο από ασβεστολιθικές πλάκες. Σε άλλο χώρο του συγκροτήματος βρέθηκε πήλινο πλακίδιο ύψους 0,30 μ. με προτομή της θεάς Αρτέμιδος, προορισμένο για ανάρτηση σε κάποιο τοίχο, όπως υποδεικνύει η οπή στην οπίσθια πλευρά.
Η θεά κρατά στο δεξί της χέρι μικρό ελάφι, ενώ στο αριστερό, που είναι σηκωμένο ψηλά, κρατούσε πιθανόν σκήπτρο. Παρόμοια προτομή βρέθηκε ως κτέρισμα σε τάφο του β′ μισού του 4ου αιώνα π.Χ. του αρχαίου Ομολίου, στην ανατολική είσοδο της κοιλάδας. Η Κυβέλη και η Άρτεμις είναι θεότητες που συνδέονται με τα βουνά και τα άγρια θηρία, με τη βλάστηση και την άγρια φύση, ένα περιβάλλον το οποίο αντιστοιχεί απόλυτα στην Κοιλάδα των Τεμπών. Πολυάριθμη είναι η κεραμική, που περιλαμβάνει κυρίως άβαφα αγγεία (μαγειρικά και αποθηκευτικά), μελαμβαφή (πινάκια, κανθάρους, σκυφίδια, μεταξύ των οποίων κάποια με διακόσμηση τύπου δυτικής κλιτύος), ελάχιστα ερυθρόμορφα, καθώς και λυχνάρια του 4ου - 3ου αιώνα π.Χ.
Από τα υπόλοιπα κινητά ευρήματα ξεχωρίζουν δύο λίθινες ακόσμητες στήλες και δύο ορθογώνιες βάσεις στηλών. Δεν απουσιάζουν και άλλες κατηγορίες ευρημάτων, όπως χάλκινα νομίσματα (από τα νομισματοκοπεία της Λάρισας, της Φαλάννας, της Γυρτώνης, του Φλιούντα, καθώς και βασιλικές Μακεδονικές κοπές, εκ των οποίων υπερτερούν τα νομίσματα του Κασσάνδρου), πήλινα ειδώλια, μεταλλικά, οστέινα και γυάλινα αντικείμενα, καθώς και πήλινες αγνύθες. Στο εσωτερικό του συγκροτήματος, αλλά και στον ευρύτερο ανασκαφικό χώρο, εντοπίστηκαν εννιά συνολικά τάφοι.
Οι πρωιμότεροι από αυτούς χρονολογούνται τον 4ο αιώνα π.Χ. και βρέθηκαν στα νοτιοανατολικά του συγκροτήματος. Πρόκειται για τέσσερις λακκκοειδείς τάφους με κάλυψη από ασβεστολιθικές πλάκες, εκ των οποίων δύο ανήκουν σε ενήλικα άτομα και δύο είναι παιδικοί. Ο κάθε τάφος περιείχε ως κτέρισμα ένα ανοιχτό μελαμβαφές αγγείο. Σε έναν κιβωτιόσχημο τάφο του 2ου αι. π.Χ. (τάφος 1) βρέθηκαν τρεις επάλληλες ταφές καθώς και τέσσερα πήλινα μυροδοχεία, μία μολύβδινη πυξίδα, ένας πήλινος Μακεδονικός αμφορέας, μία πήλινη λάγυνος με διακόσμηση τύπου δυτικής κλιτύος και μία χάλκινη φιάλη.
Σε έναν άλλο τάφο (τάφος 6), σύγχρονο με τον προηγούμενο, ο οποίος κατασκευάστηκε όταν το συγκρότημα είχε πλέον εγκαταλειφθεί, καθώς δύο πλευρές του αποτελούνται από τοίχους του δωματίου 10, βρέθηκαν έντονα ίχνη καύσης και λίγα σκελετικά κατάλοιπα. Ανάμεσα στα ευρήματα (δύο πήλινα μυροδοχεία, μία πήλινη λάγυνος λευκού βάθους, μία μολύβδινη πυξίδα, ένα πήλινο σκυφίδιο, μία πήλινη λήκυθος, και δύο χάλκινα νομίσματα του Κοινού των Θεσσαλών) ξεχωρίζει ένα χρυσό ενώτιο που πιθανόν απεικονίζει ταύρο, καθώς και ένα χρυσό μηνοειδές κόσμημα.
Επίσης, σε λακκοειδή τάφο της ρωμαϊκής περιόδου (τάφος 3) ο νεκρός κρατούσε στο δεξί χέρι δύο νομίσματα Μαξιμιανού (μετά το 286 μ.Χ.), ενώ τα κτερίσματα περιελάμβαναν τέσσερα πήλινα αγγεία, ένα πήλινο λυχνάρι, δύο οστέινες περόνες, καθώς και ένα λίθινο πλακίδιο, το οποίο σχετίζεται με την παρασκευή φαρμακευτικών ουσιών. Τέλος, σε απόσταση περίπου 100 μ. ανατολικά του κτιριακού συγκροτήματος και στις βραχώδεις υπώρειες της Όσσας εντοπίστηκαν δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι της Παλαιοχριστιανικής περιόδου (τάφος 4 και 5) καθώς και επιτύμβια στήλη Ρωμαϊκής περιόδου με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΥΣΙΜΑΧΟΥ.
Με βάση τα διαθέσιμα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται ότι το κτιριακό συγκρότημα που ανασκάπτεται στη θέση «Χάνι Κοκόνας» αποτελεί ιερό αφιερωμένο στη λατρεία της Κυβέλης. Η κάτοψή του παραπέμπει μορφολογικά σε οικιστικά σύνολα, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχα ιερά της Μητέρας των Θεών στην Πέλλα, στη Βεργίνα και στη Δημητριάδα. Ενισχυτική για την ερμηνεία της χρήσης του χώρου ως ιερού είναι και η κατασκευή με τις τέσσερις θήκες που προαναφέραμε στο εσωτερικό του δωματίου 3. Παρόμοιες θήκες συναντάμε στο ιερό της Κυβέλης, στο Ν. Φάληρο, αλλά και σε ιερά άλλων θεοτήτων, όπως του Απόλλωνα στο Σωρό και της Ήρας στη Foce del Sele.
Άλλωστε, η λατρεία της Κυβέλης δεν είναι άγνωστη στον Θεσσαλικό χώρο, όπως αποδεικνύεται και από τις επιγραφικές μαρτυρίες. Από την άλλη, η εύρεση στον ίδιο χώρο μιας Μεσοβυζαντινής βασιλικής λίγα μέτρα δυτικότερα από το κτιριακό συγκρότημα που ανασκάπτουμε, υποδεικνύει διαχρονικότητα στην ιερή - λατρευτική χρήση της περιοχής αυτής. Το ιερό ιδρύθηκε κατά τον 4ο αιώνα π.Χ και φαίνεται ότι είχε εγκαταλειφθεί κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα π.Χ., ενώ μέχρι τα Παλαιοχριστιανικά χρόνια ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για σποραδικούς ενταφιασμούς.
Αν και η ανασκαφική έρευνα συνεχίζεται, φαίνεται ότι η εγκατάλειψη του χώρου συμπίπτει χρονικά με τα ταραγμένα χρόνια κατά τη διάρκεια των Μακεδονικών πολέμων και πιθανόν σχετίζεται με τη γενικότερη ανασφάλεια που επικρατούσε κατά την περίοδο αυτή. Στη θέση «Φύλλα-Γκιόλια» στην ανατολική είσοδο της Κοιλάδας των Τεμπών, η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 2010 - 2011 σε έκταση περίπου μισού στρέμματος, πλησίον της δεξιάς κοίτης του Πηνειού ποταμού. Εντοπίστηκε τμήμα Αρχαϊκού νεκροταφείου με ταφές καύσεων και λίγους ενταφιασμούς, καθώς και ενταφιασμοί του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ.
Οι τάφοι αποκαλύφθηκαν σε ένα χώρο σχετικά επίπεδο, ανοιχτό και ομαλό στη σημερινή του μορφή, που ακολουθεί το ανάγλυφο της περιοχής, σε απόσταση 1 χλμ. ΒΔ από την όμορη αρχαία πόλη Ομόλιο, η οποία από τους περισσότερους μελετητές ταυτίζεται με τα ερείπια στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας στο ομώνυμο σημερινό χωριό. Οι ταφές καύσεων παρουσιάζουν μεγάλη πυκνότητα (σε μία δοκιμαστική τομή 5×6 μ. εντοπίστηκαν 54 καύσεις) και η διάταξή τους ακολουθεί σταθερό προσανατολισμό Α-Δ.
Το τελετουργικό της ταφικής πρακτικής των καύσεων περιελάμβανε αρχικά την αποτέφρωση του νεκρού σε κάποιο λάκκο - αποτεφρωτήριο κοντά στο νεκροταφείο, που ωστόσο δεν έχει εντοπιστεί. Μετά την ολοκλήρωσή της, τα υπολείμματα των οστών του νεκρού συλλέγονταν μέσα σε τεφροδόχο αγγείο, το οποίο στη συνέχεια τοποθετούνταν όρθιο σε λάκκο. Οι λάκκοι συνήθως ήταν ορθογώνιοι ή ελλειψοειδείς, με μικρές διαστάσεις και χωρίς επένδυση στα τοιχώματά τους. Σε αρκετές περιπτώσεις η παρουσία καταλοίπων καύσης στο εσωτερικό τους ήταν έντονη.
Τα τεφροδόχα αγγεία πατούσαν απευθείας στο φυσικό έδαφος, ενώ ορισμένες φορές μικρές αργές πέτρες στη βάση τους βοηθούσαν τη στήριξή τους. Το στόμιο των τεφροδόχων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, καλυπτόταν από μια μικρή πλακαρή πέτρα. Σε απόσταση περίπου 0,10 μ. επάνω από αυτή υπήρχε, κατά κανόνα, μια επιμήκης και μεγαλύτερη ορθογώνια σχιστολιθική πλάκα σε οριζόντια θέση και πίσω από αυτήν μία όρθια πλακαρή ακατέργαστη πέτρα ως «σήμα». Το σχήμα τους, τις πιο πολλές φορές, ήταν ακανόνιστο ορθογώνιο ή τραπεζιόσχημο. Τα «σήματα» στήνονταν κυρίως στην ανατολική πλευρά των λάκκων.
Με βάση μέρος του υλικού που έχει συντηρηθεί, τα πήλινα τεφροδόχα αγγεία είναι κυρίως σταμνοειδή με οριζόντιες λαβές λοξά τοποθετημένες στον ώμο του αγγείου. Η διακόσμησή τους περιλαμβάνει κυρίως πεταλόσχημα-σταγονόμορφα μοτίβα, ταινίες, κάθετες και οριζόντιες κυματοειδείς γραμμές. Αναπάντεχο και ιδιαίτερα σημαντικό εύρημα είναι ένας τεφροδόχος στάμνος που φέρει στον ώμο του γραπτό το αρχαϊκό αλφάβητο «επί τα λαιά», το οποίο καταλαμβάνει και τις δύο όψεις του αγγείου. Στον ώμο ενός άλλου σταμνοειδούς αγγείου υπάρχει μελανόμορφη παράσταση με σατύρους και μαινάδες που χορεύουν.
Επίσης, ένα τριποδικό τεφροδόχο αγγείο διακοσμείται με ανάγλυφα φίδια στον ώμο και στη λαβή του, καθώς και από σειρές με εμπίεστους κύκλους και εγχάρακτη φυτική διακόσμηση στο σώμα του. Δύο από τα φίδια πλησιάζουν αντικριστά μία κεφαλή, πιθανώς αιγάγρου. Η όλη διακόσμηση υποδηλώνει την ιδιαίτερη χρήση του αγγείου, η οποία διαφαίνεται και από μια εγχάρακτη επιγραφή ΕΡΓΙ, που προς το παρόν δεν έχει ερμηνευθεί. Πιθανώς πρόκειται για ένα τελετουργικό αγγείο το οποίο σχετίζεται με χθόνιες δοξασίες.
Τα τεφροδόχα αγγεία φέρουν στον πυθμένα ή τα τοιχώματα μικρές οπές που πιθανόν σχετίζονται με υγρές προσφορές πριν ή μετά την εναπόθεση των οστών προς τιμήν των χθόνιων θεοτήτων, ενώ ανάλογα παραδείγματα είναι γνωστά και από το αρχαϊκό νεκροταφείο καύσεων του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή της Λάρισας. Η πλειονότητα των τεφροδόχων αγγείων συνοδευόταν από άλλα κτερίσματα. Συνήθως ήταν ένα ή περισσότερα μικρά πήλινα αγγεία (όλπες, οινοχόες, κοτύλες, σκύφοι κ.ά.), αλλά σε μερικές περιπτώσεις και σιδερένια όπλα, όπως μαχαίρια και αιχμές δοράτων, ενώ δεν έλειπαν και τα χάλκινα κοσμήματα, όπως δαχτυλίδια, δακτύλιοι, πόρπες, περίαπτα, ψέλια κ.ά.
Από την άλλη, ο αριθμός των Αρχαϊκών ενταφιασμών ήταν σχετικά πολύ μικρός συγκρινόμενος με τις ταφές καύσεων και περιελάμβανε λακκοειδείς τάφους με ελάχιστα κτερίσματα. Εκτός από τις Αρχαϊκές καύσεις, σημαντικές από άποψη ευρημάτων είναι και οι οκτώ ταφές του 5ου και κυρίως του 4ου αιώνα π.Χ. που αποκαλύφθηκαν σε απόσταση περίπου 30 μ. ανατολικά του Αρχαϊκού νεκροταφείου. Πρόκειται για έξι απλούς λακκοειδείς, έναν κεραμοσκεπή και έναν κιβωτιόσχημο τάφο με προσανατολισμό ΒΑ - ΝΔ.
Ο πλουσιότερα κτερισμένος τάφος ήταν κιβωτιόσχημος, αλλά κατά μεγάλο μέρος καταστράφηκε από τα εκσκαπτικά μηχανήματα κατά τις εργασίες κατασκευής του νέου οδικού άξονα. Καθώς στην περίοδο της ανασκαφής του τάφου ο υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής ήταν σε ψηλό επίπεδο εξαιτίας και του παρακείμενου Πηνειού ποταμού, η ύπαρξη του νερού ήταν διαρκής και τα ευρήματα περισυνελέγησαν με μεγάλη δυσκολία και ύστερα από επανειλημμένο κοσκίνισμα του χώματος. Στα κτερίσματα του τάφου περιλαμβάνεται ένας ικανοποιητικός αριθμός από ερυθρόμορφα και μελαμβαφή πήλινα αγγεία διαφόρων σχημάτων.
Όπως πελίκες, υδρίες, αλάβαστρα, σκύφοι, ληκύθια κ.ά. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο πελίκες αθηναϊκής προέλευσης, οι οποίες απεικονίζουν στη μία όψη τους κεφαλή αλόγου και γυναικεία κεφαλή και στην άλλη ανδρικές ιστάμενες μορφές, ενώ παρόμοιες πελίκες προέρχονται και από παλαιότερες ανασκαφές τάφων του ίδιου νεκροταφείου. Στα κτερίσματα του τάφου περιλαμβάνονται ακόμη πήλινες ένθρονες γυναικείες μορφές, ένα ειδώλιο ιππέα, ομοίωμα κλισμού και λουτήρα, καθώς και ένα ζεύγος χρυσών ενωτίων με πυραμιδόσχημη απόληξη, χρυσοί ψήφοι περιδεραίου και τρία χρυσά μετάλλια με κατενώπιον κεφαλή νεαρών μορφών.
Παρόμοια μετάλλια με την προτομή της θεάς Αθηνάς είχαν βρεθεί και παλαιότερα σε τάφους του αρχαίου Ομολίου. Με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, η έρευνα των παραπάνω τάφων μας επιτρέπει να μιλήσουμε για ένα οργανωμένο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης του Ομολίου, το οποίο εκτείνεται αμέσως Β-Β.Δ του αρχαίου οικισμού, από την Ντάπη - Ράχη, όπου ο Θεοχάρης είχε ανασκάψει τους πρώτους κλασικούς τάφους, και σε απόσταση 1 χλμ. τουλάχιστον δυτικά της.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΑ ΤΕΜΠΗ
Η έναρξη των εργασιών του νέου οδικού άξονα το 2008, που στο μεγαλύτερο μέρος του διέρχεται από δύο σήραγγες στον Κίσσαβο, έδωσε την ευκαιρία για τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες στην Κοιλάδα, για την οποία μέχρι τότε υπήρχαν μόνο ιστορικές πληροφορίες και οι περιγραφές των περιηγητών. Ήδη από την αρχή του έργου εντοπίσθηκαν τρεις θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Η μία βρίσκεται κοντά στη δυτική έξοδο, με την επωνυμία Χάνι της Κοκόνας ή Τσιριγά Χωράφια, κάτω ακριβώς από τη μεγάλη σήραγγα του έργου, η δεύτερη στο στενότερο σημείο του, όπου το Κάστρο της Ωριάς, και η τρίτη στην ανατολική έξοδο του στενού προς τη Μακεδονία, όπου και η θέση Παλιοκκλήσι.
Η ανασκαφική έρευνα περιορίσθηκε στην πρώτη θέση, η οποία τοποθετείται κάτω από απότομο βραχώδες ύψωμα, που κλείνει από τα δυτικά το στενό των Τεμπών, και στο οποίο υπάρχουν εκτεταμένα ίχνη αρχαίου λατομείου. Σε μεγάλη έκταση διατηρούνται αρκετές αρχαίες λατομικές εστίες, όπου διακρίνονται ακόμη τμήματα λατομικού υλικού σε μορφή ακατέργαστων κιόνων. Κάτω από αυτό και στους πρόποδες χαμηλού υψώματος, δίπλα στην Εθνική Οδό, ανασκάφηκαν τρία Βυζαντινά συγκροτήματα. Στο ψηλότερο επίπεδο οι αρχαιότητες αποτελούν τμήμα Παλαιοχριστιανικού οικισμού, ενώ στο χαμηλότερο επίπεδο και δίπλα στην Εθνική Οδό ανήκουν στη Μεσοβυζαντινή περίοδο.
Αρχίζοντας από το πλάτωμα της κορυφής του υψώματος, ανασκάφηκε τμήμα νεκροταφείου από 5 τάφους, το οποίο φαίνεται ότι συνεχίζεται στην προς νότο δασωμένη έκταση. Οι τάφοι αυτοί είναι κιβωτιόσχημοι, σκαμμένοι στο βραχώδες έδαφος και καλυμμένοι με ακατέργαστες πλάκες. Παρουσιάζουν δύο φάσεις ταφής, μία παλαιότερη του 4ου αιώνα, που συνοδεύεται από νομισματικούς θησαυρούς, και μια κύρια, της εποχής του Ιουστινιανού.
Τις ίδιες φάσεις παρουσιάζει και η κατοίκηση στον μικρό παρακείμενο οικισμό, από τον οποίο ανασκάφηκε ορθογώνιος ληνός, κεραμικός κλίβανος, καθώς και μία μεγάλη κυκλική ασβεστοκάμινος διαμέτρου 3 μ., στην οποία διατηρήθηκε η εσχάρα της καύσης και η είσοδος, που έβλεπε προς τα δυτικά. Ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων του 4ου αιώνα, στην πλειονότητά τους του Αυτοκράτορα Κωνστάντιου, που βρέθηκαν σε διαλυμένο οικοδόμημα, ίσως συνιστούν νομισματικό θησαυρό, η απόκρυψη του οποίου σχετίζεται με τις επιδρομές της εποχής, όπως εκείνη του Αλάριχου, το 395.
Ο οικισμός στον οποίο ανήκουν τα παραπάνω λείψανα δεν είναι γνωστός από τις πηγές και μπορεί να συνδεθεί με τη λειτουργία του λατομείου που αναφέρθηκε παραπάνω. Οι δύο χρονολογικές φάσεις που επισημάνθηκαν αποτελούν εποχές με μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα, στις οποίες το λατομείο θα λειτουργούσε με εντατικούς ρυθμούς, και αυτό επηρέαζε και τη ζωή του οικισμού, που δεν θα πρέπει να είχε μεγάλη διάρκεια. Τα παραπάνω λείψανα βρίσκονταν πάνω στον άξονα της νέας εθνικής οδού, γι’ αυτό και απομακρύνθηκαν με έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού, λόγω της αποσπασματικής τους διατήρησης. Τμήμα τους έχει μεταφερθεί στον αύλειο χώρο του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας.
Το δεύτερο κτιριακό συγκρότημα εντοπίσθηκε περίπου 80 μ. δυτικότερα των παραπάνω λειψάνων, και χαμηλότερα, καθώς ακολουθείται το φυσικό πρανές του λόφου. Πρόκειται για ένα μακρόστενο κτίριο, μήκους 27 και πλάτους 6,70 μ., που είχε τριμερή διαίρεση. Είναι κτισμένο σε ομαλή κατωφέρεια, με κατεύθυνση Α-Δ, σε απόσταση 10 μ. από τον σημερινό δρόμο, όπου περνούσε και ο παλαιότερος, και προσανατολισμένο προς αυτόν. Το κτίριο αυτό παρουσιάζει αρκετές φάσεις, με κυριότερη αυτή που σώθηκε στη νότια πλευρά, με τοίχους πλάτους 1 μ., καλοκτισμένους με αργούς λίθους και πλίνθους κολυμπητούς σε ισχυρό ασβεστοκονίαμα.
Στα δυτικά, το κτίριο έχει τοίχους μικρότερου πάχους, στοιχείο που οφείλεται σε κάποια επισκευή. Το δάπεδο της κύριας φάσης, που σχετίζεται με το καλοκτισμένο τμήμα του νότιου τοίχου και είναι στρωμένο με ασβεστοκονίαμα και τεμάχια πλίνθων, μπορεί να χρονολογηθεί με νομισματικές μαρτυρίες μετά τα τέλη του 9ου και πιθανόν στον 10ο αιώνα. Στη βόρεια πλευρά, όπου και η κατωφέρεια, υπάρχουν δύο ορθογώνιες προεξοχές, που μπορεί να υποδηλώνουν τη βάση μνημειακής κλίμακας, καθώς και μια σειρά κτιστών πεσσών, ένδειξη ύπαρξης εξώστη.
Το μακρόστενο σχήμα του κτιρίου αυτού και η θέση του, στη δυτική έξοδο των Τεμπών, και δίπλα στον παλιό δρόμο, ευνοούν την υπόθεση της ταύτισής του με πανδοχείο των Βυζαντινών χρόνων, κτισμένο στη θέση Ρωμαϊκού σταθμού. Ανάλογου σχήματος είναι η αρχική φάση του Βυζαντινού πανδοχείου της Πύδνας, και άλλα κτίρια παρόμοιου προορισμού. Ήδη έχουν διατυπωθεί ορισμένες υποθέσεις για τις θέσεις των σταθμών κατά μήκος της κεντρικής οδού που διέσχιζε τα Τέμπη, σύμφωνα με την Tabula Peutigeriana και άλλα Ρωμαϊκά οδοιπορικά.
Ο σταθμός Στενών ή Στεναί (mansio Stenas) τοποθετείται από τους Γάλλους επιστήμονες J.C. Decourt και F. Mottas, οι οποίοι μελέτησαν τα σχετικά μιλιάρια, στην ανατολική έξοδο του στενού, κοντά στη θέση Παλιοκκλήσι, ενώ ο σταθμός Ολύμπου (mansio Olympu) στη δυτική έξοδο αλλά σε κάποια απόσταση, κοντά στον Ευαγγελισμό, και ταυτίσθηκε ήδη με Ρωμαϊκό κτίριο που ανασκάφηκε πριν μερικά χρόνια. Στα παραπάνω οδοιπορικά αναφέρονται και μικρότεροι σταθμοί που ακόμη αναζητούνται, ένας από τους οποίους θα μπορούσε να σχετισθεί με το ανασκαπτόμενο κτίριο, όπως το mutatio Thuris.
Άλλωστε, βρίσκεται στη μέση της απόστασης μεταξύ των δύο πρώτων σταθμών, που είναι 12 χλμ. και ακριβώς στην έξοδο του στενού μέρους της κοιλάδας, όπου παρουσιαζόταν επείγουσα ανάγκη στάσης για ανάπαυση, όπως την περιγράφουν οι περιηγητές της Οθωμανικής περιόδου, που σταματούσαν στο διπλανό χάνι της Κοκόνας. Ένα ακόμη κτίριο βρέθηκε στα ανατολικά του πανδοχείου και σε απόσταση 15 μ. από αυτό. Πρόκειται για Βυζαντινό ναό του τύπου του δρομικού ναού με περίστωο, διαστ.12×11,60 μ., που φέρει στα ανατολικά 3 ημικυκλικές κόγχες.
Η νότια στοά επικοινωνούσε με τον κεντρικό χώρο με δύο ανοίγματα, ενώ το κύριο άνοιγμα βρισκόταν στη δυτική πλευρά. Βρέθηκαν ίχνη από δύο κτιστές τράπεζες Ιερού Βήματος, τόσο στην κεντρική κόγχη όσο και στη νότια, δείγμα ότι υπήρχε στην τελευταία διαμορφωμένο παρεκκλήσιο. Η βόρεια στοά σώζεται σε χαμηλότερο επίπεδο και παρουσιάζει ίχνη παλαιότερης φάσης σε σχέση με εκείνη του υπόλοιπου κτιρίου. Στο περίστωο και στον περιβάλλοντα χώρο ανασκάφηκαν πολλοί τάφοι, αρκετοί από τους οποίους είναι επιμελημένης κατασκευής, που δείχνει ότι το κοιμητήριο είχε οργάνωση και διάρκεια.
Δεν υπάρχουν ίχνη δαπέδου αλλά αυτό τοποθετείται περίπου στην άνω στάθμη των ταφών της δυτικής στοάς, που είχαν επιμελημένη κατασκευή από όρθιες πλίνθους, κάτω από τις οποίες είχαν τοποθετηθεί οι καλυπτήριες λίθινες πλάκες. Οι τάφοι απλώνονται στη δυτική και τη βόρεια στοά και όχι στη νότια, δείγμα ότι αυτή ήταν αφιερωμένη στη λατρεία, όπως προαναφέραμε. Επεκτείνονται επίσης σε όλο τον περιβάλλοντα χώρο του ναού, όπου έχουν εντοπισθεί μέχρι σήμερα 50 τάφοι. Οι τάφοι του εξωτερικού χώρου έχουν λιγότερο επιμελημένη μορφή και πιο ελεύθερη διάταξη, ενώ οι πολλαπλές ταφές και η συχνή παρουσία μικρών παιδιών μπορούν να αποδοθούν σε επιδημία ή άλλη καταστροφή.
Τα λιγοστά ευρήματα των τάφων χρονολογούνται στον 11ο - 12ο αιώνα, ενώ ο ναός μπορεί να τοποθετηθεί στην αμέσως προγενέστερη περίοδο. Η έλλειψη κεραμικών και άλλων ευρημάτων στο ναό, όπου βρέθηκαν κυρίως λείψανα ελληνιστικών χρόνων, από την προηγούμενη κατοίκηση του χώρου, δυσκολεύουν τη χρονολόγηση του κτιρίου. Ωστόσο, μπορεί να τοποθετηθεί στη Μεσοβυζαντινή περίοδο και ιδιαίτερα στον 10ο - 11ο αιώνα από τα λείψανα τοιχοδομίας με τις κάθετες πλίνθους που διατηρούνται στις κόγχες.
Το σχήμα των κογχών και το συνδυασμό των λοιπών στοιχείων της κάτοψης, ακόμη και τις κατασκευαστικές ομοιότητες με το πανδοχείο, με το οποίο φαίνεται ότι ανήκει σε ενιαίο συγκρότημα. Ο τύπος του ναού με το περίστωο είναι συχνός την εποχή αυτή και απαντά επίσης στη γειτονική Πιερία, στον επισκοπικό ναό της Πύδνας, καθώς και στο ναό στην ακρόπολη της Λάρισας, που επίσης είχε κοιμητηριακή χρήση. Επομένως, από το συνδυασμό των στοιχείων το σύνολο χρονολογείται πριν από τον 13ο αιώνα, ενώ η καταστροφή του από φωτιά μπορεί να συνδυασθεί με τη Φραγκική κατάκτηση του 1204.
Επειδή αποτελεί τον πρώτο ναό αυτής της εποχής που εντοπίσθηκε στην περιοχή των Τεμπών, είναι δελεαστική η υπόθεση της σύνδεσής του με την επισκοπή Λυκοστομίου, που αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές από τον 10ο αιώνα και δεν έχει ταυτισθεί μέχρι σήμερα, ενώ είναι γνωστό ότι μεταφέρεται αργότερα στον Πλαταμώνα (μεταξύ 13ου - 15ου). Ο οικισμός αυτός και η επισκοπή τοποθετείται μέχρι σήμερα στην ευρύτερη περιοχή του Κάστρου της Ωριάς, 4 χλμ. βορειότερα της εξεταζόμενης θέσης, ενώ έχει εκφρασθεί και η πρόταση τοποθέτησής του στην περιοχή του Πυργετού.
Οπωσδήποτε, τα λιγοστά ευρήματα της ανασκαφής δεν αρκούν για να επιβεβαιώσουν ή να απορρίψουν τις παραπάνω απόψεις. Παραμένει ωστόσο σημαντικό το γεγονός της ανακάλυψης αυτού του ξεχωριστού βυζαντινού συγκροτήματος, που πρέπει να είχε θέση προσκυνήματος σε σημαντικό σταθμό της οδικής αρτηρίας, κτισμένου σε θέση αρχαίου ιερού, όπως φαίνεται από την ανασκαφή σε παρακείμενη θέση, που διεξάγει η ΙΕ′ ΕΠΚΑ.
ΤΑ ΤΕΜΠΗ ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ:
Περιηγητικά έργα θεωρούμε τα κείμενα και τις εικόνες, τα οποία μας κληροδότησε κάθε Δυτικοευρωπαίος ταξιδιώτης, ή και μη ταξιδιώτης, ο οποίος κατέθεσε σε έντυπο ή σε χειρόγραφο την εμπειρία ή τη γνώση ή το όραμά του ταξιδεύοντας ή περιγράφοντας τον χώρο της Μεσογείου και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης από τον 15ο έως τον 20ο αιώνα.
Περιηγητές θεωρούνται: οι ταξιδιώτες αλλά και οι λόγιοι ταξιδιώτες, όπως γεωγράφοι, χαρτογράφοι, νησολόγοι, ουμανιστές αλλά και διπλωμάτες, προσκυνητές, κατάσκοποι, φυσιοδίφες, στρατιωτικοί, ναυτικοί, ιατροί, ιερείς, θεωρητικοί και εμπειρογνώμονες, ζωγράφοι, τοπιογράφοι, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, αρχαιολόγοι, ρομαντικοί συγγραφείς, έμποροι και ιεραπόστολοι, μοναχοί, επιστήμονες, πειρατές, αιχμάλωτοι, λογοτέχνες και τυχοδιώκτες, οι οποίοι μας κληροδότησαν κείμενα αλλά και εικόνες από τα ταξίδια τους.
Ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Δύση και στους Ελληνορθόδοξους αλλά και τις άλλες εθνοθρησκευτικές ομάδες (Μουσουλμάνους, Αρμένιους, Εβραίους, Καθολικούς) που συνυπήρχαν, και στις κυρίαρχες σε αυτούς δυνάμεις -κατά χρονική και γεωγραφική περίπτωση- (Οθωμανοί, Βενετοί, Γενουάτες, Γάλλοι, Άγγλοι κ.ά.) μεσολαβεί ένα επικοινωνιακό στοιχείο: ο ταξιδιώτης και το προϊόν του ταξιδιού του. H πρόσληψη λοιπόν του χώρου και των ανθρώπων στους τόπους αυτούς ακολούθησε πιστά το παλιρροϊκό κύμα όλων των πνευματικών, πολιτικών και πολιτιστικών ρευμάτων που στη διάρκεια του 15ου έως τον 20ο αιώνα παρέσυραν τους Ευρωπαίους στο μεγάλο παιγνίδι της Ιστορίας.
Τα περιηγητικά έργα προβάλλουν συνεπώς με τα κείμενα και τις εικόνες τους, το ''πώς η Ευρώπη έβλεπε'' σε κάθε ιστορική συγκυρία τους τόπους, τους ανθρώπους και τα μνημεία που συναντούσαν κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τους οι περιηγητές. Στην αρχή του περιηγητικού ρεύματος, ο ταξιδιώτης συνθέτει -βλέπει, γράφει, απεικονίζει- για τους τόπους και τους ανθρώπους αμυδρές νησίδες πραγματικότητας, γιατί απλά «κοιτά αλλά δεν βλέπει». Δεν μπορεί ακόμα να δει κάτι πέρα από αυτό που φέρει μέσα του, πνευματικά και συναισθηματικά (16ος - αρχές 17ου αιώνα).
Σταδιακά ο Δυτικός άνθρωπος αντιμετωπίζει με περισσότερη ευαισθησία και γνώση το παρελθόν αλλά και το καινούργιο. Μέσα από ποικίλες διεργασίες στον περίγυρό του αποσαφηνίζονται οι κατευθύνσεις και οι στόχοι, και η γνώση του εμπλουτίζεται πέρα από τα προσδοκώμενα (τέλος 17ου - 18ου αιώνα). Υπεισέρχονται και οι πρωτόγνωρες εμπειρίες και ένας ανέλπιστος πλούτος είτε στο ιδεολογικό επίπεδο, είτε στο πραγματιστικό (18ος αιώνας).
Mε την είσοδο όμως του 19ου αιώνα η ποικιλία και το πλήθος των ανθρώπων, των καταστάσεων, των γεγονότων και των ιδεών που κινούνται και μετακινούνται, συναντώνται και ανταλλάσσουν, πιστοποιούν την αυξανόμενη ένταση και το εύρος του ταξιδιωτικού ρεύματος προς τη Μεσόγειο και τις γειτονικές με αυτήν περιοχές. Τα περιηγητικά κείμενα είναι προϊόν μιας σύνθετης διαδικασίας. Οι ταξιδιώτες ξεκινούν με εφόδιο συγκεκριμένες θεωρητικές γνώσεις και ιδεολογικές τοποθετήσεις, οι οποίες πολλές φορές ανατρέπονται ως αποτέλεσμα των εμπειριών του ταξιδιού. Οι καταγεγραμμένες αυτές αντιλήψεις αναπαράγονται σε μεταγενέστερα κείμενα και εικόνες και συγκροτούν στερεότυπα.
Για την κοιλάδα των Τεμπών, η οποία δεν έπαψε να εξάπτει τη φαντασία των Δυτικοευρωπαίων, απόλυτα συνυφασμένη με σκηνές από την αρχαία Ελληνική μυθολογία, μέχρι να απεικονιστεί εκ του φυσικού κόσμησε έως τις αρχές του 19ου αιώνα πολλά ιστορικο-γεωγραφικά έργα (N. Gerbelius στα 1545, J. Gronovius στα 1699) καθώς και ο χάρτης της κοιλάδας και της ευρύτερης περιοχής στο έργο του J. Laurenberg (1660). Πολλοί από τους σημαντικούς περιηγητές που περιόδευσαν στον Ελλαδικό χώρο την προεπαναστατική περίοδο.
Αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι κ.ά. κόσμησαν τις εκδόσεις τους με θέματα από το μαγευτικό τοπίο των Τεμπών και την κοιλάδα του Πηνειού στους πρόποδες του Ολύμπου: Ed. Dodwell στα 1819 με τρία διαφορετικά θέματα για την περιοχή, H. Holland στα 1815 με εικόνα του χώρου τόσο δυνατή όσο και οι περιγραφές του, F.Ch.H.L. Pouqueville στο έργο του που εκδόθηκε στα 1826 - 1827, L. Dupré, στα 1825 περίπου, με ζωγραφικό πίνακα να μας δίνει και μία άποψη Μουσουλμανικού μνημείου που στέκεται στην αρχή της κοιλάδας, O.M. von Stackelberg στα 1830 με προτίμηση στα πανοραμικά γαλήνια τοπία και σε μεταεπαναστατική έκδοση του Pouqueville στα 1835 να προτιμάται και πάλι το θέμα του Ολύμπου.
Μετά το ταξίδι του στον Ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα, ο O.M. von Stackelberg (1834) κατάφερε να αποδώσει τόσο τις ιστορικές τοποθεσίες, όσο και τις αρχαιότητες με το νέο, βαθμιαία αναφαινόμενο, εικαστικό ρεύμα του ρομαντισμού. Αν και οι περισσότεροι πίνακες που κοσμούν το έργο του Ed.D. Clarke(1816) είναι αρχαιολογικού ως επί το πλείστον ενδιαφέροντος, τα χαρακτικά αυτά είναι επίσης πολύτιμα για την ιστορία των τόπων, λόγω της σπανιότητας των θεμάτων που απεικονίζονται.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, σε επανέκδοση (1882, αλλά και στην έκδοση του Chr. Wordsworth, στα 1841), του πολύ πετυχημένου έργου του Cr. Wordsworth συναντούμε απόψεις της περιοχής με απόλυτα ζωγραφικό ύφος ενώ άποψη της κοιλάδας έχουμε και σε πίνακα του φημισμένου Άγγλου τοπιογράφου Ed. Lear (1851). Η χαρακτική συνεχίζει να κυριαρχεί ακόμη επηρεασμένη από τη φωτογραφική τεχνική (A. Schweiger Lerchenfeldστα 1887). Τέλος η φωτογραφία καταφέρνει να αποδώσει την πραγματική διάσταση της εντυπωσιακής κοιλάδας με τον ρέοντα ποταμό (E. Reisinger στα 1923).
Χαρακτικά Θέματα Σχετικά με την Κοιλάδα των Τεμπών
1.
Τίτλος: Τα Τέμπη.
Πρωτότυπος τίτλος: Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1815
Έκδοση: HOLLAND, Sir Henry. Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c. during the years 1812 and 1813, Λονδίνο, Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown, 1815.
2.
Τίτλος: Ο τεκές του Χασάν Μπαμπά στα Τέμπη της Θεσσαλίας.
Πρωτότυπος τίτλος: Thessalien. Moschee zu Baba. Am Eingang sur Tempelschlucht.
Χρονολογία έκδοσης: 1923
Έκδοση: REISINGER, Ernst. Griechenland Schilderungen deutscher Reisender In zweiter, veränderter Auflage herausgegeben. Mit 90 Bildtafeln, davon 62 nach Aufnahmen der Preussischen Messbildanstalt, Λειψία, Insel-Verlag, 1923.
3.
Τίτλος: Ο Όλυμπος από την κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Olympe.
Χρονολογία έκδοσης: 1835
Έκδοση: POUQUEVILLE, François Charles Hugues Laurent. Grèce, Παρίσι, Firmin Didot, MDCCCXXXV (=1835).
4.
Τίτλος: Η κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Das Thal Tempe in Thessalien.
Χρονολογία έκδοσης: 1887
Έκδοση: SCHWEIGER LERCHENFELD, Amand, (Freiherr von). Griechenland in Wort und Bild, Eine Schilderung des hellenischen Konigreiches, Λειψία, Heinrich Schmidt & Carl Günther, 1887.
5.
Τίτλος: Ο τάφος του Χασάν Μπαμπά, στο ομώνυμο τέμενος ή τεκέ, στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών. Χαλκογραφία από έκδοση του Ed. Dodwell.
Πρωτότυπος τίτλος: Sepulchre of Hassan Baba, at the entrance of the Vale of Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1819
Έκδοση: DODWELL, Edward. Views in Greece, from Drawings by Edward Dodwell Esq. F.S.A &c., Λονδίνο, Rodwell and Martin, 1819.
6.
Τίτλος: Ο Πηνειός και η κοιλάδα των Τεμπών. Λιθογραφία του Louis Dupré.
Χρονολογία έκδοσης: 1994
Έκδοση: ΒΛΑΧΟΣ, Μανόλης. Louis Dupré, Ταξίδι στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, ΟΛΚΟΣ, 1994.
7.
Τίτλος: Ο Όλυμπος, ο Κίσσαβος και η κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Mount Olympos, Tempe, Mount Opa.
Χρονολογία έκδοσης: 1819
Έκδοση: DODWELL, Edward. A Classical and Topographical Tour through Greece, during the Years 1801, 1805, and 1806, τ. Ι-ΙΙ, Λονδίνο, Rodwell and Martin, 1819.
8.
Τίτλος: Η κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Vale of Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1819
Έκδοση: DODWELL, Edward. A Classical and Topographical Tour through Greece, during the Years 1801, 1805, and 1806, τ. Ι-ΙΙ, Λονδίνο, Rodwell and Martin, 1819.
9.
Τίτλος: Ο Όλυμπος και η κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Mount Olympus. Vale of Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1819
Έκδοση: DODWELL, Edward. A Classical and Topographical Tour through Greece, during the Years 1801, 1805, and 1806, τ. Ι-ΙΙ, Λονδίνο, Rodwell and Martin, 1819.
10.
Τίτλος: Η κοιλάδα των Τεμπών, φανταστική απεικόνιση
Πρωτότυπος τίτλος: Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1545
Έκδοση: GERBELIUS, Nicolas. Nicolai Gerbelij in descriptionem Graeciae Sophiani, Praefatio. In qua docetur, quem fructum, quamque voluptatem allatura fit haec pictura studiosis, si diligenter eam cum historicum, poëtarum, geographorumque scriptis contulerint. Eiusdem de situ, nominibus & regionibus Graeciae perbrevis in picturam Sophiani introductio, Βασιλεία, Oporinus, 1545.
11.
Τίτλος: Η κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Vale of Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1882
Έκδοση: WORDSWORTH, Christopher. Greece pictorial, descriptive, & historical by Christopher Wordsworth, D.D. Lord Bishop of Lincoln, with numerous Engravings illustrative of the Scenery, Architecture, Costume, and Fine Arts of that Country and a History of the Characteristics of Greek Art by George Schraf, F.S.A. Director, Keeper, and Secretary of the National Portrait Gallery. A New Edition revised. With Notices of recent Discoveries by H.F. Tozer, M.A. Fellow and Tutor of Exeter College, Oxford, Author of the “Highlands of Turkey”, “Lectures on the Geography of Greece”, Λονδίνο, John Murray, 1882.
12.
Τίτλος: Οι Γόννοι (ή Γόννος ή Γόννιος) αρχαία πόλη βόρεια του Πηνειού στη δυτική είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Gonnus dans les défilés de Tempé.
Χρονολογία έκδοσης: 1830
Έκδοση: STACKELBERG, Otto Magnus Baron de. La Grèce. Vues Pittoresques et Topographiques, Παρίσι [Λονδίνο], chez l'Éditeur, H. Rittner et Chaillou-Potrelle [Engelmann, Graff et Coindet], 1830.
13.
Τίτλος: Άποψη της Δωδώνης, της Θεσσαλονίκης (φανταστικές απεικονίσεις) και της κοιλάδας των Τεμπών με πλαίσιο μυθολογικές παραστάσεις. Από την έκδοση: Jacobus Gronovius, Thesaurus Graecarum Antiquitatum, 1699.
Χρονολογία έκδοσης: 2009
Έκδοση: ΠΑΤΙΕΡΙΔΗΣ, Γιώργος, ΣΤΑΜΑΤΗΣ, Κώστας. Τα χαρακτικά της Θεσσαλονίκης από τον 15ο έως και τον 19ο αιώνα από τις συλλογές των Γιώργου Πατιερίδη και Κώστα Σταμάτη, Θεσσαλονίκη, Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» Δήμου Καλαμαριάς, 2009.
14.
Τίτλος: Τα Τέμπη της Θεσσαλίας.
Πρωτότυπος τίτλος: Témpe.
Χρονολογία έκδοσης: 1851
Έκδοση: LEAR, Edward. Journals of a Landscape painter in Albania etc., Λονδίνο, Richard Bentley, 1851.
15.
Τίτλος: Τοπίο στην κοιλάδα των Τέμπων, Θεσσαλία.
Πρωτότυπος τίτλος: Valée entre les monts Ossa et Olympe.
Χρονολογία έκδοσης: 1834
Έκδοση: STACKELBERG, Otto Magnus von. La Grèce. Vues pittoresques et topographiques, Παρίσι, Chez I. F. D'Ostervald, 1834.
16.
Τίτλος: Τοπίο κοντά στους αρχαίους Γόννους στην κοιλάδα των Τεμπών. Η περιοχή ονομάζονταν και Κόνδυλος (ή Γοννοκόνδυλος) εξαιτίας του ισχυρού φρουρίου της.
Πρωτότυπος τίτλος: Condylon dans les défilés de Tempé.
Χρονολογία έκδοσης: 1834
Έκδοση: STACKELBERG, Otto Magnus von. La Grèce. Vues pittoresques et topographiques, Παρίσι, Chez I. F. D'Ostervald, 1834.
17.
Τίτλος; Ο τεκές του Χασάν Μπαμπά στα Τέμπη της Θεσσαλίας
Πρωτότυπος τίτλος: Élatéa (aujourd'hui Baba) sur le Pénée.
Χρονολογία έκδοσης: 1834
Έκδοση: STACKELBERG, Otto Magnus von. La Grèce. Vues pittoresques et topographiques, Παρίσι, Chez I. F. D'Ostervald, 1834.
18.
Τίτλος: Τοπίο στην κοιλάδα των Τεμπών στη Θεσσαλία.
Πρωτότυπος τίτλος: Ingresso nella valle di Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: POMARDI, Simone. Viaggio nella Grecia fatto da Simone Pomardi negli anni 1804, 1805, e 1806. Arrichito di tavole in rame, τ. II, Ρώμη, Vincenzo Poggioli, 1820.
19.
Τίτλος: Τοπίο κοντά στους αρχαίους Γόννους, αρχαία πόλη βόρεια του Πηνειού ποταμού στη δυτική είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών. Η περιοχή ονομάζονταν και Κόνδυλος (ή Γοννοκόνδυλος) εξαιτίας του ισχυρού φρουρίου της.
Πρωτότυπος τίτλος: Fortificazioni nella Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: POMARDI, Simone. Viaggio nella Grecia fatto da Simone Pomardi negli anni 1804, 1805, e 1806. Arrichito di tavole in rame, τ. II, Ρώμη, Vincenzo Poggioli, 1820.
20.
Τίτλος: Τοπογραφικός χάρτης της κοιλάδας των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Topographical Chart of Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1816
Έκδοση: CLARKE, Edward Daniel. Travels in various countries of Europe, Asia and Africa. Part the second: Greece, Egypt and the Holy Land: Section the third. To which is added a Supplement respecting the Author's Journey from Constantinople to Vienna, containing his Account of the Gold Mines of Transylvania and Hungary, Λονδίνο, T. Cadell and W. Davies, MDCCCXVI [=1816].
21.
Τίτλος: Χάρτης της κοιλάδας των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Tempe.
Χρονολογία έκδοσης: 1661
Έκδοση: LAURENBERG, Johann. Graecia antiqua, edidit Samuel Puffendorf,Άμστερνταμ, Joannem Janssonium, MDCLX [=1660].
22.
Τίτλος: Τοπίο στα Τέμπη.
Πρωτότυπος τίτλος: The Vale of Tempe in Thessaly to W.S.W.
Χρονολογία έκδοσης: 1816
Έκδοση: CLARKE, Edward Daniel. Travels in various countries of Europe, Asia and Africa. Part the second: Greece, Egypt and the Holy Land: Section the third. To which is added a Supplement respecting the Author's Journey from Constantinople to Vienna, containing his Account of the Gold Mines of Transylvania and Hungary, Λονδίνο, T. Cadell and W. Davies, MDCCCXVI [=1816].
23.
Τίτλος: Τοπίο στην κοιλάδα των Τεμπών.
Πρωτότυπος τίτλος: Proposed new Greek frontier; Vale of Tempe, Thessaly.
Χρονολογία έκδοσης: 1984
Έκδοση: 1842 – 1885. Ελλάδα, ιστορική, εικονογραφημένη. Μια πλήρης συλλογή ιστορικών, τοπογραφικών και καλλιτεχνικών ντοκουμέντων. Με 280 γκραβούρες εποχής, Αθήνα, Nikolas Books, 1984.
24.
Τίτλος: Ειδυλλιακό τοπίο στην κοιλάδα των Τεμπών.
Χρονολογία έκδοσης: 1841
Έκδοση: WORDSWORTH, Christopher. La Grèce pittoresque et historique, Παρίσι, L. Curmer, 1841.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου