Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Η καταγωγή των αγγέλων και η ανάδυση της μονοθεϊστικής ιδέας

 







ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ απολογητής γράφει: «Ουδείς ίσως κλάδος της Δογματικής εμφανίζει τόσα θεολογούμενα σημεία όσα η αγγελολογία. Πράγματι, το εκ της θείας αποκαλύψεως δεδομένον εις την συνείδησιν της Εκκλησίας φως δεν είναι αρκετόν όπως διαυγάσει πολλάς εκ των όψεων του περί των επουρανίων τούτων όντων θέματος. Αύται, αν και κεντρίζουν την ευσεβή περιέργειαν με ιδιαιτέραν δύναμιν, δεν εκπροσωπούν στοιχεία της πίστεως απαραίτητα δια την σωτηρίαν και πιθανώς ουδέποτε πρόκειται ούτω να γίνουν αντικείμενον γνώσεως βεβαίας εκ μέρους τής επί γης Εκκλησίας».

1Δεν βλέπω καλύτερη ομολογία του γεγονότος ότι οι αινιγματικές φιγούρες των αγγέλων είναι ένα στοιχείο ξένο στη ιουδαιοχριστιανική δογματική, επιβίωμα ετερόδοξων ιδεών και επιδράσεων, που οι συστηματικές προσπάθειες να εξημερωθεί είναι καταδικασμένες να αφήνουν πάντα ένα ανησυχητικό φάσμα ασάφειας. Η παρουσία τους είναι ωστόσο ρητή και αδιαμφισβήτητη στα κανονικά κείμενα της Καινής Διαθήκης, όπως άλλωστε και στο Κοράνι. O ίδιος ο Ιησούς διακηρύσσει την ύπαρξη αγγέλων (Μάρκ. η΄ 38, Λουκ. ιε΄ 10, ις΄ 22, κ.α.) και στις κορυφαίες στιγμές του βίου του εμφανίζονται να μαρτυρούν περί αυτού, να τον υμνούν ή να παρεμβαίνουν ως δευτεραγωνιστές στα γεγονότα: ο Γαβριήλ ευαγγελίζεται την έλευσή του (Λουκ. α΄ 26 κ.ε.), «άγγελος Κυρίου» εμφανίζεται στον Ιωσήφ (Ματθ. α΄ 20 κ.ε., β΄ 13, 19, 20) και στους ποιμένες (Λουκ. β΄ 8 κ.ε.), στρατιά ολόκληρη ανυμνεί τον Ύψιστο κατά τη γέννησή του (Λου. β΄ 13, 15), άλλοι τον υπηρετούν στην έρημο μετά την κατανίκηση του πειρασμού (Ματθ. δ΄ 11), άλλος τον ενισχύει στο Όρος των Ελαιών πριν από το πάθος (Λουκ. κβ΄ 43), δύο εξ αυτών βεβαιώνουν την ανάστασή του ενώ κάποιος άλλος κύλησε την πέτρα του μνήματος (Ματθ. κη΄ 2 κ.ε., Μάρκ. ις΄ κ.ε., Λουκ. κδ΄ 4 κ.ε., 23, Ιω. κ΄ 12, 13), δύο επίσης ομιλούν στους μαθητές του για τη Δευτέρα Παρουσία τη στιγμή της Αναλήψεως (Πράξ. α΄ 10, 11)· η αγγελική συμπαράσταση επεκτείνεται και στην πρώτη Εκκλησία, της οποίας ιδίως ο Μιχαήλ, προστάτης του Ισραήλ κατά την Π. Διαθήκη, αναγορεύεται στο εξής προστάτης (Πράξ. ε΄ 19, 20, η΄ 26, ι΄ 3 κ.ε., ιβ΄ 7 κ.ε., 23, κζ΄ 23).

Κατά την αντίληψη του Κορανίου επίσης, άγγελοι φέρουν τη μαρτυρία της ενότητας του Θεού (3:19), κατεβαίνουν κατ’ εντολήν του Θεού και τον υπηρετούν μεταφέροντας τα προστάγματά του (97:5, 66:7), φέρουν τον «θρόνο», δηλαδή τις ιδιότητες του Κυρίου (69:18), δεκαεννέα άγγελοι φυλάσσουν τη φωτιά της κόλασης (74:31-32), γενικότερα κάνουν χρέη φυλάκων και καταγραφέων (13:12, 82:11-13), διαφέρουν ως προς τις ικανότητες και τις δυνάμεις τους (35:2), έχουν μόνο τόση γνώση όση τους δίνεται (2:33), δεν έχουν φύλο (37:151), κοκ. Ακόμη πιο εντυπωσιακά στη φιλολογία των χάντιθ, αγγελικές παρουσίες σφραγίζουν τα αποφασιστικά συμβάντα της μελλοντικής αποκάλυψης: «άγγελος Κυρίου» ήταν εκείνος που έσωσε την Άγαρ και τον γιο της Ισμαήλ στην έρημο κάνοντας να αναβλύσει το νερό της πηγής Ζαμζάμ· η τρομακτική μορφή που εναγκαλίζεται το πνεύμα τού Προφήτη Μωχάμετ στο όρος Χίρα και του παραδίδει τον Λόγο του Θεού ήταν ο αρχάγγελος Τζιμπράιλ (Γαβριήλ), ο ίδιος που θα οδηγήσει αργότερα την περίφημη οραματική του πτήση στους εφτά ουρανούς, το λεγόμενο μί’ραζ, όπου συναντάει τον άγγελο-φύλακα της Κολέσεως, τον πύρινο Άγγελο του Θανάτου, τους κριτές άγγελους Μουνκάρ και Νακίρ, πλήθος χερουβείμ με φτερά, 70 σειρές γιγάντιων αγγέλων μπροστά στον Θρόνο του Θεού, και τον άγγελο Ισράφιλ (Ραφαήλ), δεύτερον τη τάξει μετά τον Τζιμπράιλ...2

Μέσα στα κανονικά κείμενα της Καινής Διαθήκης διατυπώνεται ήδη και η πρώτη διδασκαλία περί αγγέλων. Λέγεται ότι αυτοί είναι κατώτεροι του Χριστού (Κολοσ. β΄ 14 κ.ε., Εβρ. α΄ 14 κ.ε.)· διακρίνονται σε τάξεις, από τις οποίες κατονομάζονται οι Αρχές, Εξουσίες, Δυνάμεις, Κυριότητες, Θρόνοι, Άγγελοι, Αρχάγγελοι (Εφεσ. α΄ 21, γ΄ 10, ς΄ 12, Κολοσ. α΄ 16, Α΄ Θεσ. δ΄ 16, Ιούδα στ. 9, κ.α.) – κατάταξη την οποία θα τελειοποιήσει αργότερα ο Αρειοπαγίτης στην πρώτη συστηματική του αγγελολογία, το Περί Ουρανίου Ιεραρχίας, προσθέτοντας τα γνωστά ήδη από την Π. Διαθήκη Χερουβείμ και Σεραφείμ· είναι πνεύματα (Εβρ. α΄ 14), αθάνατοι (Λουκ. κ΄ 36), δεν έχουν φύλο (Ματθ. κβ΄ 30) και ο αριθμός τους είναι μέγας (Ματθ. κε΄ 31, κς΄ 53, Λουκ. β΄ 13, Ιούδα στ. 14, Αποκ. ε΄ 11)· το έργο τους έγκειται στο να δοξάζουν λειτουργικώς τον Θεό (Λουκ. β΄ 13) και να υποβοηθούν τη θεία οικονομία σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο γένος (Εβρ. α΄ 14) – δηλαδή να προστατεύουν τους δικαίους, να μεταφέρουν στον ουρανό τις ψυχές τους (Λουκ. ις΄ 22) και να τους συνάξουν προκειμένου να χωρίσουν τους δικαίους από τους αδίκους κατά την Ημέρα της Κρίσεως (Ματθ. ιγ΄ 41, 42, 49, 50, κδ΄ 31, Μάρκ. ιγ΄ 27, Α΄ Θεσ. δ΄ 15 κ.ε.). Με βάση αυτές τις πρώτες υποθήκες, η χριστιανική Εκκλησία μετά την αποκρυστάλλωση του δόγματος θα επιχειρήσει να εδραιώσει και κάποιες δογματικές υποθέσεις περί αγγέλων. Ανήκουν οπωσδήποτε στην αόρατον κτίσιν κατά το Σύμβολο της Νικαίας και Κωνσταντινουπόλεως, μολονότι κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς δημιουργήθηκαν και με ποιον ακριβώς τρόπο· κατά την επικρατέστερη πάντως άποψη, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Ιωάννη του Δαμασκηνού, πρόκειται για έλλογα και πνευματικά όντα που είναι αρχαιότερα του υλικού κόσμου και της δημιουργίας του ανθρώπου. 

Ο όρος πνευματικά δημιουργεί επίσης τα προβλήματά του: μολονότι υπάγονται στην αόρατον κτίσιν, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουν αμιγώς πνευματική φύση διότι καθαρό και απόλυτο πνεύμα είναι μόνον ο Θεός· πολλοί από τους παλαιότερους απολογητές ––ο Τερτυλλιανός, ο Ωριγένης, ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Ιλάριος–– θα οδηγηθούν λοιπόν στην ιδέα ότι οι άγγελοι έχουν κάποιου είδους σώμα, πολύ λεπτότερο πάντως από την αντιληπτή μέσω των αισθήσεων ύλη. Αυτό το «αιθέριον» ή «πυροειδές» ή «νοερόν» σώμα είναι άγνωστο εάν έχει κάποια ουσιώδη σχέση με τη γνωστή μας ύλη ή είναι υπόλειμμα της κτίσεως πριν από την παρακοή των πρωτοπλάστων· εν πάση περιπτώσει, ο χαρακτηρισμός τους ως ασωμάτων, που καθιερώθηκε κυρίως στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται κυριολεκτικά αλλά σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο σώμα. Η άποψη πάντως, που συνέχισε ως αργά να ακούγεται, ότι άγγελοι εμψυχώνουν και κινούν τα κοσμικά υλικά σώματα, δηλαδή τα άστρα, κηρύχθηκε ως εξωχριστιανική και αποκλείστηκε.

Μολονότι απείρως υποδεέστερες υποστάσεις εκείνων της Αγίας Τριάδας και σύνδουλοι των ανθρώπων (Αποκ. ιθ΄ 10, κβ΄ 8, 9), οι άγγελοι είναι αθάνατοι κατά χάριν (Λουκ. κ΄ 36) και μέτοχοι της επουρανίου μακαριότητος (Ματθ. κβ΄ 30)· ανήκουν δηλαδή στο σεσωσμένο κομμάτι της Εκκλησίας, οπότε δεν υπόκεινται στους νόμους της πεπτωκυίας κτίσεως: μπορούν να κινούνται έξω από τους χωροχρονικούς περιορισμούς, αλλά ως πεπερασμένα όντα δεν είναι πανταχού παρόντες. 

Παρουσιάζονται έτσι ως κτίσματα ανώτερα των ανθρώπων, ωστόσο ούτε και αυτή η υπεροχή είναι απόλυτη αφού, σύμφωνα με την εσχατολογική διαβεβαίωση, οι δίκαιοι στον ουρανό θα ζουν σε μακαριότητα όμοια με των αγγέλων· η Εκκλησία θεωρεί άλλωστε ότι μία ανθρώπινη υπόσταση, η Θεοτόκος, υπερτερεί ήδη των αγγέλων ως «τιμιωτέρα των χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των σεραφείμ», ενώ ο Χρυσόστομος, σε έναν από τους εγκωμιαστικούς του λόγους προς τον Παύλο, δεν διαστάζει να τον εξάρει πάνω και από αυτούς τους αγγέλους... 

Από εσχατολογικής απόψεως, άρα, μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη της έλλογης κτίσεως δεν υφίστανται· δεδομένης άλλωστε της διαβεβαιώσεως ότι στον Μέλλοντα Αιώνα το ανθρώπινο γένος θα εισέλθει εν σώματι, παραμένει το ερώτημα του με τί θα μοιάζει αυτό το «σώμα», πράγμα που το φέρνει ακόμα εγγύτερα στο μυστήριο του αγγελικού «σώματος».

 








ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΟΥ γεννιέται για μας είναι: 
πού βρήκαν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, οι χριστιανοί απολογητές και, αργότερα, ο Προφήτης Μωχάμετ και οι μουσουλμάνοι δοξογράφοι όλες αυτές τις στρατιές των ασώματων όντων; 
Η ιστορική γενεαλογία του μονοθεϊσμού μάς οδηγεί αναπόφευκτα πίσω στην ιουδαϊκή Βίβλο, την από τους Χριστιανούς λεγόμενη Παλαιά Διαθήκη. Λαμβάνοντας υπόψιν τη στρωματογραφία των βιβλικών κειμένων, μπορούμε να πούμε ότι η παρουσία αγγέλων είναι σχεδόν ανύπαρκτη στα προαιχμαλωσιακά κείμενα· τα ίδια τα τμήματα της Γενέσεως, των Βασιλειών και του Ιησού του Ναυή όπου δηλώνεται υπαινικτικά η παρουσία «στρατιών του Γιαχβέ» και κατονομάζονται οι τάξεις των «χερουβείμ», δεν χρονολογούνται πριν από την εποχή του Δευτερονομιστή το νωρίτερο (τέλη του 7ου αιώνα, λίγο πριν από τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία και μετά την οριστική πτώση του βορείου βασιλείου του Ισραήλ στους Ασυρίους). 
Στα αρχαιότερα στρώματα του Γιαχβιστή και του Ελωιμιστή, μόνο μία αγγελική παρουσία μπορεί να τεκμηριωθεί με βεβαιότητα: η μυστηριώδης φιγούρα του μάλακ γιαχβέ («αγγελιοφόρος του Θεού»), ενώ η ακόμα πιο σκοτεινή αναφορά στους μπενέ ελωχίμ («υιοί του Θεού») στο ς΄ της Γενέσεως γεννά πολύ περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντάει.
 Ο μάλακ γιαχβέ είναι εκείνος ο οποίος αποστέλλεται από τον Θεό για να προστατεύσει και να οδηγήσει τον Ισραήλ (Έξ. Ιδ΄ 19, κγ΄ 20, Αριθ. κ΄ 26) ή για να πατάξει τους εχθρούς του (Δ΄ Βασ. ιθ΄ 35)· μερικές φορές οδηγεί και προστατεύει ιδιαίτερα βιβλικά πρόσωπα, όπως τον υπηρέτη του Αβραάμ (Γεν. κδ΄ 7) και τον Ιακώβ (Γεν. μη΄ 16) ή σταματάει στον δρόμο τον προφήτη Βαλαάμ (Αριθ. κβ΄ 22). Συχνά μεταφέρει θείες προσταγές και μηνύματα (Γεν. ις΄ 7-11, κβ΄ 11-25, λα΄ 11, Κριτ. Β΄ 1-4, ς΄ 11-24, ιγ΄ 3-33, Δ΄ Βασ. α΄ 3, 15), ενώ μία φορά στέλνεται για να τιμωρήσει τον υποπέσαντα σε παράπτωμα Ισραήλ (Β΄ Βασ. κδ΄ 16, Α΄ Παραλ. κα΄ 16). 
Το πραγματικό ερμηνευτικό πρόβλημα σε σχέση με αυτή τη φιγούρα είναι ότι σε πολλά χωρία εμφανίζεται να μιλάει και να ενεργεί σαν να ήταν ο ίδιος ο Θεός (Γεν. ις΄ 7-13, κα΄ 17 κ.ε., κβ΄ 11-12, 14-18, Γεν. λα΄ 11-13, Έξ. γ΄ 2-5, Κριτ. Β΄ 1-4, ς΄ 11-24, ιγ΄ 2-23, Ωση. ιβ΄ 4-5, κ.α.), μολονότι σε άλλα διαστέλλεται σαφώς από τον Θεό. Στο Έξοδος κγ΄ 20-22, όταν ο Γιαχβέ υπόσχεται στους Εβραίους ότι θα τους στείλει άγγελο να τους οδηγήσει, τονίζει: το όνομά μού έστιν επ’ αυτώ – και το όνομα στη Βίβλο γνωρίζουμε ότι είναι ισοδύναμο προς το πρόσωπο. 
Δύο θεωρίες έχουν επιστρατεύσει οι ερμηνευτές για να εξηγήσουν αυτό το παράδοξο. Κατά την πρώτη, ο «άγγελος του Γιαχβέ» δεν είναι παρά η προσιτή στις αισθήσεις φανέρωση του αόρατου Θεού – μία ενέργεια δηλαδή της θείας ουσίας την οποία ήδη στην εποχή του ο Φίλων είχε ταυτίσει με τον Λόγο (και πολλοί χριστιανοί απολογητές είδαν ως προαναγγελία της Ενσαρκώσεως). Η δεύτερη θεωρία, πολύ πιο πειστική στον βαθμό που λαμβάνει υπόψιν της τις ιστορικές μεταμορφώσεις του κειμένου, προτείνει ότι ο «άγγελος του Γιαχβέ» είναι μεταγενέστερη προσθήκη στις αρχαίες αφηγήσεις θεοφανειών όπου αρχικά μιλούσαν μόνο για τον Γιαχβέ ή τον Ελωχίμ. Καθώς με την πάροδο του χρόνου η θεολογία του Ισραήλ γινόταν πολύ πιο εκπνευματωμένη και χρειαζόταν να σβήσει τους πρωτόγονους ανθρωπομορφισμούς που δεν συμβάδιζαν πλέον με τη μονοθεϊστική κατασκευή της υπερβατικότητας του θείου, με μια ελάχιστη τροποποίηση του κειμένου αντικατέστησαν την απτή θεϊκή παρουσία με το αφηγηματολογικό εύρημα του «αγγέλου».

Και ξαφνικά, μετά τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, τα βιβλικά κείμενα πλημμυρίζουν με αλλόκοτες ουράνιες παρουσίες. 

Τα προφητικά, τα σοφιολογικά, τα αποκαλυπτικά γραπτά είναι κεκορεσμένα από αγγελικές και δαιμονικές δυνάμεις που ανεβοκατεβαίνουν τους ουράνιους θόλους, στοιχειώνουν τα σύμπαντα και επιτελούν κάθε είδους έργο και αποστολή. Ονομάζονται μ’ ένα πλήθος ονόματα: «υιοί Θεού» (μπενέ ελωχίμ), «ισχυροί» (αββιρίμ), «υπέρτατοι» (ρανίμ), «δυνατοί ισχύι» (γιββορίμ), «άγιοι», «αγρυπνούντες», «εκκλησία των Αγίων», «εκκλησία του Θεού» – και μεταξύ αυτών, βέβαια, τα ήδη γνωστά μας «χερουβείμ» και τα μία φορά αναφερόμενα (στο Ησ. ς΄ 2, 6) «σεραφείμ». 
Εκτός από τα χερουβείμ, τα όντα αυτά συνήθως δεν είναι φτερωτά, κινούνται ωστόσο ταχύτατα στον αέρα· η όψη τους είναι πάντως φοβερή (Κριτ. ιγ΄ 6, Δαν. η΄ 17, ι΄ 7), το πρόσωπό τους φωτεινό και τα ενδύματά τους εκθαμβωτικά (Δαν. ι΄ 5, 6, Β΄ Μακ. γ΄ 25, 26). 
Μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο υπαινικτικά χωρία (Ψαλμ. ρμη΄ 1-5, Ησ. κδ΄ 21, μ΄ 26, Ιερεμ. λγ΄ 22, Νεεμ. θ΄ 6, Ψαλμ. λβ΄ 26, κ.α.) μοιάζουν να συνδέουν αυτές τις φιγούρες με τα άστρα. 
Ο Δανιήλ γνωρίζει πλέον αγγέλους-προστάτες των εθνών: πρώτα πρώτα τον άγγελο Μιχαήλ, τον προστάτη του Ισραήλ ο οποίος κατά τη συντέλεια θα αναλάβει την υπεράσπιση του περιούσιου λαού· κατόπιν του «άρχοντες», αγγέλους-προστάτες του βασιλείου της Περσίας και των Ελλήνων· κοκ.
 Οι «επτά οφθαλμοί του Γιαχβέ» που μνημονεύονται από τον Ζαχαρία (δ΄ 10) είναι οι άγγελοι δια των οποίων ο Θεός κυβερνά τον κόσμο. Και υπάρχει βέβαια το τρομερό όραμα του Ιεζεκιήλ (α΄ 4 κ.ε., θ΄ 3, ι΄, ια΄ 22) όπου τα χερουβείμ σχηματίζουν το «άρμα», ή τον κινητό Θρόνο του Θεού, πάνω στον οποίον η «δόξα του Θεού» κατεβαίνει από τους ουρανούς και ανέρχεται πάλι: έχουν τέσσερα πρόσωπα ––ανθρώπου, λέοντος, ταύρου και αετού–– και τέσσερα πτερύγια, χέρια ανθρώπινα κάτω από τα πτερύγια και σκέλη ορθά με οπλές ταύρων. Τα τέσσερα αυτά πρόσωπα δανείστηκαν οι χριστιανοί για τη συμβολική απεικόνιση των Ευαγγελίων.

Τα χερουβείμ είναι ένα πρώτο κλειδί για την ανίχνευση των αγγελολογικών πηγών της Βίβλου. 
Το όνομα είναι πληθυντικός της εβραϊκής λέξης χερούβ, δάνειο από το ακκαδικό χαριβού, που σε μία του εκδοχή σήμαινε τον λάτρη, σε μία άλλη τον μεσιτεύοντα θεό ή θεά. Το «προσευχόμενο χαριβού» είναι θείο ον που παραπέμπει στους φτερωτούς ταύρους οι οποίοι είχαν θέση φρουρών στους βαβυλωνιακούς ναούς και ανάκτορα (λαμασού και λαμαστού). 
Παραλλαγή μίας τέτοιας βαβυλωνικής μορφής πρέπει να ήταν και τα «χερουβείμ» από επιχρυσωμένο ξύλο ελιάς που λέγεται ότι με τα τεντωμένα φτερά τους σκέπαζαν την Κιβωτό της Διαθήκης στον Ναό του Σολομώντος (Γ΄ Βασ. ς΄ 23-28, Β΄ Παραλ. γ΄ 10-13). Ακόμα πιο σημαντική είναι η πληροφορία ότι τα βαβυλωνιακά χαριβί, όπως και άλλων λαών της αρχαίας Μέσης Ανατολής, ήταν θεότητες δευτέρας τάξεως είτε αρσενικού είτε θηλυκού γένους.

 Θυμόμαστε ότι οι στίχοι του Κορανίου που αργότερα αποκήρυξε ο Προφήτης Μωχάμετ ––οι λεγόμενοι «σατανικοί στίχοι»–– εξυμνούσαν τις προϊσλαμικές θηλυκές θεότητες Λατ, Ούζα και Μάνατ ως μπάνατ αλ-Λαχ («θυγατέρες του Θεού»), αποκαλώντας τες επίσης «υπέρτατα πουλιά της μεσιτείας».

 Όπως όλες οι πρώτες ενδείξεις υποβάλλουν, οι πρώτες αγγελικές μορφές στα ιερά κείμενα των αβραμικών παραδόσεων γεννήθηκαν μέσ’ από την αργή εξημέρωση των μορφών του μεσανατολικού πολυθεϊσμού ενόσω διαμορφωνόταν, επίσης αργά και με βασανιστικές παλινδρομήσεις, η ίδια η μονοθεϊστική ιδέα. 

Η σχέση των αγγέλων με τα άστρα, που είδαμε κιόλας σε αρκετά προφητικά χωρία και που επρόκειτο να διατηρηθεί έως αργά σε ορισμένους χριστιανικούς κύκλους ––ο Ωριγένης υποστήριζε όχι μόνον ότι άγγελοι κινούν τα ουράνια σώματα αλλά και αγρυπνούν για τη γέννηση, τη συντήρηση και την αύξηση των ζώων και των φυτών–– πριν κριθεί ως ετερόδοξη από την Εκκλησία, μαρτυρεί τη εξακολουθητική δύναμη αυτής της παγανιστικής ιδέας μέσα στη μονοθεϊστική συνείδηση.

Ωστόσο η εισβολή των αγγέλων, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση, στη Βίβλο έρχεται πραγματικά μετά τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία του ιουδαϊκού λαού (586-539). Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Ιουδαϊσμός, επιστρέφοντας από τη Μεσοποταμία με την εγγύηση του Πέρση βασιλέα που συνέτριψε τους Βαβυλωνίους για να ζήσει μια δεύτερη περίοδο ανεξάρτητης πολιτικής ζωής, έχει «κολλήσει αγγέλους».

 Ουσιαστικά μόνο από τα ύστερα βιβλία της Παλαιά Διαθήκης, τα Προφητικά, τις Αποκαλύψεις, τα Σοφιολογικά και τα Αγιόγραφα ––που τα περισσότερα γράφτηκαν στην επόμενη περίοδο των ιστορικών δεινών του εβραϊσμού, από την ελληνιστική κατάκτηση και τον πόλεμο των Μακκαβαίων κατά του Αντιόχου του Επιφανούς (168-164 π.Χ.) μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση, την εξέγερση του Μπαρ Χοκμπά και την καταστροφή του Δεύτερου Ναού (70 μ.Χ.)–– μπορούμε να μιλάμε για αγγελολογία ως μέρος του μονοθεϊστικού δόγματος. Και αυτή την αγγελολογία, βεβαίως, κληρονόμησαν ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ.

Υπάρχει όμως και μία άλλη πηγή, παράλληλη χρονολογικά με τα ύστερα παλαιοδιαθηκικά και με τα καινοδιαθηκικά κανονικά, της οποίας τη σημασία ξεχνάμε να συνυπολογίσουμε: η εκτεταμένη απόκρυφη γραμματεία, τόσο από τον ιουδαϊκό όσο και από τον χριστιανικό κύκλο. «Απόκρυφα» είναι βέβαια ένας όρος συμβατικός, που δημιουργήθηκε εκ των υστέρων για να περιγράψει το πλήθος των αποκαλύψεων και των ευαγγελίων που παρήχθησαν στα πλαίσια και των δύο παραδόσεων αλλά για διάφορους λόγους αποκλείστηκαν από τους κανόνες, αντίστοιχα, της Ιάμνειας και της Νικαίας.

 Μία αγγελολογική ιδέα που φαίνεται ότι γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, σε βαθμό που νύξεις της συναντάμε ακόμα και στους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, είναι η ιδέα της Πτώσεως των Αγγέλων, απ’ όπου γεννήθηκε η φιγούρα του Αρχαγγέλου του Σκότους – σατάν κατά την εβραϊκή εκδοχή, ή διαβόλου κατά την εξελληνισμένη απόδοση. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε πόσο η ιδέα του Πεπτωκότος Αγγέλου φλόγισε τη μετέπειτα χριστιανική φαντασία, και πόσο παραγωγική επρόκειτο ν’ αποβεί στη μακραίωνη ιστορία του Χριστιανισμού τόσο στο επίπεδο της καλλιτεχνικής έμπνευσης όσο και σε αυτό τής λαϊκής ποιμαντικής. 

Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι καμία μαρτυρία περί αυτού δεν συναντάμε σε κανονικά κείμενα. Η πιο απερίφραστη αναφορά στη Β΄ προς Ρωμαίους Επιστολή του Πέτρου καθώς και η επιβλητική περιγραφή του «Θηρίου» στην Αποκάλυψη του Ιωάννη προϋποθέτουν ως δεδομένα και ήδη γνωστά τα γεγονότα της Πτώσεως. Από πού; 
Ακριβώς από την απόκρυφη φιλολογία, με κείμενα όπως το Βιβλίο του Ενώχ (ο Αιθιοπικός Ενώχ), το Βιβλίο των Μυστικών του Ενώχ (που σώζεται στη σλαβονική γλώσσα), το Βιβλίο των Ιωβηλαίων, η Διαθήκη Ρουβήμ, η Αποκάλυψη Μωυσέως, η Αποκάλυψη Πέτρου, το Ευαγγέλιο του Θωμά, κ.ά. Οι πηγές αυτές σήμερα αποκαλούνται «γνωστικιστικές», και Γνωστικισμός είναι μία γενική κατηγορία που επινοήθηκε για να περιγράψει ένα σύνολο έντονα δυιστικών αντιλήψεων που φαίνεται να παρακολουθούν σαν σκιά όλον τον ύστερο Ιουδαϊσμό και τον πρώιμο Χριστιανισμό. Οι πηγές του είναι από τη μία πλευρά ελληνικές, ορφικοπυθαγόρειες, και από την άλλη πλευρά ιρανικές. Από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ, ιδίως στα ιουδαϊκά γνωστικιστικά κείμενα, βλέπουμε να σχηματίζεται ευδιάκριτα ένα διθεϊστικό μοτίβο: ρήξη ανάμεσα σε έναν απώτατο αγαθό Θεό και έναν κατώτερο Θεό δημιουργό του παρόντος ––κακού–– κόσμου. 

Τον ρόλο αυτής της δεύτερης και ανταγωνιστικής αρχής αναλαμβάνει ο Εκπεσών Άγγελος (που σημαίνεται με διάφορα ονόματα: Βελίαρ, Αζαζήλ, Σαμαήλ, Σαταναήλ, και απ’ ορισμένους συγγραφείς ταυτίζεται με τον Άγγελο της Ρώμης)






Μέχρι πρότινος ήταν κοινός τόπος στους ερευνητές να ανιχνεύουν όλες τις δυιστικές αντιλήψεις πίσω στο Ιράν. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι απολύτως ορθό, διότι ένα ισχυρό δυιστικό ρεύμα διαμορφώθηκε αυτοτελώς στον ελληνικό κόσμο: ρεύμα που ταυτίζεται με τη λεγόμενη ορφικοπυθαγόρεια παράδοση και έχει αφήσει ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική μεταφυσική (ιδίως στον Πλάτωνα). 


Στο Ιράν όμως φαίνεται ότι έγινε μια θρησκευτική επανάσταση τεράστια σημασίας η οποία δημιούργησε ένα νέο και εκτεταμένο έδαφος για δυιστικές κοσμοθεάσεις – και ο Ιουδαϊσμός, που βρέθηκε σε πολιτισμική ώσμωση με τον ιρανικό κόσμο ακριβώς κατά τη βαβυλωνιακή αιχμαλωσία και την απελευθέρωσή του από τους Πέρσες, έγινε ο πρώτος αποδέκτης των αντικτύπων της. 


Η επανάσταση για την οποία μιλάμε ήταν η γέννηση του μονοθεϊσμού μέσ’ από τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του Ζωροάστρη.

 Βεβαίως η εξέλιξη προς τον μονοθεϊσμό είναι εμφανής σε όλη τη θρησκευτική ιστορία του αρχαίου Ισραήλ· ωστόσο η τελική αποκρυστάλλωσή του δεν φαίνεται να έγινε πριν από την περίοδο του Δεύτερου Ναού, μετά την επιστροφή δηλαδή από τη Μεσοποταμία και την καταλυτική επαφή με τις εκεί θρησκευτικές εξελίξεις. 
Ορισμένα αναγνωριστικά μοτίβα του μονοθεϊσμού, άλλωστε, τότε μόνο κάνουν την εμφάνισή τους στους βιβλικούς συγγραφείς: η ηθικοποίηση του θείου και η δημιουργία μιας ειδικής προβληματικής του κακού· η ιδέα της μεταθανάτιας κρίσης και η εσχατολογική προσδοκία· η ιδέα, τέλος, των μεσολαβητικών ουρανίων όντων τα οποία καλούνται να γεφυρώσουν το οντολογικό χάσμα που από την ίδια της τη σύλληψη δημιουργεί η μονοθεϊστική ιδέα ––δηλαδή, τον αναπόφευκτο δυισμό της–– ανάμεσα σε μία καθαρά πνευματική δημιουργική αρχή κι έναν γήινο, υλικό κόσμο. Αυτή είναι η αληθινή καταγωγή των αγγέλων.

Το αποφασιστικό βήμα για τη γέννησή τους διαφαίνεται καθαρά μέσα στη δομή του Ζωροαστρισμού. Η προφητική φιγούρα του Ζωροάστρη δεν μπορεί να χρονολογηθεί πίσω από τον 7ο αιώνα π.Χ., αρκετά μετά το ινδο-ιρανικό σχίσμα (1400-1200 π.Χ.) και λίγο πριν από την άνοδο της δυναστείας των Αχαιμενιδών.

 Η θρησκευτική του μεταρρύθμιση ξεκίνησε από τις εύφορες κοιλάδες του Ώξου, ανάμεσα στη Βακτριανή και στους πρόποδες του Παμίρ, και συνδέεται προφανώς με την πρώτη εγκατάσταση των ινδοευρωπαϊκών λαών και την ανάπτυξη της γεωργίας.

 Τα κείμενα που αποτυπώνουν ακριβέστερα το πνεύμα της ζωροαστρικής μεταρρύθμισης είναι οι Γκάτες (ιεροί ύμνοι), το αρχαιότερο τμήμα του ιερού βιβλίου τής Αβέστα, που περιέχει και πολλά μεταγενέστερα κείμενα τα οποία θεωρούμε πως απηχούν τις συγκρητιστικές εξελίξεις της θρησκείας του Ιράν ––του λεγόμενου Μασδαϊσμού–– μέχρι την εποχή των Σασσανιδών, και ίσως ακόμη αργότερα.
 Αυτές οι προσμίξεις, που επαναφέρουν στο προσκήνιο στοιχεία της προ-ζωροαστρικής ιρανικής θρησκείας καθώς και στοιχεία δανεισμένα από τον πολιτισμό της Βαβυλώνας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το πολύ μεγαλύτερο μέρος τής Αβέστα έχει χαθεί και αυτό που διασώζεται είναι κυρίως μέσω ινδικών μεταφράσεων, θολώνουν την εικόνα τού καθαυτό ζωροαστικού κηρύγματος· ορισμένα στοιχεία ωστόσο μπορούν να θεωρούνται βέβαια.

 Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι μια ηθικοποίηση της θρησκείας, η οποία οδηγεί σε ουσιολογικό διαχωρισμό των όψεων του αγαθούν και του κακού, όψεων που εμφανίζονται αδιαχώριστες σε όλες τις αρχαϊκές εκδοχές του ιερού και, ως εκ τούτου, στη θρησκεία των πρωτο-ιρανικών αρείων φυλών επίσης. 

Στις ρίζες αυτού του διαχωρισμού διαφαίνεται η ιστορική αντιπαλότητα μεταξύ των ληστών νομάδων και των εγκατεστημένων καλλιεργητών που υπέφεραν από τις καταστροφικές επιδρομές τους· ταυτόχρονα όμως τίθενται τα θεμέλια μιας πολιτικής κοινωνίας που εδραιώνεται στη διάλυση των φυλετικών δεσμών και την αντικατάστασή τους από ένα δεσμευτικό νομικό πλαίσιο – δηλαδή, ένα πρόπλασμα κράτους.

Ο Georges Dumézil, η μεγαλύτερη σύγχρονη αυθεντία στους ινδοευρωπαίους, έχει δείξει ότι το θρησκευτικό σύστημα των πρωτο-ιρανών ήταν παρόμοιο με το σύστημα των πρωτο-ινδών που γνωρίζουμε από τις Βέδες, και βασιζόταν σε ένα πάνθεο ανθρωπόμορφων θεοτήτων (Ίντρα, Βαρούνα, Μίθρα, Βάγιου, οι δίδυμοι Νασάτια) διεπόμενο από τον κλασικό ινδοευρωπαϊκό τριμερισμό των λειτουργιών: ιερή βασιλεία-πόλεμος-γονιμότητα.

5 Υπήρχε επίσης μία διάκριση ανάμεσα σε αγαθοποιές και κακοποιές δυνάμεις ή όψεις (ντέβα και ασούρα) οι οποίες θα εξελιχθούν κατ’ αντίστροφο τρόπο στα δύο συστήματα: οι ινδικοί θεοί (ντέβα) γίνονται λεγεώνες δαιμόνων (ντάεβα) στις Γκάτες ενώ οι ασούρα, οι μετέπειτα δαίμονες του ψεύδους για τους Ινδούς, γίνονται γίνονται θεϊκές δυνάμεις της αλήθειας (άχουρα) στον Ζωροαστρισμό.
 Διασπώντας αυτό το παραδεδομένο πάνθεον ο Ζωροάστρης, αναβιβάζει μία μοναδική θεϊκή φιγούρα, τον Βαρούνα, στη θέση ενός υπέρτατου αγαθού Θεού-δημιουργού, τον οποίον επονομάζει Άχουρα Μάσδα (Ορμάσντ στα παχλεβί), και κάτω από αυτόν διατάσσει δύο αντίπαλα πνεύματα του καλού και του κακού: τον Σπέντα Μαϊνιού (Αγαθό Πνεύμα) και τον Άχρα Μαϊνιού (Αριμάν στα παχλεβί). 
Η ίδια η δημιουργία εκδιπλώνεται σε δυο επίπεδα: δημιουργία πνευματική (μένοκ) και δημιουργία υλική (γκέτε)· η τελευταία οφείλεται στην αντίσταση του Κακού Πνεύματος, οπότε ο χωροχρόνος γίνεται ένα γιγάντιο πεδίο μάχης απ’ όπου τα αγνά στοιχεία, που εμπνέονται από Αγαθό Πνεύμα, πρέπει να βγουν νικητές και να επαναφέρουν τα πεπτωκότα στοιχεία στο αρχέγονο φως του Άχουρα Μάσδα.
 Αυτό σημαίνει επίσης ότι ο φυσικός κόσμος, όπου τα αγαθά και τα κακά στοιχεία βρίσκονται αναμεμιγμένα στο έπακρον, δεν είναι παρά ένα ατελές αντίγραφο της πνευματικής δημιουργίας.

Τι έγιναν κατά τη διάσπαση αυτή του πολυθεϊστικού μυθικού συστήματος οι άλλες θεότητες, πλήν του Άχουρα Μάσδα;

 Η στρατηγική του Ζωροάστρη είναι χαρακτηριστική μιας οικονομίας που σχεδόν αναπότρεπτα επιβάλλει η μονοθεϊστική επινόηση.
 Γίνονται κατ’ ανάγκη μεσολαβητικές οντότητες ανάμεσα στα δύο επίπεδα της έτσι αναδιπλασιασμένης δημιουργίας – μεσολαβητικές οντότητες που κατανοούνται ως εκφράσεις ή σκέψεις ή ενέργειες ή κατηγορήματα του μοναδικού Θεού: όπως ακριβώς, δηλαδή, άρχισαν να εννοούνται οι «άγγελοι» από μία στιγμή και μετά στη δογματική της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. 
Ο Ζωροάστρης ορίζει αυτές τις οντότητες ως Αμέσα Σπέντα («Αγίους Αθανάτους» ή «Αθάνατες Ευλογίες»), και είναι έξι: Βόχου Μάναχ («Αγαθός Στοχασμός»), Άσα («Δίκαιη Τάξη»), Χσάτρα («Θεϊκό Βασίλειο»), Αρμάιτι («Αγία Ευλάβεια»), Χαουρβάτατ («Ακεραιότητα») και Αμεράτατ («Αθανασία»). Ο G. Dumézil υποδεικνύει ότι ακόμα και υπό αυτή τη μορφή αναγνωρίζονται οι τρεις λειτουργίες του αρχαϊκού ινδοευρωπαϊκού πανθέου: ιερή βασιλεία (Βόχου Μάναχ και Άσα), πόλεμος (Χσάτρα, όνομα ετυμολογικά συγγενές με τον ινδικό όρο ξατρίγια για την κάστα των πολεμιστών), και γονιμότητα (Χαουρβάτατ, Αμεράτατ και Αρμάιτι, η επονομαζόμενη και «το Αθάνατο Θήλυ», ετυμολογικά συγγενής με την ινδική Σαράσβατι).

 Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κλασικός Ζωροαστρισμός προσθέτει σε αυτές τις έξι θείες οντότητες τα αρνητικά (διαμονιακά) σύστοιχά τους: Άκα Μάναχ, Ίντρα, Σάουρβα, Ναονχαΐτια, Τάουρβι, Ζαΐρικα…Τα όντα αυτά, στενά ενωμένα μεταξύ τους «όπως τα χρώματα του ουράνιου τόξου», θεωρήθηκαν οι «αρχάγγελοι» του Ζωροαστρισμού – και, όπως όλα δείχνουν, το αληθινό εκμαγείο των βιβλικών αγγελικών τάξεων.
 Η επένδυσή τους με πλήθος παραστατικά στοιχεία προερχόμενα από αρχαιότερες μεσοποταμιακές δαιμονολογίες ή και αστρολογικά πρότυπα κατά τη μεταφορά τους στους ύστερους βιβλικούς συγγραφείς δεν μας εκπλήσσει, ούτε και αλλάζει τη βασική δομή. Η ώσμωση αυτή έγινε άλλωστε ήδη στο μεγάλο χωνευτήρι του μασδαϊκού συγκρητισμού.


    





Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΥΤΗ εξηγεί το ιστορικό δεδομένο της εμφάνισης των αγγέλων μετά το ανοιγμα του Ιουδαϊσμού στις μεσοποταμιακές επιδράσεις, αλλά και φωτίζει καλύτερα, πιστεύω, τη δομική λογική που διέπει τη μονοθεϊστική σύλληψη.


 Ο οντολογικός αναδιπλασιασμός του κόσμου γεννάει την απειλή ενός αβυσσαλέου δυισμού που πρέπει με κάθε τρόπο να μεσολαβηθεί. 

Οι αγγελικές φιγούρες, πλασμένες από την πρώτη ύλη του εξαρθρωμένου πολυθεϊστικού συστήματος, είναι το κατ’ αρχάς προσφερόμενο μέσον για μιας τέτοιου είδους μεσολάβηση· ένα δεύτερο, και πολύ πιο αποφασιστικό βήμα θα επιχειρήσει ο Χριστιανισμός με την ιδιάζουσα φιγούρα του κοσμικού λυτρωτή, του λεγόμενου «Υιού-τού-Θεού» που αποστέλλεται, όπως παλαιότερα οι άγγελοι, για να επανασυδέσει τον πνευματικό κόσμο του Πατρός με τον εκπεσόντα υλικό κόσμο. 

Η επονομασία Υιός Θεού είναι αναγνωρίσιμα εβραϊκή, είδαμε μάλιστα ότι είναι μία από τις προσωνυμίες των αγγέλων στην Π. Διαθήκη (μπενέ ελωχίμ)· η προσαγόρευσή του ως Λόγου, που εγκαινιάζεται ακριβώς με το ελληνόγλωσσο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, μαρτυρεί ολοφάνερα την δεύτερη απαραμείωτη συμβολή στη γένεση του Χριστιανισμού: την ελληνική. Όπως εκ των υστέρων είμαστε σε θέση να δούμε, η ελληνική φιλοσοφική γλώσσα ––και βασικά η πλατωνική/νεοπλατωνική ορολογία, με κάποια εννοιολογικά συμπληρώματα από τον Αριστοτέλη και τον Στωικισμό–– θα προσφέρει όλες τις αναγκαίες έννοιες για να διαμορφωθεί μια ιδιαζόντως χριστιανική θεολογία.

 Νοημένος ως Λόγος Θεού, ο Ιησούς μεθερμηνεύει τη Δεύτερη Υπόσταση στο σύστημα του Πλωτίνου (νους) που ήδη αναδιατυπώνει την κατιούσα ιεραρχία των πλατωνικών Μορφών ή Ιδεών (είδη)· το δυιστικό κοσμοείδωλο του Πλατωνισμού, ταυτόχρονα, δημιουργεί ένα υπόβαθρο συγγένειας με τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό που επιτρέπει στη βασική θρησκευτική σύλληψη εκείνου να αρθρωθεί ικανοποιητικά με όρους προερχόμενους από την ελληνική μεταφυσική (το είχε δοκιμάσει άλλωστε πρώτος ο Φίλων). Έτσι γεννήθηκε ο Χριστιανισμός, και αυτό είναι το κλειδί για να καταλάβουμε τη δογματική του γλώσσα.

Στο φως αυτής της αποσαφήνισης μπορούμε να ξαναδούμε τη δογματική των αγγέλων στον Χριστιανισμό. Άγγελος τοίνυν εστίν ουσία νοερά, λέει ο Δαμασκηνός (PG 94, 865). Τα επίθετα «νοερόν» ή «αιθέριον» ή «πυροειδές» εμφανίζονται κανονικά, όπως είπα, στους πρώιμους Πατέρες για να περιγράψουν την αγγελική φύση, συνοδευόμενα επίσης από τον κατηγόρημα της γνώσεως – η οποία δεν είναι τέλεια, αλλά πάντως ανώτερη εκείνης των ανθρώπων. Και αυτό επειδή οι άγγελοι ανήκουν, κατά τη διατύπωση πάλι του Δαμασκηνού, στο πεδίο της ακτίστου ενεργείας, όχι όμως της ακτίστου ουσίας του Θεού. Οι άκτιστες ενέργειες του Θεού αντιστοιχούν όμως στο Δεύτερο Πρόσωπο της χριστιανικής Τριάδας, που μέσα στη ρητορική των ελλήνων Πατέρων ακολουθεί τη Δεύτερη Υπόσταση του Πλωτίνου, δηλαδή την υπόσταση νους: ιδού γιατί στον χαρακτηρισμό των αγγελικών υποστάσεων δεσπόζει το κατηγόρημα της γνώσεως και γιατί το επίθετο «νοερός» επανέρχεται τόσο επίμονα προκειμένου να τις περιγράψει. 

Στον ύστερο Νεοπλατωνισμό μάλιστα απαντά ο ακριβής λεκτικός τύπος, όταν ο Ιάμβλιχος θα διαιρέσει την ίδια την υπόσταση νους σε δύο περαιτέρω όψεις – νοητόν και νοερόν… Πρόκειται σε κάθε περίπτωση για μεταμορφώσεις των πλατωνικών ιδεών ή μορφών, των νοητών αρχετύπων κάθε υλικής οντότητας που αντιπροσωπεύουν την άϋλη καθοδική ιεραρχία από την υψίστη ιδέα του Αγαθού μέχρι τα καθέκαστον όντα. Η «ουράνια ιεραρχία» για την οποία μιλάει ο Αρειοπαγίτης είναι σχεδιασμένη κατά το πρότυπο ακριβώς της κοσμικής πυραμίδας των γενών και των ειδών, των λογικών κατηγοριών δηλαδή που αντιπροσωπεύουν τα όντως όντα της ελληνικής μεταφυσικής – ή τα universalia των λατίνων Πατέρων… Και αν σκεφτούμε ότι στη μακρά ορφικοπυθαγόρεια παράδοση, που συμπλέκεται σε πολλές στιγμές με την εξέλιξη των πλατωνικών ιδεών, αυτές οι αφηρημένες νοητικές κατηγορίες γίνεται προσπάθεια να ταυτιστούν με ουράνια σώματα και με αστρολογικά αρχέτυπα, καταλαβαίνει ακόμα καλύτερα κάποιος από πού προέρχονται χαρακτηρισμοί όπως «αιθέριον» και «πυροειδές» ως κατηγορήματα που μεταβιβάζονται φυσικών τω τρόπω στις αγγελικές τάξεις.

Όπως δεν χρειάζεται οιαδήποτε δυιστική αντίληψη να μας στρέφει υποχρεωτικά στο Ιράν, έτσι δεν χρειάζεται και οιαδήποτε δαιμονοποίηση του ουρανού να μας στρέφει υποχρεωτικά στη Βαβυλώνα. Εγγενώς μέσα στον ελληνικό κόσμο, η πλατωνική μεταφυσική εδραίωσε ένα επαρκές δυιστικό κοσμοείδωλο και η ορφικοπυθαγόρεια παράδοση έκανε πολλά για να ταυτίσει τις λογικές της ιεραρχίες με τις κοσμικές ιεραρχίες των ουρανίων σφαιρών: η δαιμονοποίησή τους ήρθε μία στιγμή αργότερα, στη γνωστικιστική γραμματεία.

 Στη Μεσοποταμία σημειώθηκε μια παράλληλη εξέλιξη, όπως είδαμε, όταν η μονοθεϊστική επινόηση του Ζωροαστρισμού αναδιπλασίασε το σύμπαν με την επιστράτευση θείων μεσολαβητών ––των Αμέσα Σπέντα–– και όταν, μία στιγμή μετά, αυτοί επενδύθηκαν με πλήθος αστρολογικές και δαιμονολογικές παραστάσεις βαβυλωνιακής και πρωτοϊρανικής προελεύσεως.

 Έμενε τα δύο αυτά παράλληλα ιστορικά κοσμοείδωλα να συγκλίνουν· και αυτό έγινε σε δύο βήματα: πρώτα με τον Ιουδαϊσμό, όταν η δική του εξέλιξη προς τον μονοθεϊσμό δανείστηκε ένα αριθμό από ιρανικά μοτίβα μεταξύ των οποίων τις φιγούρες των μεσολαβητών-αγγέλων, και ύστερα με τον Χριστιανισμό, που μετέγραψε αυτή την ιουδαιοϊρανική σύνθεση την οποία παρέλαβε από τους ύστερους βιβλικούς συγγραφείς στον κόσμο των ελληνικών αντιλήψεων και ιδεών. 

Μπορούμε να πούμε λοιπόν, εν κατακλείδι, ότι στην ανεπτυγμένη του δογματική ο Χριστιανισμός μεταγράφει μια φιλοσοφική ιδέα ελληνικής καταγωγής σε μία θρησκευτική παράσταση ζωοραστρικής προελεύσεως, σε ένα υπόβαθρο που είναι βεβαίως αυτό του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού.

 Έτσι έχει στη διάθεσή του ένα πεδίο ρητορικών χειρισμών που του επιτρέπει να αξιοποιεί είτε την παραστατική όψη, στο επίπεδο της λαϊκής ποιμαντικής, είτε τη φιλοσοφική όψη, στο επίπεδο της υψηλής θεολογίας, αναλόγως του πολιτισμικού συμφραζομένου στο οποίο δίνει κάθε φορά τη μάχη τής επικράτησής του.

ΠΗΓΗ

[Εκφωνήθηκε στις 11 Μαΐου 2009, στο Βυζαντινό Μουσείο, στο πλαίσιο σειράς συναφών διαλέξεων]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου