Μετά την λήξη του τρωικού πολέμου ο βασιλεύς της πόλεως των Αθηνών Μενεσθεύς ή Μενεσθέας σκοτώθηκε στην Τροία και τον διαδέχθηκε ο Δημοφών ή Δημοφώντας.
Ο Δημοφών ήταν γιος του Θησέα και της Φαίδρας.
Ταξιδεύοντας στο Αιγαίο με σκοπό να επιστρέψει στην Αθήνα, κάποτε έφθασε στις ακτές της Θράκης ίσως για να γλιτώσει από κάποια θαλασσοταραχή.
Στην ακρογιαλιά έπαιζε μια παρέα κοριτσιών. Ανάμεσά τους ήταν και η Φυλλίδα η κόρη του βασιλιά Σίθωνα.
Ο Δημοφώντας επικεφαλής των ναυτών ζήτησε από τα κορίτσια να μην φοβούνται. Οι άνδρες έψαχναν απλά μια πηγή για να γεμίσουν με νερό τα άδεια τους δοχεία.
Η βασιλοπούλα γοητευμένη από τους ευγενικούς τρόπους του νεαρού Δημοφώντα και εμπιστευόμενη το ένστικτό της κάλεσε τους στρατιώτες στο παλάτι όπου τους φιλοξένησαν με τιμές. Μα και κείνος δεν έμεινε αδιάφορος από την χάρη και την ομορφιά της κόρης. Ο Έρωτας δεν άργησε να έλθει. Ήταν φλογερός και αμοιβαίος.
Τον γάμο των δυο νέων ευλόγησε ο βασιλιάς Σίθωνας εκτιμώντας το ήθος και την ευγενική καταγωγή του γαμπρού του. Τίμησε δε την ένωση αυτή με πλούτη και γη από το βασίλειο του φροντίζοντας να μην λείψει τίποτα από τους νεόνυμφους.
Όμως την χαρά και την ευτυχία του έγγαμου βίου τους, σκίαζε για το νεαρό βασιλόπουλο η νοσταλγία της πατρίδας του.
Έτσι ζήτησε από την νεαρή σύντροφό του να του επιτρέψει να ταξιδέψει για λίγο μέχρι την Αθήνα.
Η κοπέλα διστακτικά δέχτηκε και μετά από λίγο τον αποχαιρετούσε φιλώντας τον τρυφερά και κουνώντας του το μαντίλι του αποχαιρετισμού.
Τον παρακάλεσε να μην καθυστερήσει διόλου την επιστροφή του μα να βρεθεί σύντομα πάλι κοντά της.
Το ταξίδι, όμως, ήταν μακρύ και χρονοβόρο και στην Αθήνα φίλοι και συγγενείς καθυστερούσαν την αναχώρηση του νέου.
Οι μήνες περνούσαν και η γλυκιά προσμονή της κόρης μετατράπηκε σε αβάσταχτο μαρτύριο. Φοβόταν πως κάτι άσχημο είχε συμβεί στον καλό της και ανυπόφορος πόνος σκέπαζε την ψυχή της. Όμως ο ατελείωτος χρόνος της προσμονής και οι μαύρες σκέψεις δεν έσβηναν μέσα της την ελπίδα της επιστροφής του. Ήξερε πως τα αισθήματα και των δύο ήταν τόσο δυνατά που τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τα σβήσει.
Γιατί όμως αργούσε τόσο πολύ; Πόθος και αγωνία κατέτρωγε την όμορφη πριγκιποπούλα.
Κάθε ξημέρωμα πήγαινε στο σημείο του αποχαιρετισμού και περίμενε. Στέκονταν εκεί ακίνητη με το χέρι να σκιάζει τα μάτια της και το βλέμμα καρφωμένο στο βάθος του ορίζοντα εκεί ακριβώς που χάθηκε ο αγαπημένος της. Ήξερε πως δεν την είχε ξεχάσει.
Όμως η κόρη έσβηνε μέρα με την μέρα.
Είχε γίνει πια τόσο χλωμή και αδύνατη που οι θεοί την λυπήθηκαν και για να μην υποφέρει άλλο την μεταμόρφωσαν σε όμορφο λυγερόκορμο δέντρο, την Αμυγδαλιά.
Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο,
που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.
Κι ο Δημοφώντας όμως δεν μπορούσε μακριά από την αγαπημένη του. Αγνοώντας τις νουθεσίες φίλων και συγγενών να παραμείνει μέχρι να ανοίξει ο καιρός, εκείνος ξεκίνησε μες στην καρδιά του χειμώνα το ταξίδι της επιστροφής. Για μέρες περπατούσε μες στον βοριά, το κρύο και το χιόνι ώσπου έφτασε στη Θράκη. Αναζητώντας την αγαπημένη του έφτασε στο σημείο του αποχαιρετισμού. Εκεί ακριβώς είδε να στέκεται ένα ψηλό ξεραμένο δέντρο χωρίς καρπούς και φύλλα.
Ο νέος κατάλαβε τι είχε συμβεί και βγάζοντας μια κραυγή πόνου με δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε σφιχτά τον ξερό κορμό σαν να αγκάλιαζε το σώμα της αγαπημένης του.
Και τότε σαν από θαύμα, ζωή πλημμύρισε το άψυχο ξύλο και τα γυμνά κλαδιά του δέντρου στολίστηκαν με πανέμορφα μικρά λευκά άνθη που ανέδυαν μια υπέροχη, ντελικάτη ευωδία..»
---------------------------------------------------------
Ο μύθος του Άττι-ήλιου και της αμυγδαλιάς:
Σύμφωνα με το μύθο η γέννηση της θεάς Γαίας-Ρέας-Κυβέλης, έχει ως εξής:
Στη Φρυγία ο Ουρανός (που ταυτίζεται με το Δία) άφησε να πέσει ένας σπόρος στη γη
με διπλή φύση, αρσενική και θηλυκή.
Από το σπόρο βλάστησε ένα πανέμορφο δέντρο η αμυγδαλιά που μέσα της κατοικούσε μια Νύμφη που λεγόταν Άγδηστις, που ταυτίζεται με την κόρη του ποτάμιου θεού Σαγγάριου.
Η κόρη έκοψε τους καρπούς του δέντρου και τους άφησε να πέσουν πάνω στο γυμνό στήθος της. Αμέσως η Άγδηστις εξαφανίστηκε και από αυτήν και το δέντρο γεννήθηκε ο Άττις. Το μωρό ανέθρεψε μια κατσίκα που ταυτίζεται με την Αμάλθεια που έθρεψε τον μικρό Δία.
Ο Άττις όσο μεγάλωνε γινόταν πανέμορφος με μια παιδική αθωότητα
που τον έκανε ακόμη πιο γοητευτικό.
Η θεά Κυβέλη όταν αντίκρυσε τον πανέμορφο αγνό αυτό νεαρό θέλησε
να τον κάνει ακόλουθο και ιερέα στα μυστήρια της λατρείας της.
Απαίτησε από τον Άττι πλήρη αγνότητα, και
απομάκρυνση από σωματικές και σαρκικές απολαύσεις.
Ο Άττις ήταν πιστός ακόλουθος της θεάς, μέχρι που συνάντησε την κόρη του ποταμού Σαγγάριου, την πανέμορφη Άγδηστι, που έσμιξε μαζί της κάτω από το ιερό της δέντρο, σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου.
Μόλις όμως αναλογίστηκε την αθέτηση της υπόσχεσης του στη θεά, αυτοευνουχίστηκε
(έκοψε τα γεννητικά του όργανα) και πέθανε αιμόφυρτος.
Μάταια οι ιερείς της Κυβέλης προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν στη ζωή. Αμέσως στην Φρυγία έπεσε λιμός, διότι η γη έμεινε άκαρπη για το λόγο αυτό η Μητέρα θεά όρισε κάθε χρόνο να τιμούν οι ιερείς της που λεγόταν Γάλλοι, τη μνήμη του πιστού ακολούθου της.
....κατὰ δὲ τὴν Φρυγίαν ἐμπεσούσης νόσου τοῖς ἀνθρώποις καὶ τῆς γῆς ἀκάρπου γενομένης, ἐπερωτησάντων τῶν ἀτυχούντων τὸν θεὸν περὶ τῆς τῶν κακῶν ἀπαλλαγῆς προστάξαι φασὶν αὐτοῖς θάψαι τὸ Ἄττιδος σῶμα καὶ τιμᾶν τὴν Κυβέλην ὡς θεόν.
Στα έργα τέχνης ο Άττις παρουσιάζεται ως ποιμένας με έναν αμνό στον ώμο ή στα πόδια του, να παίζει αυλό.
Πάντοτε ως γνήσιο Φρύγας φορά τον φρυγικό κωνικό γαλάζιο σκούφο που δηλώνει τον έναστρο ουρανό.
Τὴν δὲ τά τε ἄλλα πάντα ἐπιτρέψαι αὐτῷ καὶ τὸν ἀστερωτὸν ἐπιθεῖναι πῖλον·
ἀλλ' εἰ τὴν κορυφὴν σκέπει τοῦ Ἄττιδος ὁ φαινόμενος οὐρανὸς οὑτοσί....
Άλλη εκδοχή του μύθου θέλει τον Άττι ευνούχο εκ γενετής.
Ο Δίας εξοργίστηκε όταν τον είδε να λαμβάνει μέρος στα Μυστήρια (όργια) της Μητέρας θεάς, έστειλε έναν κάπρο που μαζί με άλλους κατοίκους της Φρυγίας, σκότωσε και τον Άττι.
(ταύτιση με τον Άδωνι)
Σε άλλο μύθο η Άγδηστις ήταν κόρη του ποταμού Σαγγάριου που την ερωτεύτηκε τρελλά ο Άττις και ζήλεψε η Κυβέλη.
Όταν ο Άττις πήγαινε να νυμφευτεί την Άγδηστι η Κυβέλη έστειλε τη μανία και την τρέλα να καταλάβουν τον Άττι, που έκοψε τα γεννητικά του όργανα και πέθανε.
Άλλη εκδοχή του μύθου λέει ότι η Κυβέλη έκοψε το δέντρο που κατοικούσε η Νύμφη και έτσι βρήκε τραγικό θάνατο και η Νύμφη κι όταν είδε αιμόφυρτο τον αγαπημένο της ακόλουθο τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε σε ένα είδος πεύκου.
Γι’ αυτό το πεύκο ήταν το αγαπημένο δέντρο της Μητέρας θεάς.
(στόλιζαν όμως και κυπαρίσι που έχει ωραίο σχήμα που θυμίζει λυγερόκορμο παλικάρι, έθιμο που έφτασε μέχρι τις μέρες μας, σε γιορτές αναγέννησης της φύσης)
Οι ιερείς στην τελετή εορτασμού του, λάτρευαν τον Άττι σταυρωμένο πάνω σε ένα δέντρο πεύκου, δεμένο στα πάθη του, και στο τέλος της γιορτής έκοβαν με ευλάβεια αυτό το δέντρο.
Κάτω από το δέντρο τοποθετούσαν ένα λευκό κριάρι
(ο βασιλιάς ήλιος στο ζώδιο του κριού).
___________________________________________
Η Αμυγδαλιά και ο Βοριάς:
Η Αμυγδαλιά ήταν μια όμορφη κόρη και κατοικούσε σ” ένα μεγάλο πύργο.
Η μητέρα της την είχε μονάκριβη, τη λάτρευε τόσο πολύ και δεν την άφηνε το χειμώνα να βγει έξω ούτε μια φορά, για να μην κρυώσει.
Έτσι η Αμυγδαλιά καθόταν τις χειμωνιάτικες μέρες πίσω από το τζάμι του παραθύρου της, μέσα στη ζεστασιά του δωματίου της και από κει έβλεπε τη βροχή να πέφτει, τον άνεμο να λυσσομανάει και πολλές φορές να ξεριζώνει τα δέντρα, το χιόνι να στροβιλίζεται και να ντύνει κάτασπρη τη γη, τα σπουργιτάκια να ψάχνουν με κόπο να βρουν κάτι για να τσιμπήσουν.
Μια μέρα ο Βοριάς, ο πιο ψυχρός από τους ανέμους που φυσάνε τη γη, έτυχε να περάσει έξω από τον πύργο, είδε την Αμυγδαλιά πίσω από το παράθυρό της, τον θάμπωσε τόσο πολύ η ομορφιά της, την αγάπησε κι έβαλε σκοπό να την παντρευτεί.
Αλλά … ποια κοπέλα θα δεχόταν να παντρευτεί τον άνεμο;
Έτσι, ο Βοριάς αποφάσισε να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο.
Είχε μαγική δύναμη και το κατόρθωσε πολύ εύκολα.
Μεταμορφώθηκε λοιπόν σ” ένα ωραίο παλικάρι, σ” έναν ιππότη και μια μέρα στάθηκε έξω από το παράθυρο της Αμυγδαλιάς.
Η όμορφη κόρη θαμπώθηκε κι αυτή από την ομορφιά του παλικαριού και δεν άργησε να τον αγαπήσει.
- Γιατί δεν ανοίγεις το παράθυρό σου να σε δω από κοντά; τη ρώτησε μια μέρα ο Βοριάς.
- Δεν μπορώ, του απάντησε η Αμυγδαλιά.
Όσο κρατάει ο χειμώνας η μητέρα μου δεν με αφήνει να βγω από το δωμάτιό μου, ούτε να ανοίξω το παράθυρο, γιατί είμαι πολύ ντελικάτη και θα κρυώσω. Θα πρέπει να περιμένεις να έρθει το καλοκαίρι.
- Το καλοκαίρι δεν περνώ από αυτά τα μέρη, της είπε ο Βοριάς. Να πεις στη μητέρα σου ότι θέλω να σε παντρευτώ και τότε θα σε αφήσει να βγεις από το δωμάτιό σου.
- Μα … ποιος είναι αυτός ο νέος; τη ρώτησε η μητέρα της. Πως να σε παντρέψω με έναν άγνωστο; Κι έπειτα … πως θα μπορέσεις να βγεις έξω με αυτόν το κρύο; Άφησε να ζεστάνει ο καιρός και τότε μπορείς να βγεις για να γνωρίσεις από κοντά το νέο που αγαπάς.
- Να βγω έστω και για λίγο, την παρακάλεσε η Αμυγδαλιά.
- Μην είσαι βιαστική κόρη μου, την συμβούλεψε πάλι η μητέρα της. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι νέοι που θα ήθελαν να σε παντρευτούν.
Μη δίνεις σημασία και τόση εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άγνωστο.
Η Αμυγδαλιά όμως δεν άκουσε τη συμβουλή της μητέρας της και μια μέρα που εκείνη έλειπε από τον πύργο, ντύθηκε στα λευκά, άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε να συναντήσει τον ιππότη της και να φύγει μαζί του… Ο Βοριάς την έσφιξε στην αγκαλιά του μα … ήταν τόσο παγωμένος και η Αμυγδαλιά ήταν τόσο άμαθη στο κρύο. Έτσι, δεν άργησε να παγώσει το σώμα της, να παγώσει η καρδιά της και να ξεψυχήσει…
Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ο νέος που αγαπούσε ήταν ο Βοριάς, που παγώνει το κάθε τι στο πέρασμά του.
Ο θεός λυπήθηκε πολύ για το θάνατο της Αμυγδαλιάς και πάνω από τον τάφο της έκανε να φυτρώσει ένα δέντρο που πήρε το όνομά της.
Από τότε, ακόμα και μέσα στο βαρύ χειμώνα, η αμυγδαλιά βιάζεται να ανθίσει. Τα λευκά της λουλούδια μοιάζουν με νυφικό πέπλο. Βιάζεται να συναντήσει τον αγαπημένο της Βοριά και να τον παντρευτεί. Κι εκείνος, όπως έκανε στη ζωντανή Αμυγδαλιά, παγώνει και μαραίνει χωρίς να το θέλει τα λουλούδια της. «Οι Μύθοι των Λουλουδιών» εκδόσεις Σρατίκη.
ΠΗΓΗ
Στην ακρογιαλιά έπαιζε μια παρέα κοριτσιών. Ανάμεσά τους ήταν και η Φυλλίδα η κόρη του βασιλιά Σίθωνα.
Ο Δημοφώντας επικεφαλής των ναυτών ζήτησε από τα κορίτσια να μην φοβούνται. Οι άνδρες έψαχναν απλά μια πηγή για να γεμίσουν με νερό τα άδεια τους δοχεία.
Η βασιλοπούλα γοητευμένη από τους ευγενικούς τρόπους του νεαρού Δημοφώντα και εμπιστευόμενη το ένστικτό της κάλεσε τους στρατιώτες στο παλάτι όπου τους φιλοξένησαν με τιμές. Μα και κείνος δεν έμεινε αδιάφορος από την χάρη και την ομορφιά της κόρης. Ο Έρωτας δεν άργησε να έλθει. Ήταν φλογερός και αμοιβαίος.
Τον γάμο των δυο νέων ευλόγησε ο βασιλιάς Σίθωνας εκτιμώντας το ήθος και την ευγενική καταγωγή του γαμπρού του. Τίμησε δε την ένωση αυτή με πλούτη και γη από το βασίλειο του φροντίζοντας να μην λείψει τίποτα από τους νεόνυμφους.
Όμως την χαρά και την ευτυχία του έγγαμου βίου τους, σκίαζε για το νεαρό βασιλόπουλο η νοσταλγία της πατρίδας του.
Έτσι ζήτησε από την νεαρή σύντροφό του να του επιτρέψει να ταξιδέψει για λίγο μέχρι την Αθήνα.
Η κοπέλα διστακτικά δέχτηκε και μετά από λίγο τον αποχαιρετούσε φιλώντας τον τρυφερά και κουνώντας του το μαντίλι του αποχαιρετισμού.
Τον παρακάλεσε να μην καθυστερήσει διόλου την επιστροφή του μα να βρεθεί σύντομα πάλι κοντά της.
Το ταξίδι, όμως, ήταν μακρύ και χρονοβόρο και στην Αθήνα φίλοι και συγγενείς καθυστερούσαν την αναχώρηση του νέου.
Οι μήνες περνούσαν και η γλυκιά προσμονή της κόρης μετατράπηκε σε αβάσταχτο μαρτύριο. Φοβόταν πως κάτι άσχημο είχε συμβεί στον καλό της και ανυπόφορος πόνος σκέπαζε την ψυχή της. Όμως ο ατελείωτος χρόνος της προσμονής και οι μαύρες σκέψεις δεν έσβηναν μέσα της την ελπίδα της επιστροφής του. Ήξερε πως τα αισθήματα και των δύο ήταν τόσο δυνατά που τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τα σβήσει.
Γιατί όμως αργούσε τόσο πολύ; Πόθος και αγωνία κατέτρωγε την όμορφη πριγκιποπούλα.
Κάθε ξημέρωμα πήγαινε στο σημείο του αποχαιρετισμού και περίμενε. Στέκονταν εκεί ακίνητη με το χέρι να σκιάζει τα μάτια της και το βλέμμα καρφωμένο στο βάθος του ορίζοντα εκεί ακριβώς που χάθηκε ο αγαπημένος της. Ήξερε πως δεν την είχε ξεχάσει.
Όμως η κόρη έσβηνε μέρα με την μέρα.
Είχε γίνει πια τόσο χλωμή και αδύνατη που οι θεοί την λυπήθηκαν και για να μην υποφέρει άλλο την μεταμόρφωσαν σε όμορφο λυγερόκορμο δέντρο, την Αμυγδαλιά.
Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο,
που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.
Κι ο Δημοφώντας όμως δεν μπορούσε μακριά από την αγαπημένη του. Αγνοώντας τις νουθεσίες φίλων και συγγενών να παραμείνει μέχρι να ανοίξει ο καιρός, εκείνος ξεκίνησε μες στην καρδιά του χειμώνα το ταξίδι της επιστροφής. Για μέρες περπατούσε μες στον βοριά, το κρύο και το χιόνι ώσπου έφτασε στη Θράκη. Αναζητώντας την αγαπημένη του έφτασε στο σημείο του αποχαιρετισμού. Εκεί ακριβώς είδε να στέκεται ένα ψηλό ξεραμένο δέντρο χωρίς καρπούς και φύλλα.
Ο νέος κατάλαβε τι είχε συμβεί και βγάζοντας μια κραυγή πόνου με δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε σφιχτά τον ξερό κορμό σαν να αγκάλιαζε το σώμα της αγαπημένης του.
Και τότε σαν από θαύμα, ζωή πλημμύρισε το άψυχο ξύλο και τα γυμνά κλαδιά του δέντρου στολίστηκαν με πανέμορφα μικρά λευκά άνθη που ανέδυαν μια υπέροχη, ντελικάτη ευωδία..»
---------------------------------------------------------
Ο μύθος του Άττι-ήλιου και της αμυγδαλιάς:
Σύμφωνα με το μύθο η γέννηση της θεάς Γαίας-Ρέας-Κυβέλης, έχει ως εξής:
Στη Φρυγία ο Ουρανός (που ταυτίζεται με το Δία) άφησε να πέσει ένας σπόρος στη γη
με διπλή φύση, αρσενική και θηλυκή.
Από το σπόρο βλάστησε ένα πανέμορφο δέντρο η αμυγδαλιά που μέσα της κατοικούσε μια Νύμφη που λεγόταν Άγδηστις, που ταυτίζεται με την κόρη του ποτάμιου θεού Σαγγάριου.
Η κόρη έκοψε τους καρπούς του δέντρου και τους άφησε να πέσουν πάνω στο γυμνό στήθος της. Αμέσως η Άγδηστις εξαφανίστηκε και από αυτήν και το δέντρο γεννήθηκε ο Άττις. Το μωρό ανέθρεψε μια κατσίκα που ταυτίζεται με την Αμάλθεια που έθρεψε τον μικρό Δία.
Ο Άττις όσο μεγάλωνε γινόταν πανέμορφος με μια παιδική αθωότητα
που τον έκανε ακόμη πιο γοητευτικό.
Η θεά Κυβέλη όταν αντίκρυσε τον πανέμορφο αγνό αυτό νεαρό θέλησε
να τον κάνει ακόλουθο και ιερέα στα μυστήρια της λατρείας της.
Απαίτησε από τον Άττι πλήρη αγνότητα, και
απομάκρυνση από σωματικές και σαρκικές απολαύσεις.
Ο Άττις ήταν πιστός ακόλουθος της θεάς, μέχρι που συνάντησε την κόρη του ποταμού Σαγγάριου, την πανέμορφη Άγδηστι, που έσμιξε μαζί της κάτω από το ιερό της δέντρο, σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου.
Μόλις όμως αναλογίστηκε την αθέτηση της υπόσχεσης του στη θεά, αυτοευνουχίστηκε
(έκοψε τα γεννητικά του όργανα) και πέθανε αιμόφυρτος.
Μάταια οι ιερείς της Κυβέλης προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν στη ζωή. Αμέσως στην Φρυγία έπεσε λιμός, διότι η γη έμεινε άκαρπη για το λόγο αυτό η Μητέρα θεά όρισε κάθε χρόνο να τιμούν οι ιερείς της που λεγόταν Γάλλοι, τη μνήμη του πιστού ακολούθου της.
....κατὰ δὲ τὴν Φρυγίαν ἐμπεσούσης νόσου τοῖς ἀνθρώποις καὶ τῆς γῆς ἀκάρπου γενομένης, ἐπερωτησάντων τῶν ἀτυχούντων τὸν θεὸν περὶ τῆς τῶν κακῶν ἀπαλλαγῆς προστάξαι φασὶν αὐτοῖς θάψαι τὸ Ἄττιδος σῶμα καὶ τιμᾶν τὴν Κυβέλην ὡς θεόν.
Στα έργα τέχνης ο Άττις παρουσιάζεται ως ποιμένας με έναν αμνό στον ώμο ή στα πόδια του, να παίζει αυλό.
Πάντοτε ως γνήσιο Φρύγας φορά τον φρυγικό κωνικό γαλάζιο σκούφο που δηλώνει τον έναστρο ουρανό.
Τὴν δὲ τά τε ἄλλα πάντα ἐπιτρέψαι αὐτῷ καὶ τὸν ἀστερωτὸν ἐπιθεῖναι πῖλον·
ἀλλ' εἰ τὴν κορυφὴν σκέπει τοῦ Ἄττιδος ὁ φαινόμενος οὐρανὸς οὑτοσί....
Άλλη εκδοχή του μύθου θέλει τον Άττι ευνούχο εκ γενετής.
Ο Δίας εξοργίστηκε όταν τον είδε να λαμβάνει μέρος στα Μυστήρια (όργια) της Μητέρας θεάς, έστειλε έναν κάπρο που μαζί με άλλους κατοίκους της Φρυγίας, σκότωσε και τον Άττι.
(ταύτιση με τον Άδωνι)
Σε άλλο μύθο η Άγδηστις ήταν κόρη του ποταμού Σαγγάριου που την ερωτεύτηκε τρελλά ο Άττις και ζήλεψε η Κυβέλη.
Όταν ο Άττις πήγαινε να νυμφευτεί την Άγδηστι η Κυβέλη έστειλε τη μανία και την τρέλα να καταλάβουν τον Άττι, που έκοψε τα γεννητικά του όργανα και πέθανε.
Άλλη εκδοχή του μύθου λέει ότι η Κυβέλη έκοψε το δέντρο που κατοικούσε η Νύμφη και έτσι βρήκε τραγικό θάνατο και η Νύμφη κι όταν είδε αιμόφυρτο τον αγαπημένο της ακόλουθο τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε σε ένα είδος πεύκου.
Γι’ αυτό το πεύκο ήταν το αγαπημένο δέντρο της Μητέρας θεάς.
(στόλιζαν όμως και κυπαρίσι που έχει ωραίο σχήμα που θυμίζει λυγερόκορμο παλικάρι, έθιμο που έφτασε μέχρι τις μέρες μας, σε γιορτές αναγέννησης της φύσης)
Οι ιερείς στην τελετή εορτασμού του, λάτρευαν τον Άττι σταυρωμένο πάνω σε ένα δέντρο πεύκου, δεμένο στα πάθη του, και στο τέλος της γιορτής έκοβαν με ευλάβεια αυτό το δέντρο.
Κάτω από το δέντρο τοποθετούσαν ένα λευκό κριάρι
(ο βασιλιάς ήλιος στο ζώδιο του κριού).
___________________________________________
Η Αμυγδαλιά και ο Βοριάς:
Η Αμυγδαλιά ήταν μια όμορφη κόρη και κατοικούσε σ” ένα μεγάλο πύργο.
Η μητέρα της την είχε μονάκριβη, τη λάτρευε τόσο πολύ και δεν την άφηνε το χειμώνα να βγει έξω ούτε μια φορά, για να μην κρυώσει.
Έτσι η Αμυγδαλιά καθόταν τις χειμωνιάτικες μέρες πίσω από το τζάμι του παραθύρου της, μέσα στη ζεστασιά του δωματίου της και από κει έβλεπε τη βροχή να πέφτει, τον άνεμο να λυσσομανάει και πολλές φορές να ξεριζώνει τα δέντρα, το χιόνι να στροβιλίζεται και να ντύνει κάτασπρη τη γη, τα σπουργιτάκια να ψάχνουν με κόπο να βρουν κάτι για να τσιμπήσουν.
Μια μέρα ο Βοριάς, ο πιο ψυχρός από τους ανέμους που φυσάνε τη γη, έτυχε να περάσει έξω από τον πύργο, είδε την Αμυγδαλιά πίσω από το παράθυρό της, τον θάμπωσε τόσο πολύ η ομορφιά της, την αγάπησε κι έβαλε σκοπό να την παντρευτεί.
Αλλά … ποια κοπέλα θα δεχόταν να παντρευτεί τον άνεμο;
Έτσι, ο Βοριάς αποφάσισε να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο.
Είχε μαγική δύναμη και το κατόρθωσε πολύ εύκολα.
Μεταμορφώθηκε λοιπόν σ” ένα ωραίο παλικάρι, σ” έναν ιππότη και μια μέρα στάθηκε έξω από το παράθυρο της Αμυγδαλιάς.
Η όμορφη κόρη θαμπώθηκε κι αυτή από την ομορφιά του παλικαριού και δεν άργησε να τον αγαπήσει.
- Γιατί δεν ανοίγεις το παράθυρό σου να σε δω από κοντά; τη ρώτησε μια μέρα ο Βοριάς.
- Δεν μπορώ, του απάντησε η Αμυγδαλιά.
Όσο κρατάει ο χειμώνας η μητέρα μου δεν με αφήνει να βγω από το δωμάτιό μου, ούτε να ανοίξω το παράθυρο, γιατί είμαι πολύ ντελικάτη και θα κρυώσω. Θα πρέπει να περιμένεις να έρθει το καλοκαίρι.
- Το καλοκαίρι δεν περνώ από αυτά τα μέρη, της είπε ο Βοριάς. Να πεις στη μητέρα σου ότι θέλω να σε παντρευτώ και τότε θα σε αφήσει να βγεις από το δωμάτιό σου.
- Μα … ποιος είναι αυτός ο νέος; τη ρώτησε η μητέρα της. Πως να σε παντρέψω με έναν άγνωστο; Κι έπειτα … πως θα μπορέσεις να βγεις έξω με αυτόν το κρύο; Άφησε να ζεστάνει ο καιρός και τότε μπορείς να βγεις για να γνωρίσεις από κοντά το νέο που αγαπάς.
- Να βγω έστω και για λίγο, την παρακάλεσε η Αμυγδαλιά.
- Μην είσαι βιαστική κόρη μου, την συμβούλεψε πάλι η μητέρα της. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι νέοι που θα ήθελαν να σε παντρευτούν.
Μη δίνεις σημασία και τόση εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άγνωστο.
Η Αμυγδαλιά όμως δεν άκουσε τη συμβουλή της μητέρας της και μια μέρα που εκείνη έλειπε από τον πύργο, ντύθηκε στα λευκά, άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε να συναντήσει τον ιππότη της και να φύγει μαζί του… Ο Βοριάς την έσφιξε στην αγκαλιά του μα … ήταν τόσο παγωμένος και η Αμυγδαλιά ήταν τόσο άμαθη στο κρύο. Έτσι, δεν άργησε να παγώσει το σώμα της, να παγώσει η καρδιά της και να ξεψυχήσει…
Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ο νέος που αγαπούσε ήταν ο Βοριάς, που παγώνει το κάθε τι στο πέρασμά του.
Ο θεός λυπήθηκε πολύ για το θάνατο της Αμυγδαλιάς και πάνω από τον τάφο της έκανε να φυτρώσει ένα δέντρο που πήρε το όνομά της.
Από τότε, ακόμα και μέσα στο βαρύ χειμώνα, η αμυγδαλιά βιάζεται να ανθίσει. Τα λευκά της λουλούδια μοιάζουν με νυφικό πέπλο. Βιάζεται να συναντήσει τον αγαπημένο της Βοριά και να τον παντρευτεί. Κι εκείνος, όπως έκανε στη ζωντανή Αμυγδαλιά, παγώνει και μαραίνει χωρίς να το θέλει τα λουλούδια της. «Οι Μύθοι των Λουλουδιών» εκδόσεις Σρατίκη.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου