Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

904 μ.χ. : Άλωση και λεηλασία της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς πειρατές.



Από τα τέλη του 9ου αιώνα οι Σαρακηνοίπειρατές (Άραβες που κατάγονταν α­πό την Ισπανία)είχαν εμφανιστεί στις ελληνικές θάλασσες και είχανγίνει η μάστιγα των νησιών και των παραλίων τουΑιγαίου. 


Ορμητήριο τους ήταν η Κρήτη, που την είχαν καταλάβει και την είχαν μετατρέψει σε άντροπειρατών και σε μεγάλο σκλαβοπάζαρο. Τόση ήτανη δύναμη τους, ώστε δε δίστασαν να προσβάλουντη δεύτερη πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, τηΘεσσαλονίκη. 
Τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας και της άλωσης της πόλης έγραψε οΙ.Καμενιάτης.(Πληροφορίες πιο κάτω)

Ο στόλος των Σαρακηνών, 54 πλοία που τοκαθένα μετέφερε 200 περίπου πο­λεμιστές, μεεπικεφαλής τον αρνησίθρησκο Λέοντα τον Τριπολίτη, εμφανίστηκε στο Θερμαϊκό στις 29 Ιουλίου του 904,ημέρα Κυριακή. Αμέσως άρχισαν οι επιθέσεις ε­ναντίον του τείχους της πόλης, αλλά τις δύο πρώτες μέρεςτης πολιορκίας οι υπερα­σπιστές κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τους επιδρομείς.



Τότε οι Σαρακηνοί επινόησαν ένα τέχνασμα για να κυριέψουν την πόλη. 
Αφού ένωσαν δύο δύο ταπλοία τους, κατασκεύασαν επάνω ξύλινους πύργους, που το ύψος τους ξεπερνούσε το ύψος τουθαλάσσιου τείχους. 
Έτσι την τρίτη μέρα, όταν τα πλοία με τους πύργους πλησίασαν το τείχος, οι πειρατέςμπόρεσαν εύκολα να πηδή­ξουν επάνω, ενώ οι υπερασπιστές εγκατέλειπαν τις θέσεις τουςπανικόβλητοι. 
Η τύ­χη της Θεσσαλονίκης είχε κριθεί. 

  


Οι Σαρακηνοί ανεμπόδιστοι πια όρμησαν μέσα στην πόλη και άρχισαν να σφά­ζουν αδιάκριτα και ναλεηλατούν. 

Όσοι γλίτωναν τη σφαγή αιχμαλωτίζονταν.
 Κι αυ­τό συνεχίστηκε για δέκα περίπου μέρες,όσες έμειναν οι πειρατές εκεί.

Τελικά οι επιδρομείς, αφού είχαν ολοκληρώσει το καταστροφικό τους έργο, έφυ­γαν σέρνοντας μαζί τους, σύμφωνα με τις μαρτυρίες 22.000 αιχμαλώτους. 

Οι περισ­σότεροι από αυτούς πουλήθηκαν στοσκλαβοπάζαρο που στήθηκε στο Χάνδακα (Ηράκλειο).
 Άλλοι μεταφέρθηκαν στην Τρίπολη της Συρίας καιπουλήθηκαν εκεί κι ένας μικρότερες αριθμός μεταφέρθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, όπου έγινε η εξαγο­ρά ή η ανταλλαγή τους με Σαρακηνούς αιχμαλώτους.






Ιωάννου Καμενιάτου: Στην Άλωση της Θεσσαλονίκης (904 μ.χ.) :

Πολλές πληροφορίες για τη Θεσσαλονίκη εκείνης της περιόδου ,αλλά και συγκλονιστική περιγραφή της άλωσης έχουμε από το βιβλίο του Καμενιάτη.

Ο Καμενιάτης ήταν κληρικός όπως και ο πατέρας του (κατείχε την ανώτερη θέση στη Θεσσαλονίκη) και σώθηκε από την σφαγή την τελευταία στιγμή.Συγκεκριμένα όταν ο Σαρακηνός κατέβαζε τη σπάθα του ,ο Καμενιάτης πρόλαβε να πει για το θησαυρό που είχε κρυμμένο.
Οι Σαρακηνοί του χάρισαν τη ζωή όχι όμως και τη αιχμαλωσία.

Ο Καμενιάτης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στις φυλακές της Ταρσού ,όπου έγραψε την ιστορία του,περιμένοντας την ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων








Απόσπασμα από το βιβλίο του Καμενιάτη ,που περιγράφει τη σφαγή του πλήθους:

στο ναό του Αγίου Γεωργίου (Ροτόντα)






Η σφαγή μέσα στο ναό

" Μαζί με τον αρχηγό μπήκαν στο ναό όχι και λίγο πλήθος μακελάρηδες. Μα εκείνος πήδησε αμέσως κι ανέβηκε απάνου στην άγια τράπεζα, όπου κάμνουν οι παπάδες τη μυστική λατρεία· σταύρωσε τα πόδια του, όπως συνηθίζουν οι βάρβαροι, έκατσε γεμάτος οργή κι άγρια τρέλα, άρχισε να κοιτάζει ολόγυρα εκείνο το πλήθος τους άντρες κι όσα ήθελε να κάμει, τ' άφηνε στο σαδισμό τους.

 Τον πατέρα μου και τον αδερφό μου τους έ­πιασε με τα δυο του τα χέρια, κι εμάς, πρόσταξε, αυτούς που μας έπιασαν, να μας φυλάγουν αυτού κάπου κοντά στην πόρτα και μ' ένα νόημα πρόσταξε τους βαρβάρους να σφάξουν τους άλλους. 
Κι αυτοί, φυσικά, στη στιγμή, σαν άπιαστοι λύκοι, που πέτυχαν κυνήγι, έτσι βιαστικά κι ανελέητα, τους κατάσφαξαν τους δόλιους.
 Μα, ενώ ήταν ακόμα ξαναμμένοι απ' την οργή τους, κοίταξαν τον τρομερό εκείνο δικαστή, για να ιδούν, τι ήθελε να μας κάμουν κι εμάς.

Εκείνος ωστόσο για την ώρα δεν τους άφησε να μας πειράξουν εμάς και νομίζαμε πως, επειδή μας φύλαγαν εκεί, θα σφάξουν και τον πατέρα μου και τον αδερφό μου μαζί με τους άλλους και πως μονάχα εμάς θα μας αφήσουν. 
Μα αυτοί πάλι, που τους φύλαγαν στ' άγιο βήμα, το ίδιο έβαζαν με το νου τους για μας. 
Δε μπορούσαμε όμως να βάλουμε κάποιο τέλος στην αμφιβολία μας. 
Γιατί, μόλις τελείωσε η σφαγή εκείνων των δυστυχισμένων και γέμισε όλο το πάτωμα από κουφάρια σφαγμένους ανθρώπους και το αίμα έκαμνε λίμνη ανάμεσα τους, επειδή ο αιμοβόρος εκείνος δε μπορούσε να βγει έξω, πρόσταξε να μαζέψουν το 'ν' απάνου στ' άλλο τα κουφάρια τους σφαγμένους από δω κι από κει γύρω γύρω στις άκριες του ναού. 
' Όταν λοιπόν το ' καμαν κι αυτό στο άψε σβήσε, πήδησε αμέσως αυτός απ' την άγια τράπεζα, αγκάλιασε πάλι τον πατέρα μου και τον αδερφό μου με τα δυο του τα χέρια κι ήρθε ως εμάς. 
Η θολούρα κιόλας, που κατατρόμαξε τις ψυχές μας απ' αυτά που βλέπαμε, ήτανε τόσο μεγάλη, και με όσα δηλαδή είδαμε σ' εκείνους και με όσα φανταζόμασταν για μας, ώστε να μην καταπραΰνει κατά τίποτε την απελπισιά μας πως μονάχα εμείς γλυτώσαμε από μια τέτοια κοσμοχαλασιά, παρά μονάχα να κοιταζόμαστε μεταξύ μας στα πρόσωπα, σα να τα' χουμε χαμένα, χωρίς ούτε φωνή να μπορούμε να βγάλουμε για τη συμφορά μας. 
Αποκόπηκε από τους πιο πολλούς βαρβάρους εκείνος ο αγέλαστος, καβαλίκεψε ένα άλογο που ήταν εκεί, κι έγινε άφαντος απ' ανάμεσά μας· πρώτα όμως πρόσταξε να μας πιάσουν και πάλι και να τρέξουν γρήγορα για το λιμάνι της πολιτείας· γιατί κι αυτός είπε, εκεί βιάζεται να πάει."



ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου