Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι βαλκανικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις και η πολεμική δυναμική των λαών της Βαλκανικής εναντίον της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα επέφεραν στην Ευρώπη πολιτικές αναταράξεις και ιδεολογικές συγκρούσεις σε κυβερνήσεις και σε πολιτικά κόμματα, που έθεταν ζητήματα για τις νέες διαμορφούμενες εθνότητες – κράτη, στον νέο βαλκανικό χάρτη.
Τον Οκτώβριο του 1912, με την κήρυξη του πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τη Σερβία, τη Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο και την Ελλάδα, ξεκινάει ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος.
Στα Ιωάννινα, που υπάγονται στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν διαπιστευμένες οι διπλωματικές αντιπροσωπείες της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Ιταλίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδας και της Αγγλίας.
* Ο Κοnstantin Billinski ήταν ο Πληρεξούσιος Γενικός Πρόξενος της Αυστροουγγαρίας και Γραμματέας της Πρεσβείας, στα Ιωάννινα.
Ήταν απόφοιτος της «Orientalische Akademie», «Ακαδημίας Ανατολικών Σπουδών» της Βιέννης, που εκπαίδευσε διπλωμάτες με ειδίκευση τη διαχείριση του Ανατολικού Ζητήματος και περιοχή ευθύνης τη βαλκανική χερσόνησο.
Αποτέλεσε σημαντική προσωπικότητα και πολιτική ιδιοφυία σε ζητήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε αλβανικά θέματα και ήταν περιβόητος για τον άκρατο μισελληνισμό του, καθώς κράτησε σκληρή στάση για τα ελληνικά συμφέροντα στην επικράτεια της Ηπείρου.
Αγωνίσθηκε σθεναρά και προώθησε τα αλβανικά συμφέροντα στην περιοχή της Ηπείρου, συνεργαζόμενος στενά με τον επίσης αυστροούγγρο διπλωματικό ακόλουθο, Karl Buchberger.
Ενδεικτικά, ο Karl Buchberger εξέφραζε την προσωπική του συμπάθεια στους πολεμικούς αγώνες του οθωμανικού – τουρκικού στρατού, αντιτιθέμενος σφόδρα στις ελληνικές διεκδικήσεις.
Ουσιαστικά ταυτιζόταν με τον Κοnstantin Billinski, αναγνωρίζοντας με κυνικό ρεαλισμό στις «Αναμνήσεις» που εξέδωσε, την τουρκόφιλη και αλβανική πολιτική της Αυστροουγγαρίας, πολιτική που υλοποιούσε την ενσωμάτωση της Ηπείρου εντός της αλβανικής επικράτειας (Karl Buchberger, Εrinnerungen aus meinen Albanischen Jaren 1911 – 1914, «Studia Albanica», Τίρανα 1973, Νο 1, p. 222).
Ο Κοnstantin Billinski, ως Πληρεξούσιος Γενικός Πρόξενος της Αυστροουγγαρίας και Γραμματέας της Πρεσβείας, παρέμεινε στα Ιωάννινα και μετά την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων από τον οθωμανικό ζυγό.
Διετέλεσε μέλος του κλιμακίου της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου (Δ.Ε.Ε), που είχε ορισθεί με την Πρεσβευτική διάσκεψη του Λονδίνου για τον καθορισμό των συνόρων της Ελλάδας με την Αλβανία.
Το κλιμάκιο έφτασε στα Γιάννενα τον Σεπτέμβριο του 1913, ενώ τον Οκτώβριο του ιδίου έτους εγκαταστάθηκε στην Αλβανία, όπου και προχώρησε στις διαδικασίες που αφορούσαν τις εργασίες για τον καθορισμό των συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας.
Στα τέλη Οκτωβρίου 1913, ο Κοnstantin Billinski αρρώστησε από δύσπνοια, η υγεία του επιβαρύνθηκε ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα τελικά στις 4 Νοεμβρίου 1913 να αφήσει την τελευταία του πνοή στα Γιάννενα.
Η σορός του ταριχεύτηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και τοποθετήθηκε σε δρύινο φέρετρο, που ήρθε από την Αθήνα για να μεταφερθεί στη συνεχεία στην ιδιαιτέρα του πατρίδα από όπου καταγόταν, την Πολωνία.
* Ο Edgar Etienne Serge Fortuné Dussap ήταν ο Πληρεξούσιος Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα.
Ο Dussap γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 16 Ιουνίου 1875 και καταγόταν από μια πλούσια γαλλοαρμένικη λεβαντίνικη οικογένεια.
Ο νεαρός Dussap φοίτησε στο Γυμνάσιο Γαλατασαράι (Galatasaray Lisesi στην τουρκική γλώσσα), (Lycée de Galatasaray στην γαλλική γλώσσα) – (Lycee Imperial) και μιλούσε έξι γλώσσες: γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά, αρμένικα, ελληνικά και τουρκικά.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο Ανατολικών Γλωσσών (School of Oriental Languages), με την προοπτική να ακολουθήσει καριέρα στο διπλωματικό σώμα.
Το 1903, ο νεαρός διπλωματικός ακόλουθος παντρεύεται τη Mlle Maria Gabrielle Famin στην εκκλησία Apostolic Nunciature και αποκτούν έναν γιο, τον Rene.
Το 1909 τοποθετείται Προξενικός Διευθυντής στο Κάιρο της Αιγύπτου και το 1910 υποπρόξενος στην τουρκική πόλη Marash ή Kahramanmaraş, ιστορικά γνωστή ως Germanicea (Γερμανίκεια στην ελληνική γλώσσα), πόλη στη μεσογειακή περιοχή της Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, ενώ λίγο αργότερα στη Sivas (Σεβάστεια στην ελληνική γλώσσα, Սեբաստիա στην αρμένικη γλώσσα) στην κεντρική Τουρκία.
Λίγα χρόνια αργότερα το ζευγάρι των Dussap παίρνει διαζύγιο, εξαιτίας αυτών των απομεμακρυσμένων διπλωματικών θέσεων στα βάθη της Οθωμανικής Τουρκίας που ετοποθετείτο ο Dussap και από την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ του ζευγαριού.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1912, ο 37χρονος παντρεύεται τη 42χρονη Jeanne Caroline Augusta Violet (ψευδώνυμο Guy Chantepleure) και τον Ιούλιο του 1912 διορίζεται αρχικά αντιπρόξενος στα Ιωάννινα που βρισκόταν τότε κάτω από οθωμανική – τουρκική κυριαρχία.
Η Jeanne Caroline Augusta Violet, σύζυγος του Dussap, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 3 Φεβρουαρίου του 1870.
Σπουδάζει μουσική και τραγούδι που θα παραμείνουν τα πάθη της.
Η μουσική την έκανε να δακρύζει και στο σπίτι της θα της δώσουν το παρατσούκλι «chante et pleure» («τραγουδήστε και κλάψτε»), που θα γίνει και το ψευδώνυμό της.
Η Jeanne (ψευδώνυμο Guy Chantepleure) έγραψε ερωτικά μυθιστορήματα και σε ηλικία 25 χρονών θα κάνει το ντεμπούτο της στη λογοτεχνία σαν Guy Chantepleure, με το «Ma conscience en Robe Rose» το 1895, κερδίζοντας το βραβείο Montyon της Γαλλικής Ακαδημίας και της Ακαδημίας Επιστημών, καθώς και ένα δεύτερο βραβείο Montyon για το Fiancée D‘avril, το 1901.
Το 1904 η Guy Chantepleure προσθέτει μια συλλογή κωμωδιών στα μυθιστορήματά της, την «Le Théâtre de la primevère».
Στις 16 Φεβρουαρίου 1912, σε ηλικία 42 ετών, η Guy Chantepleure κάνει ένα γάμο, που θα αποδειχθεί, μακρύς και ευτυχισμένος.
Ο Dussap και η σύζυγός του Guy Chantepleure ήταν ένθερμοι φίλοι της Ελλάδας και υποστήριξαν τα ελληνικά δίκαια, στάθηκαν δίπλα στους Γιαννιώτες, κατά τη διάρκεια της 4μηνης πολιορκίας της πόλης από τον ελληνικό στρατό, ενώ άσκησαν την επιρροή τους στην οθωμανική, τουρκική διοίκηση των Ιωαννίνων, προστατεύοντας αρκετούς Έλληνες.
Παράλληλα δε ενημέρωναν το Ελληνικό Στρατηγείο του ελληνικού στρατού στο Εμίν Αγά, παρέχοντας στρατιωτικές πληροφορίες, διαμέσου του ελληνικού δικτύου κατασκοπείας, που δρούσε στην ευρύτερη περιοχή της πόλης των Ιωαννίνων.
Η Guy Chantepleure έζησε την αγωνία των κατοίκων της πόλης των Ιωαννίνων, που ήταν «πολυάριθμοι Έλληνες, Μουσουλμάνοι, Τουρκοαλβανοί, Ισραηλίται, και μερικοί Κουτσοβλάχοι», περιγράφοντας τη σκληρή φάση της πολιορκίας, καταγράφοντας τις σκέψεις της στο προσωπικό της ημερολόγιο με τίτλο «Η πολιορκημένη πόλη» – «La ville assiégé», που εκδόθηκε σε βιβλίο από τον εκδοτικό οίκο Calman – Levy το 1913 στο Παρίσι και τιμήθηκε την επόμενη χρονιά από τη Γαλλική Ακαδημία.
Σήμερα, τα χειρόγραφα του βιβλίου (263 σελίδες) της Guy Chantepleure βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, ενώ έχει εκδοθεί το 1975 και ως βιβλίο από την «Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών».
Κατά τη διάρκεια της 4μηνης πολιορκίας της πόλης των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό, η γαλλική εφημερίδα «Le Figaro», αναφέρεται με τα καλύτερα λόγια, για το ζεύγος των Dussap: «…Dussap, notre excellence Consul dont le role si plein de tact et si judicieux au cours si difficiles ne saurait etre trop loue, aide de sa charmante jeune femme, ecrivain de talent bien connu sous le pseudonyme de Guy Chantepleure…» (μτφ: «…Dussap, η Εξοχότητά μας, Πρόξενος του οποίου ο διακριτικός και συνετός ρόλος σε τόσο δύσκολες καταστάσεις δεν μπορεί να επαινεθεί αρκετά, βοηθούμενος από τη γοητευτική νεαρή σύζυγό του, μια ταλαντούχα συγγραφέα, γνωστή με το ψευδώνυμο Guy Chantepleure…»)
Ο Edgar Etienne Dussap, ως Πληρεξούσιος Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας, παρέμεινε στα Ιωάννινα και μετά την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων από τον Οθωμανικό ζυγό
Το 1914, στην Αθήνα ο αρχηγός της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα (15 Δεκεμβρίου 1910 – Απρίλιος του 1914), αντιστράτηγος Joseph Louis Paul Eydoux απένειμε στον Dussap την ανώτατη γαλλική τιμητική διάκριση, ονομάζοντάς τον «Ιππότη της Λεγεώνος της Τιμής».Ο Νικόλαος Τσελκούνωφ ήταν ο Πληρεξούσιος Γενικός Πρόξενος της Ρωσίας στα Ιωάννινα και έφερε τον τίτλο «Αυτοκρατορικός Γενικός Πρόξενος της Ρωσίας εν Ηπείρω και Κάτω Αλβανίας».
Στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912 – 18 Μαΐου 1913) είχε αναλάβει την προστασία των ελληνικών συμφερόντων στην περιοχή της Ηπείρου.
Ωστόσο, το Γενικό Επιτελείο του Ελληνικού Στρατού (ΓΕΣ) έχει διαφορετική εικόνα «για το ποιόν» του Γενικού Πρόξενου της Ρωσίας στα Ιωάννινα.
Στην Πολεμική Έκθεση του ελληνικού ΓΕΣ, στα Δελτία πληροφοριών (κατασκοπείας), που αποστέλλονταν κρυφίως από τα Ιωάννινα στη διάρκεια της πολιορκίας, ο Γενικός Πρόξενος χαρακτηριζόταν ως «αδιάφορος», «ανάλγητος», «απαθής» και ως ένας διπλωματικός ακόλουθος που εξέφραζε τη συμπαθειά του προς την οθωμανική, τουρκική διοίκηση των Ιωαννίνων:
«Ο πρόξενος της Ρωσίας, όπως αναφέρεται σε σχετικό έγγραφο, διατελών υπό την επήρειαν του Προξένου της Αυστρίας, διαδηλοί συγχαρητήρια, επί τη απωθήσει εκ Καστρίτσης ημετέρων (ενν. στρατιωτικές μονάδες του ελληνικού στρατού)», «ΓΕΣ, τόμος Β΄, Παράρτημα, σ. 74 και 75, αριθμ. εγγράφου 239 και 240».H Ρουμανία, διπλωματική διαπίστευση σε επίπεδο Προξένου, «Βασιλικός Πρόξενος της Ρουμανίας»
Το Ρουμανικό Προξενείο ιδρύθηκε στα Ιωάννινα το 1904 και κράτησε εχθρική στάση απέναντι στους ελληνικούς αγώνες για την απελευθέρωση της Ηπείρου από τον οθωμανική – τουρκική κυριαρχία, Η ρουμανική δράση και προπαγάνδα, στις βλαχόφωνες γεωγραφικές περιφέρειες της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, άρχισε να εκδηλώνεται αρχικά στα μέσα του 19ου αιώνα στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, Περιβόλι, Σαμαρίνα, Αβδέλα, και Σμίξη.
Το συνέδριο του Βερολίνου στις 13 Ιουνίου 1878 είναι καθοριστικό για την Ήπειρο και γενικότερα για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, αλλά και η απαρχή μια σειράς επεμβατικών παρεμβάσεων των ευρωπαϊκών κρατών, που επιθυμούν διακαώς να αποκτήσουν τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής που αποτελεί γεωγραφική περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βαλκανική.
Σε αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή εκδηλώνεται και η ρουμάνικη προπαγάνδα, με την προστασία της Αυστρίας και της Ιταλίας, ούτως ώστε να αφυπνιστεί το ελληνοβλαχικό στοιχείο των παραπάνω περιοχών και να αποτραπεί με κάθε τρόπο η προσάρτηση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου στην ελληνική επικράτεια.
«Επί τω σκοπώ… της καταπολεμήσεως του Ελληνισμού, οι Ιταλοί Πρόξενοι ενεθάρυνον μεγάλως την απ΄αυτού απόσπασιν των Κουτσοβλάχων της Ηπείρου…» Αντώνιος Γ. Καρτάλης, η Ιταλική πολιτική εν Αλβανία και τοις Βαλκανίοις, εν Αθήναις 1914».H Ιταλία, διπλωματική διαπίστευση σε επίπεδο Προξένου
Στις αρχές του 20ου αιώνα η ηγεμονική επιρροή της Ιταλίας στον αλβανικό και βορειοηπειρωτικό χώρο επιδιώκει την ανεξαρτησία της Αλβανίας, κατευθύνοντας τις επεκτατικές της βλέψεις (της Ιταλίας) στο Δυρράχιο και στην Αυλώνα, αλλά και την υλοποίηση του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού, που θα έφθανε μέχρι και τον Αμβρακικό κόλπο, κάτω από ιταλική προστασία.
Η έκθεση του ιταλού ιστορικού γεωγράφου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, Antonio Baltacci, «για τη Μεγάλη Αλβανία» φανερώνει απροκάλυπτα την ωμή παρέμβαση και τις επεκτατικές τάσεις της Ιταλίας, αλλά και αποκαλύπτει ξεκάθαρα τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό για τη «Μεγάλη Αλβανία»: «…ξεκινούν από την κοιλάδα Τσίγεβνα στο Μαυροβούνιο, φθάνουν ως τον Αμβρακικό κόλπο και από εκεί στην οροσειρά της Πίνδου και προχωρούν ως τα στενά του Ιπέκ, της Γκιάκοβα και της Γκούσινιέ.
Το Ρουμανικό Προξενείο ιδρύθηκε στα Ιωάννινα το 1904 και κράτησε εχθρική στάση απέναντι στους ελληνικούς αγώνες για την απελευθέρωση της Ηπείρου από τον οθωμανική – τουρκική κυριαρχία, Η ρουμανική δράση και προπαγάνδα, στις βλαχόφωνες γεωγραφικές περιφέρειες της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, άρχισε να εκδηλώνεται αρχικά στα μέσα του 19ου αιώνα στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, Περιβόλι, Σαμαρίνα, Αβδέλα, και Σμίξη.
Το συνέδριο του Βερολίνου στις 13 Ιουνίου 1878 είναι καθοριστικό για την Ήπειρο και γενικότερα για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, αλλά και η απαρχή μια σειράς επεμβατικών παρεμβάσεων των ευρωπαϊκών κρατών, που επιθυμούν διακαώς να αποκτήσουν τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής που αποτελεί γεωγραφική περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βαλκανική.
Σε αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή εκδηλώνεται και η ρουμάνικη προπαγάνδα, με την προστασία της Αυστρίας και της Ιταλίας, ούτως ώστε να αφυπνιστεί το ελληνοβλαχικό στοιχείο των παραπάνω περιοχών και να αποτραπεί με κάθε τρόπο η προσάρτηση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου στην ελληνική επικράτεια.
«Επί τω σκοπώ… της καταπολεμήσεως του Ελληνισμού, οι Ιταλοί Πρόξενοι ενεθάρυνον μεγάλως την απ΄αυτού απόσπασιν των Κουτσοβλάχων της Ηπείρου…» Αντώνιος Γ. Καρτάλης, η Ιταλική πολιτική εν Αλβανία και τοις Βαλκανίοις, εν Αθήναις 1914».H Ιταλία, διπλωματική διαπίστευση σε επίπεδο Προξένου
Στις αρχές του 20ου αιώνα η ηγεμονική επιρροή της Ιταλίας στον αλβανικό και βορειοηπειρωτικό χώρο επιδιώκει την ανεξαρτησία της Αλβανίας, κατευθύνοντας τις επεκτατικές της βλέψεις (της Ιταλίας) στο Δυρράχιο και στην Αυλώνα, αλλά και την υλοποίηση του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού, που θα έφθανε μέχρι και τον Αμβρακικό κόλπο, κάτω από ιταλική προστασία.
Η έκθεση του ιταλού ιστορικού γεωγράφου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, Antonio Baltacci, «για τη Μεγάλη Αλβανία» φανερώνει απροκάλυπτα την ωμή παρέμβαση και τις επεκτατικές τάσεις της Ιταλίας, αλλά και αποκαλύπτει ξεκάθαρα τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό για τη «Μεγάλη Αλβανία»: «…ξεκινούν από την κοιλάδα Τσίγεβνα στο Μαυροβούνιο, φθάνουν ως τον Αμβρακικό κόλπο και από εκεί στην οροσειρά της Πίνδου και προχωρούν ως τα στενά του Ιπέκ, της Γκιάκοβα και της Γκούσινιέ.
Στο χώρο αυτό ζει συμπαγής, αλβανικός πληθυσμός που δεν μπορούν να διασπάσουν οι νησίδες των Ελλήνων, Βουλγάρων, Βλάχων και Σέρβων. Οι Ιταλοί πρέπει να να βοηθήσουν αυτή την πτωχή χώρα, ώστε να αποκτήσει εθνική υπόσταση…
Οι Έλληνες άσκησαν ισχυρή προπαγάνδα ως το Βεράτιο και το Ελβασάν…ευτυχώς όμως η ήττα του 1897, ανέκοψε τις ελπίδες της Ελλάδος…»Η κοιλάδα Τσίγεβνα (Cijevna) είναι στα σύνορα Μαυροβουνίου και Αλβανίας και τη διατρέχει ο ποταμός Τσεμ ή Τσίγεβνα (Cem στην αλβανική γλώσσα, Cijevna – Цијевна στη σερβική γλώσσα) που είναι ποταμός της Αλβανίας και του Μαυροβουνίου.
Πεκ ή Ιπέκ είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη του Κοσσυφοπεδίου, (Peja στην αλβανική γλώσσα, Peć στη σερβική, İpek sancak στην τουρκική γλώσσα, διοικητική διαίρεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τον 15ο αιώνα έως το 1913).
Γκιάκοβα είναι η έβδομη μεγαλύτερη πόλη του Κοσσυφοπεδίου, (Gjakova στην αλβανική γλώσσα, Đakova ή Đakovica στη σερβική ).
Γκούσινι, είναι μια μικρή πόλη στο βορειοανατολικό Μαυροβούνιο, (Gucia – Gucisë στα αλβανικά, Gusinje στη σερβική γλώσσα, Gusinye στην τουρκική).
Η παρούσα έρευνα προσπάθησε να εξαντλήσει το ιστορικό πλαίσιο αναφορικά με τις «παρεμβάσεις» των διαπιστευμένων ευρωπαϊκών διπλωματικών αντιπροσωπειών στην πόλη των Ιωαννίνων κατά την διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Σημαντικό κομμάτι αυτής της έρευνας, που δεν έχει ολοκληρωθεί, έχει να κάνει με τη λειτουργία του ελληνικού προξενείου, κατά την περίοδο που τα Ιωάννινα βρίσκονταν κάτω από οθωμανική – τουρκική κυριαρχία, καθώς και το δίκτυο κατασκοπείας που είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης των Ιωαννίνων.
Οι βαλκανικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου 1912 – 1913 και η πολεμική δυναμική των λαών της Βαλκανικής εναντίον της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διαμόρφωσαν ένα νέο status πολιτικό στρατιωτικό και οικονομικό, στην πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, όπως χαρακτηριζόταν τα Βαλκάνια.
Αντλώντας λοιπόν συμπεράσματα από τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι η τεράστια γεωγραφική ενότητα της Ηπείρου, πέραν των συνόρων και των κρατών, αποτέλεσε και θα αποτελεί το επίκεντρο των ζωτικών βλέψεων και των εδαφικών αξιώσεων των ευρωπαϊκών κρατών.
Πεκ ή Ιπέκ είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη του Κοσσυφοπεδίου, (Peja στην αλβανική γλώσσα, Peć στη σερβική, İpek sancak στην τουρκική γλώσσα, διοικητική διαίρεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τον 15ο αιώνα έως το 1913).
Γκιάκοβα είναι η έβδομη μεγαλύτερη πόλη του Κοσσυφοπεδίου, (Gjakova στην αλβανική γλώσσα, Đakova ή Đakovica στη σερβική ).
Γκούσινι, είναι μια μικρή πόλη στο βορειοανατολικό Μαυροβούνιο, (Gucia – Gucisë στα αλβανικά, Gusinje στη σερβική γλώσσα, Gusinye στην τουρκική).
Η παρούσα έρευνα προσπάθησε να εξαντλήσει το ιστορικό πλαίσιο αναφορικά με τις «παρεμβάσεις» των διαπιστευμένων ευρωπαϊκών διπλωματικών αντιπροσωπειών στην πόλη των Ιωαννίνων κατά την διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Σημαντικό κομμάτι αυτής της έρευνας, που δεν έχει ολοκληρωθεί, έχει να κάνει με τη λειτουργία του ελληνικού προξενείου, κατά την περίοδο που τα Ιωάννινα βρίσκονταν κάτω από οθωμανική – τουρκική κυριαρχία, καθώς και το δίκτυο κατασκοπείας που είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης των Ιωαννίνων.
Οι βαλκανικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου 1912 – 1913 και η πολεμική δυναμική των λαών της Βαλκανικής εναντίον της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διαμόρφωσαν ένα νέο status πολιτικό στρατιωτικό και οικονομικό, στην πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, όπως χαρακτηριζόταν τα Βαλκάνια.
Αντλώντας λοιπόν συμπεράσματα από τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι η τεράστια γεωγραφική ενότητα της Ηπείρου, πέραν των συνόρων και των κρατών, αποτέλεσε και θα αποτελεί το επίκεντρο των ζωτικών βλέψεων και των εδαφικών αξιώσεων των ευρωπαϊκών κρατών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου