ΕΛΛΑΔΑ. Τον Δεκέμβριο του 1939, ο 15χρονος Θρασύβουλος συνελήφθη με την κατηγορία της κλοπής. Μόνο που οι αστυνομικοί με έκπληξη διαπίστωσαν ότι ο «Θρασύβουλος» ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Χριστίνα. Η ιστορία της συγκίνησε την τότε κοινωνία και έφτασε μέχρι τα υπουργικά γραφεία.
Η σύλληψη που οδήγησε στην αλήθεια
Σύμφωνα με την «Μηχανή του Χρόνου», όταν η αστυνομία βρήκε τα γυναικεία ρούχα στο σπίτι του Θρασύβουλου, ήταν ξεκάθαρο πως επρόκειτο για κλεπτομανή. Ο 15χρονος τότε, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι ήταν δικά του. Επί έναν χρόνο, η Χριστίνα συστηνόταν σε όλους ως Θρασύβουλος. Δεν ντυνόταν με αντρικά ρούχα από επιλογή, αλλά από ανάγκη.
Όπως επισημαίνει ο γνωστός χρονογράφος της εποχής Παύλος Παλαιολόγος: «Ο Προυντόν λέει ότι υπάρχουν δύο μόνο γυναικεία επαγγέλματα. Το επάγγελμα της νοικοκυράς και εκείνο το άλλο που ασκείται τις νυκτερινές ώρες στο ημίφως του πεζοδρομίου. Δεν συμφωνούμε βέβαια με τον υπερβολικό συγγραφέα. Συμφώνησε όμως η Χριστίνα…».
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Η Χριστίνα γεννήθηκε στην Τρίπολη. Έμεινε ορφανή από πατέρα και μητέρα όταν ήταν μόλις 2 ετών. Είχε μία μικρότερη αδερφή και δύο ακόμα μεγαλύτερα αδέρφια. Εκείνα ανέλαβαν την κηδεμονία τους. Ο μεγάλος αδερφός έβγαζε ένα ισχνό μεροκάματο κάνοντας δουλειές του ποδαριού και η αδερφή έμενε σπίτι για να φροντίζει τα μικρά.
Όταν η Χριστίνα έγινε 12 ετών, την έστειλαν να εργαστεί ως υπηρέτρια σε ένα σπίτι, κάτι πολύ συνηθισμένο στην εποχή της. Στην αρχή χάρηκε. Θα είχε ένα πιάτο φαγητό, θα μάθαινε τη δουλειά και θα ξέφευγε από τη δυσάρεστη καθημερινότητα στο σπίτι της. Ο αδερφός της με τα χρόνια είχε γίνει πολύ βίαιος και κακοποιούσε τα κορίτσια.
Ωστόσο, η Χριστίνα δεν μπορούσε να σκεφτεί τι θα βίωνε. Το αφεντικό της με κάθε ευκαιρία την απομόνωνε, προσπαθώντας να την αποπλανήσει. Της έλεγε ότι εντός των αρμοδιοτήτων μιας παραδούλας ήταν η ικανοποίηση όλων των επιθυμιών του αφεντικού της. Σταδιακά, η ζωή στο μεγάλο σπίτι μετατράπηκε σε κόλαση. Λίγους μήνες αργότερα, η 12χρονη βρήκε το σθένος να δραπετεύσει και να επιστρέψει στο πατρικό της. Ο αδερφός της δεν χάρηκε ιδιαίτερα. Για εκείνον ήταν ένα επιπλέον βάρος, ένα ακόμη στόμα που έπρεπε να ταΐζει.
Δεν έμειναν όμως για πολύ μαζί. Ένα χρόνο αργότερα, ο βάναυσος αδερφός σκότωσε για λόγους τιμής την μεγάλη αδερφή. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή ώσπου να γίνει η δίκη. Την κηδεμονία των κοριτσιών αυτή τη φορά ανέλαβε ο θείος. Υπό την προστασία του, για λίγους μήνες οι μικρές ζούσαν φτωχικά, αλλά χωρίς τον διαρκή φόβο.
Η φυγή, οι νέες δουλειές και τα ίδια προβλήματα
Την άνοιξη του 1937, το δικαστήριο εν τέλει αθώωσε τον φονιά αδερφό. Έτσι, ο νεαρός πήρε και πάλι τις κοπέλες σπίτι. Αυτή τη φορά έστειλε την Χριστίνα να δουλέψει στο πλάι μιας μοδίστρας, στη Μεγαλόπολη. Η μικρή έμαθε την τέχνη γρήγορα και ήταν εργατική. Σύντομα, όμως, συνειδητοποίησε ότι έμελλε να επαναληφθεί το ίδιο μοτίβο. Στη νέα της δουλειά δεν είχε να περιποιηθεί έναν κύριο, όπως όταν ήταν υπηρέτρια στο σπίτι, αλλά πολλούς.
Έπρεπε καθημερινά να υπομένει από άσεμνα σχόλια, μέχρι προτάσεις και κινήσεις που την έφερναν σε δύσκολη θέση. Τότε, αποφάσισε να μπει και πάλι παραδουλεύτρα στο σπίτι ενός δασκάλου, γνωστού της μοδίστρας. Ήλπιζε ότι ο σοβαροφανής οικογενειάρχης θα διέφερε από τον προηγούμενο εργοδότη της. Και πάλι, η απογοήτευση δεν άργησε να έρθει. Η Χριστίνα βρισκόταν πλέον σε απόγνωση. Κατάλαβε ότι ως γυναίκα δεν είχε τη δυνατότητα να βγάλει τίμια το ψωμί της, όσο σκληρά κι αν δούλευε. Αν είχε γεννηθεί αγόρι, θα είχε πολύ περισσότερες ευκαιρίες και παράλληλα, δεν θα δεχόταν διαρκώς παρενοχλήσεις.
Η ιδέα του «Θρασύβουλου»
Μια μέρα ο δάσκαλος της έδωσε 500 δραχμές για να ξοφλήσει τον μανάβη. Τότε της ήρθε η ιδέα. Αντί για το μαγαζί, κίνησε για τη στάση των λεωφορείων. Μαζί της είχε πάρει, χωρίς να γίνει αντιληπτή, μία αλλαξιά αντρικά ρούχα από την ντουλάπα του αφεντικού της. Αγόρασε ένα εισιτήριο για την Καλαμάτα και επιβιβάστηκε στο όχημα.
Όταν έφτασε στην Καλαμάτα έκοψε τα μαλλιά της κοντά και φόρεσε τα αντρικά ρούχα. Το μόνο που της έλειπε ήταν ένα νέο όνομα. Θυμήθηκε έναν συμμαθητή της με επιβλητικό ονοματεπώνυμο και αποφάσισε να το υιοθετήσει. Θρασύβουλος Ανδριανόπουλος, έτσι θα συστηνόταν από εδώ και στο εξής. Αφού είδε ότι στην Καλαμάτα δεν υπήρχαν πολλές δουλειές, πήρε το λεωφορείο για τον Πύργο. Εκεί εργάστηκε για μερικούς μήνες στο πλάι ενός ξυλουργού.
Έπειτα, θέλησε να αναζητήσει εργασία αλλού. Πέρασε από την Ολυμπία, την Αμαλιάδα, το Αίγιο, μέχρι που έφτασε στην Πάτρα. Το νέο της πόστο ήταν γκαρσόνι σε καφενείο. Μόλις μάζεψε λίγα χρήματα, αποφάσισε ότι ήταν καιρός να δοκιμάσει την τύχη της στην πρωτεύουσα. «Γύρισα από όλα τα χωριά της Αττικής. Μενίδι, Κορωπί, Μαρκόπουλο. Και πού δεν πήγα. Στο Χαλάνδρι, στο Μαρούσι, στην Κηφισιά, στους συνοικισμούς, στον Πειραιά, ζητιανεύοντας για να εξοικονομήσω τα ναύλα και λίγο ψωμί να φάω», εξιστορούσε αργότερα.
Τελικά βρήκε ξανά δουλειά ως σερβιτόρος σε ζαχαροπλαστείο στο Μαρούσι. Μάλιστα, το μαγαζί στεγαζόταν κάτω από την Χωροφυλακή της περιοχής. Ωστόσο, ποτέ κανείς δεν υποπτεύθηκε κάτι. Σύντομα, ο Θρασύβουλος έβγαζε ένα καλό μεροκάματο, μπορούσε να αγοράσει φαγητό και ρούχα, ενώ κατάφερνε να εξοικονομεί λίγα χρήματα για νυχτερινές εξόδους τα Σαββατοκύριακα. Είχε αποκτήσει φίλους και ήταν αγαπητός στη γειτονιά. Προκειμένου να μην κινήσει υποψίες, σύναψε την πρώτη του σχέση με κοπέλα. Της έταζε ότι θα την παντρευτεί και θα έφευγαν παρέα στην Αμερική, όπου ισχυριζόταν ότι ζούσε ο πατέρας του. Κάποια στιγμή που το ζαχαροπλαστείο δεν πήγαινε καλά, ο Θρασύβουλος αναγκάστηκε να φύγει.
Αποφάσισε να μην ψάξει για άλλη δουλειά, αλλά να γίνει ο ίδιος αφεντικό του εαυτού του. Πήρε ένα μεγάλο καλάθι και ξεκίνησε να πουλά κουλούρια στην Σταδίου. Μην γνωρίζοντας τις διατάξεις όμως, το είχε ξεσκέπαστο και οι αστυνομικοί του το κατάσχεσαν. Τότε στράφηκε στα κούμαρα. Τα μάζευε ο ίδιος από το δάσος του Τατοΐου και κατέβαινε να τα πουλήσει στο κέντρο. Από την πρώτη κιόλας μέρα ξεπούλησε.
Η κλοπή και η μεγάλη αποκάλυψη
Προκειμένου να γλιτώσει το καθημερινό εισιτήριο του λεωφορείου, ο Θρασύβουλος έκλεψε ένα ποδήλατο. Η άγνοιά του για τις διατάξεις που ίσχυαν στην πόλη όμως, για ακόμη μια φορά τον πρόδωσε. Ένα πρωινό του Δεκεμβρίου, ένας αστυφύλακας τον έπιασε να κατεβαίνει ανάποδα την οδό Σικελιανού στους Αμπελόκηπους. Όταν τον οδήγησε στο τμήμα, οι αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι το ποδήλατο ήταν κλεμμένο.
Πιστεύοντας ότι πρόκειται περί σεσημασμένου, δόθηκε εντολή να ερευνηθεί το σπίτι του. Στο μικρό δωμάτιο όπου διέμενε ο 15χρονος βρέθηκαν γυναικεία ρούχα και εσώρουχα. Για τους αστυνομικούς, αυτή ήταν η απόδειξη ότι ήταν κλεπτομανής. Τότε, το παιδί «λύγισε». Μέσα σε κλάματα και λυγμούς ομολόγησε ότι τα ρούχα ήταν δικά του, αφού στην πραγματικότητα ήταν κορίτσι. Ο διοικητής αρχικά δεν τον πίστεψε. Τίποτα στην εμφάνισή του δεν θύμιζαν γυναίκα. Ο Θρασύβουλος έβγαλε την μπλούζα για να φανεί το πανί με το οποίο είχε δέσει σφιχτά το γυναικείο στήθος του. Η καθαρίστρια του τμήματος, που κλήθηκε να δει κάτω από τα εσώρουχα, επιβεβαίωσε τα λόγια του 15χρονου. Δεν ήταν ο Θρασύβουλος, αλλά η Χριστίνα. Τότε, η νεαρή κοπέλα διηγήθηκε στους αστυνομικούς τι την είχε οδηγήσει στην αλλαγή φύλου.
Η ιστορία της ζωής της τους συγκίνησε. Τα βάσανα της Χριστίνας έδωσαν αφορμή να ανοίξει δημόσιος διάλογος για την ανισότητα των γυναικών στην αγορά εργασίας. Πολλοί πολίτες, συγκινημένοι, προσφέρθηκαν να της δώσουν δουλειά, ενώ ο εισαγγελέας την αθώωσε, για το πταίσμα της κλοπής. Η ιστορία της έφτασε μέχρι τα υπουργικά γραφεία. Ο τότε υπουργός Ασφαλείας Κώστας Κοτζιάς, από κοινού με τον υφυπουργό Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, δήλωσαν ότι θα έπαιρναν το νεαρό κορίτσι υπό την προστασία τους.
Όπως χαρακτηριστικά κατέληγε στο άρθρο του ο Αλέκος Σακελλάριος, που τα χρόνια εκείνα δημοσιογραφούσε στην Ακρόπολη: «Τα αφεντικά, οι περίεργοι αυτοί ‘κύριοι’, επιθυμούν συνήθως σφοδρότατα να φιλήσουν μια Χριστίνα. Δεν έχουν όμως κανένα κέφι να φιλήσουν έναν Θρασύβουλο που μπορεί και να… οπλοφορεί. Ας ελπίσουμε ότι η Χριστίνα δεν θα βρεθεί στην ανάγκη να ξαναγίνει Θρασύβουλος!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου