Παρακάτω παρουσιάζονται κάποιες παράξενες ιστορίες σπανίων περιστατικών όπου ο χρόνος δεν φαίνεται να κυλάει με τον τρόπο όπου τον αντιλαμβανόμαστε κανονικά. Κάποιοι άνθρωποι αναφέρουν κενά στο χρόνο, ταξίδια στο χρόνο, απουσία χρόνου και πιθανές φευγαλέες ματιές στο παρελθόν ή το μέλλον.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι η αντίληψη μας για το χρόνο είναι συχνά τόσο συνήθης και κοινότοπη, όταν ένας άνθρωπος βιώνει κάποιο από αυτά τα κενά, το αναφέρει ως το πιο περίεργο και μπερδεμένο πράγμα που έχει βιώσει ποτέ.
Ας δούμε λοιπόν τις ιστορίες. Μπορεί σε κάποιους να θυμίζουν και μια δική τους εμπειρία.
Μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας
Το 1991 ο Glenn ήταν φοιτητής πανεπιστημίου στη Νέα Σκοτία. Αυτό το οποίο αρχικά ήταν μια συνηθισμένη διαδρομή με το λεωφορείο προς τη γενέτειρα του για να επισκεφθεί τους γονείς του, μετατράπηκε σε μια μπερδεμένη διαστρέβλωση του χρόνου και του χώρου. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος:
"Καθόμουν στο πίσω μέρος του λεωφορείου και δεν ήταν κανείς τριγύρω μου, υπήρχε όμως μια οικογένεια που καθόταν στο μπροστινό μέρος, πίσω ακριβώς από τη θέση του οδηγού. Η διάρκεια της διαδρομής ήταν ήρεμη έως τη στιγμή που πλησιάσαμε κοντά στη γενέτειρα πόλη μου. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο και αντίκρισα το εργοστάσιο ελαστικών της Michelin καθώς το προσπερνούσαμε, ανεβαίνοντας το λόφο. Όταν το λεωφορείο έφτασε στο πιο ψηλό μέρος του λόφου είχα ένα περίεργο συναίσθημα και για κάποιο ανεξήγητο λόγο άρχισα να φαντάζομαι πολλούς ανθρώπους μέσα στο λεωφορείο να με κοροϊδεύουν!
Ακριβώς τότε συνέβη μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας και το λεωφορείο βρέθηκε ξαφνικά στην εθνική οδό που βρισκόταν ένα μίλι πιο πίσω μας! Τότε μπόρεσα να το δω να προσπερνάει και πάλι το εργοστάσιο ελαστικών, κάτι το οποίο με τρόμαξε. Παρατήρησα επίσης την οικογένεια που καθόταν μπροστά και η οποία μιλούσε προηγουμένως πολύ δυνατά, να είναι πολύ ήσυχη αυτή τη φορά.
Όταν σταματήσαμε πλησίασα τον οδηγό και του είπα τι νόμιζα ότι συνέβαινε. Εκείνος με κοίταξε όντας νευρικός και μου είπε 'Τέτοια πράγματα συμβαίνουν'."
Ένα σύντομο άλμα στο χρόνο
Ο οδηγός του λεωφορείου είχε προφανώς δίκιο. Παρόμοια πράγματα όντως συμβαίνουν. Αρκεί να ρωτήσουμε τη Sue, η οποία το φθινόπωρο του 1994 οδηγούσε μαζί με το φίλο της Jim προς το σπίτι τους στο Fallbrook της California όταν ενδεχομένως έκαναν ένα μικρό άλμα στο χρόνο. Όπως λέει η Sue:
"Υπάρχουν δύο δρόμοι για το Fallbrook, ένας από το βορρά και ένας από το νότο. Κατευθυνόμασταν από το νότο προς το βορρά στη λεωφόρο Mission Rd., η οποία έχει μήκος 4 μίλια και είναι διπλής κατευθύνσεως. Ήταν Παρασκευή απόγευμα και είπα αφηρημένα ότι είναι πολύ περίεργο που δεν είχαμε συναντήσει ως εκείνη την ώρα άλλα αυτοκίνητα στην αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που συνέβαινε από τότε που μπήκαμε στη συγκεκριμένη λεωφόρο. Το Fallbrook είναι μια μικρή πόλη, όμως αυτός ο δρόμος είχε πάντα πολύ κίνηση.
Ήξερα ότι είναι 06:24 επειδή είχα μόλις κοιτάξει την πορτοκαλί ένδειξη της ώρας στο στερεοφωνικό όταν ξαφνικά το αυτοκίνητο νέκρωσε, το πετάλι έγινε πολύ σκληρό και τα φώτα έσβησαν. Θυμάμαι ότι ένιωσα πολύ μεγάλη σύγχυση, καθώς σκεφτόμουν ότι μπορεί να τελείωσε η βενζίνη και ας ήξερα ότι είχαμε αρκετά καύσιμα ακόμη. Το αυτοκίνητο βγήκε αμέσως από το δρόμο και όταν ο Jim ρώτησε τι έγινε δεν ήξερα τι να απαντήσω, είχα όμως την αίσθηση ότι είχα αποκοιμηθεί ή... δεν ξέρω και εγώ τι.
Έβαλα ξανά ταχύτητα, ο Jim πήδηξε έξω από το αυτοκίνητο, ήρθε προς τη μεριά μου και άνοιξε την πόρτα. Εγώ πήγα στη θέση του συνοδηγού, εκείνος μπήκε μέσα, έβαλε μπροστά τη μίζα και το αυτοκίνητο πήρε μπροστά! Ενώ απομακρυνόμασταν ένιωθα ενοχλημένη και λίγο νευρική, όμως κάτι πραγματικά περίεργο είχε μόλις συμβεί. Κοίταξα πάλι την ώρα και ήταν 06:36. Είχαν περάσει 12 λεπτά ενώ το όλο περιστατικό δεν μπορεί να είχε διάρκεια που να ξεπερνούσε το 1,5 λεπτό".
Είχε πάει εκεί προτού καν φτάσει
Είμαστε εξοικειωμένοι με τη γραμμική απεικόνιση του χρόνου όπου το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο. Με ένα περίεργο τρόπο όμως, δεν συμβαίνει πάντοτε αυτό. Ας λάβουμε υπόψη μας την εμπειρία της Eula White στην αγροτική Alabama του 1920 όταν ήταν μικρό κορίτσι. Η Eula αναφέρει:
"Εκείνα τα χρόνια η αγροτική Alabama ήταν σχετικά πίσω. Λίγη ηλεκτροδότηση ενώ τα άλογα και τα βαγόνια ήταν τα μόνα μέσα μεταφοράς για τους περισσότερους ντόπιους. Θυμάμαι ότι ήταν μια ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού και νωρίς εκείνο το πρωί είχα μαζευτεί με κάποιες άλλες γυναίκες στη μπροστινή βεράντα στη φάρμα των Hawkins για να μαζέψουμε φασόλια και μπιζέλια από κάποια θαμνάκια.
Κατά το μεσημέρι ήμασταν ακόμα εκεί και μαζεύαμε μπιζέλια όταν σηκωθήκαμε και είδαμε τον κύριο Hawkins να πλησιάζει προς το σπίτι. Στο μπροστινό μέρος της σέλας του αλόγου του ήταν ένα μεγάλο λευκό σακί με αλεύρι και στο αριστερό του χέρι κρατούσε μια καφέ τσάντα με διάφορα λαχανικά. Τον κοιτούσαμε καθώς πήγαινε προς την πόρτα και σταμάτησε εκεί περιμένοντας από κάποιον να ανοίξει. Ένα από τα αγόρια έτρεξε και την άνοιξε και τότε, μπροστά στα μάτια όλων των γυναικών και των παιδιών, ο κύριος Hawkins εξαφανίστηκε! Μέσα σε μια στιγμή, απλά εξαφανίστηκε!
Για ένα δυο περίπου δευτερόλεπτα μείναμε άφωνοι και ύστερα τρομοκρατημένοι αρχίσαμε να ουρλιάζουμε. Λίγα λεπτά αργότερα ηρεμήσαμε, όμως ακόμη τρέμαμε και ήμασταν συγχυσμένες. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε οπότε ύστερα από λίγο συνεχίσαμε να μαζεύουμε μπιζέλια ενώ η κυρία Hawkins και τα αγόρια έκλεισαν την πόρτα.
Περίπου μισή ώρα αργότερα είδαμε πάλι τον κύριο Hawkins να έρχεται με το άλογο προς το σπίτι με το ίδιο λευκό σακί με αλεύρι μπροστά στην σέλα του και με την ίδια καφέ τσάντα με λαχανικά στο αριστερό του χέρι. Κατευθύνθηκε ξανά προς την πόρτα και σταμάτησε χωρίς να πει τίποτα. Εμείς απλώς τον κοιτούσαμε περιμένοντας να δούμε τι θα συμβεί. Ύστερα, προς μεγάλη μας ανακούφιση, ο κύριος Hawkins είπε: 'Λοιπόν, θα μου ανοίξει κανείς την πόρτα;' Ο κύριος Hawkins είχε έρθει εκεί προτού καν φτάσει".
Στιγμιαία επανάληψη του χρόνου
Μια παρόμοια επανάληψη του χρόνου συνέβη στον Ryan Bratton στην ηλικία των οκτώ. Ήταν μια κατά τα άλλα συνηθισμένη ημέρα για αυτόν και το φίλο του που κάθονταν στην αυλή του ενώ κάποια άλλα παιδιά οδηγούσαν με τα ποδήλατα τους κατά μήκος ενός δρόμου. Όπως θυμάται:
"Ένα αυτοκίνητο ήρθε από το δρόμο και σταμάτησε μπροστά από ένα σπίτι. Ένα παιδάκι βγήκε έξω και έτρεξε μέσα στο σπίτι κάνοντας φασαρία και φωνάζοντας όπως κάνουν τα παιδιά της ηλικίας του ενώ ένα κορίτσι πέρασε με το ποδήλατο της από το δρόμο.
Λίγα λεπτά αργότερα το ίδιο αυτοκίνητο ήρθε από τν δρόμο, σταμάτησε στο σπίτι και το ίδιο παιδάκι βγήκε έξω από αυτό και έτρεξε μέσα στο σπίτι κάνοντας φασαρία και φωνάζοντας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το είχε κάνει και πριν. Και τότε το ίδιο κορίτσι κατηφόρισε ξανά προς το δρόμο. Κοίταξα το φίλο μου και μου είπε ότι δεν είχε ιδέα για το τι είχε μόλις συμβεί".
Ταξίδι στο παρελθόν...
Οι πιο εντυπωσιακές περιπτώσεις ταξιδιού στο χρόνο είναι πιθανώς εκείνες όπου κάποιοι άνθρωποι βλέπουν, ακούν ή ακόμα αλληλεπιδρούν με άλλους ανθρώπους ή πράγματα που φαίνεται πως συνέβησαν σε άλλο τόπο και σε άλλη χρονική στιγμή.
Ο John ήταν ένα εξάχρονο αγόρι στο Stoke-on-Trent της Αγγλίας όταν συνέβη ένα τέτοιο φευγαλέο περιστατικό. Πήγαινε στο σχολείο μαζί με κάποια άλλα παιδιά όταν σταμάτησαν για να παρατηρήσουν κάποιους οικοδόμους που δούλευαν σε κάποια καινούρια σπίτια. Καθώς πλησίαζαν προς εκείνο το σημείο, παρατήρησαν ένα παλιό αγροτόσπιτο που βρισκόταν εκεί κοντά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα βγήκε έξω και προσέφερε στον John και στους φίλους του πορτοκαλάδα καθώς έμπαιναν μέσα στο σπίτι της.
Αφού έφυγαν από το αγροτόσπιτο και συνέχισαν το δρόμο τους προς το σχολείο, ανακάλυψαν ότι ήταν περίπου 4 και το σχολείο έκλεινε. Είχαν φύγει από το σπίτι στη 1:30 και είχαν κάνει μια διαδρομή που θα πρέπει να είχε διάρκεια 20 λεπτά!
Την επόμενη ημέρα ο John και οι φίλοι του έκαναν την ίδια διαδρομή για το σχολείο αλλά προς μεγάλη τους έκπληξη δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη του αγροτόσπιτου ή της ηλικιωμένης που είχαν δει την προηγούμενη ημέρα.
Η μόνη εξήγηση για το τι βίωσε ο John και οι φίλοι του φαίνεται πως είναι κάποια μορφή 'γλιστρήματος' στον χρόνο κατά το οποίο για λίγες ώρες μεταφέρθηκαν σε μια παλιότερη εποχή όπου πράγματι υπήρχε ένα αγροτόσπιτο και ο ιδιοκτήτης του σε εκείνο το μέρος.
...Και σε μια μελλοντική πόλη
Όσο παράξενη και αν ήταν, ενδεχομένως να είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε την εμπειρία του John σχετικά με κάτι που έχει ήδη συμβεί παρά να κατανοήσουμε την εμπειρία της Daisy που συνάντησε ένα μέρος το οποίο δεν υπάρχει ακόμα και ίσως να μην υπάρχει για αιώνες. Η Daisy και ο φίλος της ο Rick κατευθύνονταν με το παλιό φορτηγάκι του προς το σπίτι ενός άλλου φίλου τους το Σεπτέμβρη του 2004. Όπως αναφέρει η Daisy:
"Ξαφνικά, η μηχανή έσβησε και εγώ μαζί με τον Rick βρεθήκαμε σε έναν ερημωμένο αυτοκινητόδρομο μέσα στη νύχτα. Ήμασταν περιτριγυρισμένοι και από τις δύο πλευρές του δρόμου με κτήματα καλαμποκιού, γεγονός που επιμήκυνε την αίσθηση της απόστασης.
Ο Rick έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βάλει μπροστά το φορτηγάκι ξανά, όμως φαίνεται ότι δεν δούλευε. Αποφασίσαμε να περπατήσουμε προς την πλησιέστερη πόλη που απείχε περίπου 2 μίλια για να βρούμε κάποιο τηλέφωνο που λειτουργεί με κέρματα για να καλέσουμε το φίλο μας. Μας φάνηκε πως η διαδρομή μας πήρε ώρες και η πόλη δεν ήταν πουθενά.
Παρόλα αυτά και ενώ ήμασταν ήδη απελπισμένοι, είδαμε ένα εκθαμβωτικό καφέ φως να ξεπροβάλλει πίσω από τον απόκρημνο λόφο που βρισκόταν μπροστά μας. Ανεβήκαμε τρέχοντας το λόφο που μας εμπόδιζε να δούμε από που προερχόταν το φως και μείναμε άφωνοι από αυτό που είδαμε. Ο Rick και εγώ μπορούσαμε να δούμε πίσω από το λόφο αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια φουτουριστική πόλη με φώτα να ξεπροβάλλουν από το κάθε παράθυρο ενός τεράστιου, μεταλλικού πύργου. Στο κέντρο αυτής της πόλης βρισκόταν ένας πελώριος ασημένιος θόλος.
Κοίταζα εμβρόντητη για ώρα την πόλη μέχρι την στιγμή που ο Rick με σκούντησε στον αγκώνα, κάτι που με έβγαλε από την έκσταση μου και μου έδειξε τον ουρανό. Επάνω από την πόλη αιωρούνταν εκατοντάδες ιπτάμενα οχήματα και ένα από αυτά πέταξε προς το μέρος μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Ο Rick και εγώ φοβηθήκαμε τόσο πολύ που φύγαμε τρέχοντας και κατευθυνθήκαμε προς το χαλασμένο μας φορτηγάκι. Δεν κοίταξα καθόλου πίσω όμως ένιωθα ότι κάποιος με παρακολουθούσε σε όλη την διαδρομή. Όταν μπήκαμε μέσα στο φορτηγάκι, αυτό πήρε μπροστά χωρίς καμία δυσκολία. Φύγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση και δεν πήγαμε ποτέ ξανά εκεί ούτε και μιλήσαμε για αυτό από τότε".
Ας δούμε λοιπόν τις ιστορίες. Μπορεί σε κάποιους να θυμίζουν και μια δική τους εμπειρία.
Μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας
Το 1991 ο Glenn ήταν φοιτητής πανεπιστημίου στη Νέα Σκοτία. Αυτό το οποίο αρχικά ήταν μια συνηθισμένη διαδρομή με το λεωφορείο προς τη γενέτειρα του για να επισκεφθεί τους γονείς του, μετατράπηκε σε μια μπερδεμένη διαστρέβλωση του χρόνου και του χώρου. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος:
"Καθόμουν στο πίσω μέρος του λεωφορείου και δεν ήταν κανείς τριγύρω μου, υπήρχε όμως μια οικογένεια που καθόταν στο μπροστινό μέρος, πίσω ακριβώς από τη θέση του οδηγού. Η διάρκεια της διαδρομής ήταν ήρεμη έως τη στιγμή που πλησιάσαμε κοντά στη γενέτειρα πόλη μου. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο και αντίκρισα το εργοστάσιο ελαστικών της Michelin καθώς το προσπερνούσαμε, ανεβαίνοντας το λόφο. Όταν το λεωφορείο έφτασε στο πιο ψηλό μέρος του λόφου είχα ένα περίεργο συναίσθημα και για κάποιο ανεξήγητο λόγο άρχισα να φαντάζομαι πολλούς ανθρώπους μέσα στο λεωφορείο να με κοροϊδεύουν!
Ακριβώς τότε συνέβη μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας και το λεωφορείο βρέθηκε ξαφνικά στην εθνική οδό που βρισκόταν ένα μίλι πιο πίσω μας! Τότε μπόρεσα να το δω να προσπερνάει και πάλι το εργοστάσιο ελαστικών, κάτι το οποίο με τρόμαξε. Παρατήρησα επίσης την οικογένεια που καθόταν μπροστά και η οποία μιλούσε προηγουμένως πολύ δυνατά, να είναι πολύ ήσυχη αυτή τη φορά.
Όταν σταματήσαμε πλησίασα τον οδηγό και του είπα τι νόμιζα ότι συνέβαινε. Εκείνος με κοίταξε όντας νευρικός και μου είπε 'Τέτοια πράγματα συμβαίνουν'."
Ένα σύντομο άλμα στο χρόνο
Ο οδηγός του λεωφορείου είχε προφανώς δίκιο. Παρόμοια πράγματα όντως συμβαίνουν. Αρκεί να ρωτήσουμε τη Sue, η οποία το φθινόπωρο του 1994 οδηγούσε μαζί με το φίλο της Jim προς το σπίτι τους στο Fallbrook της California όταν ενδεχομένως έκαναν ένα μικρό άλμα στο χρόνο. Όπως λέει η Sue:
"Υπάρχουν δύο δρόμοι για το Fallbrook, ένας από το βορρά και ένας από το νότο. Κατευθυνόμασταν από το νότο προς το βορρά στη λεωφόρο Mission Rd., η οποία έχει μήκος 4 μίλια και είναι διπλής κατευθύνσεως. Ήταν Παρασκευή απόγευμα και είπα αφηρημένα ότι είναι πολύ περίεργο που δεν είχαμε συναντήσει ως εκείνη την ώρα άλλα αυτοκίνητα στην αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που συνέβαινε από τότε που μπήκαμε στη συγκεκριμένη λεωφόρο. Το Fallbrook είναι μια μικρή πόλη, όμως αυτός ο δρόμος είχε πάντα πολύ κίνηση.
Ήξερα ότι είναι 06:24 επειδή είχα μόλις κοιτάξει την πορτοκαλί ένδειξη της ώρας στο στερεοφωνικό όταν ξαφνικά το αυτοκίνητο νέκρωσε, το πετάλι έγινε πολύ σκληρό και τα φώτα έσβησαν. Θυμάμαι ότι ένιωσα πολύ μεγάλη σύγχυση, καθώς σκεφτόμουν ότι μπορεί να τελείωσε η βενζίνη και ας ήξερα ότι είχαμε αρκετά καύσιμα ακόμη. Το αυτοκίνητο βγήκε αμέσως από το δρόμο και όταν ο Jim ρώτησε τι έγινε δεν ήξερα τι να απαντήσω, είχα όμως την αίσθηση ότι είχα αποκοιμηθεί ή... δεν ξέρω και εγώ τι.
Έβαλα ξανά ταχύτητα, ο Jim πήδηξε έξω από το αυτοκίνητο, ήρθε προς τη μεριά μου και άνοιξε την πόρτα. Εγώ πήγα στη θέση του συνοδηγού, εκείνος μπήκε μέσα, έβαλε μπροστά τη μίζα και το αυτοκίνητο πήρε μπροστά! Ενώ απομακρυνόμασταν ένιωθα ενοχλημένη και λίγο νευρική, όμως κάτι πραγματικά περίεργο είχε μόλις συμβεί. Κοίταξα πάλι την ώρα και ήταν 06:36. Είχαν περάσει 12 λεπτά ενώ το όλο περιστατικό δεν μπορεί να είχε διάρκεια που να ξεπερνούσε το 1,5 λεπτό".
Είχε πάει εκεί προτού καν φτάσει
Είμαστε εξοικειωμένοι με τη γραμμική απεικόνιση του χρόνου όπου το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο. Με ένα περίεργο τρόπο όμως, δεν συμβαίνει πάντοτε αυτό. Ας λάβουμε υπόψη μας την εμπειρία της Eula White στην αγροτική Alabama του 1920 όταν ήταν μικρό κορίτσι. Η Eula αναφέρει:
"Εκείνα τα χρόνια η αγροτική Alabama ήταν σχετικά πίσω. Λίγη ηλεκτροδότηση ενώ τα άλογα και τα βαγόνια ήταν τα μόνα μέσα μεταφοράς για τους περισσότερους ντόπιους. Θυμάμαι ότι ήταν μια ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού και νωρίς εκείνο το πρωί είχα μαζευτεί με κάποιες άλλες γυναίκες στη μπροστινή βεράντα στη φάρμα των Hawkins για να μαζέψουμε φασόλια και μπιζέλια από κάποια θαμνάκια.
Κατά το μεσημέρι ήμασταν ακόμα εκεί και μαζεύαμε μπιζέλια όταν σηκωθήκαμε και είδαμε τον κύριο Hawkins να πλησιάζει προς το σπίτι. Στο μπροστινό μέρος της σέλας του αλόγου του ήταν ένα μεγάλο λευκό σακί με αλεύρι και στο αριστερό του χέρι κρατούσε μια καφέ τσάντα με διάφορα λαχανικά. Τον κοιτούσαμε καθώς πήγαινε προς την πόρτα και σταμάτησε εκεί περιμένοντας από κάποιον να ανοίξει. Ένα από τα αγόρια έτρεξε και την άνοιξε και τότε, μπροστά στα μάτια όλων των γυναικών και των παιδιών, ο κύριος Hawkins εξαφανίστηκε! Μέσα σε μια στιγμή, απλά εξαφανίστηκε!
Για ένα δυο περίπου δευτερόλεπτα μείναμε άφωνοι και ύστερα τρομοκρατημένοι αρχίσαμε να ουρλιάζουμε. Λίγα λεπτά αργότερα ηρεμήσαμε, όμως ακόμη τρέμαμε και ήμασταν συγχυσμένες. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε οπότε ύστερα από λίγο συνεχίσαμε να μαζεύουμε μπιζέλια ενώ η κυρία Hawkins και τα αγόρια έκλεισαν την πόρτα.
Περίπου μισή ώρα αργότερα είδαμε πάλι τον κύριο Hawkins να έρχεται με το άλογο προς το σπίτι με το ίδιο λευκό σακί με αλεύρι μπροστά στην σέλα του και με την ίδια καφέ τσάντα με λαχανικά στο αριστερό του χέρι. Κατευθύνθηκε ξανά προς την πόρτα και σταμάτησε χωρίς να πει τίποτα. Εμείς απλώς τον κοιτούσαμε περιμένοντας να δούμε τι θα συμβεί. Ύστερα, προς μεγάλη μας ανακούφιση, ο κύριος Hawkins είπε: 'Λοιπόν, θα μου ανοίξει κανείς την πόρτα;' Ο κύριος Hawkins είχε έρθει εκεί προτού καν φτάσει".
Στιγμιαία επανάληψη του χρόνου
Μια παρόμοια επανάληψη του χρόνου συνέβη στον Ryan Bratton στην ηλικία των οκτώ. Ήταν μια κατά τα άλλα συνηθισμένη ημέρα για αυτόν και το φίλο του που κάθονταν στην αυλή του ενώ κάποια άλλα παιδιά οδηγούσαν με τα ποδήλατα τους κατά μήκος ενός δρόμου. Όπως θυμάται:
"Ένα αυτοκίνητο ήρθε από το δρόμο και σταμάτησε μπροστά από ένα σπίτι. Ένα παιδάκι βγήκε έξω και έτρεξε μέσα στο σπίτι κάνοντας φασαρία και φωνάζοντας όπως κάνουν τα παιδιά της ηλικίας του ενώ ένα κορίτσι πέρασε με το ποδήλατο της από το δρόμο.
Λίγα λεπτά αργότερα το ίδιο αυτοκίνητο ήρθε από τν δρόμο, σταμάτησε στο σπίτι και το ίδιο παιδάκι βγήκε έξω από αυτό και έτρεξε μέσα στο σπίτι κάνοντας φασαρία και φωνάζοντας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το είχε κάνει και πριν. Και τότε το ίδιο κορίτσι κατηφόρισε ξανά προς το δρόμο. Κοίταξα το φίλο μου και μου είπε ότι δεν είχε ιδέα για το τι είχε μόλις συμβεί".
Ταξίδι στο παρελθόν...
Οι πιο εντυπωσιακές περιπτώσεις ταξιδιού στο χρόνο είναι πιθανώς εκείνες όπου κάποιοι άνθρωποι βλέπουν, ακούν ή ακόμα αλληλεπιδρούν με άλλους ανθρώπους ή πράγματα που φαίνεται πως συνέβησαν σε άλλο τόπο και σε άλλη χρονική στιγμή.
Ο John ήταν ένα εξάχρονο αγόρι στο Stoke-on-Trent της Αγγλίας όταν συνέβη ένα τέτοιο φευγαλέο περιστατικό. Πήγαινε στο σχολείο μαζί με κάποια άλλα παιδιά όταν σταμάτησαν για να παρατηρήσουν κάποιους οικοδόμους που δούλευαν σε κάποια καινούρια σπίτια. Καθώς πλησίαζαν προς εκείνο το σημείο, παρατήρησαν ένα παλιό αγροτόσπιτο που βρισκόταν εκεί κοντά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα βγήκε έξω και προσέφερε στον John και στους φίλους του πορτοκαλάδα καθώς έμπαιναν μέσα στο σπίτι της.
Αφού έφυγαν από το αγροτόσπιτο και συνέχισαν το δρόμο τους προς το σχολείο, ανακάλυψαν ότι ήταν περίπου 4 και το σχολείο έκλεινε. Είχαν φύγει από το σπίτι στη 1:30 και είχαν κάνει μια διαδρομή που θα πρέπει να είχε διάρκεια 20 λεπτά!
Την επόμενη ημέρα ο John και οι φίλοι του έκαναν την ίδια διαδρομή για το σχολείο αλλά προς μεγάλη τους έκπληξη δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη του αγροτόσπιτου ή της ηλικιωμένης που είχαν δει την προηγούμενη ημέρα.
Η μόνη εξήγηση για το τι βίωσε ο John και οι φίλοι του φαίνεται πως είναι κάποια μορφή 'γλιστρήματος' στον χρόνο κατά το οποίο για λίγες ώρες μεταφέρθηκαν σε μια παλιότερη εποχή όπου πράγματι υπήρχε ένα αγροτόσπιτο και ο ιδιοκτήτης του σε εκείνο το μέρος.
...Και σε μια μελλοντική πόλη
Όσο παράξενη και αν ήταν, ενδεχομένως να είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε την εμπειρία του John σχετικά με κάτι που έχει ήδη συμβεί παρά να κατανοήσουμε την εμπειρία της Daisy που συνάντησε ένα μέρος το οποίο δεν υπάρχει ακόμα και ίσως να μην υπάρχει για αιώνες. Η Daisy και ο φίλος της ο Rick κατευθύνονταν με το παλιό φορτηγάκι του προς το σπίτι ενός άλλου φίλου τους το Σεπτέμβρη του 2004. Όπως αναφέρει η Daisy:
"Ξαφνικά, η μηχανή έσβησε και εγώ μαζί με τον Rick βρεθήκαμε σε έναν ερημωμένο αυτοκινητόδρομο μέσα στη νύχτα. Ήμασταν περιτριγυρισμένοι και από τις δύο πλευρές του δρόμου με κτήματα καλαμποκιού, γεγονός που επιμήκυνε την αίσθηση της απόστασης.
Ο Rick έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βάλει μπροστά το φορτηγάκι ξανά, όμως φαίνεται ότι δεν δούλευε. Αποφασίσαμε να περπατήσουμε προς την πλησιέστερη πόλη που απείχε περίπου 2 μίλια για να βρούμε κάποιο τηλέφωνο που λειτουργεί με κέρματα για να καλέσουμε το φίλο μας. Μας φάνηκε πως η διαδρομή μας πήρε ώρες και η πόλη δεν ήταν πουθενά.
Παρόλα αυτά και ενώ ήμασταν ήδη απελπισμένοι, είδαμε ένα εκθαμβωτικό καφέ φως να ξεπροβάλλει πίσω από τον απόκρημνο λόφο που βρισκόταν μπροστά μας. Ανεβήκαμε τρέχοντας το λόφο που μας εμπόδιζε να δούμε από που προερχόταν το φως και μείναμε άφωνοι από αυτό που είδαμε. Ο Rick και εγώ μπορούσαμε να δούμε πίσω από το λόφο αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια φουτουριστική πόλη με φώτα να ξεπροβάλλουν από το κάθε παράθυρο ενός τεράστιου, μεταλλικού πύργου. Στο κέντρο αυτής της πόλης βρισκόταν ένας πελώριος ασημένιος θόλος.
Κοίταζα εμβρόντητη για ώρα την πόλη μέχρι την στιγμή που ο Rick με σκούντησε στον αγκώνα, κάτι που με έβγαλε από την έκσταση μου και μου έδειξε τον ουρανό. Επάνω από την πόλη αιωρούνταν εκατοντάδες ιπτάμενα οχήματα και ένα από αυτά πέταξε προς το μέρος μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Ο Rick και εγώ φοβηθήκαμε τόσο πολύ που φύγαμε τρέχοντας και κατευθυνθήκαμε προς το χαλασμένο μας φορτηγάκι. Δεν κοίταξα καθόλου πίσω όμως ένιωθα ότι κάποιος με παρακολουθούσε σε όλη την διαδρομή. Όταν μπήκαμε μέσα στο φορτηγάκι, αυτό πήρε μπροστά χωρίς καμία δυσκολία. Φύγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση και δεν πήγαμε ποτέ ξανά εκεί ούτε και μιλήσαμε για αυτό από τότε".
Η Ιστορία της Πορσελάνινης Κούκλας
Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι μια ιστορία βγαλμένη από την φαντασία και δεν έχει σκοπό να τρομοκρατήσει. Είναι η ιστορία μίας Πορσελάνινης κούκλας μίας κούκλας που μέσα της κρύβει μια εγκλωβισμένη ψυχή.
Στο νεοκλασικό μου σπίτι, ένα σπίτι που ποια οι γονείς μου μαζί με τον θείο μου έχουν πουλήσει, ένα σπίτι με ξύλινα πατώματα, ένα σπίτι που έμελλε να γίνει μία ακόμα ιστορία από τις ιστορίες τρόμου.
Τέλος του 1890 το σπίτι αυτό ήταν ένα σχολείο για τα παιδία της εποχής. Για αρκετά χρόνια αποτελούσε ένα κέντρο πολιτισμού και εκπαίδευσης για τα παιδία αυτά. Ίσως να πήγαινε και η γιαγιά μου εκεί, δεν θέλω να πω κάτι λάθος λόγω του ότι η γιαγιά μου δεν είναι πια στην ζωή, όποτε θα αφήσω ένα πέπλο μυστηρίου σε αυτό το στοιχείο.
Μετά από αρκετά χρόνια το σχολείο σταμάτησε να λειτουργεί, πιθανότατα λόγο της εξάπλωσης της κωμόπολης ο χώρος δεν ήταν επαρκής για κάτι τέτοιο, έτσι το εν λόγο χτίσμα μετά από έναν άλλον αγοραστή πέρασε στα χέρια του παππού μου. Το σπίτι ήταν μεγάλη ευκαιρία πολύ μεγάλο και σε καλή τιμή. Ο παππούς μου δεν έχασε την ευκαιρία να το αγοράσει. Έτσι παντρεύτηκε την γιαγιά μου και έκαναν δύο αγόρια τον πατέρα μου και τον θείο μου. Οι ζωές του κυλούσαν ομαλά και έτσι τα παιδιά μεγάλωσαν και έκαναν και αυτοί παιδιά. Ένα από τα παιδιά είμαι και εγώ, και αυτή είναι η ιστορία μου.
Όταν άρχισα να έχω τις πρώτες μου αναμνήσεις από το σπίτι της γιαγιάς μου και του παππού μου πάντα θυμάμαι να με διακατέχει μια παγωμάρα, θα μπορούσε να ήταν ο φόβος ενός παιδιού όμως πολλές φορές οι αλήθειες εμφανίζονται μόνο σε αυτούς που τις πιστεύουν.
Ένα βράδυ κοιμώμενος μαζί με τους γονείς μου σηκώθηκα γιατί δεν ήμουν πολύ καλά, θυμάμαι άνοιξα την πόρτα αυτού του δωματίου, ήταν σχεδόν σκοτεινά και είδα την κούκλα να γύρνα και να με κοιτά. Με κοίταξε το θυμάμαι… ορκίζομαι πως δεν έκανα λάθος… πιστεύω πως ήθελε να μάθω ότι ζει. Αμέσως έσπευσα στο κρεβάτι και πήρα αγκαλιά την μητέρα μου. Το πρωί είπα την ιστορία στον πατέρα μου. Όλοι γέλασαν. Μου είπαν πως μου φάνηκε και πως είναι από πλαστικό και δεν έχει ψυχή. Θυμάμαι που μου την σήκωσε η γιαγιά ψηλά λέγοντας πως είναι απλά μία κούκλα και τίποτα παραπάνω.
Μετά από εκείνη την βραδιά αλλάξαμε δωμάτιο, δεν ξέρω αν ο φόβος με είχε κυριεύσει αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Άκουγα βήματα. Οι γονείς μου, μου είπαν πως είναι παλιό το σπίτι και πως ο αέρας έκανε θόρυβο, όμως εγώ ήμουν σίγουρος πως κάτι παράξενο συνέβαινε στο σπίτι. Το πάτωμα έτριζε κάθε βράδυ σαν κάτι να περπατά. Ένοιωθα το στρώμα μου βαρύ και ο φόβος με διακατείχε.
Με τα χρόνια εξαιτίας του θανάτου του παππού μου και της μεγάλης ηλικίας της γιαγιάς μου το σπίτι πουλήθηκε. Για πολλά χρόνια είχα ξεχάσει το τι είδα, το τι ένοιωσα. Ίσως αμφισβήτησα τον εαυτό μου, ώσπου μία μέρα σε μία αναπόληση της ζωής μας όταν ήμασταν μικροί οι μεσαία μου ξαδέλφη (μεγαλύτερη από εμένα) μου είπε για αυτήν την κούκλα. Τα λόγια της ήταν ακριβώς αυτά που φοβόμουν να ακούσω: «Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτή η κούκλα πάντα με τρόμαζε, όχι μόνο η κούκλα αλλά και το δωμάτιο, ήταν κρύο, ήταν ξένο, αισθανόμουν πως η κούκλα κάποιες φορές με κοιτούσε, μία μέρα όταν οι γονείς μου με άφησαν με την γιαγιά, την είδα να μου χαμογελά».
Την επόμενη μέρα άρχιζα να κατακλύζω τον πατέρα μου με ρωτήσεις για την κούκλα. Ο ίδιος την θυμόταν από μικρός εκεί. Πότε δεν ρώτησα ποιος την έφερε και γιατί μου είπε. Ποτέ δεν έγινε κάποια αναφορά σε αυτήν. Βουτηγμένος στην περιέργεια έψαξα όλες τις οικογενειακές μας φωτογραφίες, όμως εις μάτην καμία δεν περιείχε αυτήν κούκλα. Πως καμία φωτογραφία δε υπήρχε με αυτήν; Πως και γιατί αναπάντητα. Αυτή η κούκλα έκρυβε πολλά μυστικά, ήμουν πια σίγουρος.
Μετά από πίεση ζήτησα από τον πατέρα μου να επισκεφτούμε τον άνθρωπο που είχε νοικιάσει το σπίτι. Το σπίτι είχε αλλάξει ριζικά και τίποτα δεν θύμιζε το παλιό μας σπίτι. Το δωμάτιο με την κούκλα ήταν άδειο, ο ίδιος είπε πως δεν του άρεσε πολύ ο χώρος για υπνοδωμάτιο. Εγώ τον ρώτησα αν είχε δει την κούκλα. Ο ίδιος δεν θυμόταν. Μου είπε με βλέμμα αβέβαιο πως μάλλον την είχε κατεβάσει στην αποθήκη και πως δεν ταίριαζε στην αισθητική του χώρου. Χαμογελάσαμε και φύγαμε ασφαλώς αμήχανοι. Το βλέμμα του πατέρα μου ήταν επικριτικό με έντονη αμφισβήτηση όμως εγώ ήμουν σίγουρος κάτι υπήρχε.
Δεν ξέρω και δεν μπορώ να πω κάτι στα σίγουρα, αλλά έχω μία θεωρία πάνω σε αυτή την υπόθεση. Πιθανών η κούκλα να ήταν ένα παιχνίδι, ίσως ένα κοριτσίστικο παιχνίδι της εποχής. Ίσως για αυτό να μην ξέρουμε από πού ήρθε. Πολύ απλά υπήρχε πάντα στο σπίτι. Όπως ξέρουμε την εποχή εκείνη η διάρκεια ζωής ήταν μικρή, παιδία πέθαιναν σε μικρή ηλικία από ασθένειες που σήμερα γιατρεύονται από ένα αντιβιοτικό. Η ζωή στην επαρχία ήταν πολύ δύσκολη. Ίσως να ήταν μια μικρή κοπέλα που αγαπούσε απλά την κούκλα της και έμεινε για πάντα μέσα σε αυτή. Ίσως στοιχειώνουμε σε αυτά που αγαπάμε και δεν προλάβαμε να χαρούμε.
Τώρα που μεγάλωσα δεν πιστεύω πια στα φαντάσματα, ίσως δεν ήθελε να μας κάνει κακό τελικά, ποτέ κανείς μας δεν έπαθε κάτι. Ίσως να ήταν ένα ακόμα κορίτσι σε αυτό το σπίτι που ήθελα να παίξει με τα παιχνίδια της. Ίσως να ήθελε απλά να παίξει με εμάς και να κάνει νέους φίλους.
Το σίγουρο είναι μόνο ένα… ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΑ ΜΙΑ ΚΟΥΚΛΑ.
Η Στοιχειωμένη Μονοκατοικία της Άμφισσας
Τέλος του 1890 το σπίτι αυτό ήταν ένα σχολείο για τα παιδία της εποχής. Για αρκετά χρόνια αποτελούσε ένα κέντρο πολιτισμού και εκπαίδευσης για τα παιδία αυτά. Ίσως να πήγαινε και η γιαγιά μου εκεί, δεν θέλω να πω κάτι λάθος λόγω του ότι η γιαγιά μου δεν είναι πια στην ζωή, όποτε θα αφήσω ένα πέπλο μυστηρίου σε αυτό το στοιχείο.
Μετά από αρκετά χρόνια το σχολείο σταμάτησε να λειτουργεί, πιθανότατα λόγο της εξάπλωσης της κωμόπολης ο χώρος δεν ήταν επαρκής για κάτι τέτοιο, έτσι το εν λόγο χτίσμα μετά από έναν άλλον αγοραστή πέρασε στα χέρια του παππού μου. Το σπίτι ήταν μεγάλη ευκαιρία πολύ μεγάλο και σε καλή τιμή. Ο παππούς μου δεν έχασε την ευκαιρία να το αγοράσει. Έτσι παντρεύτηκε την γιαγιά μου και έκαναν δύο αγόρια τον πατέρα μου και τον θείο μου. Οι ζωές του κυλούσαν ομαλά και έτσι τα παιδιά μεγάλωσαν και έκαναν και αυτοί παιδιά. Ένα από τα παιδιά είμαι και εγώ, και αυτή είναι η ιστορία μου.
Όταν άρχισα να έχω τις πρώτες μου αναμνήσεις από το σπίτι της γιαγιάς μου και του παππού μου πάντα θυμάμαι να με διακατέχει μια παγωμάρα, θα μπορούσε να ήταν ο φόβος ενός παιδιού όμως πολλές φορές οι αλήθειες εμφανίζονται μόνο σε αυτούς που τις πιστεύουν.
Ένα βράδυ κοιμώμενος μαζί με τους γονείς μου σηκώθηκα γιατί δεν ήμουν πολύ καλά, θυμάμαι άνοιξα την πόρτα αυτού του δωματίου, ήταν σχεδόν σκοτεινά και είδα την κούκλα να γύρνα και να με κοιτά. Με κοίταξε το θυμάμαι… ορκίζομαι πως δεν έκανα λάθος… πιστεύω πως ήθελε να μάθω ότι ζει. Αμέσως έσπευσα στο κρεβάτι και πήρα αγκαλιά την μητέρα μου. Το πρωί είπα την ιστορία στον πατέρα μου. Όλοι γέλασαν. Μου είπαν πως μου φάνηκε και πως είναι από πλαστικό και δεν έχει ψυχή. Θυμάμαι που μου την σήκωσε η γιαγιά ψηλά λέγοντας πως είναι απλά μία κούκλα και τίποτα παραπάνω.
Μετά από εκείνη την βραδιά αλλάξαμε δωμάτιο, δεν ξέρω αν ο φόβος με είχε κυριεύσει αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Άκουγα βήματα. Οι γονείς μου, μου είπαν πως είναι παλιό το σπίτι και πως ο αέρας έκανε θόρυβο, όμως εγώ ήμουν σίγουρος πως κάτι παράξενο συνέβαινε στο σπίτι. Το πάτωμα έτριζε κάθε βράδυ σαν κάτι να περπατά. Ένοιωθα το στρώμα μου βαρύ και ο φόβος με διακατείχε.
Με τα χρόνια εξαιτίας του θανάτου του παππού μου και της μεγάλης ηλικίας της γιαγιάς μου το σπίτι πουλήθηκε. Για πολλά χρόνια είχα ξεχάσει το τι είδα, το τι ένοιωσα. Ίσως αμφισβήτησα τον εαυτό μου, ώσπου μία μέρα σε μία αναπόληση της ζωής μας όταν ήμασταν μικροί οι μεσαία μου ξαδέλφη (μεγαλύτερη από εμένα) μου είπε για αυτήν την κούκλα. Τα λόγια της ήταν ακριβώς αυτά που φοβόμουν να ακούσω: «Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτή η κούκλα πάντα με τρόμαζε, όχι μόνο η κούκλα αλλά και το δωμάτιο, ήταν κρύο, ήταν ξένο, αισθανόμουν πως η κούκλα κάποιες φορές με κοιτούσε, μία μέρα όταν οι γονείς μου με άφησαν με την γιαγιά, την είδα να μου χαμογελά».
Την επόμενη μέρα άρχιζα να κατακλύζω τον πατέρα μου με ρωτήσεις για την κούκλα. Ο ίδιος την θυμόταν από μικρός εκεί. Πότε δεν ρώτησα ποιος την έφερε και γιατί μου είπε. Ποτέ δεν έγινε κάποια αναφορά σε αυτήν. Βουτηγμένος στην περιέργεια έψαξα όλες τις οικογενειακές μας φωτογραφίες, όμως εις μάτην καμία δεν περιείχε αυτήν κούκλα. Πως καμία φωτογραφία δε υπήρχε με αυτήν; Πως και γιατί αναπάντητα. Αυτή η κούκλα έκρυβε πολλά μυστικά, ήμουν πια σίγουρος.
Μετά από πίεση ζήτησα από τον πατέρα μου να επισκεφτούμε τον άνθρωπο που είχε νοικιάσει το σπίτι. Το σπίτι είχε αλλάξει ριζικά και τίποτα δεν θύμιζε το παλιό μας σπίτι. Το δωμάτιο με την κούκλα ήταν άδειο, ο ίδιος είπε πως δεν του άρεσε πολύ ο χώρος για υπνοδωμάτιο. Εγώ τον ρώτησα αν είχε δει την κούκλα. Ο ίδιος δεν θυμόταν. Μου είπε με βλέμμα αβέβαιο πως μάλλον την είχε κατεβάσει στην αποθήκη και πως δεν ταίριαζε στην αισθητική του χώρου. Χαμογελάσαμε και φύγαμε ασφαλώς αμήχανοι. Το βλέμμα του πατέρα μου ήταν επικριτικό με έντονη αμφισβήτηση όμως εγώ ήμουν σίγουρος κάτι υπήρχε.
Δεν ξέρω και δεν μπορώ να πω κάτι στα σίγουρα, αλλά έχω μία θεωρία πάνω σε αυτή την υπόθεση. Πιθανών η κούκλα να ήταν ένα παιχνίδι, ίσως ένα κοριτσίστικο παιχνίδι της εποχής. Ίσως για αυτό να μην ξέρουμε από πού ήρθε. Πολύ απλά υπήρχε πάντα στο σπίτι. Όπως ξέρουμε την εποχή εκείνη η διάρκεια ζωής ήταν μικρή, παιδία πέθαιναν σε μικρή ηλικία από ασθένειες που σήμερα γιατρεύονται από ένα αντιβιοτικό. Η ζωή στην επαρχία ήταν πολύ δύσκολη. Ίσως να ήταν μια μικρή κοπέλα που αγαπούσε απλά την κούκλα της και έμεινε για πάντα μέσα σε αυτή. Ίσως στοιχειώνουμε σε αυτά που αγαπάμε και δεν προλάβαμε να χαρούμε.
Τώρα που μεγάλωσα δεν πιστεύω πια στα φαντάσματα, ίσως δεν ήθελε να μας κάνει κακό τελικά, ποτέ κανείς μας δεν έπαθε κάτι. Ίσως να ήταν ένα ακόμα κορίτσι σε αυτό το σπίτι που ήθελα να παίξει με τα παιχνίδια της. Ίσως να ήθελε απλά να παίξει με εμάς και να κάνει νέους φίλους.
Το σίγουρο είναι μόνο ένα… ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΑ ΜΙΑ ΚΟΥΚΛΑ.
Η Στοιχειωμένη Μονοκατοικία της Άμφισσας
Κραυγές μέσα στη νύχτα, κοριτσάκια που βολτάρουν στα δωμάτια κι εξαφανίζονται, έπιπλα που κινούνται μόνα τους… Η ιστορία του εγκαταλελειμμένου σπιτιού της οδού Γιδογιάννου στην Άμφισσα ξεκινάει από το 1940 και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Όλοι στην περιοχή μιλούν για τη στοιχειωμένη μονοκατοικία. Της ΕΥΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Είναι ίσως το πιο γνωστό στοιχειωμένο σπίτι της Στερεάς Ελλάδας.
Η ερειπωμένη μονοκατοικία της οδού Γιδογιάννου, αριθμός 13 (συμβολικός δεν νομίζετε;) είναι γεμάτη από μακάβριες ιστορίες που εδώ και δεκαετίες είναι γνωστές σε όλους τους κατοίκους της Άμφισσας. Το συγκεκριμένο σπίτι δεν βρίσκεται σε κάποιο απόμερο μέρος της πόλης, ίσα ίσα που σε πολύ κοντινή απόσταση υπάρχουν πολυσύχναστα στέκια. Όμως οι θρύλοι που το ακολουθούν είναι τέτοιοι που οι κάτοικοι αλλά και οι επισκέπτες προσπαθούν να το αποφύγουν.
Ποια όμως είναι η ιστορία που κρύβεται πίσω από την ερειπωμένη μονοκατοικία; Γιατί το σπίτι της οδού Γιδογιάννου θεωρείται στοιχειωμένο; Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα υποστηρίζονται, όλα ξεκίνησαν γύρω στο 1940. Ιδιοκτήτης του ήταν ένας άρχοντας της περιοχής, πάρα πολύ πλούσιος, ο οποίος είχε συνάψει παράνομο ερωτικό δεσμό με μια από τις υπηρέτριές του. Η υπηρέτρια έμεινε έγκυος από τον ιδιοκτήτη (οι φήμες έλεγαν ότι η εγκυμοσύνη προήλθε έπειτα από βιασμό) και στάθηκε η αιτία για ένα αποτρόπαιο έγκλημα που έμελλε να στιγματίσει για πάντα το σπίτι της οδού Γιδογιάννου.
Ο «άρχοντας» της περιοχής ζήτησε από τη νεαρή υπηρέτρια να κάνει έκτρωση και όταν η τελευταία αρνήθηκε, το πλήρωσε με την ίδια της τη ζωή. Σύμφωνα πάντα με το μύθο που ακολουθεί το οίκημα, ο πλούσιος ιδιοκτήτης φοβούμενος την κατακραυγή της μικρής κοινωνίας της Άμφισσας, οδήγησε τη νεαρή υπηρέτρια στο υπόγειο του σπιτιού όπου και την κρέμασε. Στη συνέχεια επιχείρησε να εξαφανίσει όλα τα ίχνη της στυγνής δολοφονίας της κοπέλας, αλλά δεν τα κατάφερε, αφού διάφορα περίεργα περιστατικά έκαναν την εμφάνισή τους, με αποτέλεσμα η μονοκατοικία να χαρακτηριστεί στοιχειωμένη.
Κάποιοι κάνουν λόγο για τρομακτικές κραυγές της κοπέλας που βγαίνουν από τα υπόγεια του σπιτιού καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ένα κοριτσάκι κόβει βόλτες στα δωμάτια προκαλώντας τρόμο, άλλοι είναι σίγουροι πως τα έπιπλα αλλάζουν θέση μόνα τους ενώ το τηλέφωνο του σπιτιού χτυπάει χωρίς να είναι στην πρίζα! Αλήθεια ή ψέματα, κανείς δεν γνωρίζει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σπίτι της οδού Γιδογιάννου έχει πλέον εγκαταλειφθεί και κανείς δεν θέλει να μείνει εκεί. Και όσοι προσπάθησαν να πλησιάσουν την πόρτα του λέγεται ότι έφυγαν τρέχοντας…
Lilith
Η ερειπωμένη μονοκατοικία της οδού Γιδογιάννου, αριθμός 13 (συμβολικός δεν νομίζετε;) είναι γεμάτη από μακάβριες ιστορίες που εδώ και δεκαετίες είναι γνωστές σε όλους τους κατοίκους της Άμφισσας. Το συγκεκριμένο σπίτι δεν βρίσκεται σε κάποιο απόμερο μέρος της πόλης, ίσα ίσα που σε πολύ κοντινή απόσταση υπάρχουν πολυσύχναστα στέκια. Όμως οι θρύλοι που το ακολουθούν είναι τέτοιοι που οι κάτοικοι αλλά και οι επισκέπτες προσπαθούν να το αποφύγουν.
Ποια όμως είναι η ιστορία που κρύβεται πίσω από την ερειπωμένη μονοκατοικία; Γιατί το σπίτι της οδού Γιδογιάννου θεωρείται στοιχειωμένο; Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα υποστηρίζονται, όλα ξεκίνησαν γύρω στο 1940. Ιδιοκτήτης του ήταν ένας άρχοντας της περιοχής, πάρα πολύ πλούσιος, ο οποίος είχε συνάψει παράνομο ερωτικό δεσμό με μια από τις υπηρέτριές του. Η υπηρέτρια έμεινε έγκυος από τον ιδιοκτήτη (οι φήμες έλεγαν ότι η εγκυμοσύνη προήλθε έπειτα από βιασμό) και στάθηκε η αιτία για ένα αποτρόπαιο έγκλημα που έμελλε να στιγματίσει για πάντα το σπίτι της οδού Γιδογιάννου.
Ο «άρχοντας» της περιοχής ζήτησε από τη νεαρή υπηρέτρια να κάνει έκτρωση και όταν η τελευταία αρνήθηκε, το πλήρωσε με την ίδια της τη ζωή. Σύμφωνα πάντα με το μύθο που ακολουθεί το οίκημα, ο πλούσιος ιδιοκτήτης φοβούμενος την κατακραυγή της μικρής κοινωνίας της Άμφισσας, οδήγησε τη νεαρή υπηρέτρια στο υπόγειο του σπιτιού όπου και την κρέμασε. Στη συνέχεια επιχείρησε να εξαφανίσει όλα τα ίχνη της στυγνής δολοφονίας της κοπέλας, αλλά δεν τα κατάφερε, αφού διάφορα περίεργα περιστατικά έκαναν την εμφάνισή τους, με αποτέλεσμα η μονοκατοικία να χαρακτηριστεί στοιχειωμένη.
Κάποιοι κάνουν λόγο για τρομακτικές κραυγές της κοπέλας που βγαίνουν από τα υπόγεια του σπιτιού καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ένα κοριτσάκι κόβει βόλτες στα δωμάτια προκαλώντας τρόμο, άλλοι είναι σίγουροι πως τα έπιπλα αλλάζουν θέση μόνα τους ενώ το τηλέφωνο του σπιτιού χτυπάει χωρίς να είναι στην πρίζα! Αλήθεια ή ψέματα, κανείς δεν γνωρίζει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σπίτι της οδού Γιδογιάννου έχει πλέον εγκαταλειφθεί και κανείς δεν θέλει να μείνει εκεί. Και όσοι προσπάθησαν να πλησιάσουν την πόρτα του λέγεται ότι έφυγαν τρέχοντας…
Lilith
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι μία προσωπική εμπειρία ενός φίλου μου. Πριν σας πω ακριβώς τι έπαθε θα σας βάλω λίγο στο κλίμα λέγοντάς σας ότι το φιλαράκι μου αυτό ούτε λίγο ούτε πολύ είχε στενή επαφή τρίτου τύπου με την κοπελιά του διαόλου… Ναι αυτό ακριβώς που ακούσατε… Του την έπεσε η ίδια η Λίλιθ. Για όσους δεν την έχουν ακουστά την δαιμονοκοπελιά, πρόκειται για την πρώτη γυναίκα του Αδάμ (η Εύα ήταν η δεύτερη και αν θέλετε πιστέψτε το). Με την σημερινή της μορφή απλά βασανίζει τον κόσμο. Τώρα θα μου πείτε πως από εκεί που άρχισα να σας λέω για την προέλευσή της έφτασα στο τι κάνει σήμερα… Βασικά αυτή την ιστορία την έστειλα για να διηγηθώ μια εμπειρία που είχε ένας φίλος μου πρόσφατα και όχι για να κάνω κάποια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν αυτού του δαίμονα. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να κάνει κάλλιστα μια αναζητησούλα – στο yahoo ας πούμε – περί “Lilith”. Πιστέψτε με θα βρείτε πάμπολλα σχετικά links. Και επιστρέφω…Πριν κάμποσους μήνες λοιπόν ο Αντώνης μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς έπεσε για ύπνο. Ο Αντώνης όμως έχει ένα πρόβλημα. Δυσκολεύεται να τον πάρει ο ύπνος αν δεν έχει όσο πιο πολύ σκοτάδι στο δωμάτιό του μπορεί. Δηλαδή αν αφήσει ανοιχτά τα φώτα πολύ απλά δεν πρόκειται να τον πάρει ο ύπνος με τίποτα. Έτσι λοιπόν έκλεισε πόρτες και παντζούρια και κατάφερε να φτιάξει την “απόλυτη ατμόσφαιρα ύπνου” -όπως συνηθίζει να λέει- απόλυτο σκοτάδι δηλαδή… Και εκεί λοιπόν που έβλεπε το τρίτο όνειρο. Ένιωσε να τον αγγίζουν δύο χέρια σαν ανθρώπινα στον λαιμό. Αυτό ήταν και η αιτία να ξυπνήσει. Μόλις όμως άνοιξε τα μάτια του τα χέρια άρχισαν να τον σφίγγουν δυνατά. Επειδή ήταν σκοτεινό το δωμάτιο και φυσικά δεν μπορούσε να δει τον υποψήφιο δολοφόνο του (του πέρασε μια ιδέα από το μυαλό ότι ίσως ήταν κλέφτης) βρήκε την δύναμη και άνοιξε το φως (ο διακόπτης βρισκόταν ακριβώς πάνω από το κρεβάτι του).Η λάμπα φώτισε πλήρως μονάχα για ένα δευτερόλεπτο, μετά άρχισε να τρεμοπαίζει γρήγορα σαν προβολέας σε club και στο τέλος έχασε σχεδόν όλη την ισχύ της, δηλαδή υπήρχε αρκετό φώς ίσα ίσα να δεις την μύτη σου. Καθώς γίνονταν όλα αυτά τα εφέ με την λάμπα ο Αντωνάκης πέθανε από την τρομάρα του αφού είδε και το πρόσωπο (την μορφή για την ακρίβεια) του στραγγαλίστη του. Και συνέχιζε να το βλέπει ακόμα και μετά την πτώση της ισχύος της λάμπας μόνο που η εικόνα ήταν λίγο πιο θαμπή λόγο ανεπαρκούς φωτισμού. Είδε λοιπόν ένα μαύρο πλάσμα -που περισσότερο με σκιά έμοιαζε- περίπου το μισό από αυτόν να κάθεται πάνω στο στήθος του και να έχει τα χέρια του στον λαιμό του (προσπαθώντας να τον πνίξει πάντα). Επίσης είχε και τα φτερά του -τα οποία ήταν σαν αυτά της νυχτερίδας- ανοιγμένα. Παρόλο λοιπόν που ο δαίμονας (τον οποίο ονόμασα παραπάνω) έμοιαζε να είναι σαν σκιά ήταν πέρα για πέρα υλικός και μάλιστα πολύ παγωμένος από ότι μου δήλωσε ο Αντώνης ο οποίος προσπάθησε για λίγα δευτερόλεπτα να τον πετάξει από πάνω του κρατώντας παράλληλα τα χέρια του με τα δικά του χέρια για να αποφύγει το πνίξιμο. Μετά από αυτό ο Αντώνης ένιωσε να παραλύει… και με πολύ γρήγορο ρυθμό μάλιστα. Τότε ήταν που έσπασε και η λάμπα βυθίζοντάς τους ξανά στο απόλυτο σκοτάδι.Τότε έγινε κάτι θαυμαστό από την μεριά του Αντώνη. Αποφάσισε να πολεμήσει τον δαίμονα ψυχικά και όχι σωματικά (κάτι που ήταν πλέον αδύνατο). Κάπου εδώ πρέπει να σας αναφέρω ότι ο Αντώνης ασχολείται από μικρός με τις πολεμικές τέχνες και μάλιστα με τις ψυχολογικές δυνάμεις μέσα σε αυτές. Έτσι με κάποιο τρόπο, τον οποίο μου εξήγησε λεπτομερειακά αλλά μου είναι αδύνατο να το θυμηθώ αυτή τη στιγμή για να σας τον παραθέσω, αποφάσισε να πολεμήσει τον δαίμονα ψυχικά. Όμως από ότι φαίνεται αυτά τα κολπάκια δεν πιάνουν στους υπηρέτες του Εωσφόρου και έτσι κατέφυγε στην αναζήτηση βοήθειας από το Θείο. Είπε μια προσευχή από μέσα του και με το που την τελείωσε ο δαίμονας χάθηκε… Όλη αυτη η φάση από το ξύπνημα του Αντώνη μέχρι και την εξαφάνιση της Λίλιθ δεν κράτησε παραπάνω από 45 δευτερόλεπτα. Του Αντώνη πάντως του φάνηκαν αιώνες. Φυσικό νομίζω.
Μην νομίσετε όμως ότι ο Αντώνης είναι ο μοναδικός που δέχθηκε επίθεση από αυτόν το θηλυκό δαίμονα. Υπάρχουν χιλιάδες μαρτυρίες απο άτομα τα οποία δέχθηκαν επίθεση και ολές είχαν αυτό το κοινό στοιχείο. Η Λίλιθ επιτέθηκε σε όλους μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Υπάρχουν και αρκετές ελληνικές μαρτυρίες αυτού του φαινομένου. Και επειδή ο κοινός λαός δεν οφείλει να ξέρει πράγματα ούτε για δαίμονες αλλά ούτε και για παρόμοια φαινόμενα ονόμασε αυτό το περιστατικό “Η επίθεση της Λάμιας” ή του “Αράπη”… Αυτά… Ο φίλος μου χαίρει άκρας υγείας, αλλά ποτέ δεν έχει κοιμηθεί στο απόλυτο σκοτάδι ξανά… Ούτε και εγώ σκοπεύω να το κάνω ποτέ. Είπαμε γουστάρουμε να γίνουμε μάρτυρες παραφυσικών φαινομένων αλλά όχι και έτσι… legendsofthenight
ΗΡΕΣ
Μην νομίσετε όμως ότι ο Αντώνης είναι ο μοναδικός που δέχθηκε επίθεση από αυτόν το θηλυκό δαίμονα. Υπάρχουν χιλιάδες μαρτυρίες απο άτομα τα οποία δέχθηκαν επίθεση και ολές είχαν αυτό το κοινό στοιχείο. Η Λίλιθ επιτέθηκε σε όλους μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Υπάρχουν και αρκετές ελληνικές μαρτυρίες αυτού του φαινομένου. Και επειδή ο κοινός λαός δεν οφείλει να ξέρει πράγματα ούτε για δαίμονες αλλά ούτε και για παρόμοια φαινόμενα ονόμασε αυτό το περιστατικό “Η επίθεση της Λάμιας” ή του “Αράπη”… Αυτά… Ο φίλος μου χαίρει άκρας υγείας, αλλά ποτέ δεν έχει κοιμηθεί στο απόλυτο σκοτάδι ξανά… Ούτε και εγώ σκοπεύω να το κάνω ποτέ. Είπαμε γουστάρουμε να γίνουμε μάρτυρες παραφυσικών φαινομένων αλλά όχι και έτσι… legendsofthenight
ΗΡΕΣ
ΑΝΑΚΤΥΠΗ, ΑΧΛΥΣ, ΝΟΣΟΣ, ΚΗΡΑ, ΣΤΥΓΕΡΗ
Οι Κήρες, κατά την Ελληνική μυθολογία ήταν δαίμονες του βιαίου θανάτου, κόρες της Νύκτας. Κατά τον Ησίοδο ήταν πτερωτά πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης. Έφεραν μαύρες πτέρυγες, ερυθρά ενδύματα, μεγάλους κυνόδοντες και γαμψά νύχια. Κατά την περιγραφή του Ησιόδου, "οι μαύρες Κήρες, τρίζοντας τα άσπρα δόντια τους, με μάτια τρομερά, ματωμένες, αχόρταγες, μάλωναν ποια θα πάρει αυτούς που έπεφταν στις μάχες και στις ένοπλες συμπλοκές. Όλες λαχταρούσαν να πιουν το μαύρο αίμα. Όταν κρατούσαν έναν πολεμιστή που είχε πέσει νεκρός ή τραυματίας, βύθιζαν τα μεγάλα νύχια τους στη σάρκα του και η ψυχή του πήγαινε στον Άδη και στον παγωμένο Τάρταρο, (κρυόεντα Τάρταρον). Αφού ρουφούσαν το αίμα του, πετούσαν το κουφάρι του πίσω τους και έτρεχαν, μέσα στο σάλαγο και τη σφαγή, να πέσουν πάνω σε καινούργια λεία". Ο μανδύας τους ήταν κατακόκκινος από το αίμα των πολεμιστών, που έπεφταν στο πεδίο της μάχης. Χτυπούσαν παντού τον άνθρωπο, τόσο στο κρεβάτι του, όσο και πάνω στα κύματα της θάλασσας. Μερικές φορές τις ονόμαζαν σκύλες και κόρες του Άδη. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ονομάζει τις Κήρες "γρήγορες σκύλες του Άδη, που από τις ομίχλες όπου περιστρέφονται, ρίχνονται πάνω στους ζωντανούς", ήταν δαίμονες που τις φοβόνταν όλοι κι ήταν πάντοτε έτοιμες να ορμήσουν. Κανένας θνητός δεν μπορούσε να γλιτώσει από τις Κήρες. Διέτρεχαν τα πεδία των μαχών μαζί με τους γύπες και σκόρπιζαν προς κάθε κατεύθυνση την καταστροφή. Κανένας θνητός δεν μπορούσε να γλιτώσει από τις Κήρες. Διέτρεχαν τα πεδία των μαχών μαζί με τους γύπες και σκόρπιζαν προς κάθε κατεύθυνση την καταστροφή. Όλες λαχταρούσαν να πιουν το μαύρο αίμα. Όταν κρατούσαν έναν πολεμιστή που είχε πέσει νεκρός ή τραυματίας, βύθιζαν τα μεγάλα νύχια τους στη σάρκα του και η ψυχή του πήγαινε στον Άδη και στον παγωμένο Τάρταρο, (κρυόεντα Τάρταρον). Αφού ρουφούσαν το αίμα του, πετούσαν το κουφάρι του πίσω τους και έτρεχαν, μέσα στο σάλαγο και τη σφαγή, να πέσουν πάνω σε καινούργια λεία".
Οι Κήρες, κατά την Ελληνική μυθολογία ήταν δαίμονες του βιαίου θανάτου, κόρες της Νύκτας. Κατά τον Ησίοδο ήταν πτερωτά πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης. Έφεραν μαύρες πτέρυγες, ερυθρά ενδύματα, μεγάλους κυνόδοντες και γαμψά νύχια. Κατά την περιγραφή του Ησιόδου, "οι μαύρες Κήρες, τρίζοντας τα άσπρα δόντια τους, με μάτια τρομερά, ματωμένες, αχόρταγες, μάλωναν ποια θα πάρει αυτούς που έπεφταν στις μάχες και στις ένοπλες συμπλοκές. Όλες λαχταρούσαν να πιουν το μαύρο αίμα. Όταν κρατούσαν έναν πολεμιστή που είχε πέσει νεκρός ή τραυματίας, βύθιζαν τα μεγάλα νύχια τους στη σάρκα του και η ψυχή του πήγαινε στον Άδη και στον παγωμένο Τάρταρο, (κρυόεντα Τάρταρον). Αφού ρουφούσαν το αίμα του, πετούσαν το κουφάρι του πίσω τους και έτρεχαν, μέσα στο σάλαγο και τη σφαγή, να πέσουν πάνω σε καινούργια λεία". Ο μανδύας τους ήταν κατακόκκινος από το αίμα των πολεμιστών, που έπεφταν στο πεδίο της μάχης. Χτυπούσαν παντού τον άνθρωπο, τόσο στο κρεβάτι του, όσο και πάνω στα κύματα της θάλασσας. Μερικές φορές τις ονόμαζαν σκύλες και κόρες του Άδη. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ονομάζει τις Κήρες "γρήγορες σκύλες του Άδη, που από τις ομίχλες όπου περιστρέφονται, ρίχνονται πάνω στους ζωντανούς", ήταν δαίμονες που τις φοβόνταν όλοι κι ήταν πάντοτε έτοιμες να ορμήσουν. Κανένας θνητός δεν μπορούσε να γλιτώσει από τις Κήρες. Διέτρεχαν τα πεδία των μαχών μαζί με τους γύπες και σκόρπιζαν προς κάθε κατεύθυνση την καταστροφή. Κανένας θνητός δεν μπορούσε να γλιτώσει από τις Κήρες. Διέτρεχαν τα πεδία των μαχών μαζί με τους γύπες και σκόρπιζαν προς κάθε κατεύθυνση την καταστροφή. Όλες λαχταρούσαν να πιουν το μαύρο αίμα. Όταν κρατούσαν έναν πολεμιστή που είχε πέσει νεκρός ή τραυματίας, βύθιζαν τα μεγάλα νύχια τους στη σάρκα του και η ψυχή του πήγαινε στον Άδη και στον παγωμένο Τάρταρο, (κρυόεντα Τάρταρον). Αφού ρουφούσαν το αίμα του, πετούσαν το κουφάρι του πίσω τους και έτρεχαν, μέσα στο σάλαγο και τη σφαγή, να πέσουν πάνω σε καινούργια λεία".
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου