Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ.(ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ )



Ο ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ του έτους δίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια και αφορά τη μυθολογία του θεού-Ήλιου.














Κατά τον μύθο, στη νήσο Θρινακία ή Τρινακρία (αρχαία ονομασία της Σικελίας) ο θεός Ήλιος είχε 7 αγέλες βοών και 7 ποίμνια, που αποτελούνταν αντίστοιχα από 50 ζώα, τα οποία δεν αυξάνονταν ούτε ελαττώνονταν ποτέ (Ομ. Οδυσ. Μ’, 127). Η περιγραφή αυτή συμβόλιζε το έτος το οποίο —κατά τους αρχαϊκούς χρόνους— πίστευαν ότι αποτελείτο από 50 εβδομάδες, που κάθε μία είχε 7 μέρες και 7 νύχτες.

Όπως όλοι οι αρχαίοι λαοί, έτσι και οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν αρχικά πρωτογενές σεληνιακό ημερολόγιο 354 ημερών.
Ο Κηνσωρίνος (Censorinus), ο Ρωμαίος συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα, στο έργο του «Περί Γενεθλίου ημέρας», ονομάζει τους Αρκάδες «προσελήνους» ως πρώτους από όλους τους Έλληνες που στήριξαν το ημερολόγιό τους στον συνοδικό σεληνιακό μήνα.
Ο θρύλος, όμως, αναφέρει ότι οι Αρκάδες εκαυχώντο αφ’ ενός μεν ότι η ιερή πόλις τους Λυκόσουρα κτίστηκε πριν από τον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, αφ’ ετέρου δε ότι οι ίδιοι προηγούντο και αυτής της δημιουργίας της Σελήνης. Για τον λόγο αυτόν, οι Αρκάδες ονομάστηκαν από τον Αριστοτέλη Προσέληνοι και από τους Λατίνους συγγραφείς Proselines. Ο θρύλος αυτός, βέβαια, κατά πάσα πιθανότητα στηρίζεται στο γεγονός ότι πιθανώς πρώτοι οι Αρκάδες απ’ όλους τους Έλληνες δημιούργησαν ημερολόγιο που βασιζόταν στον συνοδικό σεληνιακό μήνα. Πάντως, είναι γνωστό ότι μετά την Κάθοδο των Δωριέων στην Ελλάδα, οι Πελασγοί διατηρήθηκαν αμιγώς μόνο στην ορεινή Αρκαδία· γι’ αυτόν τον λόγο οι Αρκάδες θεωρούσαν τους εαυτούς τους γηγενείς. Έτσι, μερικές από τις αρχαιότερες παραδόσεις συνεχίστηκαν και διατηρήθηκαν στην ορεινή περιοχή της Αρκαδίας, ενώ είχαν ουσιαστικά εξαφανιστεί από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι αρχαϊκές πηγές από τον ελλαδικό χώρο, όπως πήλινες πινακίδες του 13ου π.Χ. αιώνα, τα έργα του Ομήρου, του Ησίοδου κ.ά., αποκαλύπτουν τη χρήση σεληνιακών μηνών από τις ελληνικές πόλεις-κράτη.
Ο Ησίοδος αναφέρει μεθόδους υπολογισμού του έτους βασισμένες στην παρατήρηση λαμπρών άστρων. Στο έπος του «
Έργα και Ημέραι» αναφέρει ως χρόνο αμητού (θερισμού) την περίοδο που το ανοικτό σμήνος των Πλειάδων ήταν ορατό με γυμνό μάτι λίγο πριν την αυγή, ενώ ως χρόνο οργώματος την περίοδο λίγο μετά την παροδική εξαφάνιση των Πλειάδων, των Υάδων και του αστερισμού του Ωρίωνα από τον ουρανό (Έργα και Ημέραι , 383-384, 614-616).Επίσης, ο Ησίοδος συμβουλεύει τους γεωργούς να αλωνίζουν τα στάχυα όταν πρωτοεμφανίζεται ο Ωρίωνας, ένας αστερισμός που πολλοί αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν ως ημερολογιακό δείκτη. 
Αυτό βασιζόταν στο γεγονός ότι η ανατολή του κατά τις πρωινές ώρες συνέπιπτε με την αρχή του καλοκαιριού, ενώ η ανατολή του τα μεσάνυχτα συνέπιπτε με την αρχή της συγκομιδής των σταφυλιών. Τέλος, η ανατολή του κατά τις απογευματινές ώρες υποδείκνυε ότι πλησίαζε η ψυχρή εποχή του χειμώνα.
Ο Ιπποκράτης αναφέρει τις Πλειάδες και είχε επισημάνει το ότι διαιρούσαν το έτος σε τέσσερις εποχές, που βέβαια σχετίζονταν με τη θέση του ωραίου αυτού ανοικτού σμήνους στον ουρανό. 
Το καλοκαίρι άρχιζε με την εμφάνιση των Πλειάδων και διαρκούσε μέχρι την ανατολή του Αρκτούρου, του λαμπρότερου άστρου του αστερισμού του Βοώτη. Το φθινόπωρο διαρκούσε μέχρι την «εσπερία δύση» των Πλειάδων, ενώ τότε ακριβώς άρχιζε ο χειμώνας, που τελείωνε την εαρινή ισημερία. Κατόπιν, άρχιζε η εποχή της άνοιξης που διαρκούσε μέχρι την ανατολή των Πλειάδων.
Ο λαός για τον προσδιορισμό των εποχών του έτους χρησιμοποιούσε ένα πλήθος φαινομένων που παρατηρούσε στη φύση.
 Ο Ησίοδος αναφέρει πολλά από αυτά. 
Όπωςτις κραυγές των αποδημητικών γερανών, οι οποίοι προανάγγελλαν τόσο την περίοδο του οργώματος, όσο και την έναρξη της εποχής της σποράς, την αναρρίχηση των σαλιγκαριών στα φυτά, η οποία έδειχνε το τέλος του σκαψίματος των αμπελώνων κ.ά.
Αυτή η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση πολιτικών και «φυσικών» ημερολογίων είναι χαρακτηριστικός τρόπος υπολογισμού του χρόνου από τους αρχαίους Έλληνες
Κατά τους κλασικούς χρόνους και μετέπειτα, οι μήνες, οι ονομασίες των οποίων σχετίζονταν με τις γιορτές προς τιμήν των ελληνικών θεοτήτων και βασίζονταν στον συνοδικό σεληνιακό μήνα, άρχιζαν από τη στιγμή που πραγματοποιείτο η φάση της νέας Σελήνης. Στην αρχαία Ελλάδα, όπως είναι σήμερα γνωστό, δεν υπήρχε ενιαίο ημερολόγιο. 

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν κατά τόπους διάφορα ημερολόγια, όπως το αττικό (αθηναϊκό), των Λακεδαιμονίων, των Βοιωτών, των Δελφών, της Δήλου, της Κρήτης, των Μακεδόνων, των Κυπρίων κ.ά.
Τα ημερολόγια αυτά δεν συμφωνούσαν γενικά μεταξύ τους, επομένως δεν συμφωνούσαν ούτε τα εορτολόγια των αρχαίων Ελλήνων.
Το αττικό έτος άρχιζε την πρώτη νουμηνία (νέα Σελήνη), μετά το θερινό ηλιοστάσιο, των Λακεδαιμονίων κατά τη φθινοπωρινή ισημερία, ενώ το Αιτωλικό άρχιζε το χειμερινό ηλιοστάσιο.
Το πιο αξιόλογο και λεπτομερές ήταν το αρχαίο αττικό ή αθηναϊκό ημερολόγιο,
το οποίο και θα μελετήσουμε αναλυτικότερα. Δεν θα παραβλέψουμε όμως τις γιορτές και τους μήνες των άλλων ελληνικών πόλεων, τους οποίους —εκτός από τον συγκεντρωτικό πίνακα που δίνουμε— θα τους μελετήσουμε λεπτομερώς είτε στους αντίστοιχους αττικούς μήνες, για όσους έχουν κάποια σχέση μ’ αυτούς, είτε στο τέλος των ελληνικών μηνολογίων κατ’ αλφαβητική σειρά.
Ας δούμε πρώτο απ’ όλα το αρχαίο αττικό ή αθηναϊκό ημερολόγιο.

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΕΙΧΑΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕΙ ένα σεληνιακό ημερολόγιο που υπολόγιζε
ότι η διάρκεια του έτους ήταν ίση με 354 ημέρες. Το έτος αυτό διαιρείτο σε 12 σεληνιακούς μήνες των 29,5 κατά μέσον όρο ημερών. Επειδή όμως οι μήνες έπρεπε να έχουν ακέραιο αριθμό ημερών, οι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι περιλάμβαναν εναλλάξ 30 ημέρες (πλήρης μήνας) και 29 ημέρες (κοίλος μήνας). Έτσι, συμπληρωνόταν το άθροισμα των 354 ημερών (6Χ30+6Χ29 = 354 ημέρες).

Τα ονόματα των δώδεκα μηνών του πολιτικού έτους των αρχαίων Αθηναίων —και η κατά προσέγγιση αντιστοιχία τους με τις περιόδους του σημερινού Γρηγοριανού
ημερολογίου— είναι τα εξής:


Οι ονομασίες των μηνών αυτών, όπως θα δούμε στη συνέχεια, βρίσκονταν σε άμεσο συσχετισμό με αντίστοιχες γιορτές που γιορτάζονταν κατά τη διάρκειά τους.
Παράσταση του αθηναϊκού αυτού λειτουργικού μηνολογίου διασώθηκε στη ζωφόρο που βρίσκεται εντοιχισμένη στον μικρό βυζαντινό ναό του Αγίου Ελευθερίου της Αθήνας. Ο ναός αυτός, γνωστός και ως Παναγία η Γοργοεπήκοος, ορθώνεται πλάι στη Μητρόπολη της Αθήνας και κτίστηκε από τη Βυζαντινή αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία (775-802 μ.Χ.).[Ο ναός πιθανολογείται ότι έχει κτισθεί πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου ναού, που ήταν αφιερωμένος στη Θεά του τοκετού Ειλειθυία. Η Ειλείθυια είναι από τις αρχαιότερες θεότητες που γνωρίζουμε με το όνομά τους , αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄. Στα ιστορικά χρόνια τη συναντούμε πολλές φορές κι ας μην αξιώθηκε ποτέ να «ανεβεί» στον Όλυμπο και να συμπεριληφθεί στο ελληνικό Δωδεκάθεο.]


      






Το υπέροχο αυτό γλυπτό ημερολόγιο, με αστρονομικές παραστάσεις και τον ζωδιακό κύκλο, χρονολογείται πιθανώς από τον 4ο π.Χ. αιώνα.
Το ανάγλυφο αυτό διαιρείται σε 12 τμήματα, όσοι ήταν, δηλαδή, και οι αθηναϊκοί μήνες. Στην αρχή κάθε τμήματος υπάρχει ένας άνθρωπος ντυμένος ανάλογα με την εποχή, ενώ κάθε τμήμα τελειώνει με το αντίστοιχο ζωδιακό σύμβολο.
Ενδιάμεσα υπάρχουν παραστάσεις που έχουν σχέση με τις γεωργικές ασχολίες ή τις γιορτές του μήνα.
Αρχαιολόγοι-μελετητές διαιρούν το λειτουργικό αυτό μηνολόγιο σε πέντε εποχές:
Στο Μετόπωρον (μετά δηλαδή τις οπώρες) με έναν μόνο μήνα, τον Πυανεψιώνα, στον χειμώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι· κάθε μία εποχή με τρεις μήνες, και τέλος στο φθινόπωρο με δύο μήνες, τον Μεταγειτνιώνα και τον Βοηδρομιώνα.
Οι πέντε αυτές εποχές υποδηλώνονται με ισάριθμες ανάγλυφες μορφές, η κάθε μία από τις οποίες δείχνει και υπαινίσσεται τη φύση της αντίστοιχης εποχής.


ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΤΤΙΚΟΙ ΜΗΝΕΣ


ΑΣ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ, ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ των αρχαίων αττικών μηνών, τις θεότητες στις οποίες ήταν αφιερωμένοι και τις θρησκευτικές γιορτές που ήταν συνδεδεμένες
μ’ αυτούς.


1. Εκατομβαιών

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που γενικά αντιστοιχούσε στο 2ο ήμισυ του Ιουλίου και στο 1ο ήμισυ του Αυγούστου του Γρηγοριανού ημερολογίου, εφ’ όσον
το αττικό έτος άρχιζε την πρώτη νουμηνία μετά το θερινό ηλιοστάσιο (21 Ιουνίου).
Αυτός ο μήνας πήρε το όνομά του από τα Εκατόμβαια, σπουδαίες γιορτές, στο
πλαίσιο των Παναθηναίων, που ετελούντο τον μήνα αυτόν προς τιμήν του Απόλλωνα στην Αθήνα και του Δία σε άλλες ελληνικές πόλεις.
Στις δημόσιες αυτές γιορτές θυσιάζονταν Εκατόμβαι, δηλαδή 100 βόδια, προς τιμήν του εορτάζοντος θεού, που γι’ αυτόν τον λόγο ονομαζόταν Εκατομβαίος.

   


Στη διάρκεια του Εκατομβαιώνα γιορτάζονταν στην Αθήνα τα Κρόνια —την 12η του μηνός— και τα Αθήναια —που αργότερα μετονομάστηκαν σε Παναθήναια— η αρχαιότερη και σημαντικότερη γιορτή των Αθηναίων, αφού κατά την παράδοση:
«Εριχθόνιος και των Παναθηναίων την εορτήν συνεστήσατο» (Πάριον Χρονικόν, στ. 18). 
Κορυφαία ημέρα της γιορτής, με την οποία φαίνεται ότι έκλεινε ο εορταστικός κύκλος, ήταν η 28η του Εκατομβαιώνα, κατά την οποία οι Αθηναίοι τιμούσαν τα γενέθλια της πολιούχου θεάς τους Αθηνάς. Αργότερα, πιθανώς από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., γιορτάζονταν και τα Μεγάλα Παναθήναια, από την 21η ή την 24η μέχρι την 28η του Εκατομβαιώνα ανά τετραετία. 
Με τη σπουδαία γιορτή των Παναθηναίων που γιορταζόταν με μεγαλοπρέπεια, οι Αθηναίοι τόνωναν αφ’ ενός μεν την πίστη τους στη θεά και το κράτος τους, αφ’ ετέρου δε έστελναν ένα μήνυμα σε φίλους και εχθρούς για το μεγαλείο και τη δύναμη της Αθήνας.
Τη 16η του μηνός γιορτάζονταν τα Συνοίκια ή Ξυνοίκια, μια από τις αρχαιότερες ετήσιες γιορτές των αρχαίων Αθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. 
Σύμφωνα με την παράδοση η γιορτή δημιουργήθηκε και καθιερώθηκε από τον Θησέα, όταν συνένωσε σε πόλη (συνοικισμό) τις 11 κωμοπόλεις και τα χωριά της Αττικής (Θουκ. Β’ 15, 1-2). Τα Συνοίκια ετελούντο με αναίμακτες θυσίες στη θεά Αθηνά και τη θεά Ειρήνη (Σχλ. Αριστφ. Ειρ. 1019). 
Αργότερα αναφέρονταν και με τις ονομασίες Μετοίκια ή Συνοικέσια.
Εκατόμβαιος ονομαζόταν μήνας των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, 
που ως ονομασία αντιστοιχεί προς τον αττικό μήνα Εκατομβαιώνα, αλλά σύμφωνα με το Ημερολόγιο της Φλωρεντίας (Hemorologium Florentinum) διαρκούσε από τις 24 Ιουνίου ως τις 24 Ιουλίου.
 
ΣτηΣπάρτη ο αντίστοιχος μήνας με τον αττικό Εκατομβαιώνα ονομαζόταν Εκατομβεύς, και κατά τη διάρκειά του γιορτάζονταν τα Υακίνθια, γιορτή προς τιμήν του εξαιρετικής ομορφιάς Υάκινθου, τον οποίον φόνευσε κατά λάθος ο Απόλλωνας. Τα Υακίνθια ήταν γιορτή που συμβόλιζε την ανά έτος θνήσκουσα και αναγεννώμενη βλάστηση. Από το γεγονός αυτό, αρκετοί ερευνητές θεωρούν ότι ο Εκατομβεύς αντιστοιχούσε μάλλον στον ανοιξιάτικο μήνα Θαργηλιώνα.
Τέλος, ως Εκατόμβιος είναι γνωστός μήνας στην πόλη Άλω της Φθιώτιδας (IG. ΙΧ 2, 109 b 50) αντίστοιχος του αττικού μήνα Εκατομβαιώνα.


2. Μεταγειτνιών

ΗΤΑΝ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην περίοδο από 15 Αυγούστου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου του σημερινού Γρηγοριανού ημερολογίου.
Η ονομασία του, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οφείλεται στα Μεταγείτνια, γιορτή προς ανάμνηση του μετοικισμού του Θησέα από τη Μελίτη (δήμο των Αθηνών, Δ. της αγοράς) στη Διόμεια (δήμο των Αθηνών Ν.Α. της πόλης).
Αυτόν τον μήνα στην Αθήνα γίνονταν οι μετοικήσεις, δηλαδή οι μετακομίσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων (μεταγείτνια). Στη γιορτή αυτή οι Αθηναίοι τιμούσαν τον
Μεταγείτνιο Απόλλωνα.

Ο Μεταγειτνιών ήταν ο η αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε άρχιζαν οι προετοιμασίες της τέλεσης των μυστηρίων, και το τέλος του στρατιωτικού έτους, οπότε πανηγυρίζονταν τα γυμνιστικά Εξιτήρια.
Ο αντίστοιχος προς τον Μεταγειτνιώνα μήνας των Αργείων και των Λακεδαιμονίων ονομαζόταν Κάρνειος. 
Η ονομασία του οφείλεται στον ονομαστό μάντη Κάρνο, γιο του Δία και της Ευρώπης, ο οποίος είχε διδαχθεί τη μαντική τέχνη από τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Κάρνος φονεύθηκε από το αφηνιασμένο άλογό του, όταν οι Δωριείς εισέβαλαν στην Πελοπόννησο. 
Ο Θεός Απόλλωνας, επειδή θεώρησε υπεύθυνους για τον φόνο του Κάρνου τους Λάκωνες, έριξε λοιμό στη χώρα. 
Για να εξιλεωθούν, λοιπόν, αυτοί δημιούργησαν τα Κάρνεια, ειδική γιορτή προς τιμήν του Κάρνου, που γιορταζόταν στον ομώνυμο μήνα (Σχλ. Β, 8,3). Κατά τη διάρκεια της γιορτής τιμούσαν τον Απόλλωνα Κάρνειο, προστάτη των κοπαδιών. 
Ο μήνας Κάρνειος αναφέρεται εκτός από τη Σπάρτη και στα μηνολόγια του Άργους, της Επιδαύρου, της Ρόδου και των δωρικών αποικιών της Σικελίας. Στις Συρακούσες ο Κάρνειος ήταν , όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, αντίστοιχος με τον αττικό Μεταγειτνιώνα: «του Καρνείου μηνός, όν Αθηναίοι Μεταγειτνιώνα προσαγορεύουσι» (Πλούταρχος, Νικ. 28). 
Όπως είναι γνωστό από επιγραφές, ο αντίστοιχος προς τον Μεταγειτνιώνα μήνας των Βοιωτών ονομαζόταν Πάνεμος ή Πάναμος, μια ονομασία μήνα που τη συναντάμε σε πολλά ελληνικά μηνολόγια (Σπάρτη, Επίδαυρος, Άργος, Ρόδος ή ως Πάνημος σε Δήλο, Θεσσαλία και Μακεδονία) αλλά με διαφορετική σειρά στο έτος. Ο Μεταγειτνιών ή Μεταγιτνιών αναφέρεται και στα ημερολόγια νησιών του Αιγαίου, όπως της Δήλου, Σάμου, Κω και Καλύμνου, ενώ στη Ρόδο αναφέρεται ως Μεταγείτνιος.


3. Βοηδρομιών

ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ —και σε παλαιότερες εποχές του πρώτου— μήνα του αττικού ημερολογίου, που ήταν ο μήνας της φθινοπωρινής ισημερίας.
Ονομάστηκε έτσι λόγω της γιορτής των Βοηδρομίων, την 6η ή την 7η ημέρα του, που πιθανώς αντιστοιχούσε στην 22α Σεπτεμβρίου.

Τα Βοηδρόμια ήταν γιορτή προς τιμήν του Βοηδρομίου ή Βοηθόου Απόλλωνα, ο οποίος έτρεχε με βοή σε βοήθεια αυτών που ζητούσαν τη συνδρομή του, ιδιαίτερα ως βοηθός και σύμμαχος στον πόλεμο: «Βοηδρομείν γάρ το βοηθείν ωνομάζετο».
Οι Αθηναίοι την παραμονή της γιορτής έκαναν θυσίες προς τιμήν της αδελφής του Απόλλωνα, θεάς της άγρας (κυνηγιού), της Αρτέμιδος της Αγροτέρας. Κάθε χρόνο, λοιπόν, στο χωριό Άγρα ή Άγρες πέρα από το Ιλισό, οι Αθηναίοι τελούσαν εκεί γιορτή στον ναό της Αγροτέρας Άρτεμης προς τιμήν της θεάς, και ο «άρχων-πολέμαρχος» πρόσφερε ως θυσία 500 κατσίκες. Η γιορτή αυτή ξεκίνησε μετά τη μάχη του Μαραθώνα, ότε οι Αθηναίοι επετέθησαν με βοή και δρομαίως.
Η γιορτή των Βοηδρομίων, κατά τον Πλούταρχο (Πλουτ. Θησ. ΚΖ’), ετελείτο στη μνήμη της νίκης του Θησέα εναντίον των Αμαζόνων και προς τιμήν του Βοηθόου Απόλλωνα που τον βοήθησε. Κατά τον Παυσανία, η γιορτή θεσπίστηκε από τον Ίωνα σε ανάμνηση της βοήθειας που έστειλε στους Αθηναίους στις μάχες τους εναντίον των Ελευσινίων.

  


Επίσης, από την 15η του Βοηδρομιώνα και για 9 ημέρες γιορτάζονταν τα Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια. 
Η πρώτη ημέρα, η 15ηΒοηδρομιώνα, κατά την οποία γινόταν η προκήρυξη της γιορτής ονομαζόταν αγυρμός, από τη λέξη άγυρις που σημαίνει συνάθροιση ή συγκέντρωση. Ο άρχων-βασιλιάς, που είχε την ανώτατη εποπτεία στα μυστήρια, καλούσε τον δήμο στην Αγορά και με την παρουσία του ιεροφάντη και του Δαδούχου, ο Ιερός Κήρυκας έκανε την προκύρηξη της γιορτής για να λάβουν μέρος στα μυστήρια οι «έχοντες καθαρήν την καρδίαν και τας χείρας».
Οι Αθηναίοι τον μήνα Βοηδρομιώνα —αν και είχε 30 ημέρες— τον θεωρούσαν κοίλο μήνα με 29 ημέρες. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν υπολόγιζαν στην αρίθμησή του τη 2η ημέρα του, επειδή, κατά την παράδοση, αντιστοιχούσε στην επέτειο της έριδας του Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την επικυριαρχία της Αθήνας (Πλουτ. Συμπ. πρβλ. Θ’, 6. Π, Φιλαδ. 489).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μήνας αυτός συναντάται με την ίδια ονομασία στην Πριήνη και στην Όλβια της Σκυθίας· ως Βαδρομιών στη Χίο και στη Λάμψακο και ως Βαδρόμιος στην Ρόδο, την Κω, την Κάλυμνο και την Κνίδο.
Στον Βοηδρομιώνα αντιστοιχεί ο Βοαθόιος ή Βοαθόος, ο τρίτος μήνας του ημερολογίου των Δελφών.
Ο αντίστοιχος προς τον Βοηδρομιώνα μήνας του ημερολογίου της Σπάρτης ήταν ο Πάναμος, που αποτελούσε και την αρχή του σπαρτιατικού έτους κατά τη φθινοπωρινή ισημερία.


4. Πυανεψιών


Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην περίοδο από 15 Οκτωβρίου μέχρι 15 Νοεμβρίου του Γρηγοριανού ημερολογίου.
Την 7η ημέρα του ετελούντο τα Πυανέψια ή Πυανόψια προς τιμήν του θεού Απόλλωνα και της Σκιράδος Αθηνάς (Πλουτ. Θησ. ΚΒ’). Από αυτήν ακριβώς τη γιορτή προήλθε η ονομασία του.
Η γιορτή των Πυανεψίων πήρε το όνομά της από τα πύανα, δηλαδή τους κύαμους (κουκιά) και τα όσπρια, που οι εορτάζοντες έτρωγαν και μέρος των οποίων προσέφεραν στους θεούς.
Τα Πυανέψια εθεωρούντο αγροτική γιορτή, με ευχαριστίες προς τον θεό Απόλλωνα για την αφθονία των καρπών της γης.
Κατά τη διάρκεια της γιορτής τα παιδιά γυρνούσαν πόρτα πόρτα κρατώντας την «ειρεσιώνην», ένα κλαδί ελιάς με καρπούς του φθινοπώρου τυλιγμένο με μαλλιά, τραγουδώντας το ομώνυμο τραγούδι, που πίστευαν ότι προστάτευε από τις ασθένειες τους καρπούς της γης.


Οι στίχοι του διασώθηκαν και είναι οι παρακάτω:


«Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αναψήσασθαι (αποψήσασθαι) και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη».


Οι οικοδέσποινες πρόσφεραν στα παιδιά φιλοδωρήματα και ενώ αυτά έφευγαν χαρούμενα, αυτές κρεμούσαν τη δική τους «ειρεσιώνη» πάνω από την εξώπορτά τους, την οποία διατηρούσαν όλο τον χρόνο.
Συνέχεια της ειρεσιώνης θεωρούνται τα ελληνικά κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Κατά τη διάρκεια της γιορτής, ένα αγόρι, του οποίου ζούσαν και οι δύο γονείς (αμφιθαλής), έφερνε την ειρεσιώνη στο ιερό του Απόλλωνα και την έστηνε ή την κρεμούσε στην είσοδο του ναού.
Στη Σάμο, η γιορτή αυτή γινόταν στα ανοιξιάτικα Θαργήλια του Απόλλωνα με θυσίες στον Ήλιο και τις Ώρες (τις εποχές του έτους).
Αυτό το αρχαίο ελληνικό έθιμο των Θαργηλίων αντιστοιχεί στο νεοελληνικό έθιμο του στεφανιού της Πρωτομαγιάς.

Αντίστοιχη με τη ειρεσιώνη ήταν η κορυθάλη, κλαδί δάφνης ή ελιάς που κρεμόταν στην εξώπορτα των σπιτιών.
Η κορυθάλη προσφερόταν στη θεά Αρτέμιδα, η οποία με την προσωνυμία «κορυθαλία» λατρευόταν στη Σπάρτη ως θεά της γονιμότητας και προστάτιδα των τροφών που φρόντιζαν τα βρέφη.
Αργότερα, στους χρόνους του Κίμωνα, παράλληλα με τη γιορτή των Πυανεψίων, την 7η του μηνός γιορταζόταν στην Αθήνα, η βακχική γιορτή του τρύγου, τα Οσχοφόρια ή Ωσχοφόρια (Πλουτ. Θησ. ΚΒ’), προς τιμήν της Αθηνάς και του Διονύσου.



 


Στα Οσχοφόρια δύο νέοι (οι Οσχοφόροι), ντυμένοι γυναικεία, έφεραν τη δική τους ειρεσιώνη, που ήταν κλαδιά κλήματος κατάφορτα με σταφύλια (όσχοι). Οι Οσχοφόροι προηγούνταν της πομπής, που ξεκίναγε από τον ναό του Διονύσου στην Αθήνα και κατέληγε στον ναό της Σκιράδος Αθηνάς στο Φάληρο. 
Κατά τη διάρκεια της γιορτής γίνονταν αγώνες δρόμου μεταξύ «οσχοφορούντων» εφήβων από όλες τις φυλές και οι 10 πρώτοι νικητές, ένας από κάθε φυλή, έπαιρναν ως έπαθλο μία φιάλη με τα «πενταπλόα», ποτό που το αποτελούσαν τα πέντε κυριότερα προϊόντα του έτους: κρασί, μέλι, τυρί, αλεύρι και λάδι. Επίσης, οι νικητές έμπαιναν επικεφαλής της πομπής στην τελετή προς τιμήν του θεού Διονύσου. 
Την ειδική αυτή τελετή —με χορούς, τραγούδια και θυσίες— τη συσχέτιζαν οι Αθηναίοι με τη μετάβαση του Θησέα στην Κρήτη, για να απαλλάξει την Αθήνα από τον φόρο αίματος στον Μινώταυρο. Άλλωστε, η παράδοση αναφέρει ότι αυτή τη γιορτή την καθιέρωσε ο Θησέας σε ανάμνηση της νίκης του εναντίον του Μινώταυρου.
Κατά τον μήνα Πυανεψιώνα ετελούντο ακόμα τα Απατούρια (από το ά(μα)+πατήρ): τριήμερες γιορτές (δόρπεια, ανάρρυσις και κουρεώτις) κατά τις οποίες οι πατέρες των παιδιών τα έγραφαν στις φρατρίες. 
Στις γιορτές αυτές τιμούσαν τον Δία Φράτριο, μαζί με την Απατουρία Αθηνά —από τη λέξη απάτη, κατάλοιπα της εποχής που η απάτη εθεωρείτο αρετή— προστάτιδα των συγγενικών γενών. 
Αξίζει να σημειωθεί ότι αρχικά στην Αθήνα υπήρχαν 4 φυλές. 
Κάθε φυλή διαιρείτο σε 3 μέρη που το κάθε τρίτο ονομάστηκε τριττύς ή φρατρία, ή αργότερα και πατριά. 
Σε κάθε φρατρία υπήρχαν 30 γένη. Αυτή η διαίρεση είναι βέβαιο ότι έγινε σύμφωνα με το ημερολόγιο: οι 4 φυλές αντιστοιχούσαν στις 4 εποχές του έτους· οι 12 φρατρίες στους 12 μήνες του έτους και τα 30 γένη κάθε φρατρίας στις 30 ημέρες του μήνα, ώστε συνολικά 12Χ30=360, δηλαδή το σύνολο των ημερών του έτους.
Λόγω ακριβώς της γιορτής των Απατουρίων, ο αντίστοιχος του αττικού μήνα Πυανεψιώνα ονομαζόταν στη Δήλο Απατουριών. 
Με την ίδια ή ελαφρά διαφορετική ονομασία ως Απατούριος ή Απατουρεών απαντάται στα μηνολόγια των ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, της Κυζίκου και της Όλβιας στη Σκυθία.
Από την 9η έως τη 13η ή από τη 10η έως τη 14η του Πυανεψιώνα ετελούντο στην Αθήνα ταΘεσμοφόρια, η σημαντικότερη γιορτή των γυναικών. 




Τα Θεσμοφόρια ήταν γιορτή αφιερωμένη στη Θεσμοφόρο Δήμητρα, ως προστάτιδα της γεωργίας, του γάμου και της κοινωνικής τάξης.
Η πρώτη ημέρα της γιορτής ονομαζόταν Στήνια και διανθιζόταν με γιορταστικά περιπαιχτικά τραγούδια. 

Τη δεύτερη ημέρα πανηγυρίζονταν τα Θεσμοφόρια στον Αλιμούντα (παραλιακό δήμο της Αττικής) στη χερσόνησο Κωλιάδα (σημερινό Άγιο-Κοσμά), όπου υπήρχε ο ναός της Κωλιάδος Αφροδίτης, ένα από τα σημαντικότερα ιερά της Αττικής.

Οι υπόλοιπες τρεις ημέρες ήταν οι κυρίως ημέρες της τελετής μέσα στην πόλη των Αθηνών. Από αυτές, η πρώτη ονομαζόταν Άνοδος, λόγω της επιστροφής των εορταζόντων από τον Αλιμούντα στην Αθήνα.
 Η δεύτερη εκαλείτο —και ήταν πραγματικά— αυστηρή Νηστεία


Η τρίτη λεγόταν Καλλιγένεια και κατά τη διάρκειά της τιμούσαν τη Δήμητρα με θυσίες και χορούς ως θεά προστάτιδα της γέννησης υγιών και ωραίων παιδιών.
Στις τελετές αυτές απαγορευόταν αυστηρά η παρουσία αντρών.

Κατά τον μήνα αυτόν γιορτάζονταν στην Αθήνα τα Θησεία, την 8η Πυανεψιώνα, και γι’ αυτό ελέγοντο ογδόδια (Αρστφ. Πλούτ. 626) και κάθε όγδοη ημέρα ήταν ιερή αφιερωμένη στον Θησέα και στον Ποσειδώνα.
Την τελευταία ημέρα του Πυανεψιώνα ετελείτο στην Αθήνα ιδιαίτερη γιορτή αφιερωμένη στην Αθηνά-Εργάνη, προστάτρια από κοινού με τον Ήφαιστο των τεχνιτών. Αρχικά, και μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα, η γιορτή πανηγυριζόταν από όλο τον δήμο (λαό) προς τιμήν της Αθηνάς-Εργάνης και γι’ αυτό ονομαζόταν Αθήναια ή Πάνδημος.
Αργότερα, γιορταζόταν μόνο από τους τεχνίτες και ειδικά από τους χαλκείς (σιδηρουργούς-μεταλλουργούς) προς τιμήν του Ηφαίστου και έτσι μετονομάστηκε σε Χαλκεία. Τα Χαλκεία έδωσαν στον Κηφισιέα Μένανδρο το υλικό για την ομώνυμη κωμωδία του, μικρό απόσπασμα της οποίας σώζεται από τον Αθήναιον (ΙΑ’, 5Ο2- Πολυδ. Ζ’, 1Ο5).


5. Μαιμακτηριών


Ο ΠΕΜΠΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στην περίοδο από τη 15η Οκτωβρίου μέχρι τη 15η Νοεμβρίου του σημερινού Γρηγοριανού ημερολογίου.
Η ονομασία του προήλθε, όπως εξηγεί ο Αρποκρατίων, από τις γιορτές των Μαιμακτηρίων προς τιμήν του
Μαιμάκτου Διός, δηλαδή του ενθουσιώδη και ταράσσοντα τον ουρανό Δία, προαναγγέλλοντας κατά τον Μαιμακτηριώνα την έναρξη του χειμώνα, αφού στη διάρκειά του «ό αήρ ταράττεται και μεταβολήν έχει». Ο Φώτιος υποστηρίζει ότι ο Μαιμακτηριών πήρε την ονομασία του «από τής μαιμάξεως τής περί την άμπελον»,δηλαδή από τον τρύγο των αμπελιών για την παρασκευή του κρασιού.


Στα Μαιμακτήρια, οι Αθηναίοι ικέτευαν με δεήσεις τον Νεφεληγερέτη Δία, που τάρασσε το Σύμπαν, να φανεί μειλίχιος, να καταπαύσει τις ταραχές του αέρα και να στείλει τη βροχή για να σπείρουν τους αγρούς τους.
Στις γιορτές αυτές, στο θέατρο των Αθηνών, άντρες μεταμφιεσμένοι σε Βάκχες, Νύμφες και Ώρες, ντυμένοι με βαριά ρούχα και κρατώντας πέπλο πανηγύριζαν την έναρξη του χειμώνα.



Στην Κέα, από μία επιγραφή που βρέθηκε εκεί πληροφορούμαστε ότι ο αντίστοιχος προς τον Μαιμακτηριώνα μήνας ονομαζόταν Μαιμακτήρ.
 Επίσης, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο αντίστοιχος προς τον Μαιμακτηριώνα βοιωτικός μήνας ονομαζόταν Αλκυμένιος ή Αλαλκομένιος.


6. Ποσειδεών


ΉΤΑΝ Ο ΕΚΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, συνήθως όμως ο τέταρτος των ημερολογίων των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας.
Ήταν ο κυρίως μήνας του χειμώνα και αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο του Γρηγοριανού ημερολογίου.
Από την 8η έως την 11η του
Ποσειδεώνα, στην Αθήνα και στους γύρω δήμους, ετελούντο τα κατ’ αγρούς Διονύσια ή Διονύσια τα μικρά. Στις μυστηριακές αυτές γιορτές γινόταν αναπαράσταση διαφόρων μύθων που αφορούσαν τον θεό Διόνυσο. Επικεφαλής των κατ’ αγρούς Διονυσίων ήταν οι δήμαρχοι.
Την 26η του μηνός ετελούντο στην Αθήνα και την Ελευσίνα τα Αλώα, προς τιμήν της Δήμητρας, της Κόρης (Περσεφόνης) και του Διονύσου.
Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από το άλως, που σημαίνει αλώνι, κήπο ή καλλιεργημένο χωράφι. 
Η γιορτή πανηγυριζόταν τον μήνα Ποσειδεώνα —αν και διίστανται οι γνώμες των ειδικών— και στο τέλος της υπήρχε πομπή προς τιμήν του Ποσειδώνα, 
ο οποίος πριν γίνει θεός της θάλασσας λατρευόταν ως χθόνιος θεός (Γαιήοχος) και θεός της βλάστησης· ως Ποσειδώνας Φυτάλμιος, δηλαδή γονιμοποιός· μια αρχέγονη μορφή του Ποσειδώνα, της προσωποποίησης των γλυκών νερών που γονιμοποιούν τη γη. 
Τα Αλώα ήταν γιορτή γυναικεία με ελευθεροστομία και με τελετές που είχαν τη σημασία της πρόκλησης γονιμότητας και ευφορίας. 
Γι’ αυτούς τους λόγους, οι γυναίκες κρατούσαν στα χέρια τους ομοιώματα αντρικών και γυναικείων γεννητικών οργάνων και πανηγύριζαν άσεμνα. 
Ο Σχολιαστής του Λουκιανού σε κάποιο τμήμα του κειμένου του (Εταιρ. Διάλ. 7.4) αναφέρει: «αναφωνούσι δε προς αλλήλαις πάσαι αί γυναίκες αισχρά και άσεμνα, βαστάζουσαι είδη σωμάτων απρεπή ανδρειά τε και γυναικεία. Ενταύθα οινός τε πολύς πρόκειται και τράπεζαι.... πρόσκειται δε ταις τραπέζαις και εκ πλακούντος κατασκευασμένα αμφοτέρων γενών αιδοία». Ένα δυσεξήγητο πρόβλημα είναι το γεγονός ότι η γιορτή πανηγυριζόταν στα αλώνια τον Ιανουάριο, και όχι τον Ιούλιο που είναι ο μήνας του αλωνίσματος (Αλωνάρης). Διάφοροι ερευνητές πιστεύουν ότι η αλλαγή της ημερομηνίας από τους καλοκαιρινούς μήνες στον Ιανουάριο οφειλόταν κατά πάσα πιθανότητα στον θεό Διόνυσο. 
Όταν, λοιπόν, ο θεός πήρε τη θέση της Δήμητρας στις γιορτές, άρπαξε και το αλώνι της, προκαλώντας την ημερομηνιακή ανωμαλία και προσφέροντας στο αλώνισμα μια χειμωνιάτικη γιορτή.
Ο Ποσειδεώνας ήταν ο μήνας της χειμερινής τροπής του Ήλιου και συνεπώς, κατά τη διάρκειά του, συνέβαινε η «διαμετρημένη ημέρα», η μικρότερη δηλαδή σε διάρκεια μέρα του έτους ίση με περίπου 9,5 ώρες. Ο χρόνος της «διαμετρημένης ημέρας» διαιρούμενος, μέσω κλεψυδρών, σε τρία μέρη χρησίμευε στα δικαστήρια για την αγόρευση του κατηγόρου, για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και για τις ομιλίες των δικαστών. 
Μήνας Ποσειδεώνας αναφέρεται και στο ημερολόγιο της νήσου Δήλου, αντίστοιχος προς τον αττικό Ποσειδεώνα.
Μετά τον μήνα Ποσειδεώνα και σε περιόδους δύο αρχικά, τεσσάρων ή τελικά οκτώ ετών, τις λεγόμενες διετηρίδες, τετραετηρίδες και οκταετηρίδες προστίθετο ο εμβόλιμος 13ος μήνας, που ονομαζόταν Ποσειδεών δεύτερος, με τις αντίστοιχες βέβαια ημέρες για κάθε τέτοιο χρονικό κύκλο. 
Ειδικά στον κύκλο των οκτώ ετών (Μέγας Ενιαυτός), ο Ποσειδεών δεύτερος προστίθετο κάθε 3ο, 5ο και 8ο έτος με διάρκεια 30 ημερών (πλήρης μήνας).
Ο Ποσειδεών δεύτερος άρχισε να προστίθεται στο έτος, για να το εναρμονίσει με το ηλιακό-τροπικό, κατά τους χρόνους του Σόλωνα (594 π.Χ.) ή του Κλεοστράτους (540 π.Χ.), οπότε θεσπίστηκε το σεληνοηλιακό αττικό ημερολόγιο.
Όσον αφορά τον «Μέγα Ενιαυτό», ο όρος αυτός χρησιμοποιείτο και με την ευρύτερη φιλοσοφική διάστασή του. Ο αστρονομικός Μέγας Ενιαυτός αρχικά καθιερώθηκε από τους Ίωνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα από τον Ηράκλειτο, ο οποίος και προσδιόρισε τη διάρκειά του ίση με 10.800 έτη, όπως αναφέρει ο Αέτιος, ή ίση με 18.000 έτη, όπως αναφέρει ο Κηνσωρίνος. Ο σπουδαίος αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος (320-250 π.Χ.) αναφέρει τον Μεγάλο Ενιαυτό ίσον με 2.484 έτη. Τα ίδια υποστηρίζει και ο αστρονόμος Οινοπίδης ο Χίος (5ος π.Χ. αιώνας), ο οποίος είχε αφιερώσει στην Ολυμπία χάλκινη πλάκα πάνω στην οποία είχε χαράξει ανακάλυψή του σχετική με το ηλιακό και το σεληνιακό έτος.
 Ο Μεγάλος Ενιαυτός θεωρείτο περιοδικός κύκλος στο τέλος του οποίου οι αστρονόμοι πίστευαν ότι το Σύμπαν θα καταστρεφόταν εξαιτίας μεγάλου πύρινου Κατακλυσμού, από τον οποίον θα αναφλεγόταν για να αναδημιουργηθεί στη συνέχεια και να επαναζήσει νέα περίοδο Μεγάλου Ενιαυτού, μετά το τέλος του οποίου θα γινόταν νέα καταστροφή, και πάλι νέα αναδημιουργία. Η δοξασία αυτή των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και αστρονόμων συμπίπτει με τις ανατολικές φιλοσοφικές θεωρίες για την αιώνια ανακύκληση ή για την αιώνια επιστροφή, τις οποίες ασπάστηκαν και υποστήριξαν εκπρόσωποι των νεοτέρων φιλοσοφικών ρευμάτων. 
Μερικοί από αυτούς υποστηρίζουν ότι ο Μέγας Ενιαυτός έχει περίοδο ίση με 25.796 έτη, ταυτόσημη δηλαδή με την περίοδο της γήινης μετάπτωσης (ΠαράρτημαVΙ).


7. Γαμηλιών

Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου και ο πρώτος μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, αφού αντιστοιχούσε στους σημερινούς Ιανουάριο-Φεβρουάριο.
Η ονομασία του προέρχεται από τις αντίστοιχες ιερές αθηναϊκές γιορτές, στο επίκεντρο των οποίων δέσποζε η γιορτή των Θεογαμίων, στην οποία γιορταζόταν
ο ιερός γάμος του Δία και της Ήρας. Ο ιερός γάμος γινόταν με σκοπό να ενισχύσει την ευεργετική δύναμη των βροχών που είχαν πέσει στη γη, ώστε να ευοδωθεί η βλάστηση.
Ο μήνας αυτός ήταν ιερός και αφιερωμένος στους πέντε γαμήλιους θεούς· Δία τον Τέλειο, Ήρα την Τελεία, Αφροδίτη, Πειθώ και Άρτεμη, από τους οποίους εξαρτιόταν η ευτυχής έκβαση του γάμου. Ιδιαίτερα όμως οι Αθηναίοι τιμούσαν τον Δία τον Τέλειο και την Ήρα την Τελεία, η οποία ήταν η προστάτιδα-θεά του γάμου.
   


Στη διάρκεια του Γαμηλιώνα γίνονταν οι περισσότεροι γάμοι των Αθηναίων, ενώ ειδικά την 27η του μηνός ετελούντο στην Αθήνα οι γαμήλιεςθυσίες ή γάμηλα.
Από την 8η μέχρι την 11η ημέρα του Γαμηλιώνα, γιορτάζονταν στην Αθήνα τα Λήναια, προς τιμήν του Ληναίου Διονύσου· ετελούντο γύρω από το θέατρο του Διονύσου των Αθηνών. Για τον λόγο αυτόν στη Δήλο, και σε ορισμένες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. ο Γαμηλιών λεγόταν Ληναιών
. Η ονομασία αυτή προέρχεται από την αρχαία λέξη ληνός, που ήταν το μέρος όπου πατούσαν τα σταφύλια (το πατητήρι). Από το γεγονός αυτό ο θεός του κρασιού Διόνυσος έφερε και την προσωνυμία Ληναίος. 
Επικεφαλής των Ληναίων, όπως και των Ανθεστηρίων, ήταν ο άρχων βασιλεύς.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι προς τιμήν του Διονύσου ετελούντο στην Αθήνα τα Οσχοφόρια, τα Διονύσια, τα Λήναια, τα Ανθεστήρια και άλλες σπουδαίες γιορτές. Πολλά όμως ελληνικά ημερολόγια τιμούσαν τον Διόνυσο με τον ομώνυμό του μήνα. 
Ο μήνας Διονύσιος εχρησιμοποιείτο κυρίως στη Μέση Δυτική Ελλάδα, καθώς και στις δωρικές αποικίες του Βοσπόρου και του Πόντου. 
Στην Αιτωλία ο Διονύσιος αντιστοιχούσε με τον αθηναϊκό μήνα Μουνιχιώνα, ενώ στο ημερολόγιο της Βιθυνίας ήταν ο τέταρτος μήνας του έτους και αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα από 24η Δεκεμβρίου έως 23η Ιανουαρίου του Γρηγοριανού ημερολογίου.
 Ο μήνας Διονύσιος αναφέρεται σε επιγραφές που βρέθηκαν στην Άγκυρα, στη Χαλκηδόνα, στη Λοκρίδα, στο Βυζάντιο, στην Κρήτη και στο Ταυρομένιο της Σικελίας.

8. Ανθεστηριών

ΗΤΑΝ Ο ΟΓΔΟΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου και ο πρώτος μήνας της άνοιξης, αφού αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες Φεβρουάριο-Μάρτιο.
Το όνομά του προέρχεται από τη σπουδαία γιορτή των Ανθεστηρίων προς τιμήν του
θεού Διονύσου.
Τα Ανθεστήρια ήταν τριήμερες ανοιξιάτικες γιορτές, που γιορτάζονταν την 11η, 12η και 13η ημέρα του Ανθεστηριώνα. Την πρώτη ημέρα γιορτάζονταν τα Πιθοίγια, που αποτελούσαν την προκαταρκτική γιορτή.
Τότε οι Αθηναίοι άνοιγαν τα πιθάρια για να δοκιμάσουν το κρασί της νέας χρονιάς. Το θεϊκό αυτό δώρο του Διονύσου το έφερναν οι πιστοί στο ιερό του θεού για να το ευλογήσει: «ανοίξαντες γάρ τούς πίθους πάσι μετεδίδουν του Διονύσου δωρήματος» (Ησίοδος: Έργα και Ημέραι, 366).
Την ημέρα των Πιθοιγίων οι αρχαίοι Αθηναίοι την είχαν αφιερώσει στην αγαθοποιό θεότητα, τον Αγαθοδαίμονα. Ο Πλούταρχος στα Ηθικά (Η’, 10,3) αναφέρει: «... και μην οίνου γε το νέον οι πρωϊαίτατα πίνοντες Ανθεστηριώνι πίνουσι μηνί μετά χειμώνα· και την ημέραν εκείνην ημείς μεν Αγαθού Δαίμονος, Αθηναίοι δε Πιθοίγια προσαγορεύουσιν». Η γιορτή αυτή ονομαζόταν και Πιθογία, γιατί οι Αθηναίοι πίστευαν ότι ο Αγαθοδαίμονας έβγαινε από τα πιθάρια των σπιτιών, παρέμενε στο φως όλη τη μέρα της γιορτής του και το βράδυ επέστρεφε πάλι στο σκοτεινό μέρος της διαμονής του.
Τη δεύτερη ημέρα γιορτάζονταν οι Χόες ή Χοές, που η ονομασία τους προέρχεται από το χούς, το ειδικό πήλινο αγγείο, που είχαν μαζί τους οι εορτάζοντες.

  


Οι Χόες ήταν η σπουδαιότερη από τις τριήμερες γιορτές και —κατά τον Θουκυδίδη— τα αρχαιότερα Διονύσια.
Την ημέρα αυτή οι Αθηναίοι γιόρταζαν τον ερχομό της άνοιξης και καλωσόριζαν τον θεό, τον οποίον υποδυόταν ο άρχων-βασιλεύς, ο οποίος έμπαινε στην πόλη με την ακολουθία του πάνω σε πλοίο με ρόδες. 
Η πομπή ξεκινούσε από το Φάληρο, γιατί η παράδοση έλεγε ότι ο Διόνυσος ήρθε από τη θάλασσα, και κατευθυνόταν στο μεγάλο ιερό του θεού «εν Λίμναις», εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή Γαργαρέττα. 
Στο ιερό του ο Διόνυσος —στο πρόσωπο του άρχοντα-βασιλιά— συναντούσε τη βασιλίννη (σύζυγο του βασιλιά), και το θεϊκό ζευγάρι έμπαινε επικεφαλής της πομπής.
Στη συνέχεια, γινόταν η γιορτή της ιερογαμίας, δηλαδή ο μυστικός ιερός γάμος του θεού και το γαμήλιο γλέντι με αγώνες οινοποσίας. 
Ο ιερός γάμος πανηγυριζόταν στον χώρο του Βουκολείου κοντά στο Πρυτανείο. Εκεί γινόταν η ένωση του άρχοντος-βασιλιά, που αναπαρίστανε τον Διόνυσο, με τη βασιλίννη, κατάλοιπο μιμητικής γονιμικής μαγείας για την καρποφορία της γης. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, η λέξη βουκολείο, που σημαίνει χώρος για ταύρους, υποδήλωνε ότι η αρχαϊκή τελετή του ιερού γάμου ίσως έπαιρνε τη μορφή της ένωσης ενός ταυροθεού με τη βασιλίννη, όπως κατά πάσα πιθανότητα γινόταν στη μινωική Κρήτη, σύμφωνα με τον μύθο του Μινώταυρου.
Την τρίτη ημέρα γιορτάζονταν οι Χύτροι. Η γιορτή αυτή ήταν αφιερωμένη, εκτός από τον Διόνυσο, στους νεκρούς και στον Ερμή τον Χθόνιο και Ψυχοπομπό (Ερμού ημέρα).
   


Την ονομασία της την οφείλει στους χύτρους, στα ειδικά πήλινα αγγεία όπου οι πιστοί έβραζαν τις προσφορές τους στους νεκρούς, που συνήθως ήταν διάφοροι καρποί με άνθη (πανσπερμία) και βρασμένα όσπρια.
Κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων τελούνταν μυστήρια (άρρητα-ιερά) —που τα επέβλεπε ο άρχοντας-βασιλιάς— κατά τη διάρκεια της νύκτας στον αρχαίο ναό του Λιμναίου Διονύσου στις Λίμνες (Ν.Δ. της Ακρόπολης), ο οποίος άνοιγε μόνο μια φορά τον χρόνο, στις 12 Ανθεστηριώνα.
Η τελετή των Ανθεστηρίων έληγε με τη φράση:
«Θύραζε κήρες ουκέτ’ Ανθεστήρια» που σημαίνει: «Φύγετε ψυχές των νεκρών, τελείωσαν τα Ανθεστήρια».
Προς το τέλος του Ανθεστηριώνα, πιθανώς την 23η του μηνός, ετελείτο πανάρχαια θρησκευτική γιορτή με το όνομα Διάσια, προς τιμήν του Μειλίχιου Δία, στον ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείον) κοντά στην πηγή της Καλλιρόης ή εννεάκρουνο στον Ιλισσό (Θουκυδ. Α’, 128).
Επίσης την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων τελούνταν στην Αθήνα τα Υδροφόρια, γιορτή σε ανάμνηση αυτών που πνίγηκαν στον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. 
Κατά τη διάρκεια της γιορτής, που ήταν μέρος του διονυσιακού κύκλου, ρίπτονταν ψωμιά από στάρι και μέλι σε κάποιο χάσμα που υπήρχε στο Ολυμπιείον, από το οποίο πίστευαν ότι η γη απορρόφησε τα νερά του Κατακλυσμού. Με τα Υδροφόρια τέλειωνε η γιορτή των Ανθεστηρίων.
Μια παρόμοια γιορτή με τα Ανθεστήρια ήταν τα Ανθεσφόρια προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης, που γιορτάζονταν στην αρχή της άνοιξης. 
Τα κορίτσια την ημέρα της γιορτής μάζευαν από τους αγρούς λουλούδια 
και έπλεκαν στεφάνια, όπως η Περσεφόνη την ώρα που την άρπαξε ο Πλούτωνας. 
Η γιορτή αυτή πανηγυριζόταν με μεγαλοπρέπεια στη Σικελία και στη Μεσσηνία. Πάντως, και οι δύο γιορτές φαίνεται ότι είχαν κοινή προέλευση.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, δεν πρέπει να ταυτίζονται τα Ελευσίνια και τα Ελευσίνια Μυστήρια.
 
Υπήρχε λοιπόν σαφής διάκριση μεταξύ των Ελευσινίων και των Μυστηρίων. Κατά τη διάρκεια του Ανθεστηριώνα, την εποχή της άνοιξης, τελούνταν τα Ελευσίνια ή «τα εν Άστει», που λέγονταν και Ελευσίνια τα Μικρά, ενώ τα «Μυστήρια τα εν Ελευσίνι», τα ονομαζόμενα Μεγάλα Ελευσίνια, τελούνταν τον μήνα Βοηδρομιώνα.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, και οι δύο γιορτές τελούνταν στην Ελευσίνα, αλλά τα μεν Μυστήρια ήταν η καθαρά θρησκευτική τελετή στην οποία έπαιρναν μέρος μόνον οι μύστες, ενώ τα δε Ελευσίνια ήταν αγώνες προς τιμήν της Δήμητρας· ονομάστηκαν έτσι επειδή τελούνταν στην Ελευσίνα.


9. Ελαφηβολιών

Ο ΕΝΑΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου και ο δεύτερος μήνας της άνοιξης, που αντιστοιχούσε στους σημερινούς γρηγοριανούς μήνες Μάρτιο-Απρίλιο.
Ονομάστηκε έτσι
«από των ελάφων, αίτινες τω μηνί τούτω εθύοντο τη ελαφηβόλω Αρτέμιδι» (Bekket, An-Gr. I, 249).
Οφείλει, δηλαδή, την ονομασία του στα Ελαφηβόλια, γιορτή κατά την οποία θυσιάζονταν ελάφια προς τιμήν της ελαφηβόλου θεάς του κυνηγιού
Αρτέμιδος, η οποία αγαπούσε ιδιαιτέρως την έλαφον και ετέρπετο με κατ’ εξοχήν «κάπροισι και ωκείης ελάφοισιν» (Ομ. Οδυσ. Ζ 104) δηλαδή, η οποία ευχαριστείτο να κυνηγά αγριογούρουνα και γοργοπόδαρα ελάφια.

Από την 8η ή την 9η μέχρι την 13η του Ελαφηβολιώνα, ετελούντο στην Αθήνα τα Μεγάλα Διονύσια ή κατ’ Άστει Διονύσια, με τις επιμέρους γιορτές τους κάθε τρίτο έτος. 
Στα Μεγάλα Διονύσια προΐστατο ο Επώνυμος άρχοντας. 
Μέρος της γιορτής των Μεγάλων Διονυσίων ήταν τα Πάνδια, αρχαία γιορτή των Αθηναίων προς τιμήν του Διός. Η ίδρυσή της αποδίδεται είτε στον Πανδίωνα, μυθικό βασιλιά των Αθηνών, ή στη νύμφη Πανδία, θυγατέρα του Δία και της Σελήνης.
Οι αρχαίοι Έλληνες, ιδίως στην Κρήτη και τη Μικρά Ασία, κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα γιόρταζαν τα Ιλάρια, που ταυτίστηκαν με τη γιορτή της εαρινής ισημερίας μεταξύ 23ης και 25ης του σημερινού μήνα Μαρτίου
Οι εορτάζοντες πανηγύριζαν φορώντας στεφάνια και κωμικά προσωπεία.
Στην Αθήνα, κατά την εαρινή ισημερία, ετελούντο τα Αδώνια, προς τιμήν του Άδωνι και της Αφροδίτης. Τα Αδώνια ή Αδώνεια διαρκούσαν δύο ημέρες. Από αυτές, η πρώτη εκαλείτο αφανισμός, κατά τη διάρκειά της οποίας, γυναίκες με δάκρυα στα μάτια θρηνούσαν τον θάνατο του Άδωνι. 
Η δεύτερη ημέρα λεγόταν εύρεσις και κατ’ αυτήν γιορταζόταν η ανάσταση του Άδωνι (Λουκ. Περί Συρίας Θεάς). Ο ελληνικός μύθος του θνητού Άδωνι και της θεάς Αφροδίτης αντιστοιχεί προς τον σουμεριακό μύθο του Ντουμμουζί (Γιος της ζωής) και της θεάς Ιναννά ή προς τον βαβυλωνιακό μύθο του Ταμμούζ και της θεάς Ιστάρ, που ήδη έχουμε αναφέρει.
Για τους πιστούς, ο Άδωνις ήταν η προσωποποίηση της βλάστησης ο δε θάνατός του υποδήλωνε την εξαφάνιση της φυτικής ζωής κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ενώ, η ανάστασή του συμβόλιζε την αναγέννηση της φύσης κατά την εποχή της άνοιξης.

Πάντως, τα Αδώνια ήταν γιορτές που ετελούντο σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας σε διαφορετικές, όμως, ημερομηνίες. Έτσι, διάφορες ελληνικές πόλεις πανηγύριζαν τα Αδώνια κατά την εαρινή ισημερία, ενώ άλλες κατά τη χειμερινή ή τη θερινή τροπή, πάντα όμως προς τιμήν της Αφροδίτης και του Άδωνι. (Αριστ. Ειρ. 6, 420. Μουσαίου, Ηρώ και Λέανδρος, στ. 43). 
Σύμφωνα με άλλους ερευνητές, τα Αδώνια ετελούντο στην Αθήνα κατά τη θερινή τροπή και όχι κατά την εαρινή ισημερία, συμβολίζοντας πάντα την αναγεννώμενη φύση.
Ο Ελαφηβολιών, εκτός από την Αττική, αναφέρεται και στα μηνολόγια άλλων ελληνικών πόλεων, όπως της Απολλωνίας στη Χαλκιδική.

 


Κατά τη διάρκεια του Ελαφηβολιώνα γίνονταν στην Αθήνα τα Γαλάξια, μια σπουδαία γιορτή προς τιμήν της Κυβέλης, της Μητέρας των Θεών.
 Κατ’ αυτήν προσφερόταν στη θεά από τους νέους μία χρυσή φιάλη με τη «γαλαξία», χυλό από κριθάλευρο και γάλα, από το οποίο προήλθε και η ονομασία της. Λόγω όμως και της γιορτής των Γαλαξίων στη Δήλο, ο αντίστοιχος μήνας του αττικού Ελαφηβολιώνα ονομάστηκε Γαλαξιών.


10. Μουνυχιών ή Μουνιχιών

Ο ΔΕΚΑΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες Απρίλιο-Μάιο του Γρηγοριανού ημερολογίου. Η ονομασία του προέρχεται από τη γιορτή των Μουνιχίων, που ετελούντο την 16η ημέρα του, προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος της Μουνιχίας (Ξενοφώντος Ελληνικά, 2,4, 11).
Η γιορτή των Μουνιχίων ετελείτο με μεγαλοπρέπεια στο ιερό της θεάς, πάνω στον λόφο της Μουνιχίας στον Πειραιά.
Πιθανότατα εκεί που βρίσκεται σήμερα είτε η εκκλησία του προφήτη Ηλία ή ο Ναυτικός Όμιλος.
Τα Μουνίχια καθιερώθηκαν λόγω της θρησκευτικής πίστης των Αθηναίων ότι η θεά Αρτέμις, θεά της Σελήνης, τους φώτιζε με τη μορφή της πανσελήνου, στη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας εναντίον των Περσών.
Οι πιστοί προσέφεραν στη θεά τυρόπλαστους πλακούντες, που ονομάζονταν
«αμφιφώντες», γιατί τοποθετούνταν μεταξύ δύο κεριών 
που αλληγορικά έδειχναν την ανατολή και τη δύση της Σελήνης.

Την 6η του μηνός Μουνιχιώνα ετελείτο στην Αθήνα η γιορτή του Δελφινίου Απόλλωνα, του προστάτη της ναυσιπλοΐας. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, παρθένες, οι Ικέτιδες, κρατώντας τις ικετηρίες, δηλαδή κλαδιά ελιάς στολισμένα με μαλλιά, πήγαιναν με πομπή στο Δελφίνιο, τον ναό του θεού στον Ιλισσό (Πλουτ. Θησ. ΙΗ’). Εκεί τις κατέθεταν στον βωμό, σε ένδειξη των ικεσιών τους, γι’ αυτό και έλεγαν τη φράση «ικετηρίαν τιθένα» (Ηρδ. Ε’, 51 -Δημσθ).
  

Η γιορτή ανάγεται στον Θησέα, ο οποίος πήρε μαζί του τους νέους και τις νέες που είχαν κληρωθεί για τον φόρο αίματος της Αθήνας στον Μινώταυρο, και πήγε, την 6η Μουνιχιώνα, στο Δελφίνιο, αφιερώνοντας γι’ αυτόν και τους συντρόφους του, ικετηρίαν —κλαδί από την ιερή ελιά στολισμένο με λευκό μαλλί. Αφού έγινε η δέηση, κατέβηκαν όλοι μαζί στην ακτή και απέπλευσαν για την Κρήτη, απ’ όπου, ως γνωστόν, επέστρεψαν σώοι.
Στη γιορτή των Δελφίνιων, οι Αθηναίοι —εκτός από τον Απόλλωνα— τιμούσαν και την αδελφή του, τη Δελφίνια Άρτεμη. 
Την 6η του μηνός Μουνιχιώνα εγκαινιαζόταν η αρχή των θαλασσίων ταξιδιών μετά τη χειμερινή διακοπή τους.
Στην κοντινή Αίγινα ετελείτο η ίδια γιορτή τον μήνα Δελφίνιο, αντίστοιχο του αττικού μήνα Μουνιχιώνα.
Εκεί η γιορτή πανηγυριζόταν με αγώνες οι οποίοι ονομάζονταν Υδροφόρια, σε ανάμνηση της προσέγγισης των Αργοναυτών στην Αίγινα, κατά την επιστροφή τους από την Αία της Κολχίδας, όπου προμηθεύτηκαν πόσιμο νερό για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Ιωλκό.

Την 19η Μουνιχιώνα τελούνταν στην Αθήνα τα Ολύμπια προς τιμήν του Ολυμπίου Διός.Ιδρύθηκαν από τον Πεισίστρατο, όταν θεμελίωσε τον ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείον) στις όχθες του Ιλισού το 530 π.Χ. Τα αθηναϊκά Ολύμπια τελούνταν στον περίβολο του ναού και με την πάροδο του χρόνου παράκμασαν. Ανανεώθηκαν από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό, επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης και τελειοποίησης του Ολυμπιείου το 129 μ.Χ.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (30’7 π.Χ.), ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, προστάτης της πόλης των Αθηνών και των πατροπαράδοτων δημοκρατικών της πολιτικών θεσμών, ελευθέρωσε την Αθήνα από τον Κάσσανδρο και έγινε δεκτός στην πόλη με θεϊκές τιμές. Οι Αθηναίοι, για να κολακεύσουν τη ματαιοδοξία του, ονόμασαν αυτόν και τον πατέρα του, τον Αντίγονο, «Σωτήρες» και τους αφιέρωσαν βωμούς.
Επίσης μετονόμασαν τον μήνα Μουνιχιώνα σε Δημητριώνα (Πλουτ. Δημ. 12) και τη γιορτή των Διονυσίων σε Δημήτρια. Τέλος, αποφάσισαν τη δημιουργία δύο νέων αττικών φυλών, που θα ονομάζονταν Αντιγονίδα και Δημητριάδα.


11. Θαργηλιών

Ο ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου και η αρχή του καλοκαιριού, αφού αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες Μάιο-Ιούνιο.
Ο Θαργηλιών οφείλει την ονομασία του στο ρήμα θέρειν και στη λέξη Ήλιος, δηλαδή θερμαίνει, καίει ο Ήλιος, και η αντίστοιχη γιορτή τα
Θαργήλια ή Θεργήλια ήταν αφιερωμένη στον θεό Απόλλωνα ως τον θεό της ηλιακής θερμότητας, με τη δύναμη της οποίας ωριμάζουν οι καρποί: «Θαργήλια εισί πάντες οι από γης καρποί»

  


Τα Θαργήλια ήταν γιορτή που ετελείτο την 7η ημέρα του μήνα, η οποία εθεωρείτο ως γενέθλια ημέρα του Δήλιου Απόλλωνα.

Την παραμονή της γιορτής, που εθεωρείτο η γενέθλια ημέρα της Αρτέμιδος, ετελείτο εξιλαστήρια ή καθαρτήρια θυσία, για τον εξαγνισμό της πόλης των Αθηνών: «Θαργηλιώνος έκτη καθαίρουσι την πόλιν οι Αθηναίοι» (Διογένης Λαέρτιος 11,44).
Η θυσία του καθαρμού ήταν κατάλοιπο πανάρχαιας τελετής, κατά την οποία δύο άντρες θυσιάζονταν —ο ένας για τους άντρες της πόλης και ο άλλος για τις γυναίκες. Οι δύο αυτοί άντρες λέγονταν «φαρμακοί», ίσως γιατί χρησίμευαν ως μέσα ίασης και καθαρμού όλων των άλλων. 
Κατά τον Σουίδα, τρέφονταν δημοσία δαπάνη, οπότε πιθανώς να ήταν κατάδικοι που η εκτέλεσή τους προριζόταν να γίνει στα Θαργήλια. 
Κατά τους κλασικούς χρόνους το τελετουργικό της γιορτής παρέμεινε ίδιο, μόνο που στη θυσία γινόταν εικονική εκτέλεση δύο αντρών. 
Στη συνέχεια άρχιζαν οι κυρίως γιορτές, που έκλειναν την επομένη με μουσικούς αγώνες.
Στη διάρκεια του Θαργηλιώνα, ετελούντο επίσης:
α) Τα Βενδίδεια, την 19η και την 20η του μηνός προς τιμήν της θρακικής σεληνιακής θεάς Βενδίδος, η οποία ταυτιζόταν με την Αρτέμιδα, την Εκάτη και την Περσεφόνη. Τα Βενδίδεια γιορτάζονταν με δημόσιες θυσίες και τελετές. Το ιερό της, το Βενδίδιον, βρισκόταν κι αυτό στον λόφο της Μουνιχίας στον Πειραιά.
β) τα Πλυντήρια, την 25η του μηνός για τον καθαρισμό των πέπλων του αρχαϊκού ξοάνου της Πολιάδος Αθηνάς στη θαλάσσια περιοχή του Φαλήρου, ενώ στην πόλη σταματούσε κάθε εργασία. Επίσης, ιερείς από το γένος των Πραξιεργιδών έπλεναν το ξόανο της θεάς ακολουθώντας ειδική ιερή τελετουργία.
γ) Η γιορτή των Καλλυντηρίων την 19η του μηνός για τον καλλωπισμό του ναού της πολιούχου θεάς Αθηνάς και του Ερεχθείου, και τέλος
δ) Ανά τριετία τα Μικρά Παναθήναια.
Διάφοροι ερευνητές (Mommsen κ.ά.) συνδυάζουν την ηλιακή ανατολή του σμήνους των Πλειάδων στον ουρανό με την τέλεση των προϊστορικών γιορτών των Πλυντηρίων. 
Τότε γίνονταν, εκτός από τις γιορτές προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, οι πλύσεις των ενδυμάτων, οι ετήσιες εκλογές των Αχαιών, ενώ άρχιζε και η συγκομιδή των δημητριακών.
Ο μήνας Θαργηλιών αναφέρεται και στα μηνολόγια της Δήλου, Αμοργού, Πάρου, Τήνου, Εφέσου, Περγάμου και Μιλήτου.


12. Σκιροφοριών

ο ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΜΗΝΑΣ του αττικού ημερολογίου και ο κυρίως μήνας του καλοκαιριού, αφού αντιστοιχούσε στους σημερινούς μήνες Ιούνιο-Ιούλιο.
Την ονομασία του την οφείλει στη γιορτή των
Σκιροφορίων, που γιορτάζονταν την 12η ημέρα του, προς τιμήν της θεάς Αθηνάς (Αρστφ. Εκκλ. 18,59).


     


Στη γιορτή αυτή μεταφερόταν με πομπή, από τον Παρθενώνα μέχρι το προάστειον Σκίρον στην Ιερά Οδό, το μεγάλο λευκό σκιάδιο (σκίρον) της θεάς Αθηνάς, το οποίο κρατούσαν οι ιερείς, συνοδοί της πομπής, από το γένος των Ετεοβουταδών.
Το πλατύγυρο λευκό σκιάδιο ήταν εφεύρεση της Αθηνάς και συμβόλιζε την προστασία της στην πόλη των Αθηνών και στους αττικούς αγρούς από τον καύσωνα των θερινών μηνών. 
Στην ίδια πομπή μεταφερόταν και το Διός κώδιον, δηλαδή το δέρμα κριαριού (προβιά), που είχε θυσιαστεί στον Μειλίχιο Δία. Έτσι, οι Αθηναίοι ζητούσαν να εξασφαλισθεί η συνδρομή του θεού για την πόλη των Αθηνών και η προστασία του, για την αγροτική παραγωγή τους, από τον υπερβολικό καλοκαιρινό καύσωνα.
Κατά τον μήνα Σκιροφοριώνα ετελούντο στην Αθήνα τα Αρρηφόρια, προς τιμήν της Αθηνάς. Στον βράχο της Ακρόπολης, δυτικά του Ερεχθείου, υπήρχε το λεγόμενο οίκημα των αρρηφόρων. Αυτές ήταν δύο μικρά κορίτσια από 7 ως 11 χρονών, που μετέφεραν«άρρητα», δηλαδή κρυφά και μυστικά ιερά αντικείμενα. Οι τελετές έπρεπε να γίνουν με απόλυτη μυστικότητα, αλλιώς οι ιερουργίες έχαναν τη δύναμή τους. Όλος αυτός ο μυστικισμός μάς δείχνει ότι τα Αρρηφόρια ήταν γιορτή αγροτικών λατρευτικών πράξεων, με σκοπό να επηρεάσουν και να ενισχύσουν την ευφορία της γης, για μια πλουσιότερη συγκομιδή. 
Στον Πειραιά —πιθανώς την 14η Σκιροφοριώνα— τελούνταν τα Διισωτήρια προς τιμήν του Διός Σωτήρος και της Αθηνάς Σωτείρας, για τα οποία δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες, γιατί συνέπιπταν με τα Διιπόλεια και συγκεκριμένα με τα Βουφόνια. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, του Σκιροφοριώνα και ειδικά την τελευταία πανσέληνο του έτους, ίσως την 14η του μηνός, ετελείτο η θρησκευτική γιορτή των Βουφονίων προς τιμήν του Πολιέα Δία, του Διός πολιούχου των Αθηνών.
Τα Βουφόνια ήταν μέρος της αρχαιοτάτης γιορτής των Διπολίειων ή Διιπόλειων, που ετελείτο την 24η Σκιροφοριώνα προς τιμήν του πολιούχου Διός (Παυσ. Α’, 24), ενώ τα Βουφόνια μάλλον καθιερώθηκαν την εποχή του βασιλιά Ερεχθέα.
Τον μήνα αυτόν, το αλώνισμα είχε τελειώσει και τα δημητριακά της νέας σοδειάς είχαν συγκεντρωθεί στην Ακρόπολη. Οι Αθηναίοι έβαζαν, λοιπόν, πάνω στον βωμό του Δία στάρι και κριθάρι ανακατεμένα. Άφηναν επίσης βόδια να βόσκουν ελεύθερα γύρω από την Ακρόπολη. Όταν κάποιο από τα βόδια αυτά πλησίαζε τον βωμό και έτρωγε τα σπέρματα, ένας ιερέας, ο Βουτύπος, το χτυπούσε δυνατά με τσεκούρι, ενώ ένα άλλος, ο Βουφόνος —από όπου προέρχεται η ονομασία των Βουφονίων— του έκοβε τον λαιμό με μαχαίρι.
Στη συνέχεια, πετούσαν τα φονικά όργανα και εξαφανίζονταν, γιατί εθεωρείτο αμαρτία η σφαγή των ζώων. 
Οι άλλοι εορτάζοντες μαγείρευαν το ζώο και το έτρωγαν όλοι μαζί με χορούς και τραγούδια.
Στο Πρυτανείο, ο βασιλιάς έκανε μια παρωδία δίκης για να βρει τον ένοχο της σφαγής, που τελικά ήταν το τσεκούρι και το μαχαίρι, τα οποία πανηγυρικά τα τιμωρούσαν ρίχνοντάς τα στη θάλασσα.
Η σημασία του μύθου παραμένει άγνωστη. Ίσως τα Βουφόνια είχαν αναμνηστικό και εξιλαστήριο χαρακτήρα, αφού οι πιστοί γέμιζαν το κουφάρι του βοδιού με σανό, το έζευαν στο άροτρο και το έβαζαν, τάχα, να οργώσει. Πιθανώς να ήταν μια μίμηση της ανάστασης της ζωής, που θα ερχόταν με τον καινούργιο χρόνο.



Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ




  




ΠΩΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ τα αρχαιολογικά δεδομένα, η αρχή του έτους δεν ήταν κοινή για τα ελληνικά ημερολόγια που χρησιμοποιούσαν οι διάφορες ελληνικές πόλεις. Αποτέλεσμα αυτών των διαφοροποιήσεων ήταν να μη συμπίπτουν και τα θρησκευτικά εορτολόγια των επιμέρους ελληνικών κοινωνιών.
Το αττικό ημερολόγιο όριζε ως αρχή του έτους την πρώτη νουμηνία μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Στο ημερολόγιο των Λακεδαιμονίων το έτος άρχιζε την φθινοπωρινή ισημερία, ενώ το έτος των Μακεδόνων άρχιζε την πρώτη νουμηνία μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. Το μακεδονικό ημερολόγιο διαδόθηκε ευρύτατα σε χώρες της Ασίας και στην Αίγυπτο κατά την περίοδο των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων του.
Αντίθετα, το
ημερολόγιο των Βοιωτών άρχιζε από την πρώτη νουμηνία μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπως και το ημερολόγιο των Αιτωλών, ενώ το κερκυραϊκό έτος άρχιζε με την εαρινή ισημερία.
Ειδικά το ημερολόγιο των Δελφών άρχιζε τον μήνα Απελλαίο, πιθανώς αντίστοιχο του αττικού μήνα Μαιμακτηριώνα. 
Σπουδαίος όμως ήταν και ο ανοιξιάτικος μήνας Βύσιος.
 Η 7η ημέρα αυτού του μήνα εθεωρείτο γενέθλια ημέρα του Απόλλωνα και μάλλον συνέπιπτε με την εαρινή ισημερία. Ο μήνας Βύσιος, αντίστοιχος προς τον αττικό Ανθεστηριώνα, ήταν για τους κατοίκους των Δελφών η κύρια χρονική περίοδος —κατά την οποία έπρεπε να ερωτάται το μαντείο των Δελφών— προκειμένου να δίνει τους χρησμούς του. 
Ανάλογα μεταβάλλονταν τα ονόματα των μηνών στα άλλα ελληνικά ημερολόγια (δες πίνακα στο τέλος της ενότητας) καθώς και η αρίθμηση των ημερών.
Ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς την πρώτη ημέρα της άνοιξης συμβάδιζε με την αναγέννηση της φύσης ύστερα από το πέρασμα του παγερού χειμώνα.
Οι πανάρχαιοι μύθοι και οι θρύλοι, που ομοιάζουν μεταξύ τους, αν και πλάστηκαν από διάφορους —μη συγγενείς— λαούς, εντούτοις έχουν την ίδια πηγή και εμπνέονται από το θέαμα της ανακύκλησης των εποχών του έτους. Μετά τον άξενο χειμώνα, ακολουθεί η θαυμάσια εποχή της άνοιξης με την αναγέννηση της φύσης. Γι’ αυτόν τον λόγο, πολλοί λαοί όρισαν σαν αρχή του έτους τους την εαρινή ισημερία —την πρώτη ημέρα της άνοιξης.
Όσον αφορά το αττικό ημερολόγιο, την επίβλεψη και τον ακριβή καθορισμό των εορταστικών ημερών καθόριζε θρησκευτικός άρχοντας, που σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς ονομαζόταν Ιερομνήμων (ο μνήμων των ιερών), αυτός δηλαδή που τηρούσε τα ιερά αρχεία.
Επίσης Ιερομηνία εκαλείτο ο ιερός χρόνος εορτασμού μιας μεγάλης γιορτής, που διαρκούσε πολλές ημέρες ή συνήθως και ολόκληρο μήνα, απ’ όπου πήρε την ονομασία της. Την περίοδο της Ιερομηνίας σταματούσε κάθε εργασία και οποιαδήποτε πράξη η οποία θα διατάραζε το ειρηνικό κλίμα που απαιτούσε ο εορτασμός. Η ιερομηνία αναγγελλόταν από κήρυκες που διέρχονταν από όλες τις ελληνικές πόλεις· ιδιαίτερα η περίοδος διακοπής των εχθροπραξιών ονομαζόταν εκεχειρία. Ιερομηνία ετηρείτο στις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές: τα ίσθμια, τα Νέμεα, τα Ολύμπια και τα Πύθια.

4 σχόλια:

  1. ποια κάθοδο των Δωριέων ? αυτό είναι παραχάραξη της ιστορίας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ΤΙ ΕΝΟΕΙΣ ΟΤΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟ;;

      Διαγραφή
    2. Οι Δωριείς ήταν ελληνικό φύλο, ένα από τα τέσσερα της αρχαιότητας, το οποίο καταγόταν σύμφωνα με τις γραπτές παραδόσεις από την οροσειρά της Πίνδου. Κατά την παλαιά παραδοσιακή θεωρία και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι Δωριείς κατέβηκαν στη νότια Ελλάδα περίπου τον 12ο π.Χ. αιώνα και κατέλυσαν τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, καθώς διέθεταν όπλα από σίδηρο, που ήταν ανώτερα από τα χάλκινα των Μυκηναίων. Νεώτερες όμως μελέτες συνδυάζουν την έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων που να συνηγορούν σε μια τέτοια βίαιη εισβολή και γλωσσολογικών στοιχείων από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, και αμφισβητούν έντονα την εκδοχή αυτή. Η μετακίνησή τους αυτή, που είναι γνωστή ως "Κάθοδος των Δωριέων", παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα σκοτεινότερα σημεία της ελληνικής ιστορίας.

      https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%B5%CE%AF%CF%82

      Διαγραφή
    3. Η λεγόμενη «Κάθοδος των Δωριέων» ή «Κάθοδος των Ηρακλειδών» είναι θεωρία ιστορική και γλωσσολογική σύμφωνα με την οποία περί τον 12ο αιώνα π.Χ. ελληνικά φύλα κατήλθαν από το βορρά προς την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησο με συνέπεια την καταστροφή του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
      Η σχετική παράδοση οφείλεται στον Ηρόδοτο ο οποίος πρώτος αναφέρθηκε στις μετακινήσεις των Δωριέων στην Ελλάδα.[1] Σύμφωνα με αυτή την παράδοση οι Δωριείς μετανάστευσαν από τη Φθιώτιδα στην Ιστιαιώτιδα, στην Πίνδο, στη Δρυοπίδα και τελικά στην Πελοπόννησο. Οι υποτιθέμενες αυτές μετακινήσεις έμειναν γνωστές ως «Κάθοδος των Δωριέων» ή «Επιστροφή των Ηρακλειδών».[2]

      https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%AC%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%94%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%AD%CF%89%CE%BD

      Διαγραφή